Σύγχρονος του Αμβρόσιου είναι ο άλλος μεγάλος εκκλησιαστικός δάσκαλος της Δύσης, ο Ευσέβιος Σωφρόνιος Ιερώνυμος, που γεννήθηκε στη Στριδώνα της Δαλματίας γύρω στο 345/348 μ.Χ. Ταξιδεύει στη Ρώμη σε μικρή ηλικία και σπουδάζει λατινική λογοτεχνία δίπλα στον σπουδαίο γραμματικό Αίλιο Δονάτο. Κατά τη διαμονή του στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα βαπτίζεται, ενώ αργότερα, στους Τρεβήρους, παίρνει την απόφαση να αφοσιωθεί στον μοναχισμό. Από την Ακυληία, ξεκινάει ένα προσκυνηματικό ταξίδι στην Ιερουσαλήμ, αλλά μία αρρώστια τον υποχρεώνει να μείνει για κάποιο χρονικό διάστημα στην Αντιόχεια. Κατόπιν αποφασίζει να ζήσει για περίπου τρία χρόνια ως αναχωρητής στην έρημο της Ανατολικής Συρίας, στη Χαλκίδα. Παράλληλα βελτιώνει τις γνώσεις του στα ελληνικά και μαθαίνει εβραϊκά από κάποιον μοναχό ιουδαϊκής καταγωγής.
Στην Αντιόχεια παρακολουθεί παραδόσεις του Απολλινάριου από τη Λαοδικεία, αναφορικά με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής, και χειροτονείται ιερέας από τον επίσκοπο Παυλίνο. Κατά τη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.), ακούει με προσοχή τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον κερδίζει όμως ο Ωριγένης, του οποίου μάλιστα ορισμένα συγγράμματα μεταφράζει. Ακολούθως, επιστρέφει στη Ρώμη συνοδευόμενος από τον Παυλίνο και τον Επιφάνιο Σαλαμίνος. Διαμένει εκεί για τρία χρόνια και με την ιδιότητα του γραμματέα του πάπα Δάμασου Α΄ παίρνει εντολή να αναθεωρήσει το κείμενο της λατινικής Βίβλου. Γύρω του σχηματίζεται ένας κύκλος λαϊκών που διακρίνονται για την τάση τους προς τον ασκητισμό, ενώ μεταξύ τους περιλαμβάνονται δύο ευγενείς χήρες, η Μαρκέλλα και η Παύλα. Το 348 μ.Χ., όμως, πεθαίνει ο πάπας Δάμασος και ο Ιερώνυμος πληρώνει το αντίτιμο της κριτικής που άσκησε στον κλήρο της Ρώμης. Όχι μόνο παραβλέπεται η υποψηφιότητά του για το παπικό αξίωμα, αλλά συκοφαντείται ως ύποπτος για ανηθικότητα. Έτσι, εγκαταλείπει τη Ρώμη και με τη συνοδεία της Παύλας εγκαθίσταται απογοητευμένος στην Αντιόχεια και λίγο αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Από το 386 μ.Χ. και έως τον θάνατό του (420 μ.Χ.) διαμένει στη Βηθλεέμ, όπου με την οικονομική αρωγή της Παύλας ιδρύει τρεις γυναικείες μονές και μία ανδρική. Συγκροτεί σε μοναστηριακή σχολή μια μεγάλη βιβλιοθήκη, με έξοδα του, και μυεί γόνους επιφανών οικογενειών στη ρωμαϊκή κλασική γραμματεία. Αλλά ούτε και εδώ θα βρει την πολυπόθητη γαλήνη. Κατά τη διάρκεια της πελαγιανής έριδας οι αιρετικοί πυρπολούν τις μονές του, ενώ το καταστροφικό έργο ολοκληρώνουν οι εισβολές Ούνων, Ισαύρων και Σαρακηνών.
Μεταξύ του 375 και του 377 έγραφε τα εξής στον ιερέα Φλωρέντιο στα Ιεροσόλυμα:
«Όπως μου γράφεις, ο αδελφός Ρουφίνος δεν παρουσιάστηκε ακόμα. Αλλά ακόμα και να έλθει, αυτό δεν θα ικανοποιούσε την επιθυμία μου, επειδή δεν έχω τη δυνατότητα να τον δω. Είναι πολύ μακριά για να έλθει εδώ και οι συνθήκες του μοναχικού μου βίου δεν μου επιτρέπουν να πάω εγώ σε αυτόν. Δεν είμαι πλέον ελεύθερος να ακολουθώ τις επιθυμίες μου. Γι’ αυτό σε εκλιπαρώ να σου επιτρέψει να πάρεις για αντιγραφή τα υπομνήματα του μακαρίτη Ρετίτιου, του επισκόπου του Ωτέν, στα οποία τόσο εύγλωττα έχει ερμηνεύσει το Άσμα Ασμάτων. Ένας συμπατριώτης αυτού του αδελφού Ρουφίνου, ο γέροντας Παύλος, μου έγραψε ότι εκείνος έχει ακόμη στην κατοχή του τον κώδικα του Τερτυλλιανού. Παρακαλεί να του επιστραφεί επειγόντως. Σε παρακαλώ επίσης, αν θα μπορούσες, τα βιβλία που δεν έχω στην κατοχή μου και τα οποία αναγράφονται στο σύντομο υστερόγραφο, να αντιγραφούν σε πάπυρο από κάποιον αντιγραφέα. Κάνε μου τη χάρη και στείλε μου επίσης την εξήγηση των Ψαλμών του Δαβίδ και το εκτενές βιβλίο για τις συνόδους του αγίου Ιλάριου, τις οποίες εγώ ο ίδιος έχω αντιγράψει στους Τρεβήρους. [...] αν εκπληρώσεις την παράκλησή μου, θα μου έχεις δώσει τα πάντα. Επειδή εμείς, με τη βοήθεια του Θεού, διαθέτουμε μια ιερή βιβλιοθήκη με πολλούς κώδικες, γι’ αυτό με τη σειρά σου όρισε τι μπορώ να σου στείλω. Μη φοβηθείς πως με την παράκλησή σου θα με επιβαρύνεις. Έχω εδώ μαθητές που αφιερώνονται στην τέχνη της αντιγραφής των βιβλίων».
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙV, Αθήνα, Κότινος, 2010, σ. 32–33.
Κ.Σπ. Στάικος, Βιβλιοθήκη: Από την Αρχαιότητα έως την Αναγέννηση, Αθήνα, Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος, 1996, σ. 133.