Ο Ολυμπιόδωρος, νεοπλατωνικός φιλόσοφος, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον 6ο μ.Χ. αιώνα και μαθήτευσε δίπλα στον Αμμώνιο.
Στα Προλεγόμενά του (CIAG, XII, 1, 13) γίνεται εκτεταμένη μνεία για τον τρόπο με τον οποίο νοθεύονταν τα βιβλία, ιδιαίτερα την εποχή των Πτολεμαίων. Αναφέρεται στον υπέρμετρο ζήλο των βασιλέων της Αιγύπτου για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, που είχε ως συνέπεια τη σύνταξη πλήθους κίβδηλων συγγραμμάτων. Τα αυθεντικά, μάλιστα έργα, συνυφαίνονταν αριστοτεχνικά με τα πλαστά και έτσι, χρειαζόταν συχνά μεγάλη επιδεξιότητα, χρόνος και γνώση, για να εκτιμηθεί η αξιοπιστία τους.
Μαρτυρεί λοιπόν ο Ολυμπιόδωρος ότι από παλιά κυκλοφορούσαν ψευδεπίγραφα βιβλία: είτε εξαιτίας της προσωπικής φιλοδοξίας των βασιλέων, είτε λόγω της πρόθεσης των μαθητών να κολακέψουν τους δασκάλους τους, είτε, τέλος, εξαιτίας απλής συνωνυμίας. Λόγου χάρη, ο Ιοβάνης, βασιλιάς της Λιβύης, ήταν «ερωτευμένος» με τα πυθαγόρεια συγγράμματα και ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος με τα αριστοτελικά, ενώ ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος με τα ομηρικά. Οι ηγεμόνες αυτοί πρόσφεραν σημαντικά χρηματικά ποσά σε όσους τους προμήθευαν σπάνια έργα των συγγραφέων αυτών, χωρίς να ελέγχουν την αξιοπιστία και την ποιότητά τους. Έτσι, αγόραζαν τυχαία και άσχετα βιβλία με ψευδεπίγραφους τίτλους, πυροδοτώντας ταυτόχρονα μία δραστηριότητα που βρήκε τελικά πολλούς αποδέκτες (Βιβλ. Ι, 197).