Η μονή και η βιβλιοθήκη. Η μονή και η βιβλιοθήκη του αβαείου του Αγίου Γάλλου αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της προσηλυτιστικής πολιτικής της Δυτικής Εκκλησίας που σκοπό είχε να «σώσει» τον κόσμο από τα κατάλοιπα του παγανισμού. Αποτελεί μια από τις αρχαιότερες ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες με συνεχή ιστορία και μολονότι δεν διασώθηκε το αρχικό της κτίσμα που χρονολογείται τον 8ο αιώνα, η σημερινή της εικόνα προβάλλει ως ένα από τα πιο γοητευτικά και περίτεχνα δείγματα της αρχιτεκτονικής του γερμανικού μπαρόκ.
Το χρονικό της ίδρυσης της Μονής στην πεδιάδα του Στάιναχ, στη Βόρεια Ελβετία, μας γυρίζει στον 7ο αιώνα όταν μια ομάδα Ιρλανδών ιεραποστόλων, οδηγούμενη από τον άγιο Κολουμβάνο (Columban), αφού διάβηκε περιοχές κατοικημένες από γερμανικές φυλές, έφτασε στη λίμνη της Κωνσταντίας. Από εκεί, ένας από τους ιεραπόστολους, ο Γάλλος (Gallus), αποτραβήχτηκε στα κοντινά άγρια δάση του Άρμπον και με δύο ντόπιους μοναχούς έζησε εκεί σαν ερημίτης. Έφτιαξε μια ξύλινη καλύβα για να προσεύχεται και σύντομα συγκέντρωσε γύρω του πολλούς πιστούς της περιοχής. Μετά τον θάνατό του, γύρω στο 650, η εκκλησία στην οποία φυλάχτηκαν τα οστά του αποτέλεσε τόπο προσκυνήματος και τον πυρήνα του σημερινού ομώνυμου αβαείου (Duft, Lebensgeschichten).
Γύρω στο 720, ο πυρήνας αυτός που διαμορφώθηκε από τους οπαδούς του Γάλλου θα πάρει μοναστηριακή μορφή, με τη σαφή καθοδήγηση του ηγούμενου Ότμαρ και ακολουθώντας διάφορους κανόνες διαβίωσης, μέχρι το 747 που ο Καρλομάγνος θα επιβάλει τον Κανόνα του αγίου Βενέδικτου. Παρ’ όλα τα πενιχρά μέσα που διέθετε αρχικά το μοναστήρι, σύντομα αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που βρέθηκε στο στόχαστρο ισχυρών επισκοπών, κυρίως της Κωνσταντίας, οι οποίοι προσπάθησαν να ανακόψουν την πορεία του προς την αυτονομία. Από τα χρόνια εκείνα, γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα, άρχισαν να καλλιεργούνται τα γράμματα και οργανώθηκε βιβλιογραφείο όπου αντιγράφηκαν χειρόγραφα στην τοπική γραφή της περιοχής. Ένας μοναχός ονόματι Γιοχάννες, από το Ράιχεναου, ο οποίος διαδέχθηκε τον ηγούμενο Ότμαρ, θα δώσει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην επιβολή της κοινοβιακής ζωής, με αποτέλεσμα να αρχίσει από το 770 μια περίοδος ανάπτυξης με την προσάρτηση μεγάλων εκτάσεων στα περιουσιακά στοιχεία της μονής που θα συμβάλουν αποφασιστικά στην εδραίωση της αυτονομίας και της φήμης της. Το 782, ο Βάλντο, ένα μέλος της τάξης των ευγενών, θα γίνει ηγούμενος της Μονής του Αγίου Γάλλου και λίγα χρόνια αργότερα, το 786, και του Ράιχεναου (Vogler, Sketch). Ο Βάλντο εξελίχθηκε στο πιο διεθνικό μέλος της μονής, καθώς αφού υπηρέτησε στην Παβία και στη συνέχεια στη Βασιλεία, έκλεισε τη σταδιοδρομία του στο αυτοκρατορικό αβαείο του Σαιν Ντενί, στο Παρίσι (806–814). Από τη στιγμή που θα έρθει στα πράγματα ο Κοζμπέρ (ηγούμενος από το 816 