Η βιβλιοθήκη που ανεγέρθηκε, οργανώθηκε και εξοπλίστηκε από τον Νοβέλλο Μαλατέστα στην Τσεζένα στα μέσα του 15ου αιώνα, είναι καθόλα σύμφωνη με την ελληνορωμαϊκή παράδοση. Για πρώτη φορά από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μετά, μια βιβλιοθήκη σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε με τη βιβλιοθηκονομική φιλοσοφία δύο ξεχωριστών συστεγασμένων τμημάτων, ενός ελληνικού και ενός λατινικού. Θεμελιωτής της βιβλιοθήκης ήταν ο Νοβέλλο, μέλος της οικογένειας Μαλατέστα που κυβερνούσε περίπου 250 χρόνια την περιοχή του Ρίμινι. Όταν το 1429 απεβίωσε ο πατέρας του, Πανδόλφο Μαλατέστα, η επικράτεια μοιράστηκε στα δύο αδέλφια: ο πρωτότοκος Σιγισμούνδος κληρονόμησε το Ρίμινι και ο Νοβέλλο την Τσεζένα.
Νοβέλλο Μαλατέστα. Άνθρωπος με πολλές ευαισθησίες και ιδιαίτερη κλίση προς τα γράμματα, υποστήριξε από νεαρή ηλικία την ανέγερση μιας πρότυπης βιβλιοθήκης, όταν ακόμη και μεγάλα ουμανιστικά κέντρα όπως η Βενετία, η Πάδοβα, η Ρώμη και η Φλωρεντία δεν διέθεταν κάτι ανάλογο. Ο πυρήνας της βιβλιοθήκης της Τσεζένας χρονολογείται τον 13ο αιώνα, από τότε δηλαδή που οι φραγκισκανοί μοναχοί εγκαταστάθηκαν εκεί μετά τον θάνατο του αγίου Φραγκίσκου (1226). Έχτισαν μια εκκλησία και ένα μοναστήρι όπου λειτούργησε σχολικό κέντρο, το οποίο κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 13ου αιώνα αναβαθμίστηκε σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Παράλληλα, για τις ανάγκες της διδασκαλίας συγκροτήθηκε μια συλλογή βιβλίων, χωρίς βέβαια βιβλιοθηκονομικές αξιώσεις.
Σε αναζήτηση χειρογράφων στην Ανατολή. Για να συγκροτήσει τη συλλογή του ο Νοβέλλο δεν περιορίστηκε στην αγορά της Ιταλίας και στα χειρόγραφα που ήταν διαθέσιμα στους ουμανιστικούς κύκλους, αλλά στράφηκε σε εξειδικευμένα άτομα που αναζητούσαν σπάνια βιβλία στην Ανατολή. Πιο συγκεκριμένα, ο Φραγκίσκος Φίλελφος και ο Τζοβάννι Αουρίσπα που ταξίδευαν στην Ανατολή για τον σκοπό αυτό, εμπλούτισαν τη βιβλιοθήκη του με σπάνιο και μοναδικό υλικό. Παράλληλα, ήδη από το 1446, είχε οργανώσει δικό του αντιγραφικό εργαστήρι στην Τσεζένα, με πρωτοστάτη τον Τζάκοπο ντα Πέργκολα. Τουλάχιστον 15 κώδικες αντιγράφηκαν από αυτόν, με τη χαρακτηριστική κομψή ουμανιστική γραφή του, οι περισσότεροι δε χρονολογημένοι και ενυπόγραφοι, όπως η Φυσική Ιστορία του Πλίνιου και δύο τόμοι με τους Βίους του Πλούταρχου. Εκεί εργάστηκαν, εκτός του ντα Πέργκολα, ο Τζάκοπο Μακάριο από τη Βενετία, ο Αντρέα Κατρινέλλο από τη Γένοβα και ο Ματτέο Κοντούτζι από τη Βολτέρα. Γρήγορα η ουμανιστική αυτή κίνηση του Νοβέλλο Μαλατέστα βρήκε απήχηση σε σημείο που και ο Φλάβιο Μπιόντο τον μνημονεύει στο έργο του Italia Illustrata, χαρακτηρίζοντάς τον ως «melioribus Italiae aequiparanda».
Όπως προαναφέραμε, ο Νοβέλλο για να εμπλουτίσει τη συλλογή του δεν περιορίστηκε στους καρπούς του σκριπτόριου του, αλλά ανέθεσε την αναζήτηση κωδίκων, από την Ανατολή κυρίως, σε μέλη της λόγιας κοινότητας οι οποίοι συμπεριφέρονταν ως περιπλανώμενοι βιβλιοπώλες. Τεκμήρια της πρακτικής αυτής ήταν τα 14 ελληνικά χειρόγραφα που απέκτησε ο Νοβέλλο, ανάμεσα στα οποία η Ομήρου Οδύσσεια, η Πολιτεία και οι Διάλογοι του Πλάτωνα, που αγοράσθηκαν μάλλον μέσω του Αουρίσπα, του Φίλελφου ή του Βεσπασιανού ντα Μπίστιτσι. Ο μετέπειτα καγκελάριος του Μαλατέστα, Νικκολό Ματρινότσι, αγόρασε το 1431 έναν Λόγο του Δημοσθένη από κάποιον Γενοβέζο έμπορο της Κωνσταντινούπολης. Βιβλιολογικά δώρα έστελνε συχνά στον Μαλατέστα ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ανάμεσα στα οποία και μία λατινική μετάφραση του Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλη, γύρω στο 1455, και βέβαια ο Φραγκίσκος Φίλελφος, που συμμετείχε πάντοτε σε κάθε προσπάθεια που είχε να κάνει με την προαγωγή οποιασδήποτε ουμανιστικής κίνησης.
