Ο Κόιντος Οράτιος Φλάκκος (Quintus Horatius Flaccus) υπήρξε διάσημος ποιητής της εποχής του Αυγούστου (65-8 π.Χ.). Τα έργα του είχαν ιδιαίτερη απήχηση και όχι μόνο στο ρωμαϊκό κοινό, αφού, όπως ο ίδιος καυχιόταν, τα ποιήματά του κυκλοφορούσαν σε μορφή βιβλίου από τον Βόσπορο και τις κορυφογραμμές της Βορειοαφρικανικής Σύρτης, στις παγωμένες χώρες του Βορρά, στην Κολχίδα και στις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ως την αδιαπέραστη ομίχλη στα νότια του Δούναβη, στις φυλές του Δνείπερου, και στις δυτικές και βορειοανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ως εκδότης των έργων του αναφέρεται ο γνωστός μας οίκος των Σωσίων και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Οράτιου, όσα βιβλία δεν έβρισκαν αγοραστές στη Ρώμη, είτε εξαιτίας του περιεχομένου τους είτε επειδή είχαν φθαρεί από τον τρόπο έκθεσής τους στα βιβλιοπωλεία, ξεπουλιόντουσαν σε παλαιοπωλεία των επαρχιών (Kleberg, Comm.). Ο Οράτιος, πάλι, ειρωνευόταν τον Αλβινοβάνο Κέλσο (Albinovanus Celsus), ποιητή της εποχής του, για το γεγονός ότι υπέκλεπτε από την Παλατινή Βιβλιοθήκη ποιήματα άλλων ποιητών, τα οποία τα παρουσίαζε ως δικά του.
Ο ποιητής συντάσσει έναν μονόλογο με τον οποίο απευθύνεται στο βιβλίο του, σαν να πρόκειται για αυθύπαρκτη οντότητα, που έχει μάλιστα τα χαρακτηριστικά ενός εύσωμου νέου σκλάβου, ο οποίος ανυπόμονα αποζητά την ελευθερία του, στοχεύοντας να εγκαταλείψει για πάντα την ασφάλεια της οικίας του πάτρωνά του και να περιπλανηθεί σε αφύλακτες ατραπούς (Ars Poet, XX, 1-8).
«Βιβλίο μου, νομίζω ότι κοιτάζεις μελαγχολικά προς τον Βερτούμνο και τον Ιανό, στοχεύοντας να πας για πώληση, καλογυαλισμένο καθώς είσαι με την κίσσηρη των Σωσίων. Απεχθάνεσαι τα κλειδιά και τις σφραγισμένες θήκες, που είναι τόσο αγαπητά στους προνοητικούς, δεν θέλεις να σε δείχνουν μόνο σε λίγους και χαίρεσαι να είσαι ανοιχτό στους πολλούς, αν και εγώ δεν σε γαλούχησα μ’ αυτόν τον τρόπο. Πήγαινε όπου λαχταράς να δραπετεύσεις. Όταν μία φορά φύγεις, δεν θα υπάρξει επιστροφή: "Τι έχω κάνει, ο άμοιρος;", θα λες όταν κάποιος σε βλάψει, και θα βρεθείς τυλιγμένο σε μία γωνία, όταν ο μπουχτισμένος εραστής σου θα αρχίσει πια να μαραίνεται» (Βιβλ. ΙΙ, 162 · Βιβλιοθήκη, 108-109).