έως το 837), η μονή θα αποκτήσει και πολιτική δύναμη. Ο αυτοκράτορας Λουδοβίκος ο Πίος θα της παραχωρήσει προνόμια απαλλαγής φόρων (818), τα οποία θα επεκτείνει ο Λουδοβίκος ο Γερμανός έως το 833, δίνοντας παράλληλα το δικαίωμα στους μοναχούς να εκλέγουν ελεύθερα τον ηγούμενό τους. Το 854 το μοναστήρι απαλλάσσεται πλήρως από τη φορολογία που του είχε επιβάλει η επισκοπή της Κωνσταντίας. Ο 9ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο «χρυσός αιώνας» στην ιστορία της Μονής του Αγίου Γάλλου και ακριβέστερα τα 110 χρόνια, δηλαδή από το 816 που ανέλαβε ο ηγούμενος Κοζμπέρ έως την ουγγρική εισβολή στην Ελβετία το 926. Κατά το διάστημα αυτό τέσσερις ηγούμενοι σφράγισαν την τύχη του αβαείου, προσδίδοντας αναγεννησιακό κλίμα στην καλλιέργεια των γραμμάτων και της τέχνης· οι Κοζμπέρ, Γκρίμαλντ, Χάρμουτ και Σάλομον Α΄.
Από τις αρχές του 10ου αιώνα εμφανίζονται σταδιακά σημάδια παρακμής που οδήγησαν στην ολοκληρωτική καταστροφή της Μονής του Αγίου Γάλλου και στην πυρπόλησή της μετά την εισβολή των Ούγγρων το 926. Από τότε και έως τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα, η ζωή στον Άγιο Γάλλο δεν θυμίζει σε τίποτα τις εποχές του Κοζμπέρ και μόνο από το 1463 έως το 1491 θα γνωρίσει και πάλι μέρες λαμπρές υπό την ηγουμενία και καθοδήγηση του Ούλριχ Ρες. Η σύνεση με την οποία διαχειρίστηκε τον μοναστηριακό πλούτο ο νέος ηγούμενος, η ανεξάντλητη ενεργητικότητα και αποτελεσματικότητά του έδωσαν και πάλι στη μονή την παλιά της αίγλη. Ο Ρες, εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία και τα εδάφη που περιέσωσε, αναβίωσε τη λειτουργία της μοναστηριακής σχολής, στέλνοντας μάλιστα πολλούς μοναχούς σε εκπαιδευτικά ταξίδια, ενώ επιπλέον αναδιοργάνωσε και τη βιβλιοθήκη.
Η Μεταρρύθμιση αποδιοργάνωσε τη μονή, αλλά για μικρό χρονικό διάστημα καθώς τα πράγματα αποκαταστάθηκαν με τη Δεύτερη Συνθήκη του Κάππελ το 1531. Σύντομα η Μονή του Αγίου Γάλλου ξαναβρήκε την πολιτική, οικονομική και θρησκευτική της ταυτότητα, ενώ ήταν ένα από τα πρώτα μοναστήρια που εντάχθηκαν στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Ο αριθμός των μοναχών άρχισε να αυξάνει και πάλι με γοργούς ρυθμούς, ενώ οι ιδιοκτησίες της στις περιοχές της Κωνσταντίας και πέρα από τον Ρήνο, όπως και τα διάφορα αυτοκρατορικά προνόμια που διατηρούσε της προσέδιδαν διεθνικό χαρακτήρα. Εμπνευσμένοι και ικανοί άνθρωποι της Εκκλησίας την πλαισίωσαν· ένας από αυτούς ήταν και ο Τσελεστίνο Σφοντράτι από το Μιλάνο που στη συνέχεια υπήρξε και υποψήφιος πάπας. Η Συνομοσπονδιακή Ειρήνη του Μπάντεν στο Άαργκαου συνήφθη το 1718 με αποτέλεσμα την εκ βάθρων αναστήλωση της εκκλησίας, του μοναστηριακού συγκροτήματος και της μπαρόκ βιβλιοθήκης που ολοκληρώθηκε το 1766. Από το 1803, κατά τη ναπολεόντεια δηλαδή εποχή, ο Άγιος Γάλλος έχασε την αυτονομία του υπακούοντας πλέον στο Μεγάλο Συμβούλιο του Καντονίου του Αγίου Γάλλου (8 Μαΐου 1805) (Meier, Pankranz).
