Ο άνθρωπος που άλλαξε τη φυσιογνωμία της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης της Αυστρίας και πάσχισε επί τριάντα περίπου χρόνια να τη μετατρέψει από προσωπική συλλογή βιβλίων των αυτοκρατόρων σε οργανωμένη βιβλιοθήκη αντάξια του imperium που συμβόλιζε η Άγια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, είναι ο Ολλανδός ουμανιστής και εραστής του βιβλίου Ούγος Βλότιος. Ο Βλότιος ανέλαβε την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη το 1575, όταν η συλλογή του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Β΄ αριθμούσε 10.000 τίτλους, δεμένους σε 7.379 τόμους, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί σε διάστημα περίπου δύο αιώνων.
Δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για την ιστορία της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης (Hofbibliothek) πριν από την εποχή του Μαξιμιλιανού Α΄ και του Βλότιου και έτσι οι πληροφορίες αντλούνται από δευτερογενείς πηγές. Ο δούκας Αλβέρτος Γ΄ (1365–1395) ήταν κάτοχος ενός Ευαγγελιαρίου το οποίο είχαν καλλιγραφήσει και μικρογραφήσει ο Μπρούνερ Κανόνικους, ο Φαρρέρ φον Λάντσκρον και ο Γιοχάνες φον Τραπώ το 1368 και δεν αποκλείεται μάλιστα παραγγελιοδόχος του να ήταν ο ίδιος ο δούκας, αν κρίνουμε από τη σημαντική συλλογή κωδίκων που είχε στην κατοχή του. Η ιστορία της βιβλιοθήκης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσωπικότητα του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄ (1440–1493), ο οποίος, μολονότι δεν είχε πνευματικές ανησυχίες ανάλογες των ιταλών πριγκιπών της εποχής του, ανέλαβε πρωτοβουλία στις πολιτισμικές αναζητήσεις της χώρας του. Είχε μάλιστα στη διάθεσή του και τη μεγάλη συλλογή χειρογράφων του ανιψιού του Λαδίσλαου Ε΄ της Ουγγαρίας, ο οποίος ήταν δισέγγονος του Αλβέρτου Γ΄ και είχε κληρονομήσει ορισμένα αξιόλογα βιβλία του. Από την άλλη μεριά, στην κατοχή του Φρειδερίκου Γ΄ περιήλθε και η θαυμάσια βιβλιοθήκη του Βεντσεσλάβου A΄ (1378–1400), η οποία ξεχώριζε για τις περίτεχνες μικρογραφίες των πιο φημισμένων εργαστηρίων της Βοημίας. Στα περισσότερα από 110 χειρόγραφα που αποτελούσαν τη βιβλιοθήκη της Αυστρίας και τα οποία μπορούν να αναγνωριστούν σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, συγκαταλέγονται η Αγία Γραφή του Βεντσεσλάβου, χρυσόβουλα και δύο συλλογές αστρονομικών κειμένων. Ο Φρειδερίκος Γ΄ χαρακτήρισε ορισμένα από τα βιβλία του μ' ένα ex-libris αποτελούμενο από τα γράμματα AEIOU και η ερμηνεία του οποίου απασχολεί ακόμη τους βιβλιολόγους.
Ο μοναχογιός του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄ δεν ήταν άλλος από τον Μαξιμιλιανό Α΄ (1459–1519), βαφτισιμιό του μεγάλου βιβλιοσυλλέκτη της Αναγέννησης, καρδινάλιου Βησσαρίωνα. Ο Μαξιμιλιανός δεν κληρονόμησε μόνο τη βιβλιοφιλική φλέβα του πνευματικού του πατέρα, αλλά διέθετε και συγγραφικό ταλέντο, αν κρίνουμε από τις μυθιστορίες του και την αυτοβιογραφία του. Με τον Μαξιμιλιανό Α΄, που διαδέχθηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς το 1493 και ως αυτοκράτορας από το 1508, ανεβαίνει για πρώτη φορά στον θρόνο της Αυστρίας μια προσωπικότητα με πραγματικές ουμανιστικές ανησυχίες. Συνδέθηκε στενά με τους λόγιους της εποχής του και συχνά χρηματοδοτούσε ερευνητικά προγράμματα με επιστημονικά και ουμανιστικά ενδιαφέροντα. Προτού ακόμη περιέλθουν στην κατοχή του τα χειρόγραφα του πατέρα του είχε την τύχη, με τους δύο γάμους του, να αποκτήσει ανεκτίμητα χειρόγραφα που προέρχονταν μάλιστα από τα δύο σημαντικά κέντρα βιβλίου της εποχής του. Από το γάμο του με τη Μαρία της Βουργουνδίας το 1473, πέρασαν στην κατοχή της αυτοκρατορικής οικογένειας των Αψβούργων μοναδικά δείγματα της μικρογραφικής ζωγραφικής τέχνης της Βουργουνδίας και των περιοχών της Βόρειας Γαλλίας. Η αξία των βιβλίων αυτών σε χρήματα της εποχής του Μαξιμιλιανού ανέρχεται σε 100.000 γκούλντεν και αντιπροσώπευε το ένα όγδοο περίπου της περιουσίας της προίκας της Μαρία της Βουργουνδίας.
