Οι απαρχές. Η Λαυρεντιανή βιβλιοθήκη με τη σημερινή της μορφή είναι ίσως περισσότερο ξακουστή επειδή σχεδιάστηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο παρά για την ιστορία της ως αντιπροσωπευτικής ουμανιστικής βιβλιοθήκης. Άλλωστε, η βιβλιοθήκη αυτή άρχισε να χτίζεται με πρωτοβουλία του πάπα Κλήμεντα Ζ΄ (περ. 1534) μια εποχή που οι Μέδικοι και ο ουμανιστικός κύκλος που διαμόρφωσαν γύρω τους είχαν προ πολλού ολοκληρώσει τη συνεισφορά τους στην ιταλική Αναγέννηση. Ας μην ξεχνάμε ότι η βιβλιοθήκη των Μεδίκων ήταν ιδιωτική και το προνόμιο να μελετούν και να δανείζονται χειρόγραφά της είχαν μόνο ορισμένοι ουμανιστές του στενότερου περιβάλλοντός τους.
Tο βιβλιοφιλικό αίσθημα κατά την Αναγέννηση αναπτύχθηκε αρχικά στη Φλωρεντία, ιδιαίτερα κατά την εποχή που ο καγκελάριος της Δημοκρατίας Κολούτσιο Σαλουτάτι –από τους πρωτεργάτες του ουμανιστικού πνεύματος– προσκάλεσε επίσημα τον Μανουήλ Χρυσολωρά να διδάξει ελληνικά στο Studium της Φλωρεντίας (1397). Έκτοτε, τα μηνύματα του Πετράρχη και του Βοκκάκιου αλλά και οι ουμανιστικές παραδόσεις του Λεόντιου Πιλάτου για την επανεκτίμηση του αρχαίου κόσμου, σε συνδυασμό με τα άγνωστα κείμενα της ελληνικής σκέψης που ανέδειξε ο Χρυσολωράς, μετέβαλαν ριζικά την αυτογνωσία των Ιταλών ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη φλωρεντινή διανόηση· έτσι, η αναζήτηση των χαμένων λατινικών και ελληνικών συγγραμμάτων αποτέλεσε ζωτική ανάγκη για την πορεία του ουμανιστικού ρεύματος.
Οι Μέδικοι. Οι Μέδικοι κατά τον 15ο αιώνα υπήρξαν υποστηρικτές του βιβλίου και εξαιρετικά γενναιόδωροι όχι μόνο στον καλλιτεχνικό κόσμο αλλά και στους κύκλους των γραμμάτων. Με τη δική τους υποστήριξη η Φλωρεντία κράτησε έναν ολόκληρο αιώνα τα σκήπτρα στην καλλιέργεια των ουμανιστικών σπουδών στην Ιταλία. Ο πατέρας του Κοσμά των Μεδίκων, ο Τζοβάννι ντι Μπίτσι των Μεδίκων, κληροδότησε στον γιο του τρία μόνο βιβλία και τα τρία ιταλικά. Ο Κοσμάς (Cosimo il Vecchio, 1389–1464) όμως, από νεαρή ηλικία είχε έφεση στα γράμματα και πέρασε τρία χρόνια κοντά σε δασκάλους που του δίδαξαν λατινικά και ελληνικά, ενώ η συναναστροφή του με τα μέλη της ακαδημίας του Ρομπέρτο Ρόσσι του δημιούργησε ουμανιστικές ανησυχίες.
Η Αναγέννηση οφείλει κυρίως στον Κοσμά και στην πρωτοβουλία του να ιδρύσει και να υποστηρίξει γενναιόδωρα την πλατωνική ακαδημία της Φλωρεντίας, την ανατροφή μιας ολόκληρης γενιάς της Ιταλίας και του Βορρά με τα πλατωνικά ιδεώδη αλλά και της διάδοσης του πλατωνικού και νεοπλατωνικού στοχασμού στη Δύση γενικότερα. Η βιβλιοθήκη του Κοσμά ήδη από το 1418 αριθμούσε 63 χειρόγραφα με αρκετούς τίτλους κλασικών έργων. Περιείχε μία Βίβλο, μαθητικά βιβλία και αντιπροσωπευτικά έργα των πρώτων ουμανιστών: τα canzoni του Δάντη, τα σονέτα του Πετράρχη, το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου. Λεγόταν χαρακτηριστικά πως ο Κοσμάς δεν ταξίδευε πουθενά χωρίς κάποιο από τα βιβλία του. Στη συγκρότηση της βιβλιοθήκης του πρωτεύοντα ρόλο έπαιξε ο Νικκολό ντε Νίκκολι (Niccolò de Niccoli) (1364–1437), η ιδιότυπη αυτή μορφή του φλωρεντινού ουμανισμού.
