Η πιο αντιπροσωπευτική μάλλον ουμανιστική βιβλιοθήκη ανθρώπων των γραμμάτων του Βορρά, που διασώθηκε αυτούσια από την εποχή της Αναγέννησης, είναι του Αλσατού Beatus Rhenanus (Horawitz, Beatus, 189-244). Aντιπροσωπευτική όχι μόνο για το ποικίλο περιεχόμενό της, που ταιριάζει απόλυτα με την πνευματική πολυπραγμοσύνη των ουμανιστών, αλλά και για το ιστορικό της, καθώς κατέληξε σε δημόσια βιβλιοθήκη της γενέτειράς του, της Sélestat, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του. Η τάση των ουμανιστών να κληροδοτούν τις βιβλιοθήκες στο ευρύτερο κοινό απηχεί ακριβώς τα ανθρωπιστικά πιστεύω της εποχής και εκφράζει τη βούλησή τους στην απρόσκοπτη διάδοση της γνώσης. Άλλωστε η βιβλιοθήκη του Rhenanus, όπως και η βιβλιοθήκη του Johann Reuchlin, την οποία δώρισε στη γενέθλια πόλη του, το Pforzheim, είναι οι μόνες βιβλιοθήκες του Βορρά που σώζονται ακέραιες.
Ο Beatus Rhenanus γεννήθηκε στη Sélestat (Schlettstadt) το 1485, όπου και διδάχθηκε τα πρώτα του γράμματα κοντά στον Crato Hofmann και τον Hieronymus Gebwiler. Το όνομά του ήταν Bild de Rhynow και μετονομάστηκε σε Beatus Rhenanus ακολουθώντας την τάση των ουμανιστών να εκλατινίζουν ή να εξελληνίζουν τα ονόματά τους. Ολοκλήρωσε τις γνώσεις του στο Παρίσι, όπου διδάχθηκε τις κλασικές γλώσσες, φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία, και συνέχισε τις σπουδές του στο Στρασβούργο, για να καταλήξει στη Βασιλεία, σαγηνευμένος από την έντονη πνευματική δραστηριότητα του κόσμου των τυπογραφείων (Musial, Étudiant).
Η παραμονή του Beatus στο Παρίσι θα διαρκέσει για τέσσερα χρόνια περίπου, από το 1503 ως το 1507: τα δύο πρώτα τα αφιέρωσε στη μελέτη της Λογικής του Αριστοτέλη, παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στη σπουδή των ηθικών έργων του Αριστοτέλη και πάλι. Δάσκαλός του και ο άνθρωπος που του εμφύσησε τον θαυμασμό για τη σκέψη του Σταγειρίτη φιλοσόφου ήταν ο Lefèvre d’Étaples, που διακρίθηκε και για τη μέθοδο προσέγγισης του αριστοτελικού έργου, τον οποίο και χαρακτήριζε «θεό ανάμεσα στους φιλοσόφους». Στο Παρίσι ο Beatus έμαθε λίγα ελληνικά κοντά στον Γεώργιο Ερμώνυμο Σπαρτιάτη, όπως και τόσοι άλλοι σύγχρονοί του, ο Έρασμος και ο Reuchlin, λ.χ., χωρίς ωστόσο να βρει σ’ αυτόν τον εμπνευσμένο δάσκαλο που αναζητούσε. Είχε όμως την ευκαιρία να γνωριστεί με εκπρόσωπους της γαλλικής διανόησης και ουμανιστές του Βορρά, όπως ο Έρασμος. Και ενώ ο Beatus σκεπτόταν σοβαρά να ταξιδέψει στην Ιταλία για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του στην ελληνική, πληροφορήθηκε ότι ο Johann Cuno, δομινικανός από τη Νυρεμβέργη, θα παρέδιδε μαθήματα ελληνικής γλώσσας στη Βασιλεία. Έτσι, χωρίς ενδοιασμούς, τον Ιούλιο του 1511, ταξιδεύει στη Βασιλεία και αρχίζει να παρακολουθεί τις παραδόσεις του Cuno.
Ο Rhenanus δεν έχει να επιδείξει πρωτότυπο έργο, καθώς αναλώθηκε στη μελέτη και αποκατάσταση συγγραμμάτων της ύστερης ρωμαϊκής εποχής και κυρίως ασχολήθηκε με την ιστορία των γερμανικών λαών, όπως καταδεικνύει και το σημαντικότερο μελέτημά του (Rerum germanicarum libri tres) που εκδόθηκε το 1531. Παράλληλα με τις λογοτεχνικές του αναζητήσεις ο Beatus, όπως και τόσοι άλλοι πρόδρομοι του ουμανισμού, καταπιάστηκε με τον εντοπισμό βιβλιοθηκών που είχαν πέσει στην αφάνεια σε περιοχές της Αλσατίας και του Άνω Ρήνου, την ίδια ακριβώς εποχή που ο Conrad Peutinger ανακάλυψε στη μονή του Murbach της Αλσατίας ένα άγνωστο έργο του Βελλήιου Πατέρκουλου.
Με την επικράτηση της Μεταρρύθμισης στη Βασιλεία, ο Beatus επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του με αδιάκοπη μελέτη και στοχασμό, προκειμένου να γνωρίσει το εύρος της ανθρώπινης διανόησης και ψυχής. Απεβίωσε στο Στρασβούργο στις 20 Ιουλίου του 1547, καθώς επέστρεφε από ένα σύντομο ταξίδι στο Wilbad. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του εμπιστεύθηκε στον Gervais Gebwiler την τελευταία του επιθυμία: να περάσει η βιβλιοθήκη του στην κατοχή της ενοριακής εκκλησίας της Sélestat (Adam, Humanisme).
