Ο Θεμίστιος, με καταγωγή από την Παφλαγονία, φιλόσοφος αλλά και χριστιανός με μεγάλη επιρροή στους κύκλους της Κωνσταντινούπολης, έζησε περίπου το 317-388 μ.Χ. Διετέλεσε συγκλητικός, παιδαγωγός του πρίγκιπα Αρκάδιου και διευθυντής της Σχολής της Ρητορικής.
Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνστάντιο Β΄ (337-361 μ.Χ.), καθώς στους λόγους του διακήρυττε, ότι η οικονομική ανάπτυξητης Κωνσταντινούπολης οφείλεται στον αυτοκράτορα και ότι ανέδειξε την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε κέντρο παιδείας (κοινόν παιδεύσεως καταγώγιον) (Dagron, Emp., 60). Από τα πιο σημαντικά πνευματικά του επιτεύγματα είναι η οργάνωση, κατ’ εντολή του αυτοκράτορα, ενός κέντρου αντιγραφής κωδίκων, επιχορηγούμενου από το κράτος, όπου μια ομάδα καλλιγράφων μετέγραφε τους παπύρινους ρόλους με έργα των Ελλήνων ποιητών, στη νέα μορφή βιβλίου, τον κώδικα.
Σε έναν Λόγο (IV, 59b-61d), που εκφωνήθηκε από τον ίδιο προς τιμήν του αυτοκράτορα, τον συγχαίρει για την πρωτοβουλία του να οργανωθεί σε βιβλιοθηκονομικό επίπεδο μια τόσο σημαντική συλλογή έργων της αρχαίας φιλοσοφίας.
Ο Θεμίστιος διακήρυττε ότι ο Κωνστάντιος εξασφάλισε στην Κωνσταντινούπολη όλα τα αγαθά που μπορούσαν να της προσφέρουν όχι μόνο οι ζωντανοί, αλλά και οι νεκροί: έβγαλε από τους τάφους τας ψυχάς των σοφών και αοιδίμων ηρώων. Η ψυχή ενός σοφού είναι η σοφία, ο νους και ο λόγος, ο τάφος όπου αυτή αναπαύεται είναι τα έργα του, τα γραπτά του, βίβλοι τε και γράμματα. Ο Κωνστάντιος διέταξε να τους ξαναφέρουν στη ζωή, ορίζοντας σ’ αυτό το μεγάλο εγχείρημα έναν αρχηγό (άρχων) και χορηγώντας τα οικονομικά μέσα (χορηγία). Όσο για τους εργάτες, δεν είναι σιδηρουργοί, ξυλουργοί ή χτίστες: είναι οι επαγγελματίες της τέχνης του Κάδμου και του Παλαμήδη (της γραφής), ικανοί να μεταφέρουν το πνεύμα από το αρχαίο ολότελα φθαρμένο περίβλημά του σε ένα καινούργιο και γερό (τον νουν μετοικίζειν εκ παλαιού σκήνους εκτετηκότος εις αρτιπαγές τε και νεουργόν: να αντιγράφουν δηλαδή τα παλαιά χειρόγραφα). Έτσι, σε λίγο θα ξαναζήσουν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Δημοσθένης, ο Ισοκράτης, ο Θουκυδίδης. Και όχι μόνο οι πιο μεγάλοι, αλλά και τα βλαστάρια (οπαδοί, υποφήται, νεωκόροι) του Ομήρου και του Ησίοδου, και ο Χρύσιππος και ο Ζήνων και ο Κλεάνθης, και οι χοροί του Λυκείου και της Ακαδημίας, και τα παιδιά των Μουσών. Mε δυο λόγια ο αναρίθμητος θίασος της αρχαίας σοφίας, ακόμα και της πιο σπάνιας και της πιο απόκρυφης. Όλους αυτούς που ο χρόνος τους είχε μεταμορφώσει σε σκιές σκοτεινές και φευγαλέες ο Κωνστάντιος τους ανακάλεσε από τον Άδη. Δεν είναι αυτό για την Κωνσταντινούπολη –προσθέτει ο Θεμίστιος, με μια αιχμή κατά του Κωνσταντίνου– ένα στολίδι πιο ταιριαστό και πιο γνήσια αυτοκρατορικό από τα περιστύλια του θεάτρου και του ιπποδρόμου; Aπό τα λιμάνια που έκαναν τη θάλασσα να διεισδύσει ως το εσωτερικό της πόλης; Καυχιόμασταν ως τώρα ότι όλα τα αγαθά της οικουμένης συνέρρεαν στην πρωτεύουσα, από όπου δεν εξάγονταν παρά λίγο χώμα ή άμμος και ακαθαρσίες. Ε λοιπόν, αναφωνεί ο ρήτορας, ήρθε η ώρα να εμπορευτούμε, να κάνουμε εξαγωγές: και χάρη στον αυτοκράτορα τα εμπορεύματα δεν θα είναι η πορφύρα, το κρασί ή τα σιτηρά, αλλά αρετή και φρόνησις. Δεν χρειάζονται γι’ αυτό ναύτες, μαγαζάτορες, αχθοφόροι: «Οι πιο φημισμένοι και πιο σοφοί, όλο το άνθος των αρχαίων Ελλήνων, θα έρθουν σ’ εσάς γι’ αυτό το είδος του εμπορίου, που τα εμπορεύματά του θα είναι λόγοι και παιδεία». Ο Θεμίστιος ρωτά τους ακροατές του αν αυτά δεν είναι θαυμαστές ειρηνικές νίκες που τις κέρδισε ο Κωνστάντιος και αν, αντί να περιοριστεί στο χτίσιμο αγορών και λουτρών (νέα αιχμή κατά του Κωνσταντίνου;), δεν αξίζει περισσότερο να παρέχει σε όλους τον ανεξάντλητο πλούτο της σοφίας (σοφίας δημόσιον πλούτον) (Lemerle, Ουμ., 56-57 · Βιβλ. ΙΙΙ, 31-34).