Ο Constantino Ponce de la Fuente (1502-1560) καταγόταν από την Cuenca και ήταν γόνος συντηρητικής, μάλλον χριστιανικής οικογένειας. Αρχικά, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αλκαλά και στη συνέχεια στη Σεβίλλη. Από το 1530 αλληλογραφεί με τον Έρασμο, καθώς είχε συστρατευθεί μαζί του στο πλαίσιο της αντι-ερασμιακής κίνησης που είχε ξεσηκώσει ο Luisde Carvajal με το Dulcoratio amarulentiarum Erasmicae responsionis (Παρίσι, S. de Colines, 1530). Από το 1534 διδάσκει στη Σχολή του καθεδρικού ναού της Σεβίλλης και τυγχάνει γενικής αποδοχής από τους πιστούς και τις αρχές και λόγω των κηρυγμάτων του. Παράλληλα, ο Constantino επιδίδεται στη σύνταξη θεολογικών κειμένων δογματικού και εξηγητικού κυρίως χαρακτήρα, που γνώρισαν διάφορες εκδόσεις και πολλές επανεκδόσεις, όπως το Summa de doctrina christiana (Σεβίλλη, 1543), και το Catecismo (Σεβίλλη, 1547).
Οι περιπέτειες του el doctor Constantino αρχίζουν το 1547, με την κυκλοφορία ενός ανώνυμου συγγράμματος, που θα ερεθίσει τους χριστιανούς και θα καταστεί σύντομα γνωστό ως Confesión de un pecador delante de Jesu Christo redemptor y juez de los hombres: «Ένας ψαράς, απευθυνόμενος στον Χριστό, εξομολογείται την αμαρτία που διέπραξε έναντι του Θείου Νόμου και των άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως, υποτάσσεται στη Θεία Δίκη και δηλώνει αποφασισμένος να ακολουθήσει τον Λυτρωτή του, τον Ιησού Χριστό». Το βιβλίο γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία και τον επόμενο χρόνο, το 1548, ο Constantino εξασφάλισε Privilegio real από τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε', με στόχο να θωρακίσει και τυπικά την έκδοση, όπως και όλα του τα συγγράμματα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα απόλυτο έλεγχο της εκτύπωσης και διακίνησής τους. Την ίδια χρονιά, ο αυτοκράτορας τον προσκαλεί να συμμετάσχει στις εργασίες της Αυλής του ως ιεροκήρυκας και βασιλικός δάσκαλος. Τα βιβλία της συλλογής του δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σύμφωνα με τον κατάλογο της βιβλιοθήκης του αντιπροσωπεύονται από συγγράμματα του Έρασμου και των καθοδηγητών της Μεταρρύθμισης, και από βιβλικά κείμενα, ενώ τα έργα με προτεσταντική απόκλιση δεν αποτελούν καν ενότητα, όπως π.χ. δοκίμια του Zwingli. Ανάμεσα στους τίτλους της βιβλιοθήκης του θησαυρίζονταν και έργα που στρέφονται κατά της Μεταρρύθμισης, δηλαδή πονήματα των πολέμιων του Λούθηρου και του Bucer, όπως και του Μελάγχθονα και του Oecolampadius.
Τα γραπτά του el doctor Constantino όμως, από το 1553 μπήκαν στο στόχαστρο της Ιεράς Εξέτασης, μέλη της οποίας είχαν εκφράσει αμφιβολίες και αντιρρήσεις ως προς τις θέσεις του και τον έψεγαν πως είχε ενστερνιστεί και προέβαλλε λουθηρανικές απόψεις. Με το που επέστρεψε μάλιστα στη Σεβίλλη το 1555, ενεπλάκη σε ανοιχτή διαμάχη με τον τοπικό Αρχιεπίσκοπο, που δεν ήταν άλλος από τον πανίσχυρο ιεροεξεταστή Fernando de Valdés. Συνέπεια της αντιπαράθεσης αυτής ήταν να κατηγορηθεί ως λουθηρανός και να κατασχεθούν τα υπάρχοντα και τα βιβλία του το 1558. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στη φυλακή και προτού περάσει δημόσια δίκη απεβίωσε (1559). Ταυτόχρονα, όλα τα έργα του καταγράφηκαν στον Κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων και παραδόθηκαν δημόσια στις φλόγες, μαζί με τα οστά και το πορτρέτο του (20 Δεκεμβρίου του 1560). Κατά τη διάρκεια της τελετής ο ιεροεξεταστής εκφωνούσε τα εξής: «Στο όνομα του Χριστού […] διακηρύττουμε ότι ο Constantino de la Fuente κατά τη διάρκεια του βίου του περιέπεσε στο αμάρτημα της αίρεσης και αποστάτησε, κρίματα για τα οποία κρίθηκε ένοχος. Ήταν αιρετικός και απεβίωσε ως αιρετικός, αποστάτης, επινοητής και υποκριτής, αφορισμένος […] και ως αιρετικό τον καταδικάζουμε και τον καταριόμαστε και διατάζουμε […] την απαλοιφή του ονόματός του από οποιαδήποτε επιγραφή, εικόνα, όπως και οποιαδήποτε μνεία για τη θέση του τάφου του […], διατάζουμε να μη διασωθεί τίποτα από την ύπαρξή του πάνω στη Γη, εκτός από την καταδίκη που του επιβάλαμε…» (Courcelles, Livres, 143-156).
Η καταδικαστική και αφοριστική απόφαση της Ιεράς Εξέτασης δεν είχε αντίκρισμα έξω από την Ισπανία, καθώς οι εκδόσεις των έργων του συνέχισαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στον ευρωπαϊκό χώρο και δεν έπαψαν να επανεκδίδονται και μετά τον θάνατό του, διαιωνίζοντας έτσι τη σκέψη του μέσα από τα ίδια του τα βιβλία, αυτά που καταδίκασε και παρέδωσε στην πυρά η ισπανική Ιερά Εξέταση (Βιβλ. V, 353-356).