Αποτραβηγμένος από την καθημερινή ζωή ο Νίκκολι αφοσιώθηκε με πάθος στη συλλογή και αντιβολή χειρογράφων. Οι πληροφορίες του για ένα χειρόγραφο της Φυσικής Ιστορίας του Πλινίου του Πρεσβυτέρου σε κάποιο μοναστήρι δομινικανών του Λύμπεκ, οδήγησαν τον Κοσμά στην απόκτηση του μοναδικού κώδικα αυτού του έργου. Ο Νίκκολι είχε συγκεντρώσει 800 χειρόγραφα, αριθμός εντυπωσιακός για την εποχή του. Για τη συλλογή τους η έννοια της οικονομίας του ήταν άγνωστη. Ο ίδιος δεν ταξίδευε αλλά με δικές του υποδείξεις φίλοι του και πράκτορες των Μεδίκων περιηγήθηκαν τα μοναστήρια και τις βιβλιοθήκες των καθεδρικών ναών του Βορρά και ανακάλυψαν χαμένα έργα της λατινικής γραμματείας. Τυχαία διασώθηκε ένας από τους καταλόγους του ο οποίος αποτελεί γοητευτικό βιβλιοφιλικό ντοκουμέντο. Με την ανοχή των Μεδίκων ξεπέρασε τα πιστωτικά όρια που του εξασφάλιζε η περιουσία του και συνέχισε να δανείζεται αλόγιστα για την αγορά βιβλίων και άλλων αρχαιοτήτων. Έτσι, μετά τον θάνατο του (1473), βρέθηκε χρεωμένος σε πιστωτές και τα βιβλία του περιήλθαν σε δεκαέξι σύνδικους της διαθήκης του, μεταξύ των οποίων ο Κοσμάς και ο αδελφός του Λαυρέντιος, o Πότζο, ο Λεονάρδος Μπρούνι, ο Τραβερσάρι και ο Μανέττι. Ο Κοσμάς κατόρθωσε να μη διασκορπιστεί η βιβλιοθήκη του Νίκκολι (ήταν εξάλλου και ο βασικός πιστωτής του). Εκείνος κράτησε τα περισσότερα για τη συλλογή του, και δώρισε μόνο ένα τμήμα στη μοναστηριακή βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου.
Η βιβλιοθήκη των Μεδίκων κατά την ηγεμονία του Λαυρεντίου του Μεγαλοπρεπή (1449–1492). Η πιο γόνιμη περίοδος για τη συγκρότηση της βιβλιοθήκης ήταν επί της ηγεμονίας του Λαυρεντίου του Μεγαλοπρεπή. Ήταν η εποχή κατά την οποία η Φλωρεντία είχε αναγνωριστεί ως απαραίτητος σταθμός κάθε στοχαστή της Δύσης και τα πνευματικά και πανεπιστημιακά της κέντρα θύμιζαν την Αθήνα της κλασικής εποχής. Το Studium γνώριζε μεγάλη ακμή και από τις έδρες της φιλοσοφίας, της ποίησης και της φιλολογίας πέρασαν προσωπικότητες όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Φραγκίσκος Φίλελφος, ο Χριστόφορος Λαντίνο και ο Πολιτιανός.
Ο Ιανός Λάσκαρης. O βασικός σύμβουλος για την οργάνωση της βιβλιοθήκης του Λαυρεντίου ήταν ο Ιανός Λάσκαρης, ο κυριότερος εκπρόσωπος της βυζαντινής λογιοσύνης μετά τον θάνατο του Βησσαρίωνα. Για να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη των Μεδίκων, ο Λάσκαρης έκανε δύο ταξίδια στην Ιταλία και την Ανατολή με σκοπό να καταγράψει ό,τι περισώθηκε σε χειρόγραφα από τα έργα των κλασικών και βυζαντινών συγγραφέων και παράλληλα να αγοράσει για τον Λαυρέντιο ή να αντιγράψει για λογαριασμό του όσο περισσότερα χειρόγραφα μπορούσε. Με αυτό τον σκοπό και με την ιδιότητα του πρέσβη του Μεδίκου προς το σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ πραγματοποίησε δύο ταξίδια, το 1490 και 1491, τα οποία απέφεραν στον Λαυρέντιο 200 περίπου χειρόγραφα. Από αυτά πολλά ήταν δυσεύρετα έργα κλασικών και πρώιμων βυζαντινών συγγραφέων, άγνωστα μέχρι τότε στη Δύση.
