Ο Λουκιανός γεννήθηκε στα Σαμόσατα (Συρία) γύρω στο 120 μ.Χ., υπήρξε διάσημος σοφιστής και σατυρικός συγγραφέας και επέλεξε να γράφει στα ελληνικά. Από το 160 περίπου μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου δημιούργησε κάποιες σχέσεις με την Ακαδημία, αλλά και συναναστράφηκε εκπροσώπους της επικούρειας και της κυνικής φιλοσοφίας. Πέθανε λίγο μετά το 180 μ.Χ.
Από τα 82 έργα που του αποδίδονται, τουλάχιστον τα 70 είναι αυθεντικά. Ένα από αυτά έχει σατυρικό χαρακτήρα και καυτηριάζει τις βιβλιοφιλικές τάσεις ανίδεων συλλεκτών, οι οποίοι προσπαθούν να κτίσουν την προσωπικότητά τους με κριτήριο τον αριθμό των βιβλίων που θησαύριζαν στη βιβλιοθήκη τους, των μεγάλων τραγικών κυρίως. Το κείμενο τιτλοφορείται: Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία ωνούμενον (Λουκιανός, Προς).
Ο Λουκιανός πρόσφερε το δοκίμιό του αυτό «δώρο» σε έναν νέο που αρνήθηκε να του δανείσει κάποιο βιβλίο του. Ο συγγραφέας χλευάζει τον νέο αυτόν, που δεν είναι σε θέση να διακρίνει τα αρχαία και μεγάλης αξίας βιβλία ανάμεσα σ’ αυτά που προωθούν οι βιβλιοκάπηλοι, και του ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να θεωρείται μορφωμένος, ακόμη και αν αγοράσει τα αυτόγραφα του Δημοσθένη και τα βιβλία που άρπαξε ο Σύλλας από την Αθήνα, γιατί, όπως λέει η παροιμία, «ο πίθηκος είναι πίθηκος και με χρυσά στολίδια». Τον κατηγορεί ακόμη ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει την ψεύτικη κολακεία και τους κρυφούς γέλωτες των φίλων του για το πολυτελέστατο, με πορφυρό κάλυμμα και χρυσό ομφαλό βιβλίο, που περιφέρει και επιδεικνύει με τόση υπερηφάνεια. Παρομοιάζει τον ανίδεο αυτό βιβλιοσυλλέκτη με τον τύραννο Διονύσιο, ο οποίος ήθελε να συγκαταλέγεται στους τραγωδούς και αγόρασε πανάκριβα την πινακίδα όπου έγραφε ο Αισχύλος, πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνει μεγάλος ποιητής. Τον «συμβουλεύει» δε, αφού έχει αγοράσει τόσα αντίγραφα του Ομήρου, να διατρέξει το κείμενο, που δεν έχει καμία σχέση με τις ανησυχίες του, και να σταθεί σ’ αυτόν τον γελοίο άνθρωπο, τον κακοπλασμένο και ελαττωματικό στο σώμα, τον Θερσίτη, που νόμιζε ότι φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα θα γινόταν ωραίος και δυνατός. Τον παρομοιάζει τέλος με τον Βελλεροφόντη, που περιέφερε ένα βιβλίο το οποίο μαρτυρούσε την καταδίκη του, και του υπενθυμίζει το περιστατικό με τον Δημήτριο τον Κυνικό, που όταν συνάντησε στην Κόρινθο κάποιον αμαθή να διαβάζει τις Βάκχες του Ευριπίδη, όρμησε πάνω του, στο σημείο που ο άγγελος διηγείται τα παθήματα του Πενθέα, και του άρπαξε το βιβλίο φωνάζοντας: «Eίναι προτιμότερο για τον Πενθέα να σπαραχθεί από μένα μία φορά, παρά πολλάκις από εσένα»(Βιβλ. Ι, 128-129).