Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι οι γραμματικοί συγκροτούσαν προσωπικές βιβλιοθήκες, ως απαραίτητο διδακτικό εργαλείο τους, ήδη από την εποχή της «εισβολής» των σοφιστών στην Αθήνα, στα χρόνια του Σωκράτη. Οι λόγοι είναι δύο. Πρώτον, είχαν επικεντρώσει τη διδασκαλία τους στη γραπτή παράδοση, σε μια εποχή που ακόμα και τα μεγάλα πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα δεν διέθεταν δημόσιες βιβλιοθήκες, όπως η Αθήνα του 4ου και η Ρώμη του 2ου π.Χ. αιώνα. Δεύτερον, είχαν διαμορφώσει μια διδακτική φιλοσοφία προσανατολισμένη στο βιβλίο, με σκοπό να προωθήσουν παράλληλα και τα δικά τους συγγράμματα, τόσο στο μαθητικό κοινό όσο και στο ευρύτερο ακροατήριό τους, κερδίζοντας έτσι φήμη και οβολούς. Από μαρτυρίες και διάσπαρτες πληροφορίες γινόμαστε κοινωνοί της βιβλιακής έξης σοφιστών, ρητόρων, φιλοσόφων και γραμματικών. Το γεγονός αυτό το τεκμηριώνει και ο Σουητώνιος, αναδεικνύοντας παράλληλα και την ενασχόλησή τους με την έκδοση λογοτεχνικών συγγραμμάτων μεγάλης πνευματικής αξίας, όπως η Αινειάδα του Βιργίλιου. Ο κανόνας αυτός της συγκρότησης προσωπικής βιβλιοθήκης από τους δασκάλους δεν άλλαξε κατά την ύστερη αρχαιότητα, ούτε κατά τους βυζαντινούς χρόνους, κάθε άλλο μάλιστα. Καθώς η λειτουργία πολλών δημόσιων βιβλιοθηκών άρχισε να ατονεί και οι περισσότερες από αυτές οδηγήθηκαν στην αφάνεια, οι βιβλιοθήκες των δασκάλων κλήθηκαν να καλύψουν το κενό. Από την άλλη πλευρά, με την επικράτηση του χριστιανισμού η διδασκαλία της κλασικής γραμματείας, σε ιδιωτικό επίπεδο, προσλάμβανε ενίοτε μυστικό χαρακτήρα και πολλοί γραμματικοί είτε βρέθηκαν υπό διωγμό είτε οι διδαχές τους προκαλούσαν καχυποψία και δυσφορία στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Έτσι, ο ρόλος τους στη διατήρηση της λογοτεχνικής βιβλιακής παράδοσης θα αποκτήσει μια άλλη διάσταση, εφόσον στις συλλογές του περισώθηκαν κείμενα που κρίθηκαν «μη αναγνωστέα» και πολλά από αυτά κατέληξαν στην πυρά ή περιέπεσαν στη λήθη.
Ο γραμματικός, από την ύστερη αρχαιότητα έως τη μέση βυζαντινή περίοδο (μέσα του 4ου αιώνα έως το 1100 περίπου), δεν έμεινε προσηλωμένος στη διδασκαλία της γραμματικής τέχνης, της ρητορικής και της ποίησης, αλλά με την επιβολή του χριστιανισμού, από τον 4ο αιώνα και μετά, υπηρέτησε και τη χριστιανική εκπαίδευση, σε σημείο που ο ρόλος του έπαψε να είναι διακριτός ως προς το είδος της παιδείας που παρείχε. Έτσι, θα συναντήσουμε τους δασκάλους αυτούς, της μέσης αλλά και της ανώτερης εκπαίδευσης, με διάφορους όρους όπως παιδαγωγός, γραμματοδιδάσκαλος, διδάσκαλος, γραμματικός, ρήτωρ, καθηγητής, σοφιστής και γραμματιστής. Ωστόσο εδώ δεν μας ενδιαφέρει τόσο ο προσδιορισμός της ονομασίας τους ή το ακριβές περιεχόμενο της διδασκαλίας τους, όσο κυρίως, ο χαρακτήρας της προσωπικής βιβλιοθήκης τους με βάση τον διδακτικό προσανατολισμό που επέλεξαν, από τα χρόνια του Κωνσταντίνου του Β΄, κυρίως, και μετά. Θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε το πρόγραμμα της διδασκαλίας (curriculum) των γραμματικών σε δύο σφαίρες γνώσης, χωρίς να υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ τους: στην κλασική παιδεία, που περιλάμβανε όλα τα μαθήματα που χαρακτήριζαν τη σχολική παιδεία έως τον 3ο αιώνα μ.Χ., και στην εκκλησιαστική εκπαίδευση, την οποία αντιπροσώπευε η παράδοση ορισμένων βασικών γλωσσικών και ρητορικών μαθημάτων και η διδασκαλία της χριστιανικής γραμματείας.
