Ο Έρασμος θεωρείται ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του λεγόμενου χριστιανικού ουμανισμού: αυτός ανέδειξε όσο κανένας άλλος την ανάγκη της ζεύξης του αρχαίου, ελληνικού κυρίως, πνεύματος με τις Γραφές και τη χριστιανική ευσέβεια. Διέτρεξε κατά μήκος και κατά πλάτος τον ευρωπαϊκό χώρο, ξεκινώντας βόρεια από τα κολεγιακά κέντρα της Αγγλίας, την Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, και φτάνοντας μέχρι την παπική πρωτεύουσα, σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι τα ηθικά διδάγματα που φωλιάζουν στα έργα της ελληνορωμαϊκής γραμματείας βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με τη Βίβλο και τα κηρύγματα του Ιησού Χριστού, όπως μας τα παραδίδουν οι αποστολικές διδαχές.
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος του πνεύματος πάσχισε σε όλη του τη ζωή να αποδείξει ότι με εργαλείο την τέχνη της φιλολογίας είναι εφικτό να αποκατασταθούν και να σχολιαστούν κείμενα της αρχαίας ελληνορωμαϊκής γραμματείας και η αυθεντική ευαγγελική παράδοση.
Η βιβλιοθήκη του Έρασμου. Πρόκειται για ολόκληρο πνευματικό θησαυρό, που περιλάμβανε: συγγράμματα που απέκτησε από τις επισκέψεις του σε ιδιωτικές, πανεπιστημιακές και μοναστηριακές βιβλιοθήκες, αυτόγραφά του και αντίγραφα που έγιναν για λογαριασμό του, αντίτυπα των εκδόσεων που επιμελήθηκε και βιβλία που απέκτησε ως δώρα.
Μια πρώτη αναφορά του Έρασμου σχετικά με τον κόσμο του βιβλίου ανιχνεύεται στην επιστολή του προς τον Πέτρο Βίνκελ, τον οποίο προτρέπει να μην πουλήσει τα χειρόγραφά του. Εκτενέστερη όμως αναφορά για τα βιβλία που είχε ο Έρασμος στην κατοχή του και υ ποστήριζαν τις σπουδές του υπάρχει στην επιστολογραφία του με τον ποιητή και θεολόγο Κορνήλιο Χέραρντ. Στις επιστολές αυτές γίνεται λόγος για τις προτιμήσεις του στην ποίηση και την πεζογραφία και αναφέρει τον Βιργίλιο, τον Οράτιο, τον Οβίδιο, τον Ιουβενάλη, τον Στάτιο, τον Μαρτιάλη, τον Λουκανό, τον Τίβουλλο, τον Πέρσιο, τον Κλαυδιανό, τον Κικέρωνα, τον Σαλλούστιο, τον Κοϊντιλιανό και τον Τερέντιο.
Οι γνώσεις του Έρασμου δεν περιορίζονταν στους Λατίνους ποιητές και πεζογράφους. Τα ελληνικά παραθέματα που συχνά συναντούσε στα έργα του Κικέρωνα, όπως στο Ad familiares, κέντρισαν το ενδιαφέρον του για την ελληνική γλώσσα. Σε επιστολή του, ίσως το 1489, προς έναν φίλο, τον οποίο δεν κατονομάζει, κάνει λόγο για τον Αισχίνη, τον μαθητή του Σωκράτη, κάτι που προϋποθέτει ότι διέθετε αντίτυπο από τους Βίους φιλοσόφων (Vitae et sententiae philosophorum) του Διογένη Λαέρτιου. Η λατινική μετάφραση των Βίων (Vitae) του Αμβρόσιου Τραβερσάρι είχε τυπωθεί στη Ρώμη από τον Γεώργιο Λάουερ, ήδη γύρω στο 1472. Μέσα από το σύγγραμμα αυτό ο Έρασμος γνώρισε τον βίο και τα έργα αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και διάβασε αποφθέγματα και γνωμικά που αποκαλύτπουν τη στάση τους για τη ζωή. Έμαθε επίσης τους τίτλους των συγγραμμάτων που τους αποδίδονται και γοητεύτηκε ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα, τον μέγα, όπως τον αποκαλεί.