Το σκριπτόριο. Αστείρευτη πηγή της γνώσης και της οργάνωσης μιας ιδιαίτερα ξεχωριστής και πλούσιας βιβλιοθήκης ήταν το βιβλιογραφείο και δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του Βάλτερ Μπέρσιμ που κάνει λόγο για τον μύθο που το περιβάλλει. Η θέση που καταλάμβανε το βιβλιογραφείο, ακριβώς δίπλα στη βορινή πλευρά του καθολικού, σημειώνεται στο σχέδιο που εκπονήθηκε στη Μονή του Ράιχεναου, γύρω στο 825, κατά την ηγουμενία του επισκόπου Κοζμπέρ (Horn & Born, Plan).
Ήδη από τα χρόνια του Ότμαρ (720) είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται τα γράμματα στη μονή και λειτουργούσε αντιγραφικό κέντρο όπου με τα χρόνια φιλοτεχνήθηκαν σπουδαίοι κώδικες στην τοπική γραφή της περιοχής. Ο πρώτος γνωστός μας καλλιγράφος έφερε το όνομα Βίνιταρ και από το 760 και μετά, σε συνεργασία με δεκατέσσερις άλλους γραφείς, ολοκλήρωσε την αντιγραφή πολλών χειρογράφων θεολογικού και εκπαιδευτικού, γενικότερα, περιεχομένου. Η άνθηση ωστόσο του βιβλιογραφείου χρονολογείται από τα χρόνια του Κοζμπέρ (816–837) οπότε με την καθοδήγηση του καλλιγράφου Βόλφκοτς εκατό τουλάχιστον αντιγραφείς εργάζονταν αδιάκοπα, όπως μαρτυρούν και οι 70 κώδικες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη. Στην περίοδο αυτή γράφτηκε και ο επίσημος κώδικας του Κανόνα του αγίου Βενέδικτου, ο αρχαιότερος που σώζεται έως σήμερα, και ο οποίος κοσμεί τη βιβλιοθήκη (Traube, Textgeschichte).
Στα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρείται αναζωογόνηση του βιβλιογραφείου του Αγίου Γάλλου, προερχόμενη από τον Βορρά, με την κάθοδο Ιρλανδών καλλιγράφων μοναχών που προσέδωσαν νέα καλλιτεχνική αισθητική και νέες φόρμες στη μικρογραφία —και με την προσθήκη της ιρλανδικής γραφής κατά περίπτωση. Τότε είναι που ο Χάρτμουτ ολοκλήρωσε μια οκτάτομη Βίβλο, η οποία διακρίνεται για την αξιοπιστία του κειμένου, ενώ έργα της λατινικής λογοτεχνίας έτυχαν ιδιαίτερης προσοχής με στόχο όχι μόνο τον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης αλλά και τη συμβολή στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της σχολής. Στα μέσα του 9ου αιώνα χρονολογείται ένας κατάλογος των χειρογράφων (Breviarium Librorum), που μαρτυρεί την έκταση αλλά και το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης· τα ιρλανδικά βιβλία καταγράφονται ξεχωριστά και επιγράφονται Libri scottice scripti, ενώ μνημονεύονται για πρώτη φορά και τα ονόματα των βιβλιοφυλάκων.
Από τις αρχές του 10ου αιώνα και μετά την πυρπόληση της μονής από τους Ούγγρους (926), το βιβλιογραφείο άργησε πολύ να ξανακερδίσει την αίγλη του. Θα πρέπει να περιμένουμε έως τον 11ο αιώνα για να φιλοτεχνηθούν εκεί κώδικες και μικρογραφίες ανάλογες της καλλιτεχνικής παράδοσης του Αγίου Γάλλου.