Υπό το πρίσμα αυτό η διδασκαλία προσδιόριζε και το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του κάθε γραμματικού, όπως, λόγου χάρη, του Λιβάνιου, του Τυχικού ή του Προαιρέσιου, του Ιμέριου, του Γεώργιου Καππαδόκη και τόσων άλλων. Διαθέτουμε στοιχεία για έναν ιδιαίτερα σεβαστό αριθμό γραμματικών και δασκάλων γενικότερα, που δίδαξαν στην Κωνσταντινούπολή από τα μέσα του 4ου έως την αντίστοιχη περίοδο του 6ου αιώνα, προερχόμενοι από διάφορα πνευματικά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας, όπως η Αλεξάνδρεια, η Γάζα, η Αντιόχεια, η Σμύρνη, η Καρχηδόνα και άλλα. Έτσι ενισχύεται η άποψη ότι η Κωνσταντινούπολη εξελίχθηκε σταδιακά και σε πνευματική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα από το 391, όταν καταστράφηκε ό,τι είχε απομείνει στη βιβλιοθήκη του Σεραπείου και τέθηκαν υπό διωγμό οι παγανιστές. Εδώ θα αρκεστούμε να κατονομάσουμε ορισμένους από αυτούς, θεωρώντας αυτονόητο ότι είχαν προσωπικές συλλογές βιβλίων, έστω κι αν δεν διαθέτουμε στοιχεία. Ο Αμμώνιος, ένας γραμματικός που δραστηριοποιήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον 4ο αιώνα, εγκατέλειψε την πόλη μετά την καταστροφή του Σεραπείου (391), και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν παγανιστής και ιερέας του «πιθήκου κυνοκέφαλου». Ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός υπήρξε μαθητής του Αμμώνιου και κατέγραψε τα γεγονότα του 391 όπως τα περιέγραψε ο δάσκαλός του. Από την Αντιόχεια και από επιφανή οικογένεια κατάγεται ο Καλλιόπιος, μαθητής του Ζηνόβιου, ο οποίος μαζί με τον πατέρα του δίδαξαν στη σχολή του Λιβάνιου στην Αντιόχεια. Κατείχε γνώσεις νομικής και γραμματικής και στην Κωνσταντινούπολη τον συναντάμε από το 390. Ο Χριστός (Chrestus), γραμματικός της λατινικής, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (358) για να καλύψει τη θέση του Ευάνθιου, συντάκτη των Σχολίων στον Τερέντιο. Ο Δίδυμος, που γεννήθηκε στην Αίγυπτο, αναφέρεται ως διδάσκαλος και δίδαξε πιθανότατα με την ιδιότητα του γραμματικού στην Αντιόχεια από τη δεκαετία του 320 (ο Λιβάνιος υπήρξε ανάμεσα στους μαθητές του) και στη συνέχεια ολοκλήρωσε το διδακτικό του έργο στην Κωνσταντινούπολη. Από την Αίγυπτο επίσης κατάγεται και ο Ευδαίμων, γραμματικός ή σοφιστής, ποιητής και νομικός, που αρχικά δραστηριοποιήθηκε στην Ελούσα, στη συνέχεια πήγε στην Αντιόχεια, όπου συνδέθηκε στενά με τον Λιβάνιο, και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη το 360 ή τον επόμενο χρόνο. Κατά τη Σούδα συνέταξε ένα εγχειρίδιο που επιγράφεται Τέχνη γραμματική και μια Ονοματική ορθογραφία. Ο γραμματικός και ποιητής Ευγένιος ήρθε στην Κωνσταντινούπολη από την Αυγουστόπολη της Φρυγίας, τα χρόνια της βασιλείας του Αναστάσιου Α΄ (491–518), και μνημονεύεται ως συγγραφέας έργων σχετικών με την κωλομετρίαν των μελικών των τριών μεγάλων τραγικών. Ο Ελλάδιος, που είχε διατελέσει και ιερέας του Δία-Άμμωνος, είναι ένας ακόμη γραμματικός που εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια μετά το 391 για να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τιμήθηκε για τις πολύτιμες και πολύχρονες διδακτικές του υπηρεσίες και συνέταξε διάφορες πραγματείες, όπως η Έκφρασις φιλοτιμίας. Τέλος, στην Κωνσταντινούπολη δίδαξε και έγραψε ο Πρισκιανός, ο σπουδαίος αυτός γραμματικός της λατινικής που έδρασε στα χρόνια του Αναστάσιου Α΄ και συνέταξε, μεταξύ άλλων, τη γνωστή γραμματική του (Institutiones grammaticae) σε δεκαοκτώ βιβλία, επιδιώκοντας να καθιερώσει στη λατινική τον τρόπο διδασκαλίας της ελληνικής γραμματικής, αλλά και να διορθώσει τα λάθη των προκατόχων του.
Για το διάστημα που προαναφέραμε, από τα μέσα του 4ου έως τα μέσα του 6ου αιώνα, γνωρίζουμε ότι στα πνευματικά κέντρα της ανατολικής αυτοκρατορίας δραστηριοποιήθηκαν με την ειδικότητα του γραμματικού τουλάχιστον εκατόν σαράντα πέντε δάσκαλοι, προσφέροντας με τη γνώση και τις βιβλιοθήκες τους τόσο στη διατήρηση της μνήμης της κλασικής γραμματείας, όσο και στη διάδοση της χριστιανικής λογοτεχνίας.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙΙΙ, Αθήνα, Κότινος, 2006, σ. 46–51.