Η επιστολογραφία του. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι αποδέκτες των επιστολών του, όπως και ένας ολόκληρος κύκλος ανθρώπων που καλλιεργούσαν τα ουμανιστικά γράμματα, αντάλλασσαν βιβλία διαμορφώνοντας έτσι μια κοινή βιβλιοθήκη. Σε επιστολή του Βίλλεμ Χέρμανς προς τον Κορνήλιο Χέραρντ τον πληροφορεί πως ανταποκρινόμενος στην επιθυμία του τού στέλνει τον Θουκυδίδη, και κάνει λόγο και για μια νέα αποστολή έργου του Γεώργιου Τραπεζούντιου. Ίσως πρόκειται για τη Ρητορική του Αριστοτέλη, στη μετάφραση του Τραπεζούντιου, που είχε τυπωθεί στο Παρίσι, το 1475. Ο Χέρμανς πάλι, σε άλλη επιστολή του μνημονεύει τον Πλάτωνα, έχοντας προφανώς στη βιβλιοθήκη του είτε τα Άπαντα σε μετάφραση του Μαρσίλιου Φικίνου, είτε τις Επιστολές του, σε μετάφραση του Λεονάρδου Μπρούνι. Ίσως να πρόκειται και για την Απολογία Σωκράτους, που τυπώθηκε στην Μπολόνια το 1475 περίπου, σε μετάφραση του Μπρούνι πάλι, που συνοδευόταν και από τον διάλογο Γοργίας.
Περί αποφθεγμάτων. Η παράδοση των συλλογών με αποφθέγματα και παροιμιακές ρήσεις, ο λόγος ὠφέλιμος ἐν τῷ βίῳ, όπως αναγράφεται στην έκδοση των Adagia του 1523, ανάγεται αιώνες πίσω και αναδεικνύει τη σημασία που έδιναν οι πνευματικοί άνθρωποι σε τέτοιου είδους συναγωγές. Ο Αριστοτέλης είχε συντάξει συλλογή αποφθεγμάτων, η τύχη της οποίας αγνοείται. Ο μαθητής του Κλέαρχος ο Σολεύς ακολούθησε το παράδειγμά του, όπως άλλωστε και ο διάδοχός του στον Περίπατο, ο Θεόφραστος. Ο κύκλος των φιλοσόφων που ασχολήθηκαν με τις συλλογές αυτές κλείνει με τον Χρύσιππο.
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους οι συναγωγές αυτές συντάσσονταν με φιλολογικά μάλλον παρά φιλοσο φικά κίνητρα και τις υπέγραφαν γραμματικοί σαν τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο, τον Δίδυμο και τον Λούκιλλο από την Τάρρα της Κρήτης. Μεγάλη άνθηση είχαν οι συλλογές αυτές κατά την περίοδο της δεύτερης σοφιστικής, ενώ οι αποφθεγματικές ρήσεις χρησιμοποιήθηκαν ως παραδείγματα σε λογοτεχνικά (Λουκιανός) και ρητορικά (Λιβάνιος) συγγράμματα.
Στα χρόνια του Έρασμου, ο πρώτος που επιχείρησε να αναβιώσει τη λογοτεχνική αυτή παράδοση είναι ο στενός φίλος και συνεργάτης του Βησσαρίωνα, ο Μιχαήλ Αποστόλης. Επισκεπτόμενος τη Ρώμη το 1468, ο Μιχαήλ υποσχέθηκε στον γραμματέα του Έλληνα καρδινάλιου Γκάσπαρε Τζάκι, επίσκοπο του Όζιμο, να επιμεληθεί μια συλλογή με αποφθέγματα και ρητά αρχαίων Ελλήνων.
Ως προς την έντυπη παράδοση των συλλογών με ελληνικές παροιμιακές ρήσεις, η πρώτη έκδοση περιέχει τις ανθολογήσεις του Δίδυμου από την Αλεξάνδρεια και του Λούκιλλου από την Τάρρα, όπως είχαν συγκεντρωθεί σε μορφή επιτομής από τον Ζηνόβιο, φέρει τον τίτλο Επιτομή των Ταρραίου και Διδύμου παροιμιών και τυπώθηκε στη Φλωρεντία από τον Βενέδικτο Ρικαρντίνι το 1497.
Η πρώτη έκδοση των Adagia κυκλοφόρησε το 1500, με τον τίτλο Adagiorum Collectanea, τυπώθηκε στο Παρίσι από τον Γκασπάρ Φιλίπ και επανατυπώθηκε από τον ίδιο χωρίς προσθήκες ή διορθώσεις το 1505.
