H κατασκευή του κτίσματος που επρόκειτο να στεγάσει τη συλλογή του Φιλίππου Β΄ στο βασιλικό μοναστήρι Ελ Εσκοριάλ άρχισε το 1563 και ολοκληρώθηκε το 1584, με βάση τα σχέδια του διασημότερου αρχιτέκτονα της εποχής, Χουάν ντε Ερρέρα (1530–1597). H αίθουσα της βιβλιοθήκης στο νεόδμητο κτίσμα της Βασιλικής Έδρας του Αγίου Λαυρέντιου στο βασιλικό μοναστήρι του Ελ Εσκοριάλ καταλαμβάνει τιμητική θέση και στέφει τη στοά της κεντρικής εισόδου.
Ο Ερρέρα σχεδίασε μια αίθουσα 70×12 μέτρα και αντίστοιχο ύψος που καταλήγει σε κυλινδρικό θόλο. Η εικόνα της βιβλιοθήκης διαφέρει από όλες τις σύγχρονές της και όμοιά της δεν υπάρχει στον ευρωπαϊκό χώρο έως τα τέλη του 16ου αιώνα. Οι αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού της πηγάζουν από την πρωτοβουλία του Ερρέρα να διαφοροποιήσει το σχήμα και τη χρήση των κλασικών βιβλιοστασίων, αντικαθιστώντας τα έδρανα με επιτοίχιους βιβλιοστάτες και ράφια και διαμορφώνοντας έτσι δύο σαφώς διακριτές ζώνες: τα βιβλιοστάσια και τις επιτοίχιες τοιχογραφίες, που ενώνονται μεταξύ τους μέσω του κοινού θόλου. Η αίθουσα φωτίζεται από δώδεκα υαλοστάσια μεγάλων διαστάσεων, πέντε που βλέπουν ανατολικά και επτά δυτικά, αλλά και από μια σειρά πέντε υαλοστασίων με μικρότερες διαστάσεις εν είδει φεγγίτη.
Η εικονογράφηση. Το πρόγραμμα εικονογράφησης της αίθουσας είναι καρπός συνεργασίας των Άριας Μοντάνο και Άντζελο Ρόκκα, υπό την επίβλεψη του Χοσέ ντε Σιγκουένθα (1544–1606), οι οποίοι είχαν την άποψη ότι η τέχνη έπρεπε να εξυπηρετεί την προπαγάνδα και να αποτελεί όπλο κατά της αίρεσης —υπαινίσσοντας έτσι παράλληλα και την κατηγορία των βιβλίων που φιλοξενούσε η βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ.
Η διακόσμηση του Πελλεγκρίνο Τιμπάλντι. Οι μοναστηριακές αρχές ανέθεσαν τη φιλοτέχνηση της αίθουσας σε έναν Ιταλό, τον Πελλεγκρίνο Τιμπάλντι, που γεννήθηκε το 1527 και πέθανε το 1592, λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση της εικονογράφησης. Ο Πελλεγκρίνο, ζωγράφος, γλύπτης αλλά και αρχιτέκτονας του μανιερισμού, είχε εργαστεί για χρόνια στη Ρώμη και σε άλλες ιταλικές πόλεις. Το 1568 μετέβη στην Ισπανία, όπου διαδέχτηκε τον Φεντερίκο Τσούκαρι ως ο κατεξοχήν ζωγράφος της Αυλής. Αναμφισβήτητα όμως το μεγάλο του ζωγραφικό επίτευγμα ήταν η εικονογράφηση της αίθουσας της βιβλιοθήκης του Εσκοριάλ.
Το σκεπτικό της εικονογράφησης αναδείκνυε την εξίσωση Φιλοσοφία = Θεολογία. Η Φιλοσοφία περιβάλλεται από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Σενέκα, ενώ κάτω απ’ αυτούς απεικονίζεται η Σχολή των Αθηνών, όπου παρευρίσκεται από τη μία ο Ζήνων και οι στωικοί και από την άλλη ο Σωκράτης και οι ακαδημαϊκοί. Η Θεολογία πάλι έχει ως παραστάτες τους τέσσερις Λατίνους Πατέρες της Εκκλησίας, τον Ιερώνυμο, τον Αμβρόσιο, τον Αυγουστίνο και τον Γρηγόριο, απεικόνιση που συμπληρώνεται από κάτω με τη Σύνοδο της Νίκαιας. Στη σύνθεση βλέπουμε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να διακηρύττει πως οι ιερείς και οι κληρικοί δεν έχουν άλλο δικαστή παρά τον ίδιο τον Θεό και, με την ευκαιρία αυτή, καταδικάζεται σε αφορισμό και ο Άρειος.
Τα επτά φατνώματα που δημιουργούν οι τοξοστοιχίες είναι αφιερωμένα στην εικαστική αναπαραγωγή των παραδοσιακών μοτίβων που αποδίδουν τις επτά ελευθέριες τέχνες, με νέες, όμως, αλληγορικές μορφές, όπως ο Πύργος της Βαβέλ κάτω από τη Γραμματική για να δοθεί έμφαση στην ανάγκη μελέτης των εθνικών γλωσσών και ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης ως συμβολισμός της Μουσικής.
Ο εξοπλισμός της βιβλιοθήκης. Τα επιτοίχια βιβλιοστάσια, τα οποία αποτελούν τον μοναδικό σταθερό εξοπλισμό της αίθουσας της βιβλιοθήκης, σχεδιάστηκαν από τον ίδιο τον Ερρέρα και δανείζονται πολλά στοιχεία από τους αρχαίους ελληνικούς ναούς δωρικού ρυθμού. Χαρακτηριστικά τους στοιχεία αποτελούν οι δωρικοί κίονες με αντίστοιχα κιονόκρανα, οι οποίοι στηρίζονται σε δύο ορθογώνια ταμπλαδωτά βάθρα τοποθετημένα επάλληλα. Κάθε τμήμα του βιβλιοστασίου διαθέτει τρία σταθερά ράφια, δημιουργώντας έτσι πέντε θήκες για την ταξινόμηση βιβλίων, συνυπολογίζοντας το σταθερό ράφι της βάσης του επίπλου. Ως επιστήλιο πάνω από τις ορθογώνιες βάσεις κατασκευάστηκε ένα ράφι που διατρέχει τα βιβλιοστάσια, το οποίο καταλήγει σε κεκλιμένη επιφάνεια δημιουργώντας αναλόγιο. Η ξυλεία που χρησιμοποιήθηκε είναι κυρίως μαόνι, ενώ τα κορδόνια των ταμπλάδων και διάφορα άλλα διακοσμητικά εργαλεία κατασκευάστηκαν από ξυλεία κέδρου, εβένου κ.ά.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 335–341.