Η καλλιτεχνική αξία των κωδίκων. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η εικονογράφηση των κωδίκων εξυπηρετούσε εντελώς διαφορετικούς σκοπούς απ' ότι στα βιβλία σήμερα. Το αρχιτεκτονικό σκηνικό που περιέβαλλε το κεντρικό μοτίβο της σύνθεσης, μια προσωπογραφία κατά κανόνα, ακολουθούσε συγκεκριμένα πρότυπα της αρχαιότερης εικονογραφικής παράδοσης και είχε ως επί το πλείστον συμβολικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι μικρογράφοι του Αγίου Γάλλου εμπνεύστηκαν φόρμες και σχήματα από την τοπική παράδοση, καθιερώνοντας πρότυπα που σπάνια εντοπίζονται αλλού. Η διακόσμηση ως στοιχείο της εικονογράφησης είναι ανεπίτρεπτη για θεολογικά κείμενα και οι καλλιγράφοι της εποχής έστρεψαν την προσοχή τους πρωτίστως στο περιεχόμενο, θεωρώντας την εικονογράφηση δευτερεύουσας σημασίας. Αντικειμενικός σκοπός δεν ήταν άλλος από την προβολή του ορθού λόγου. Ο μικρογράφος αντλούσε τα ζωγραφικά του θέματα για τα θεολογικά βιβλία από περιγραφές των ιερών κειμένων, την Παλαιά Διαθήκη, τους Ψαλμούς και τα ποικίλα προφητικά και άλλα βιβλία. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος δεν αποσκοπούσε βέβαια στην ολοκλήρωση θαυμαστών καλλιτεχνικών θησαυρών αλλά στο να εξασφαλίσει στον μικρογράφο και τη δική του σωτηρία της ψυχής, όπως και την άφεση αμαρτιών.
Η τέχνη του εικονογραφημένου κώδικα εμφανίζεται στο βιβλιογραφείο της μονής γύρω στα τέλη του 8ου αιώνα με τη σχεδίαση πρωτογραμμάτων —πρώτο βήμα εικονογράφησης σε πλείστα βιβλιογραφικά κέντρα. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για απλά σχέδια ή επαναλήψεις διακοσμητικών προτύπων, χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές απαιτήσεις. Ενδεικτικό της καλλιτεχνικής αυτής έκφρασης είναι το πρωτόγραμμα του κώδικα Sang. 125 που θησαυρίζεται στη βιβλιοθήκη του Αγίου Γάλλου. Η αρχική αυτή σχεδιαστική πρωτοβουλία θα φθάσει σε ύψιστο βαθμό κατά τα μέσα του 9ου αιώνα με τη διαμόρφωση μιας καλλιτεχνικής σχολής που επικεντρώθηκε στην τέχνη του πρωτογράμματος, με τον καλλιγράφο Σίντραμ και το «Μακρύ Ευαγγέλιο» (Eggenberg, Art).
Η Βιβλιοθήκη. Οι βασικές πηγές εμπλουτισμού της βιβλιοθήκης του Αγίου Γάλλου ήταν δύο: αφενός οι προσφορές των Ιρλανδών κυρίως ιεραποστόλων, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο αβαείο και αφετέρου η εντυπωσιακή παραγωγή και αναπαραγωγή κωδίκων στο βιβλιογραφείο της κατά ορισμένες περιόδους. Με έντονα βαμμένα μάτια και κουρεμένο το μπροστινό τμήμα της κεφαλής τους, οι Ιρλανδοί ιεραπόστολοι εμφανίζονταν στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά το προσκυνητικό ταξίδι τους στην Αγία Έδρα. Κατά την επιστροφή τους, απαραίτητος σταθμός ήταν η μονή του Αγίου Γάλλου, γεγονός που συντελούσε στη μεταστροφή της ιδέας ορισμένων για επιστροφή στην Ιρλανδία, όπως στην περίπτωση του επισκόπου Μάρκους και του ανιψιού του Μάρκελλου, οι οποίοι παρέδωσαν την περιουσία τους αλλά και την κινητή τους βιβλιοθήκη στη μονή. Ο Έκκεχαρτ Δ΄ μνημονεύει αντίστοιχα περιστατικά και χαρακτηρίζει τους Ιρλανδούς αυτούς ως άτομα εξαιρετικά μορφωμένα σε όλα τα επίπεδα της κοσμικής και χριστιανικής γραμματείας, οι οποίοι κατά τις περιπλανήσεις τους εξακολουθούσαν να εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους, όπως μαρτυρούν τα βιβλία που είχαν στις αποσκευές τους, κυρίως λατινικά αλλά και ελληνικά, όπως και ορισμένα σε κέλτικη γραφή.