Από τον πρόλογο των Adagia του 1500 ο Έρασμος επιτίθεται παράλληλα κατά των σχολαστικών φιλοσόφων και θεολόγων, κατηγορώντας τους για άγνοια, αφού δεν γνωρίζουν τη σοφία και τα ηθικά διδάγματα που περιέχουν τα αποφθέγματα, τα γνωμικά και οι παροιμιακές ρήσεις. Τονίζει μάλιστα ότι οι ρήσεις αυτές διέπλασαν γενιές ολόκληρες και δεν τις αγνοούσαν ούτε οι προφήτες ούτε οι απόστολοι ούτε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, όπως μαρτυρούν οι παραβολές.
Με την έκδοση αυτή, ο Έρασμος προβάλλει στο κέντρο της σκηνής του ιταλικού ουμανισμού. Στις αράδες του προλόγου του δεν παραλείπει να μνημονεύσει τους πρώτους δασκάλους του, οι οποίοι του εμφύσησαν τις ουμανιστικές ιδέες, τον Αγρίκολα και τον Αλέξανδρο του Χέεκ, ενώ αναφέρεται και στον Ερμόλαο Μπάρμπαρο, τον Πίκο ντέλλα Μιράντολα, αλλά και τον Πολιτιανό για το εξαιρετικά οξυδερκές του πόνημα Miscellaneae.
Το 1501, εκδίδει το De officiis του Κικέρωνα, συμβάλλοντας έτσι ακόμη περισσότερο στη γενικότερη τάση για σύζευξη της αρχαίας σοφίας με τη χριστιανική πίστη.
Από όλες τις εκδόσεις (ή επανεκδόσεις) των Adagia, η μόνη στην οποία ο Έρασμος εκφράζει το σκεπτικό σύνταξης της συλλογής είναι αυτή που ως πρόλογο έχει επιστολή προς τον κόμη Ουίλλιαμ Μάουντζοϋ και χρονολογείται το 1500. Εκεί εκθέτει την όλη προετοιμασία για το εκδοτικό αυτό εγχείρημα και ξεκινάει εκφράζοντας τον πόνο του: Ταλαιπωρημένος από την κακή του υγεία δεν είχε δυνάμεις να πιάσει στα χέρια του ούτε ένα βιβλίο. Ωστόσο, υπακούοντας στα κελεύσματα του Πλίνιου, ο οποίος θεωρούσε χαμένο τον χρόνο που ήταν αφιερωμένος στη μελέτη, δεν επέτρεψε στην αρρώστια να ακυρώσει τα σχέδιά του. Γράφει λοιπόν:
«Έτσι, έβαλα στην άκρη τα κείμενα που απαιτούσαν βαθύτερη και πιο προσεκτική προσέγγιση, και άρχισα να ξεφυλλίζω πονήματα πολλών και διάφορων συγγραφέων και να δρέπω αποσπάσματα, σαν ανθάκια κάθε λογής, προκειμένου να φτιάξω μια γιρλάντα, με τις αρχαιότερες και πιο αξιομνημόνευτες παροιμιακές ρήσεις.
» ... Το γνωμικό μπορεί να έχει μεγάλη δύναμη, είτε πρόθεσή σου είναι να πείσεις είτε να αντικρούσεις τον αντίπαλό με μια σαρκαστική ρήση είτε πάλι να υπερασπιστείς τη γνώμη σου. ... Ποιον δεν θα εντυπωσίαζε η ταυτότητα κρίσεων που ανάγονται σε πολύ διαφορετικές εποχές και προέρχονται από από διάφορες χώρες; ... Τα ίδια τα γεγονότα διακηρύσσουν ότι σπουδαίοι συγγραφείς στις παροιμίες βρήκαν υλικό και με αυτό διάνθισαν τα συγγράμματά τους άτομα που στέκουν στο κέντρο του πνευματικού πανθέου της ανθρωπότητας. Έχει ο κόσμος να επιδείξει άνθρωπο ικανό να αναμετρηθεί σε ευγλωττία και ύφος με τον Πλάτωνα που να είναι πιο θεϊκός στη φιλοσοφία; Πόσες παροιμιακές ρήσεις δεν κοσμούν σαν μικρά αστέρια τους διαλόγους του, Θεέ μου!»
