Ο Δημήτριος Φαληρέας υπήρξε πιθανότατα ο άνθρωπος που υλοποίησε και οργάνωσε τα οράματα του Πτολεμαίου του Σωτήρα για την ίδρυση ενός Μουσείου και μιας Οικουμενικής Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια (Fraser, Ptol., I, 312-335).
Ένας άνθρωπος με μεγάλη οξυδέρκεια και ευρυμάθεια, που είχε βαθιά μέσα του ριζωμένη την πεποίθηση, από πολιτική σκοπιά, για τον σημαντικό ρόλο που έπαιζε η καλλιέργεια της τέχνης και των γραμμάτων σε μια οργανωμένη κοινωνία. Γεννήθηκε στο Φάληρο, προάστιο των Αθηνών, γύρω στο 350 π.Χ., υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη, αδελφικός φίλος του Θεόφραστου και απέκτησε φιλοσοφική παιδεία και ρητορική δεινότητα σε επίπεδο που να τον μνημονεύει και ο ίδιος ο Κικέρων. Στην πολιτική σκηνή εμφανίστηκε το 325 π.Χ. εποχή που οι αττικοί ρήτορες δεν είχαν πλέον έντονη παρουσία και έτσι κέρδισε σύντομα τη φήμη που αποζητούσε. Ο πολιτικός βίος του διακρίνεται από κάποιο τυχοδιωκτισμό, αφού με μεγάλη ευκολία άλλαζε στρατόπεδο: από το αντιμακεδονικό ή το δημοκρατικό μεταπήδησε και έγινε ηγετικό στέλεχος της ολιγαρχίας. Με την εύνοια του Κασσάνδρου έγινε μονάρχης των Αθηνών (317 π.Χ.) για δέκα χρόνια. Η συνεχής διακυβέρνηση του εξασφάλισε την υποστήριξη μεγάλης μερίδας των Αθηναίων, ενώ η αφοσίωσή του στα ιδεώδη του Περιπάτου, σε συνδυασμό με τις καινοτομίες που εισήγαγε όσον αφορά στη διάδοση των γραμμάτων, τον έκαναν εξαιρετικά δημοφιλή. Η ώθηση που έδωσε στο θέατρο, το οποίο περνούσε δύσκολες μέρες λόγω της αδυναμίας του κράτους να συμβάλει στο ανέβασμα πολυέξοδων παραστάσεων ήταν μία επιπλέον αιτία που οι Αθηναίοι τον λάτρεψαν. Αλλά σ’ αυτό το κλίμα της μεγάλης ευφορίας, εμφανίστηκε στον Πειραιά ο στόλος του Δημητρίου του Πολιορκητή (307 π.Χ.), ο οποίος εξεγείροντας μεγάλο μέρος των δημοκρατικών, υποχρέωσε τον μονάρχη να διαφύγει στη Θήβα και στη συνέχεια, γύρω στο 297, στην Αίγυπτο, προκειμένου να αποφύγει την ποινή του θανάτου που του επιβλήθηκε.
Καθοριστική υπήρξε, σύμφωνα τις διασωθείσες πηγές, και η συμβολή του στην οργάνωση και στον εμπλουτισμό της Οικουμενικής Βιβλιοθήκης. Ήταν, δηλαδή, ο άνθρωπος που ανέλαβε να υλοποιήσει τις επιθυμίες του Πτολεμαίου, τον οποίο μάλιστα ενημέρωνε σε τακτικές συναντήσεις τους (Bayer, Dem.). Ωστόσο οι μόνες πηγές που διαθέτουμε για την εμπλοκή του Φαληρέα με οργανωτικά ζητήματα της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας είναι: η λεγόμενη Επιστολή του Αριστέα, ένα διήγημα που γράφτηκε γύρω στο 168 π.Χ., 100 χρόνια περίπου μετά τον θάνατο του Δημητρίου και μια παραλλαγή της Επιστολής αυτής, που συντάχθηκε από τον βυζαντινό λόγιο Ιωάννη Τζέτζη και περιέχεται σε κώδικα με τα Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην. Από τις πηγές αυτές φαίνεται ότι ήταν μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν αποφασιστικά τη μετάφραση στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα. Μολαταύτα, όσο σημαντική και αν ήταν η συμβολή του στην οργάνωση της Βιβλιοθήκης, φαίνεται ότι δεν έγινε ποτέ προϊστάμενός της, σύμφωνα με αξιόπιστο πάπυρο, όπου καταγράφονται όλοι οι επικεφαλής στη διεύθυνσή της. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο Δημήτριος να κατείχε μια ανώτερη θέση, λ.χ. προσωπικού συμβούλου του Πτολεμαίου για ζητήματα γενικότερης πολιτισμικής φύσεως. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Α΄ περιέπεσε σε δυσμένεια και πέθανε στην εξορία γύρω στο 280 (Βιβλ. Ι, 168-173).