Προς τα τέλη του 9ου αιώνα ο ηγούμενος Χάρτμουτ (872–883) ανέλαβε τη φροντίδα της βιβλιοθήκης, παραλαμβάνοντας ένα ανομοιογενές βιβλιακό υλικό από το οποίο, αντίθετα από κάθε προσδοκία, απουσίαζαν ακόμα και βασικά θεολογικά κείμενα, όπως του ιερού Αυγουστίνου, του Ιερώνυμου και του Γρηγορίου του Μεγάλου. Τη θέση τους καταλάμβαναν βιβλία του αγίου Μεθόδιου, του Τικόνιου, Επιστολές του επισκόπου του Ριέ Φαύστου, το βιβλίο της Αποκάλυψης κ.ά. Τα επιστημονικά κείμενα σπάνιζαν και περιορίζονταν στα Φαινόμενα του Άρατου, σε νομικά βιβλία, γραμματικά εγχειρίδια και ορισμένες μυθιστορίες όπως η Ιστορία των Φράγκων, η Ιστορία του Τρωικού Πολέμου και ένα σύγγραμμα του Βεγέτιου γύρω από την τακτική του πολέμου.
Ο Χάρτμουτ στην προσπάθειά του να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη ξεπέρασε τον εαυτό του. Όντας γραφέας ο ίδιος επεξεργάστηκε, όπως είδαμε, την Παλαιά Διαθήκη και κληροδότησε στη μονή μια οκτάτομη έκδοση. Από την εποχή του αλλάζει και το καθεστώς της βιβλιοθήκης, καθώς η φύλαξή της ανατίθεται σε μοναχό που εκτελεί χρέη βιβλιοφύλακα και έχει τη φροντίδα για τη σύνταξη καταλόγου των χειρογράφων (Breviarium Librorum). Στον πρώτο αυτό κατάλογο που χρονολογείται τον 9ο αιώνα, καταγράφονται 361 κώδικες οι οποίοι φανερώνουν και τον πνευματικό προσανατολισμό της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Γάλλου.
Κατάλογοι μοναστηριακών βιβλιοθηκών της περιοχής την εποχή εκείνη υποδηλώνουν την ιδιαίτερη έμφαση που δόθηκε στην απόκτηση κωδίκων με γλωσσικά χαρακτηριστικά, όπως τους Scottice ή Libri scottice scripti. Ένας τέτοιος κατάλογος που συντάχθηκε γύρω στα 884–888 στη Μονή του Αγίου Γάλλου, μνημονεύει τίτλους, ανάμεσα στους οποίους, δύο αντίγραφα της Παλαιάς Διαθήκης και επτά της Καινής, τρία χειρόγραφα με σχόλια για τη Βίβλο, έναν κώδικα με πατερικά κείμενα και άλλα αγιολογικά και λειτουργικά βιβλία. Από το σύνολο των κωδίκων σε ιρλανδική γραφή που κατά καιρούς θησαυρίζονταν στη βιβλιοθήκη, έχουν απομείνει σήμερα δεκαπέντε. Από αυτούς τέσσερις μόνο είναι πλήρεις ενώ οι υπόλοιποι διασώζονται σε σπαράγματα και χρονολογούνται σε μια περίοδο από τον 7ο έως τον 12ο αιώνα.
