Ο δούκας του Ουρμπίνο Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο (1444–1482) είναι περισσότερο γνωστός στον καλλιτεχνικό κόσμο κυρίως για το διάσημο στουντιόλο του, το οποίο διακρίνεται περισσότερο για την εξαιρετική ξυλοτεχνία του, παρά για τη συλλογή των βιβλίων και τον χώρο φύλαξής τους. Η αίθουσα όπου είχε ταξινομήσει τους βιβλιακούς θησαυρούς του δεν ήταν παρά ένας απρόσωπος χώρος –σε σύγκριση με το στουντιόλο– στο ισόγειο του Πύργου, διαστάσεων 45×20 μ., στεφόμενος από κυλινδρικό θόλο, ενώ δύο μεγάλα υαλοστάσια στον βόρειο τοίχο και ένα στον νότιο εξασφάλιζαν τον φωτισμό της. Τίποτα δεν έχει απομείνει από τη βιβλιοθήκη, ούτε η θύρα που άνοιγε από την εσωτερική αυλή ούτε οι οροφογραφίες. Σώζεται μόνο στο κέντρο του θόλου ένας μεγίστων διαστάσεων ανάγλυφος αετός, με τα αρχικά F.D. εκατέρωθεν του κεφαλιού του και περιβαλλόμενος από χερουβείμ, ενώ τη διακόσμηση συμπληρώνουν ακτίνες φωτός και φλόγες.
Τα βιβλιοστάσια, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν 8 επιτοίχια ερμάρια με ράφια, τοποθετημένα στον ανατολικό και δυτικό τοίχο. Η περιγραφή βασίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρία του Μπερναρντίνο Μπάλντι, πολίτη του Ουρμπίνο, που εργάστηκε για λογαριασμό του δούκα, και χρονολογείται στα 1587.
Αντίθετα με την αίθουσα της βιβλιοθήκης του, το στουντιόλο θησαύριζε κώδικες και έντυπα που μελετούσε ο Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο, εξαιρετικά πολύτιμα και με πλούσιες μικρογραφίες. Η αίθουσα, διαστάσεων μόλις 2,5×3 μ., είναι διακοσμημένη σε δύο διαζώματα: μια περίτεχνη ξυλοκατασκευή, με απεικονίσεις κωδίκων, επιστημονικών οργάνων κ.ά., που παραπέμπουν σε ναό των Μουσών, η οποία στέφεται από ζωγραφική σύνθεση με τον Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο αναγιγνώσκοντα στο κέντρο της αίθουσας και εκατέρωθεν φιλοσόφους και Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Αριστοτέλης, ο Μέγας Αλβέρτος και ο άγιος Ιερώνυμος.
Η ξυλοτεχνική εργασία ήταν η πλέον περίτεχνη της εποχής, διακρίνεται δε και για τις ζωγραφικές απεικονίσεις που αποδίδει. Χρησιμοποιήθηκαν διάφορα είδη μασίφ ξυλείας, ξακρισμένα, στα οποία εντέθηκαν κατά περίπτωση καπλαμάδες και τεμάχια από πεύκο, καρυδιά, κερασιά, λεμονιά και άλλα είδη, επιλεγμένα σύμφωνα με το φυσικό χρώμα τους και τα νερά τους, ώστε να αποδοθούν σκιάσεις, φόντα, φυσικοί ορίζοντες, αρχιτεκτονικά μέλη, πρόσωπα και πράγματα, όπως και είδη του φυτικού και ζωικού βασιλείου.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 314–316.