Η αρχιτεκτονική της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Δύο κυρίως οικοδομήματα ξεχωρίζουν στην περιοχή της Ακαδημίας: ένα ορθογώνιο, το αναφερόμενο κοινά ως γυμνάσιον, και ένα τετράγωνο, διαστάσεων 40×40 μ. περίπου, με εσωτερικό περιστύλιο, που εικάζεται ότι χρησίμευε ως παλαίστρα ή παράρτημα του γυμνασίου. Και τα δύο κτίσματα χρονολογούνται στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, είναι δηλαδή σύγχρονα του Πλάτωνα και της λειτουργίας της Ακαδημίας. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής των δεκαπέντε στρεμμάτων δεν είναι εξακριβωμένο ως προς το σύνολο της έκτασής του. Στο «κηπίδιον», που αγοράστηκε για λογαριασμό του Πλάτωνα από τους μαθητές του ή ενδεχομένως από τον Δίωνα, ανεγέρθη η οικία του και εκεί πλησίον τοποθετήθηκε αργότερα και ο τάφος του. Μια έκταση, που μνημονεύεται ως κήπος, εντάχθηκε στην ιδιοκτησία της Ακαδημίας το 230 π.Χ., επί σχολαρχίας του Λακύδη, το γνωστό Λακύδειον. Πρόκειται για προσφορά του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου A΄.
Σύμφωνα με την αποτύπωση που δημοσίευσε το 1967 ο αρχιτέκτων και αρχαιολόγος Ι.Ν. Τραυλός (1908–1985), μετά τις προπολεμικές αρχαιολογικές ανασκαφές στο γυμνάσιο της Ακαδημίας (1929–1939) και την ερμηνεία που έδωσε αργότερα ο Β. Χέπφνερ (W. Hoepfner) (Antike Bibliotheken, 58, όπου δημοσιεύονται και προοπτικά σχέδια), αναφορικά με τη χρήση των χώρων του συγκροτήματος, επρόκειτο για ορθογώνιο συγκρότημα διαστάσεων περίπου 30×60 μ., το οποίο συνίστατο από δύο εφαπτόμενα ορθογώνια κτίσματα. Το πρώτο αποτελείται από μια περίστυλη στεγασμένη στοά, εσωτερικών διαστάσεων περίπου 22,40×44,40 μ., η νότια πλευρά της οποίας εκτεινόταν έξω από τα όρια των πλευρικών τοίχων, στο κέντρο της οποίας είχε κατασκευαστεί πρόπυλο, που αποτελούσε και τη μοναδική μάλλον είσοδο προς την Ακαδημία. Στο κέντρο του αίθριου υπήρχε δεξαμενή και στη βόρεια πλευρά του ένα βάθρο, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί πιθανότατα τα αγάλματα των Μουσών. Στη βόρεια πλευρά της περίοπτης στοάς, που αποτελούσε και προστατευτικό στέγαστρο του κυρίως συγκροτήματος της βιβλιοθήκης, είχαν διαμορφωθεί μάλλον δύο τετράγωνοι κλειστοί χώροι, δωμάτια, ένα σε κάθε γωνία της στοάς.
Στο κυρίως κτίσμα της Ακαδημίας, πανταχόθεν ελεύθερο, κυριαρχούσε μια αίθουσα, που δεν αποκλείεται να ήταν εξοπλισμένη με βιβλιοστάσια, όπως και μουσικά και εποπτικά όργανα, εντοιχισμένα στους περιφερειακούς τοίχους. Στον άξονα της κεντρικής και μοναδικής θύρας εισόδου υπήρχε πιθανότατα ένα βάθρο, πάνω στο οποίο είχε, ενδεχομένως, τοποθετηθεί λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς.
Συμμετρικά προς το μουσείο υπήρχαν τέσσερις αίθουσες, η χρήση των οποίων δεν υποδηλώνεται, κρίνοντας όμως από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μεταγενέστερων μνημειακών βιβλιοθηκών, χρησίμευαν μάλλον ως χώροι διδασκαλίας, αποθήκες ή αντιγραφικά εργαστήρια. Οι δύο πάλι οίκοι στα άκρα της περίοπτης στοάς δεν αποκλείεται να αποτελούσαν τον «οίκο του αναγνώστη», όπου λάμβαναν χώρα συναντήσεις συμποσιακού χαρακτήρα.