Ο Μαλατέστα είχε ενστερνιστεί τη συλλεκτική φιλοσοφία του Τομμάζο Παρεντουτσέλλι, όπως εκφράζεται στον κατάλογο που συνέταξε για την «ιδανική βιβλιοθήκη». Διατηρούσε αλληλογραφία με τους Μέδικους και τον δούκα Φραντσέσκο Σφόρτσα του Μιλάνου και δανειζόταν κώδικες με αποκλειστικό σκοπό την αντιγραφή τους. Ο θεματικός προσανατολισμός της βιβλιοθήκης είχε ως αντικείμενο τη συλλογή κυρίως θεολογικών έργων, συγγραμμάτων δηλαδή των Πατέρων της Εκκλησίας, του ιερού Αυγουστίνου, του Αμβρόσιου, του Ιερώνυμου, του Μεγάλου Γρηγορίου κ.α. Ωστόσο, δεν παραμέλησε να συγκεντρώσει και έργα σημαντικών διανοητών της Δύσης, όπως του Θωμά Ακινάτη, του Μεγάλου Αλβέρτου, του Γουλιέλμου του Όκαμ και πολλών άλλων. Ο Μαλατέστα έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στα ιστορικά βιβλία, όπως αποκαλύπτει και η ενότητα των είκοσι έξι χειρογράφων με έργα του Πολύβιου, σε λατινική μετάφραση του Νικκολό Περόττι. Ο Δάντης και ο Πετράρχης απουσίαζαν και μόνο μία λατινική μετάφραση των έργων του Βοκκάκιου αντιπροσωπεύει το πρώιμο ουμανιστικό τμήμα της βιβλιοθήκης.
Ο αιφνίδιος θάνατος του Νοβέλλο, σε ηλικία μόλις σαράντα επτά ετών τον Νοέμβριο του 1465, ανέκοψε και τον συστηματικό εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης, που θησαύριζε τότε περισσότερους από 200 κώδικες. Ο Νοβέλλο όμως είχε προβλέψει στη διαθήκη του μια ετήσια επιχορήγηση από 100 δουκάτα, με την εγγύηση της Βενετικής Δημοκρατίας, ώστε να μην αφεθεί στην τύχη της η «libraria domini», όπως την αποκαλούσε. Τα χρήματα αυτά δεν προορίζονταν μόνο για την αγορά βιβλίων, αλλά και για την κάλυψη εξόδων που αφορούσαν την εύρυθμη λειτουργία της.
Οι δωρεές προς τη βιβλιοθήκη δεν έπαψαν μετά τον θάνατο του Νοβέλλο. Η μεγαλύτερη μάλιστα που καταγράφηκε ποτέ χρονολογείται δέκα περίπου χρόνια μετά τον χαμό του και ήταν κληροδότημα του Τζοβάννι ντι Μάρκο. Ο ντι Μάρκο από το Ρίμινι, προσωπικός φίλος του Μαλατέστα και γιατρός του, μυήθηκε από τον ηγεμόνα στην αγάπη για το βιβλίο και τη γνώση γενικότερα. Με τη διαθήκη του, που ανοίχτηκε το 1474, κληροδοτούσε στη βιβλιοθήκη της Τσεζένας 119 χειρόγραφα με ποικίλο περιεχόμενο, λογοτεχνικό, φιλοσοφικό και κυρίως ιατρικό. Σήμερα από αυτά σώζονται λιγότερα από εβδομήντα.
Η βιβλιοθήκη της Τσεζένας δεν έμεινε ανέπαφη στο πέρασμα του χρόνου, ενώ δεν περισώθηκε ούτε η αρχική συλλογή των χειρογράφων του Νοβέλλο. Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες πολλά χάθηκαν, κυρίως από την έλλειψη οργάνωσης και περιφρούρησης της βιβλιοθήκης. Ο ίδιος ο Μαλατέστα ήδη από το 1461 είχε επισημάνει τον κίνδυνο και είχε δώσει εντολές στους φραγκισκανούς μοναχούς να προσλάβουν επόπτη της βιβλιοθήκης, τον οποίο έπρεπε να ελέγχει και το Κοινοτικό Συμβούλιο. Έτσι, με την παραίνεση του Αντόνιο Τζανολίνι, το Συμβούλιο όχι μόνο άρχισε τακτικές επιθεωρήσεις, αλλά ανέλαβε και τη σύνταξη του Καταλόγου της βιβλιοθήκης.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. V, Αθήνα, Κότινος, 2012, σ. 74–81.