Στόχος του Λάσκαρη ήταν να καταγραφούν τα έργα για να υποστηρίξει το εκδοτικό του πρόγραμμα. Μέσα από τα έντυπα κλασικά και γραμματολογικά βιβλία απέβλεπε να καταστήσει πιο προσιτές τις σπουδές της ελληνικής γραμματείας στην Ιταλία. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου ταξιδιού του και πιο συγκεκριμένα όταν βρισκόταν στην Κρήτη, πέθανε ο Λαυρέντιος (8 Απριλίου 1492). Για καλή τύχη του βιβλίου όμως και των ελληνικών σπουδών γενικότερα, ο Λάσκαρης βρήκε στο πρόσωπο του διαδόχου του, του Πέτρου Μεδίκου, έναν νέο προστάτη των γραμμάτων. Με την οικονομική υποστήριξή του, κατόρθωσε ο Λάσκαρης το 1494 να στήσει ένα «ελληνικό τυπογραφείο» από το οποίο κυκλοφόρησαν σε διάστημα τριών ετών, εκτός από τη διάσημη Ανθολογία του Μάξιμου Πλανούδη, επτά εκδόσεις κυρίως ποιητικού και μαθητικού ενδιαφέροντος: η editio princeps τεσσάρων τραγωδιών του Ευριπίδη, τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ροδίου, οι Νεκρικοί Διάλογοι του Λουκιανού, ο Πίναξ του Κέβητα και τα Ερωτήματα του Χρυσολωρά. Όλες αυτές οι εκδόσεις μικρογραφήθηκαν από τα πιο διάσημα εργαστήρια της Φλωρεντίας όπως του Attavante degli Attavanti και κατέληξαν σε περγαμηνά αντίτυπα στη βιβλιοθήκη του Πέτρου των Μεδίκων.
Όταν επέστρεψε ο Λάσκαρης από το ταξίδι του, η προσωπική βιβλιοθήκη των Μεδίκων περιείχε πλέον ανεκτίμητους θησαυρούς: τον αρχαιότερο κώδικα του Παύλου Ορόσιου με τα πρώτα έξι βιβλία του Historia ad versus Paganos (6ος αι.) και το χειρόγραφο που είχε εντοπίσει ο Σαλουτάτι με τις Επιστολές του Κικέρωνα, Ad familiares, του 9ου αιώνα. Το προσφιλές σύγγραμμα που χρησιμοποιούσε κατά τη διδασκαλία του ο Αργυρόπουλος, τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, αντιπροσωπευόταν στη βιβλιοθήκη από το παλαιότερο διασωθέν χειρόγραφο του 10ου αιώνα. Tης ίδιας εποχής ήταν και το χειρόγραφο της Ιστορίας του Θουκυδίδη, γραμμένο από κάποιον άγνωστο Έλληνα, ονόματι Πέτρο. Μοναδικό ήταν και ένα χειρόγραφο, Συλλογή χειρουργικών πραγματειών (10ος–11ος αι.) που ανήκε σε κάποιον Νικήτα και αγοράστηκε στο Ηράκλειο από τον Λάσκαρη για λογαριασμό του Λαυρέντιου. Στη συλλογή των Μεδίκων είχε περιέλθει και ο περίφημος Etruscus με τις Τραγωδίες του Σενέκα (11ος αι.) που αποκτήθηκε με πρωτοβουλία του Νίκκολι από το αββαείο της Πομπόζα (Pomposa). Τέλος, μεταξύ πολλών άλλων, το χειρόγραφο με τα έργα του Σοφοκλή, του Αισχύλου και τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ροδίου (11ος αι.) που αποτέλεσε τη βάση για την editio princeps του Λάσκαρη (1496). Ο κώδικας αυτός αγοράστηκε από τον Αουρίσπα στην Κωνσταντινούπολη το 1422 και προτού καταλήξει στους Μεδίκους, ανήκε και αυτός στον Νίκκολι.