Το σκεπτικό σχεδιασμού του γυμνασίου-ακαδημίας δεν έχει προηγούμενο, απ’ όσα έως σήμερα γνωρίζουμε. Είναι καθ᾽ όλα συμμετρικό και εγκαινιάζει μια τυπολογία που θα καθιερωθεί στην αρχιτεκτονική των δημόσιων βιβλιοθηκών σε όλη την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπως λόγου χάριν οι βιβλιοθήκες στην Αγορά του Τραϊανού στη Ρώμη και του Αδριανού στην Αθήνα. Το πλέον συγγενές χρονικά με την Ακαδημία αρχιτεκτόνημα έως και την ελληνιστική περίοδο είναι το γυμνάσιο της Μιλήτου, που χρονολογείται στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα.
Επιχειρώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τον γεωμετρικό ή αριθμητικό γνώμονα που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των μεγεθών και των διαστάσεων του κτίσματος της Ακαδημίας, να σημειώσουμε ότι, απ’ όσο γνωρίζουμε, οι αρχιτέκτονες του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. καταπιάστηκαν με τον σχεδιασμό των μνημείων ακολουθώντας άλλα μονοπάτια. Δηλαδή, δεν ιχνογραφούσαν υπό κλίμακα τα έργα που μελετούσαν, σε αντίθεση με τους ομότεχνούς τους στην Αίγυπτο. Επίσης, δεν έχουν διασωθεί όργανα σχεδίασης, κάτι που ίσως παραπέμπει σε μια εργασιακή φιλοσοφία, η οποία περιοριζόταν στον προσδιορισμό αναλογιών των αρχιτεκτονικών μελών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.
Τη σχεδιαστική φιλοσοφία της Ακαδημίας διακρίνει η αρμονία και η απόλυτη συμμετρία της μορφολογίας της. Αυτό επιτεύχθηκε λόγω των διαστάσεων του κεντρικού κτίσματος, σε συνάρτηση και με την εφαπτόμενη περίστυλη στοά του αίθριου. Περιτοιχισμένα κτίσματα της εποχής δεν διασώζονται, και τα μόνα που παρουσιάζουν τυπολογικές συγγένειες προς την περίοπτη στοά της Ακαδημίας είναι οι παλαίστρες (Αρχιτ., 24–28).
Η γεωμετρία στον σχεδιασμό της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι το κτίσμα της Ακαδημίας σχεδιάστηκε με τη συμμετοχή μελών του ακαδημαϊκού κύκλου, και του ίδιου του Πλάτωνος βεβαίως, με βάση μαθηματικούς κανόνες. Το «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» –απόφθεγμα που επιλέχθηκε ως σύμβολο της Ακαδημίας, έστω κι αν ορισμένοι του προσδίδουν ανεκδοτολογικό χαρακτήρα– εξέφραζε απόλυτα το πιστεύω των ακαδημαϊκών. Η Ακαδημία ήταν μια Ιδέα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία, και σχετίζεται με την πυθαγόρεια αντίληψη ότι «τα πράγματα είναι αριθμός» ή «μιμήσεις αριθμών». Τι πιο φυσικό λοιπόν, από το να αναζητηθεί σε ιχνογραφικό επίπεδο η επιλογή των διαστάσεων κάθε στεγασμένου και αίθριου χώρου, σε συνδυασμό με τις αναλογίες που είχαν αποδεικτικό και συμβολικό χαρακτήρα, δηλαδή τη διάσημη αναλογία της σχέσης μικρού προς μεγάλο 1:2. Η διαίρεση σε τρία ίσα μέρη ενός ορθογώνιου χώρου, με αναλογία 1:2, δημιουργεί ορθογώνια σχήματα, η διαγώνιος των οποίων οριοθετεί δύο τρίγωνα, με βάση το πυθαγόρειο θεώρημα: 3, 4, 5.