Η συγκρότηση της βιβλιοθήκης του Rhenanus. Ο Beatus άρχισε τις βιβλιακές του αναζητήσεις γύρω στο 1500, σε ηλικία μόλις 15 ετών, και μάλιστα με κριτικό πνεύμα σπάνιο για τα χρόνια του. Τα πρώτα του αποκτήματα ήταν γραμματικές και λογοτεχνικά κείμενα και από τότε, με μεθοδικότητα και αγάπη, άρχισε να σφραγίζει τα βιβλία του, καταγράφοντας σε κάθε σελίδα τη χρονολογία, την τιμή αγοράς και το διάσημο κτητορικό: «sum Beati Rhenani nec muto dominum». Ο πυρήνας της βιβλιοθήκης του αντιπροσωπεύεται από 57 βιβλία και περιλαμβάνει γύρω στις δώδεκα γραμματικές και ρητορικές πραγματείες και ένα corpus με έργα Ιταλών ουμανιστών, όπως του Battista Guarino, του Franciscus Niger, του Augustinus Datus κ.ά. Τον Beatus ενδιέφεραν ιδιαίτερα και πρώτες εκδόσεις συγγραφέων της λατινικής λογοτεχνίας και είχε στην κατοχή του έργα του Βιργίλιου, του Σουητώνιου, του Πλίνιου του Νεότερου, του Λουκρήτιου, καθώς και συγγράμματα των Πατέρων της Δυτικής Εκκλησίας. Τα τέσσερα χρόνια που σπούδασε στο Παρίσι υπήρξαν ιδιαίτερα καρποφόρα για τη συλλογή του, καθώς απέκτησε 188 βιβλία, ανάμεσα στα οποία πολλές εκδόσεις του Αριστοτέλη με Σχόλια του δασκάλου του L. d’Étaples (Horawitz, Bibliothek).
Τα χρόνια που εργάστηκε στα τυπογραφεία της Βασιλείας υπήρξαν ιδιαίτερα γόνιμα για τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης του: κάθε φορά που εξέδιδε έναν τόμο, λάμβανε τιμής ένεκεν έναν αριθμό αντιτύπων, τα οποία στη συνέχεια αντάλλασσε με γνωστούς και άλλους βιβλιόφιλους. Ο Rhenanus υπήρξε ουμανιστής με την κυριολεκτική σημασία του όρου, αξιαγάπητος και πάντα πρόθυμος να δίνει χείρα βοηθείας σε φίλους και συναδέλφους, διορθώνοντας ακόμη και τυπογραφικά τους δοκίμια. Η στάση του αυτή αποτέλεσε νέα πηγή θησαυρισμού της βιβλιοθήκης του, καθώς λάμβανε ως αντίδωρο εκδόσεις τους ή άλλα βιβλία, όπως μαρτυρούν τα χειρόγραφα σημειώματα σε πολλά από τα βιβλία της συλλογής του, που φέρουν την ένδειξη: «dono dat, dono misit, muneri mittit».
Ο καλός του φίλος, τα χρόνια που εργάζονταν στο Παρίσι, Michael Hummelberg του έστειλε από τη Ρώμη 15 βιβλία, τα περισσότερα ελληνικά. Οι συνάδελφοι του Johannes Kierher και Jodocus Badius του δώρισαν από δύο έντυπα και ο αγαπητός του δάσκαλος Lefèvre d’Étaples του προσέφερε τρία ακόμη. Το πλέον σημαντικό όμως απόκτημα της βιβλιοθήκης του προήλθε από τον δάσκαλό του στα ελληνικά, τον Cuno, ο οποίος πέρασε πολλά χρόνια στα ουμανιστικά κέντρα της Ιταλίας. Ωστόσο η συνεργασία του με το τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στάθηκε αστείρευτη πηγή εμπλουτισμού: συγκέντρωσε δυσεύρετες εκδόσεις κλασικών, τυπογραφικά δοκίμια πολλών απραγματοποίητων εκδόσεων, σπαράγματα από σελιδοποιήσεις, κακέκτυπα, καθώς και μεγάλο υλικό της εκδοτικής δραστηριότητας αυτού του τόσο σημαντικού και παραγωγικού τυπογραφείου. Όλη αυτή η συλλογή πέρασε στα χέρια του Beatus, ενώ με κληροδότημα (1512), ο Cuno του εμπιστεύτηκε ακόμα και χειρόγραφα και σημειώσεις από τις παραδόσεις του. Την ίδια εκείνη χρονιά (1512) ο μεγάλος Γερμανός βιβλιόφιλος Willibald Pirckheimer δώρισε στον Rhenanus μία έκδοση της λατινικής μετάφρασης του Πλούταρχου, με χαλκογραφημένη τη σελίδα τίτλου από τον προστατευόμενό του Dürer. Και τον επόμενο χρόνο νέες δωρεές ήρθαν να εμπλουτίσουν τη βιβλιοθήκη του, αυτή τη φορά από τον Johannes Oecolampadius, τον μεγάλο τυπογράφο της Βασιλείας J. Amerbach και τους συναδέλφους του Johann Lapidus, Beatus Arnoldus αλλά και από τους δύο τυπογράφους της πόλης Sélestat Matthias Schürer και Crato Mylius (Knod, Rhenanus · Βιβλ. V, 372-379).