Ο Σωκράτης, που γεννήθηκε στην Αθήνα γύρω στο 470 π.Χ. και πέθανε το 399, επιδεικτικά αποστρεφόταν τον γραπτό λόγο και το παπύρινο βιβλίο, που αποτελούσε στα χρόνια του τον διδακτικό μοχλό της σοφιστικής εκπαιδευτικής πρακτικής, ωστόσο φαίνεται ότι μέλη του κύκλου του είχαν συγκροτήσει συλλογές βιβλίων.
Ο Ξενοφών στα Απομνημονεύματα (IV, 2, 8-10) μνημονεύει μια συνομιλία του Σωκράτη με τον Ευθύδημο, έναν νέο που συγκέντρωνε μανιωδώς βιβλία. Η επιφυλακτική στάση του Σωκράτη απέναντι στην αλόγιστη διάδοση του βιβλίου προέρχεται αφενός από την αδυναμία του βιβλίου να παράγει δημιουργικό διάλογο (θέση και του Πλάτωνα στον Φαίδρο, 275 κ.ε.) και αφετέρου από το γεγονός ότι οι σοφιστές το χρησιμοποίησαν ως εφαλτήριο για τη διάδοση της διδασκαλίας τους.
Παρ’ όλα αυτά γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης ζήτησε να του προμηθεύσουν το βιβλίο του Αναξαγόρα από την αγορά, στο οποίο αναφερόταν ειρωνικά: «το βιβλίο της μιας δραχμής», ενώ ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα μαρτυρεί ότι ο Σωκράτης προέτρεπε έναν δούλο να διαβάζει δυνατά, υποδηλώνοντας έτσι τη μεγαλύτερη αξία της ανάγνωσης όταν λειτουργεί και η ακοή (Πλάτων Θεαίτ. 113). Επίσης, κατά τον Ξενοφώντα (Απομ. Ι, 6, 14), συνήθιζε να ξετυλίγει τους θησαυρούς των σοφών της παλαιότερης εποχής, και μάλιστα αυτόγραφά τους, και να τα μελετάει κρατώντας σημειώσεις με τους φίλους του (Βιβλ. Ι, 83-86).