Επιχειρώντας να κατανοήσουμε τον γεωμετρικό ή αριθμητικό κανόνα που ενδεχομένως χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των μεγεθών και των διαστάσεων στα κτίσματα της Ακαδημίας, προτείνουμε να υπολογίσουμε το όλο συγκρότημα ως δύο βασικές κατασκευές, (α) τα κυρίως κτίρια και (β) το αίθριο με το περιστύλιο.
(α) Το ενιαίο κτίσμα με τη βιβλιοθήκη και τους δορυφορικούς χώρους έχει ορθογώνιο σχήμα και η μεγαλύτερη πλευρά του ορίζεται από το πλάτος της βορινής πλευράς του περιστύλιου. Οι αναλογίες των διαστάσεων του κτίσματος είναι 1:2, δηλαδή το ορθογώνιο κτίσμα αντιπροσωπεύει δύο ισομεγέθη τετράγωνα. Οι διαστάσεις της κεντρικής αίθουσας είναι πανομοιότυπες με τους δύο άλλους συμμετρικούς χώρους, συνυπολογίζοντας και τη διάσταση της περιστέγασης. Με γεωμετρικούς όρους τώρα, το μήκος της νότιας πλευράς της βιβλιοθήκης αποτελεί τη βάση τριών ορθογώνιων τριγώνων, που σχεδιάστηκαν με βάση το πυθαγόρειο θεώρημα του ζωογονικού τριγώνου, δηλαδή με αναλογίες των πλευρών 3, 4, 5.
(β) Το σχήμα του αίθριου είναι και αυτό ορθογώνιο –σε αντίθεση με τις τετράγωνες διαστάσεις της κλασικής παλαίστρας– και με τις αναλογίες του και πάλι σε σχέση 1:2. Η νότια πλευρά του αίθριου, ο άξονας της οποίας ορίζει τη θύρα και το πρόπυλο, ισούται με τη βάση δύο ορθογώνιων τριγώνων, με τις ίδιες αριθμητικές πυθαγόρειες αναλογίες (3, 4, 5) και αντίστοιχα το ίδιο παρατηρείται και στη βόρεια πλευρά. Επίσης, τα δύο αυτά ορθογώνια σχήματα θα μπορούσαν να ορίζονται και από δύο ορθογώνια τρίγωνα εκατέρωθεν ενός ισοσκελούς.
Υπό το πρίσμα αυτής της ιχνογράφησης, σχηματίζονται δύο ορθογώνια σχήματα, που οριοθετούνται από τη νότια και βόρεια πλευρά του αίθριου, οι πλευρές των οποίων αντιπροσωπεύουν τις βάσεις των πυθαγόρειων τριγώνων. Μεταξύ των δύο ορθογώνιων αυτών σχημάτων, που έχουν αναλογίες 1:2, σχηματίζεται ένα άλλο σχήμα, ορθογώνιο και πάλι, οι πλευρές του οποίου είναι όμορες με τις δύο παράλληλες πλευρικές στοές, που διαμορφώνουν δύο ορθογώνια τρίγωνα και πάλι, με αναλογίες 3, 4, 5. Το σχήμα ρόμβου που σχηματίζεται στην καρδιά του ορθογώνιου μπορεί να διαβαστεί και ως δύο ισοσκελή τρίγωνα με ενιαία βάση.
Ο σχεδιασμός της Ακαδημίας σε κάτοψη μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους. Η πλευρά που ορίζει το πρόπυλο και εκτείνεται έξω από τα όρια του συγκροτήματος, μοιάζει με κρηπίδα ή με πύλη, εφόσον αναστρέψουμε το σχέδιο και θεωρήσουμε την πλευρά αυτή ως στέψη δύο ορθοστατών, το γείσο ή υπέρθυρον δηλαδή. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, πρέπει το πρόπυλο να φιλοξενούσε την επιγραφή «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» —εφόσον η μαρτυρία αληθεύει.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 30–40.