Όταν ο Μαξιμιλιανός ανακηρύχτηκε βασιλιάς το 1493, ξαναπαντρεύτηκε αυτή τη φορά με τη Μπιάνκα Μαρία Σφόρτσα, από την προίκα της οποίας απέκτησε αντιπροσωπευτικά χειρόγραφα της ιταλικής τέχνης του βιβλίου. Σταδιακά, στη συλλογή του αυτοκράτορα άρχισαν να περιέρχονται και ολόκληρες βιβλιοθήκες, ενώ κατόρθωσε επίσης να περισυλλέξει τα διάσπαρτα βιβλία του Λαδίσλαου, πραγματοποιώντας έτσι την επιθυμία του πατέρα του να περιέλθουν όλα τα βιβλία της αυτοκρατορικής οικογένειας σε ένα και μόνο πρόσωπο.
Ο Μαξιμιλιανός δεν φύλαγε τα βιβλία του σε συγκεκριμένο χώρο, όπως συνήθιζαν οι πρίγκιπες της Ιταλίας και της Γαλλίας στις αρχές του 15ου αιώνα, αλλά χρησιμοποιούσε ως βιβλιοθήκες μικρά και μεγάλα δερμάτινα σεντούκια τα οποία τον συνόδευαν στα ταξίδια του και στις πολύμηνες διακοπές του στα θερινά ανάκτορα.
Ο Μαξιμιλιανός, έχοντας κατά νου την εκπληκτική βιβλιοθήκη που είχε συγκροτήσει ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ματθίας Κορβίνος και φανερά ανήσυχος για την τύχη της, έγραφε την εποχή που ήταν πλέον αυτοκράτορας (1508–1513): «Τα ελληνικά βιβλία να μην ξεχαστούν. Σ’ αυτά βρίσκεται η φλόγα της ελευθερίας, με τον βασιλιά της Ουγγαρίας αυτά θα διαπραγματευτούμε». Επηρεασμένος από τα ουμανιστικά μηνύματα που έφταναν από την Ιταλία, ο Μαξιμιλιανός είχε προσλάβει για βιβλιοθηκάριο έναν ανθρωπιστή από τη Νυρεμβέργη, τον Κόνραντ Κέλτις. O Κέλτις, που έγραφε τα καλύτερα ποιήματα σε όλη την προς Βορράν περιοχή των Άλπεων, ήταν ο πρώτος Γερμανός που τιμήθηκε ως ποιητής από τον αυτοκράτορα και είχε την τύχη να παρακολουθήσει στην Ιταλία τις παραδόσεις σημαντικών εκπροσώπων του ουμανιστικού πνεύματος, όπως του Γκουαρίνο ντα Βερόνα στη Φερράρα, του Μάρκου Μουσούρου στην Πάδοβα και του Πομπώνιου Λαίτου στη Ρώμη. Η συμβολή του στη διαμόρφωση της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης δεν μπορεί να εκτιμηθεί στο στενό πλαίσιο του αυτοκρατορικού έστω βιβλιοθηκαρίου εφόσον ήταν, κατά γενική ομολογία, ένας από τους ελάχιστους Γερμανούς που εργάστηκε ως κλασικός φιλόλογος κατά τον ιταλικό τρόπο.
Ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός πέθανε το 1519 και στη διαθήκη του αναφέρεται: «Τα βιβλία και τα Χρονικά μου να διαφυλαχθούν πιστά, ώστε να τα βρουν και τα εγγόνια μου». Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο Φερδινάνδος Α΄ (1503–1564), γιος του Φιλίππου του Ωραίου, που γεννήθηκε στην Αλκαλά της Ισπανίας και είχε την τύχη να σπουδάσει κοντά στον Έρασμο. Ο Φερδινάνδος, μολονότι γνώριζε καλά τη σημασία του βιβλίου στην πνευματική ζωή των υπηκόων του, δεν κατόρθωσε να χαράξει κάποια πολιτική σε σχέση με το βιβλίο. Ωστόσο, η εποχή του Φερδινάνδου θεωρείται από πολλούς η απαρχή της ιστορίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αυστρίας (Hofbibliothek) και συνδέεται με την εγκατάσταση των Ιησουιτών στη Βιέννη το 1551 και τη γενικότερη διαμάχη των καθολικών με τους προτεστάντες.
Άμεσες πληροφορίες για την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη την εποχή του Φερδινάνδου δεν έχουμε και αντλούμε σχετικό υλικό από τις διασυνδέσεις του τελευταίου με ορισμένους λόγιους της Αυλής, όπως ο Γιοχάννες Κουσπινιάνους, o Βόλφγκανγκ Λάτσιους, o Κάσπαρ φον Νίντμπρουκ και ο Μπούσπεκ, οι οποίοι ανέλαβαν να εμπλουτίσουν την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη.