Για μια περίοδο, από τα μέσα του 10ου έως τα μέσα περίπου του 15ου αιώνα, η μονή αλλά και η βιβλιοθήκη δεν θύμιζαν σε τίποτα την πνευματική ανάταση που κυριαρχούσε επί της ηγουμενίας του Χάρτμουτ. Το καλοκαίρι του 1416, κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Κωνσταντίας, στην οποία συμμετείχαν πολλά και εξέχοντα μέλη της Κουρία, ακόμη και ο Μανουήλ Χρυσολωράς, τρεις γραμματείς της παπικής αντιπροσωπείας, ο Πότζο, ο Τσέντσο Ρούστιτσι και ο Μπαρτολομέο ντα Μοντεπουλτσάνο ζήτησαν να επισκεφθούν τη γύρω περιοχή και τη Μονή του Αγίου Γάλλου. Βιβλιομανείς και οι τρεις, με το που αντίκρισαν την εικόνα της βιβλιοθήκης στον πύργο του Χάρτμουτ, τρόμαξαν. Ο Τσέντσο μαρτυρεί πως του ήρθαν δάκρυα στα μάτια στη θέα των βιβλίων, αφημένων στην υγρασία και τη σκόνη, σκωληκόβρωτων, σ’ έναν χώρο πλήρως εγκαταλελειμμένο. Στο «εδώλιο» βρέθηκε ο ηγούμενος Χάινριχ φον Γκούντελφινγκεν και η μοναστική κοινότητα: «Ο ηγούμενος και οι μοναχοί του αβαείου αυτού είναι ξένοι κάθε γνώσης και γραμμάτων. Ω, βάρβαρη χώρα, εχθρική απέναντι στη λατινική γλώσσα! Ω ακόλαστοι, υπολείμματα της ανθρωπότητας» (Bertalot, Cincius). Η επίσκεψη αυτή των τριών ουμανιστών ωστόσο, δεν έληξε άδοξα καθώς ανακάλυψαν άγνωστα συγγράμματα όπως ένα πλήρες χειρόγραφο του Κοϊντιλιανού (Εκπαίδευση ενός ρήτορα), κείμενο το οποίο γνώριζαν μόνο από έναν ατελή κώδικα, και άλλα τρία έργα επίσης άγνωστα στις ιταλικές βιβλιοθήκες: τα Αργοναυτικά του Βαλέριου Φλάκκου και δύο χειρόγραφα με Σχόλια σε λόγους του Κικέρωνα, όπως επίσης, έργα του Σίλιου Ιταλικού και του Μάρκου Μανίλιου, ορισμένα από τα οποία δανείστηκαν και στη συνέχεια τα αντέγραψαν.
Όταν ανέλαβε καθήκοντα ηγούμενου ο Ούλριχ Ρες (1463–1491) άλλαξαν τα πάντα στη μονή και σε όλους τους τομείς. Μεταξύ άλλων αναβίωσε η μοναστηριακή σχολή και αποκαταστάθηκε η τάξη στη βιβλιοθήκη. Τα βιβλία καταλογραφήθηκαν από την αρχή, πολλά σταχώθηκαν εκ νέου, ενώ επιπλέον εξασφαλίστηκε μια ετήσια επιχορήγηση 100 γκίλντερς για αγορά νέων βιβλίων. Η εδραίωση της τυπογραφικής τέχνης άλλωστε, είχε αλλάξει το τοπίο αναπαραγωγής και διακίνησης του βιβλίου και ο καθένας πλέον μπορούσε με τα απαραίτητα χρήματα να έχει μερίδιο και πρόσβαση στη γνώση. Έτσι το ποσό αυτό διατέθηκε για την αγορά έντυπων βιβλίων φιλοσοφικού, θεολογικού και νομικού περιεχομένου αλλά και για έργα της λατινικής λογοτεχνίας, ουμανιστικά κείμενα και λαϊκά γερμανικά μυθιστορήματα, ιδιαίτερα δημοφιλή την εποχή εκείνη.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙV, Αθήνα, Κότινος, 2010, σ. 166–187.