Η κατάληξη της Λαυρεντιανής βιβλιοθήκης. Στα τέλη του 1494, έπειτα από έναν αιώνα μοναδικής συμβολής των Μεδίκων στην Αναγέννηση, η οικογένεια εκδιώχθηκε από τη Φλωρεντία, το παλάτι της λεηλατήθηκε από τα γαλλικά στρατεύματα του Καρόλου Η΄ και άγνωστος αριθμός βιβλίων χάθηκε. Οι εναπομείναντες 1.039 τόμοι μεταφέρθηκαν στη βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου όπου και πάλι κινδύνευσαν κατά τη λαϊκή εξέγερση για την ανεύρεση του Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα. Εν συνεχεία, το ένα τρίτο της συλλογής αγοράστηκε από την οικογένεια Σαλβιάτι της Φλωρεντίας και το υπόλοιπο από τους δομινικανούς του Αγίου Μάρκου. Το 1508 τα βιβλία αυτά παραχωρήθηκαν στον καρδινάλιο Ιωάννη Μέδικο, νεότερο γιο του Λαυρεντίου του Μεγαλοπρεπούς και μετέπειτα πάπα Λέοντα Ι΄. Ο καρδινάλιος μετέφερε τη συλλογή στη Ρώμη, επιτρέποντας ταυτόχρονα στους σπουδαστές να μελετούν τον μοναδικό αυτό πλούτο. Άλλωστε, καθώς ήταν βαθύς γνώστης της ελληνικής και της λατινικής γραμματείας και βασικός χρηματοδότης του ελληνικού τυπογραφείου στον Κυρινάλιο λόφο, ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται να γίνουν κτήμα όλων οι πνευματικοί αυτοί θησαυροί.
Οι κατάλογοι της Βιβλιοθήκης. Σήμερα η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει 11.000 χειρόγραφα, 2.500 παπύρους, 4.500 αρχέτυπα, 1680 τεκμήρια του 16ου αιώνα και 126.527 τεκμήρια από τον 17ο ως τον 20ό αιώνα. Η βασική συλλογή αποτελείται από 3.000 χειρόγραφα που καταλογοποιήθηκαν από τον Τζοβάνι Ροντινέλλι και τον Βάτσιο Βαλόρι το 1589 και τοποθετήθηκαν σε στηθαία στα εγκαίνια της Βιβλιοθήκης από τον Κοσμά Α΄ των Μεδίκων το 1571. Αυτά τα χειρόγραφα αποτέλουν ένα σημαντικό κομμάτι της βιβλιοθήκης που συνέλεξαν οι Μέδικοι τον 15ο αιώνα, η οποία αποκτήθηκε εκ νέου από τον Πάπα Λέοντα Ι΄ το 1508 και μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία από τον Πάπα Κλήμη Ζ΄ το 1520. Η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη διευρύνθηκε και από τις συλλογές των Φραντσέσκο Σασέτι και Φραγκσίκο Φίλελφο (15ος αι.) και χειρόγραφα του Πάπα Λέοντα Ι΄ που αποκτήθηκαν από τη βιβλιοθήκη της δομινικανής μονής του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία.
Ανάμεσα στα σημαντικά τεκμήρια της Βιβλιοθήκης ξεχωρίζουν ο Φλωρεντιανός Κώδικας Nahuatl (1575) με πληροφορίες γύρω από τον πολιτισμό των Αζτέκων πριν από την ισπανική κατάκτηση, το Ευαγγέλιο του Ραββουλά, ενά χριστιανικό εικονογραφημένο χειρόγραφο του 6ου αιώνα με ευαγγελικά αποσπάσματα στη συριακή γλώσσα, ο Αμιατινός Κώδικας που περιέχει την Λατινική Βουλγάτα του 4ου αιώνα (παλαιότερο χειρογράφο με μετάφραση της Αγίας Γραφής στα λατινικά), ο εικονογραφημένος Κώδικας Squarcialupi (15ος αι.) με πληροφορίες για τη μουσική του Μεσαίωνα και ένας πάπυρος με το μακροσκελές ποίημα Ηλακάτη της αρχαίας Ελληνίδας ποιήτριας Ήριννας (4ος αι. π. Χ.).
Κ.Σπ. Στάικος, Βιβλιοθήκη: Από την Αρχαιότητα έως την Αναγέννηση, Αθήνα, Κωνσταντίνος Σπ. Στάικος, 1996, σ. 338–354.