Τον Φερδινάνδο τον διαδέχθηκε ο Μαξιμιλιανός Β΄, βασιλιάς της Βοημίας από το 1549 και αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1564. Προτού ακόμη αναλάβει τα βασιλικά του καθήκοντα, είχε προσλάβει στην υπηρεσία του έναν νεαρό διπλωμάτη με έντονες ουμανιστικές ανησυχίες και πάθος για το βιβλίο, τον Κάσπαρ φον Νίντμπρουκ. Δεν ήταν ο κλασικισμός που τους ένωνε, ούτε η διάδοση των ελληνικών γραμμάτων, αλλά η θεολογία και ιδιαίτερα τα κηρύγματα του Λούθηρου, καθώς και η αποφασιστικότητά τους να υποστηρίξουν τον αγώνα του προτεστάντη Ματίας Φλάκιου, ο οποίος είχε συλλάβει το τολμηρό σχέδιο να αποδείξει, με βάση τις ιστορικές πηγές, ότι μόνο η Λουθηριανή Εκκλησία είναι αποστολική.
Από τη στιγμή που ο Ούγος Βλότιος αναλαμβάνει επίσημος αυτοκρατορικός βιβλιοθηκάριος το 1575, τα στοιχεία για την Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας δεν θα είναι πλέον αποσπασματικά και οι χιλιάδες γραπτές αναφορές με σκέψεις και προτάσεις για την οργάνωση της βιβλιοθήκης συνθέτουν ένα μοναδικό ντοκουμέντο βιβλιοθηκονομίας. Όταν ο αυτοκράτορας παρέδωσε στον Βλότιο το κλειδί της βιβλιοθήκης με την παραγγελία να εξετάσει τα βιβλία και να συντάξει κατάλογο εις διπλούν, η βιβλιοθήκη στεγαζόταν σε ένα μικρό χώρο της Μονής των Μινοριτών. Την εικόνα που αντίκρισε ο Βλότιος όταν μπήκε για πρώτη φορά στη βιβλιοθήκη δεν την ξέχασε ποτέ του και δεν παρέλειψε μάλιστα να την περιγράψει παραστατικά στην εισαγωγή του Καταλόγου του 1575: «Σε ποια κατάσταση, Θεέ μου, βρήκαμε τη βιβλιοθήκη τον περασμένο Ιούλιο! Πόσο απεριποίητα και ακατάστατα φαίνονται όλα, πόσες ζημιές έγιναν από έντομα και σκουλήκια και όλα αυτά καλυμμένα από ιστούς αράχνης. Όταν ξαφνικά ανοίξαμε τα παράθυρα που είχαν μείνει για μήνες κλειστά, και ποτέ αχτίδα ήλιου δεν είχε φωτίσει τον χώρο της βιβλιοθήκης, όρμησε προς τα έξω ένα κύμα μολυσμένου αέρα».
Ο Βλότιος είχε οράματα για την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη και πίστη ότι ήταν σε θέση να συγκροτήσει την «Βibliotheca Generis Ηumani» και να ξεπεράσει όλες τις άλλες βασιλικές βιβλιοθήκες. Έτσι, η τύχη της βιβλιοθήκης συνδέθηκε έκτοτε με την προσωπική ζωή του Βλότιου και τα οικογενειακά του προβλήματα είχαν άμεσες επιπτώσεις στη βιβλιοθήκη σ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.
Από την πρώτη στιγμή, που ανέλαβε ο Βλότιος επίσημα τα καθήκοντά του, είχε συστήσει στον αυτοκράτορα να συνταχθεί ο κανονισμός της βιβλιοθήκης. Ωστόσο η βιβλιοθήκη, μολονότι από το 1583 είχαν προσληφθεί βοηθοί δύο famuli και ο αυτοκράτορας και τα άλλα μέλη της αυλής έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον για την προβολή της, εξακολουθούσε να λειτουργεί περιστασιακά και χωρίς τον στοιχειώδη σεβασμό που επέβαλλε η σπουδαιότητα των χειρογράφων. Οι σημειώσεις του Βλότιου αναφέρουν ότι πολλά χειρόγραφα δίνονταν δανεικά ή έπαιρναν το δρόμο προς την Πράγα, όπου διέμενε ο αυτοκράτορας Ροδόλφος (1552–1612), χωρίς να επαναπατρίζονται στη βιβλιοθήκη. Ο Βλότιος, μολονότι δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τα οράματά του για την οργάνωση μιας αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης της Αυστρίας στο μέτρο της δύναμης και της πολιτικής επιρροής που διέθετε, έθεσε ωστόσο τις βάσεις για τον καθορισμό μιας πολιτικής, η οποία βρήκε ικανούς συνεχιστές στο μέλλον.
Κ.Σπ. Στάικος, Βιβλιοθήκη: Από την Αρχαιότητα έως την Αναγέννηση, Αθήνα, Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος, 1996, σ. 428–445.