»Από τους λατινόγλωσσους πάλι κανένας, από όσο γνωρίζω, δεν καταπιάστηκε με τέτοιο έργο, όχι γιατί θεωρούσαν πως δεν αξίζει τον κόπο ... αλλά επειδή γνώριζαν ότι μια παροιμία που λέγεται με δύο λέξεις είναι σκοτεινή, όταν το νόημά της παραμένει κρυμμένο, και αντίθετα φωτεινή, όταν επεξηγείται επακριβώς.
»Για να σου πω ένα παράδειγμα, γελάμε, λέμε, με σαρδόνιο γέλωτα. Η έκφραση που εμφανίζεται στις επιστολές του Κικέρωνα, σε τι μπερδέματα και σε τι παραπλανητικούς λαβυρίνθους δεν έχει ρίξει τους σχολιαστές; Αλλά επειδή εμείς οι χριστιανοί είμαστε πιο ανοιχτοί σε χριστιανικά παραδείγματα ... στα έργα του Ιερώνυμου θα βρεις παροιμίες πιο πολλές από ό,τι στις κωμωδίες του Μένανδρου όπως «Το καρφί βγήκε με άλλο καρφί» ή «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι».
»Τα γνωμικά αυτά ήταν σαν τους χρησμούς του Μαντείου των Δελφών. Κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, έμπαιναν στα δημοτικά τραγούδια, τα έβλεπες γραμμένα στα αετώματα των ναών, τα συναντούσες παντού στην Ελλάδα χαραγμένα στο μάρμαρο ή στον χαλκό σε δημόσια μνημεία: Γνῶθι σαὐτόν, «Ό,τι μας ξεπερνά δεν μας αφορά». ... Αλλά ακόμη και στις επιστολές των Αποστόλων και στα ίδια τα Ευαγγέλια θα συναντήσουμε συχνά παροιμιακές ρήσεις, όπως, κύων ἐπιστρέψας ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα [Απόστολος Πέτρος, Β´. 2β/22: «Σκύλος όπου γυρίζει στον εμετό του»], ή κύμβαλον αλαλάζον.
»Απομένει τώρα, θαρρώ, να μιλήσω για τη μέθοδο που ακολούθησα σε ένα έργο εντελώς πρωτότυπο. Ο τίτλος των Adagia αφήνει να εννοηθεί ότι συγκέντρωσα με μηχανική μέθοδο τον μεγαλύτερο δυνατόν αριθμό γνωμικών σαν να επρόκειτο να συντάξω λεξικό, τέτοιας λογής είναι οι εκφράσεις η αγάπη ουδόποτε εκπίπτει ή «Όσοι άνθρωποι τόσες γνώμες» ... Αλλά δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε διότι ό,τι είναι γνωμικό δεν είναι απαραίτητα παροιμιακή ρήση ούτε βέβαια κάθε παροιμία είναι γνωμικό. ... Η ρήση πρέπει να έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα είτε από το θέατρο είναι δανεισμένη είτε αποτελεί απόφθεγμα κάποιου σοφού είτε είναι δανεισμένη από κάποιο μύθο, όπως ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκεν μῦν ... Δεν παρασύρθηκα αδιακρίτως από κάθε φράση αυτού του είδους, αλλά ακολούθησα την ελληνική ρήση: «Ούτε όλα, ούτε παντού, ούτε από οπουδήποτε».
»Τούτο το έργο το εξέδωσα για να δοκιμάσω χωρίς μεγάλο ρίσκο ποιο πνεύμα θα πρυτανεύσει για τη γέννηση του καινούριου αυτού είδους. Όποιος μου υποδείξει τα λάθη μου θα έχει την ευγνωμοσύνη μου, αρκεί να μη διακατέχεται από υστεροβουλία· αλλά και κακόβουλα αν ενεργήσει, και πάλι η γνώμη του θα ακουστεί. Όποιος ανόητα κρίνει πράγματα που δεν κατανοεί, θα με ακούσει να του επαναλαμβάνω τη ρήση του Απελλή: «Τσαγκάρη, κρίνε μόνο τα παπούτσια». Θα υπάρξουν και αυτοί στους οποίους τίποτα δεν θα τους αρέσει, αλλά δεν είναι γι' αυτούς που έγραψα ό,τι έγραψα!
»Ορίστε, αξιαγάπητε Ουίλλιαμ, μια παροιμιωδώς μακροσκελής επιστολή και φοβούμαι ότι γράφοντάς την ξέχασα ένα από τα πιο παλιά ρητά: Μηδέν ἄγαν».
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. V, Αθήνα, Κότινος, 2012, σ. 228–261.