Ο Πετράρχης γεννήθηκε στο Arezzo το 1304 και εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν το 1312, ακολουθώντας τον εξόριστο φλωρεντινό δικηγόρο πατέρα του, ο οποίος απέβλεπε να συνεχίσει ο γιος του την καριέρα του. Έτσι το 1319 εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ για να σπουδάσει ρωμαϊκό Δίκαιο, ενώ το 1326 εγκαθίσταται στην Μπολόνια και μετά από μικρό χρονικό διάστημα στην Αβινιόν. Λίγο ενδιέφερε τον Πετράρχη η νομική επιστήμη και αγαπημένη του πνευματική ενασχόληση ήταν η μελέτη της ρωμαϊκής λογοτεχνίας και ποίησης ιδιαίτερα από χειρόγραφα που φύλασσε σε ασφαλές μέρος. Ο Πετράρχης σαγηνεύτηκε όσο κανένας άλλος πριν από αυτόν με τις προσωπικότητες της ρωμαϊκής διανόησης και επεδίωκε μέσα από το ποιητικό έργο του να τους συναγωνιστεί και να τους ξεπεράσει ακόμη.
Η Αγία Έδρα στην Αβινιόν. Η παραμονή του στην Αβινιόν από το 1326, όπου είχε εγκατασταθεί η Αγία Έδρα (1309-1377), στάθηκε πρώτης τάξεως ευκαιρία, καθώς εντάχθηκε σε ένα περιβάλλον που έδειχνε φανερά την εκτίμηση και το ενδιαφέρον του για τα επιτεύγματα του αρχαίου κόσμου. Όχι μόνο κοσμικοί, αλλά και κληρικοί, καρδινάλιοι, και ο ίδιος ο πάπας κατά περίπτωση, δεν έκρυβαν την επιθυμία τους για αναβάθμιση της παιδείας. Η Αβινιόν στο κέντρο σχεδόν της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, αποτελούσε παράλληλα ιδανικό ορμητήριο προς τις πλούσιες μοναστηριακές βιβλιοθήκες που είχαν ήδη συγκροτηθεί όπως του Αγίου Γάλλου, του Murbach, του Reichenau, της Fulda και πολλές άλλες.
Η βιβλιοθήκη του. Ο Πετράρχης επιδόθηκε σε μία άνευ προηγουμένου εξερευνητική επιχείρηση και για όσα χειρόγραφα δεν μπορούσε να αποκτήσει με αγορά ή άλλα μέσα αρκέστηκε σε προσεγμένα αντίγραφα. Το αποτέλεσμα αυτής της αναδίφησης στα χειρόγραφα κατάλοιπα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας ήταν η συλλογή όλων των γνωστών στην εποχή του λατινικών κειμένων, με σκοπό να τα μελετήσει και να τα σχολιάσει στα περιθώρια με την πένα του. Το πρώτο βιβλίο που μπόρεσε να αγοράσει το 1325 στην Αβινιόν ήταν το De Civitate Dei του ιερού Αυγουστίνου, ενώ είχε πάντα πάνω του σαν φυλαχτό ένα μικροσκοπικό αντίγραφο των Εξομολογήσεων του Αυγουστίνου επίσης, δώρο του μοναχού Diogini. Η επίδραση του Αυγουστίνου στον Πετράρχη διαφαίνεται από τις περισσότερες από τις χίλιες αναφορές που υπάρχουν γι’ αυτόν στα έργα του. Στη συνέχεια απέκτησε χειρόγραφο με ιστορικά έργα, ωστόσο, το μεγάλο και πλήρες σώμα της βιβλιοθήκης του αντιπροσωπεύουν τα έργα του Κικέρωνα, τον οποίο άλλωστε θεωρούσε «alter ego» του. Οι Επιστολές του Κικέρωνα προς τον Αττικό του προξένησαν μεγάλη εντύπωση και τον ώθησαν στη συγγραφή μιας «αλληλογραφίας» του με τους αρχαίους. Ο Πετράρχης αν και ήταν λατινοκεντρικός δεν ήθελε να φύγει από τον κόσμο χωρίς να μάθει ελληνικά, πράγμα καθόλου τυχαίο, αφού τα έργα του Κικέρωνα αποκάλυπταν πως οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους Έλληνες όχι μόνο υπόδειγμα λογοτεχνικό αλλά και τον «πιο ανθρώπινο λαό», το genus humanissimum, το οποίο είχε δώσει δείγματα παιδείας, που ισχύουν για όλους τους λαούς και για τα πάντα.
Εκτός από τις διασωθείσες πληροφορίες που επέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό την ανασύσταση της βιβλιοθήκης του, διαθέτουμε και δικές του μαρτυρίες για τις λογοτεχνικές προτιμήσεις του, γεγονός που ενισχύει ακόμη περισσότερο τις απόψεις μας για την προσωπικότητά του. Στο παράφυλλο ενός κώδικα της Bibliothèque Nationale καταγράφει με το χέρι του τα ονόματα των συγγραφέων και τα έργα που τον εξέφραζαν και μάλιστα με αξιολογική τάξη.
Για την πολύτιμη και μοναδική για την εποχή του βιβλιοθήκη, που είχε συγκροτήσει, «τη θυγατέρα του», όπως την αποκαλούσε, δεν μπορούσε παρά να νοιάζεται για το μέλλον της. Τα βιβλία του ήταν μοιρασμένα σε δύο κατοικίες του: στην Arquà κοντά στην Πάδοβα και στην Vaucluse κοντά στην Αβινιόν. Δώδεκα περίπου χρόνια πριν πεθάνει (1362), με το νου του στραμμένο στις αρχαίες βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας και στις μνημειακές της Ρώμης, πήρε την εξαιρετικά, για την εποχή του, πρωτότυπη απόφαση να κληροδοτήσει το σύνολό της στη Δημοκρατία της Βενετίας και να αποτελέσει τον πυρήνα μιας μελλοντικής δημόσιας βιβλιοθήκης. Η μοίρα ωστόσο είχε ήδη αποφασίσει: Στη διαθήκη του το 1370 δεν έκανε λόγο για τη δωρεά και καθώς τα περισσότερα χειρόγραφά του είχαν μεταφερθεί στην έπαυλή του στην Arquà, χωρίς όμως να έχει εικόνα του συνόλου της βιβλιοθήκης του, πεθαίνοντας το 1374, τα βιβλία του υπέστησαν τις συνέπειες κάθε βιβλιοθήκης για την οποία δεν είχε εξασφαλιστεί το μέλλον της. Πολλά από τα διακόσια περίπου βιβλία που θησαύριζε η συλλογή του διασκορπίστηκαν, ωστόσο το κύριο σώμα της βιβλιοθήκης μέσω Παβίας κατάληξε στο Παρίσι, ενώ κώδικές του θησαυρίζονται σε διάφορες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και ταυτίστηκαν χάρη στην ανιχνευτική εργασία νεότερων φιλολόγων.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. V, Αθήνα, Κότινος, 2012, σ. 33–37.