Κάθε προσπάθεια ανασύστασης του Μουσείου της Αλεξάνδρειας είναι αυθαίρετη, απο τη στιγμή που αρχαιολογικά ευρήματα ή ανέκδοτες λογοτεχνικές πηγές δεν αναφέρονται σε στοιχεία που να επιτρέπουν έστω εύλογες υποθέσεις. Δεν αποκλείεται τα συγγράμματα του Αρτέμωνα από την Κασσάνδρεια, με καθαρά βιβλιολογικό περιεχόμενο, να παρέχουν στοιχεία για την εσωτερική οργάνωση των βιβλιοστασίων. Επίσης, διαφωτιστικό θα ήταν το σύγγραμμα του Βάρρωνα De bibliothecis, αν είχε διασωθεί έστω αποσπασματικά. Ο Αρτέμων έδρασε γύρω στα τέλη του 2ου π.Χ. και ο Βάρρων τον 1ο π.Χ. αιώνα. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο χώρος που καταλάμβανε το Μουσείο δεν έχει ανασκαφεί κι έτσι αρχιτεκτονικά μέλη του όλου συγκροτήματος δεν έχουν έρθει στο φως, στερώντας μας τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του Μουσείου. Είναι πιθανόν να ήταν ναόσχημος, συνδεδεμένος με ανοικτές και στεγασμένες στοές και αίθρια ίσως με περίοπτες στοές. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το πανεπιστημιακό αυτό κέντρο, το Μουσείο δηλαδή, ήταν μια σχολή κλειστή, κοινοβιακή, που δεν επέτρεπε στα μέλη της να διατηρούν επαφές με τους συναδέλφους τους έξω από τα τείχη του Μουσείου. Συνεπώς πρέπει να διέθετε μεγάλο αριθμό κοιτώνων, αίθουσες συνεστίασης και συμποσιακού χαρακτήρα και κάθε λογής βοηθητικές κάμαρες.
Υπόθεση εργασίας. Όλες, επομένως, οι έως σήμερα προσπάθειες αναπαράστασης του Μουσείου και του συμπλέγματος της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, βασισμένες στην εικόνα που αυτά είχαν κατά την πτολεμαϊκή εποχή, έχουν καθαρά φανταστικό χαρακτήρα και δεν στηρίζονται σε αρχαιολογικά ευρήματα κτισμάτων της εποχής. Άλλωστε η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει αποκαλύψει κανένα μνημείο δημόσιου χαρακτήρα, που να μας επιτρέπει να υποθέσουμε το αρχιτεκτονικό ύφος τους. Ωστόσο, η σποραδική ανεύρεση τμημάτων αρχιτεκτονικών μελών μάς επιτρέπει να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στην Αλεξάνδρεια επί Πτολεμαίων, επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από τις τάσεις της λεγόμενης μπαρόκ αρχιτεκτονικής των ελληνιστικών χρόνων.
Τα πιο σημαντικά δείγματα της αρχιτεκτονικής του 3ου π.Χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια είναι τα ταφικά μνημεία, τα οποία άρχισαν να ανακαλύπτονται από τους αρχαιολόγους ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ομαδικούς βραχόσκαπτους τάφους, οι οποίοι βλέπουν σε έναν κοινό προθάλαμο, κάτι που αντιστοιχεί με τον σχεδιασμό των αιθρίων στις επαύλεις της ελληνιστικής εποχής, οι περίοπτες στοές των οποίων οδηγούν σε παντός είδους θαλάμους, κοιτώνες και συμποσιακές αίθουσες. Το σπουδαιότερο και αρχαιότερο σύμπλεγμα είναι η νεκρόπολη Σάτμπι, στην οποία οδηγεί ένα τοιχίο σχεδιασμένο ως πρόσοψη οικίας, που ορίζεται σε πέντε τμήματα από έξι δωρικού τύπου ημικίονες. Δεξιά και αριστερά της θύρας υπάρχουν συμμετρικά από δύο τοιχίσματα, στα οποία διακρίνονται ισάριθμα παράθυρα με ημιανοικτά φύλλα. Ο μεταφυσικός χαρακτήρας αυτού του ταφικού μνημείου είναι προφανής και συνδέεται μάλλον με την ταφική παράδοση, πρακτική και αρχιτεκτονική των Αιγυπτίων.
Στο ταφικό μνημείο στη νεκρόπολη του Μουσταφά Πασά υπάρχει ένας αντίστοιχος τοίχος εν είδει πρόπυλου, διαχωρισμένος επίσης σε πέντε τμήματα, με τη διαφορά ότι κατασκευάστηκαν τρεις θύρες, δεξιά και αριστερά των οποίων υπάρχουν δύο ψευδότοιχοι, που ορίζονται από έξι και πάλι δωρικού τύπου ημικίονες. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι δύο ακραίοι ημικίονες είναι στην ουσία το τέταρτο μόριο της κολόνας, που κατά την άποψη των ιστορικών αποτελεί επινόηση των αρχιτεκτόνων της Αλεξάνδρειας. Στο ταφικό μνημείο παρατηρείται μια εξέλιξη ως προς τον επιστύλιο διάκοσμο, καθώς η μετόπη κοσμείται με τρίγλυφους σε συμμετρική διάταξη. Είναι πιθανό ότι με βάση ανάλογα στοιχεία αρχιτεκτονικής επινόησης, θα μπορούσε κανείς να αναπαραστήσει την εικόνα του Μουσείου και των συμπληρωματικών εγκαταστάσεων του περίφρακτου πανεπιστημιακού κέντρου και όχι με πρότυπα της αιγυπτιακής ναοδομίας.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 49–54.