Υπό τον τίτλο «βιβλιοθήκη του ιερού Αυγουστίνου», θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τις πνευματικές αποσκευές που διέθετε ο Αυγουστίνος ή τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες στις οποίες είχε πρόσβαση ο μεγάλος αυτός διανοούμενος προκειμένου να ολοκληρώσει το πολύπλευρο έργο του: Να συμφιλιώσει, δηλαδή, ως ένα βαθμό, την αρχαία πνευματική κληρονομιά με τη χριστιανική πίστη. Ο προβληματισμός μας αυτός έχει να κάνει και με το γεγονός ότι προς τα τέλη του 4ου αιώνα τα στοιχεία για τις βιβλιοθήκες της Ρώμης είναι ανύπαρκτα και μοναστηριακές βιβλιοθήκες δεν είχαν συγκροτηθεί ακόμη, εκτός από μία συλλογή βιβλίων που θησαυριζόταν στο Λατερανό, για την οποία περιστασιακά και μόνο διαθέτουμε αναφορές. Υπήρχε όμως ένα υπολογίσιμο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλιακό υλικό στα χέρια των ανθρώπων των γραμμάτων ή σε πνευματικούς κύκλους και πάτρωνες του βιβλίου, όπως στην περίπτωση της Μαρκέλλας και του Παυλίνου, επισκόπου της Νόλας, για το οποίο, ωστόσο, γνωρίζουμε λίγα πράγματα, που βασίζονται συχνά σε συμπερασματικούς συλλογισμούς.
Ο ιερός Αυγουστίνος γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας το 354 και πέθανε ως επίσκοπος Ιππώνος το 430. Σπούδασε γραμματική στα Μάδαυρα και ρητορική στην Καρχηδόνα και στη συνέχεια εργάστηκε στη γενέτειρά του ως γραμματικός και από το 376 ως δάσκαλος της ρητορικής στην Καρχηδόνα. Στις αρχές του 380 μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου έρχεται σε επαφή με τους κόλπους των μανιχαίων και τα λόγια του επισκόπου τους, του Φαύστου. Μία κρίση που περνά μετά τον σκόπιμο αποχωρισμό από τη μητέρα του τον οδηγεί προς τον ακαδημεικό σκεπτικισμό. Εγκαταλείπει τον μαθητικό και φιλικό κύκλο που είχε διαμορφώσει γύρω του στη Ρώμη και ακολουθώντας συστάσεις του Συμμάχου ταξιδεύει βόρεια και εγκαθίσταται στο Μιλάνο. Καταλαμβάνει μία σημαντική θέση ρητοροδιδάσκαλου και παρακολουθεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις ομιλίες του επισκόπου Αμβρόσιου, ερχόμενος έτσι σε επαφή με τον νεοπλατωνισμό. Στην Επιστολή προς Ρωμαίους βρίσκει απάντηση στον υπαρξιακό του προβληματισμό, εγκαταλείπει σταδιακά τα εγκόσμια, βαπτίζεται από τον Αμβρόσιο, παραμένει για ένα χρόνο στη Ρώμη και στη συνέχεια διάγει κοινοβιακή ζωή σαν ασκητής φιλόσοφος μαζί με άλλους ομοφρονούντες. Χειροτονείται συμπτωματικά ιερέας στην Ιππώνα, γίνεται βοηθός επισκόπου, πιθανόν το 396, και διάδοχος στην έδρα της το 397.
Η συγγραφική δραστηριότητα του Αυγουστίνου μπορεί να χωρισθεί σε τρεις κυρίως περιόδους, η πρώτη από τις οποίες έχει και συγκεκριμένο πνευματικό προσανατολισμό και εκτείνεται από το 386 περίπου ως το 396, στο Μιλάνο. Η δεύτερη χρονολογείται από την εγκατάσταση του στην Ιππώνα ως το 412 και συνδέεται με τον επισκοπικό του ρόλο και τα νέα καθήκοντα του. Η τελευταία περίοδος (412–430) χαρακτηρίζεται από την αντιπαράθεση του με τους πελαγιανούς και τη συγγραφή του μεγαλειώδους έργου του De civitate Dei.
Είναι βέβαιο ότι στις αποσκευές του Αυγουστίνου υπήρχαν όλα τα έργα με τα οποία καταπιάστηκε, δηλαδή απολογητικά, δογματικά, πολεμικά (κατά των πρισκιλλιανιστών και των ωριγενιστών, κατά των δονατιστών και των πελαγιανών, όπως και κατά των αρειανών). Γνωρίζουμε, επίσης, ότι διέθετε στη βιβλιοθήκη του συγγράμματα άλλων Πατέρων της Δυτικής Εκκλησίας, όπως και συγγράμματα του Ευσέβιου (Εκκλησιαστική Ιστορία, Χρονικά) αλλά και του Tichonius το Υπόμνημα στην Αποκάλυψη. Απόδειξη της οργάνωσης και του εμπλουτισμού της βιβλιοθήκης του Αυγουστίνου αποτελούν και οι επιστολές που ανταλλάσσει με τον Ιερώνυμο, στις οποίες αναφέρονται βιβλία της χριστιανικής γραμματείας συγγραφέων της εποχής του: ομολογεί ότι δεν έχει διαβάσει όλα τα συγγράμματα του Ιερώνυμου, υπονοώντας βέβαια ότι διαθέτει πολλά από αυτά ή άλλα έχει δανειστεί, όπως στην περίπτωση του De viris illustribus. Το βιβλίο αυτό δανείστηκε από κάποιον ο οποίος του επισήμανε ότι δεν φέρει τίτλο και ότι πρόκειται μάλλον για το Epitaphium του Ιερώνυμου. Ο Αυγουστίνος διάβασε το βιβλίο και γράφει στον Ιερώνυμο το σχετικό περιστατικό, τονίζοντας του ότι πράγματι ο αντιγραφέας παρέλειψε να συμπληρώσει τον τίτλο στη liminari pagina (σελίδα τίτλου). Ο Αυγουστίνος έχοντας στα χέρια του και τις δύο εκδόσεις του Ιερώνυμου πάνω στο Βιβλίο του Ιώβ παρατηρεί στενάχωρα πως ο Ιερώνυμος σεβάστηκε περισσότερο τα κριτικά σημάδια της λατινικής έκδοσης, η οποία βασίστηκε στο ελληνικό κείμενο, παρά τη δεύτερη, που έγινε με βάση το εβραϊκό. Σε επιστολή του πάλι προς τον Οπτάτο ζητάει να αποκτήσει ένα βιβλίο που εξέδωσε, του οποίου κάποιος ιερέας διεκδικούσε την πατρότητα. Φαίνεται πάντως ότι την εκδοτική παραγωγή και τη διακίνηση των βιβλίων του την είχε εμπιστευθεί ο Αυγουστίνος στον Firmus, που διατηρούσε και βιβλιοθήκη αρχείου με όλα τα συγγράμματα του κατά των αιρετικών και άλλα σχετικά με τη χριστιανική πίστη, όπως πληροφορεί τον Παυλίνο με επιστολή του.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙV, Αθήνα, Κότινος, 2010, σ. 61–66.