Πρόκειται για κάποιον βιβλιόφιλο, στον οποίο ο Λουκιανός (120–200 μ.Χ.), απευθύνει ένα κείμενο, που αν και γράφτηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ., μας οδηγεί ακριβώς στην αρχή της γραπτής ελληνικής παράδοσης, με τον ομηρικό Βελλεροφόντη και τον Θερσίτη. Διατηρεί μάλιστα ζωντανή την παράδοση της κλασικής εποχής, υπενθυμίζοντάς μας, με τον διάλογο του Σωκράτη με τον Ευθύδημο έτσι όπως τον απαθανάτισε ο Ξενοφών, ότι αιώνες αργότερα δεν έχει αλλάξει τίποτα στη συμπεριφορά των ανίδεων «βιβλιομανών». Ο Λουκιανός καυτηριάζει τη σπουδαιοφάνεια των βιβλιοφίλων και τις αμφιλεγόμενες γνώσεις τους, χρησιμοποιώντας παραδείγματα και ανέκδοτα που πηγάζουν από τα χρόνια εκείνα. Το κείμενο φέρει τον τίτλο: Προς απαίδευτον και πολλά βιβλία ωνούμενον και γράφτηκε με έντονη διάθεση σαρκασμού για τα πάντα.
Ο Λουκιανός πρόσφερε το δοκίμιό του αυτό ως «δώρο» σε έναν νέο που αρνήθηκε να του δανείσει κάποιο βιβλίο του. Ο Λουκιανός χλευάζει αυτόν τον νέο που δεν είναι σε θέση να διακρίνει τα αρχαία και μεγάλης αξίας βιβλία ανάμεσα σε αυτά που προωθούν οι βιβλιοκάπηλοι και του ξεκαθαρίζει ότι δεν μπορεί να θεωρείται μορφωμένος, ακόμη κι αν αγοράσει τα αυτόγραφα του Δημοσθένη και τα βιβλία που άρπαξε ο Σύλλας από την Αθήνα, γιατί, όπως λέει η παροιμία, «ο πίθηκος είναι πίθηκος και με χρυσά στολίδια». Τον κατηγορεί ακόμη ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει την ψεύτικη κολακεία και τους κρυφούς γέλωτες των φίλων του για το πολυτελέστατο, με πορφυρό κάλυμμα και χρυσό ομφαλό, βιβλίο που περιφέρει και επιδεικνύει με τόση περηφάνια. Παρομοιάζει τον ανίδεο αυτόν βιβλιοσυλλέκτη με τον τύραννο Διονύσιο, ο οποίος ήθελε να συγκαταλέγεται στους τραγωδούς και αγόρασε πανάκριβα την πινακίδα στην οποία έγραφε ο Αισχύλος, πιστεύοντας ότι έτσι θα γίνει μεγάλος ποιητής. Τον «συμβουλεύει» δε, αφού έχει αγοράσει τόσα αντίγραφα του Ομήρου, να διατρέξει το κείμενο, που δεν έχει καμία σχέση με τις ανησυχίες του, και να σταθεί σ’ αυτόν τον γελοιωδέστατο άνθρωπο, τον κακοπλασμένο και ελαττωματικό στο σώμα, τον Θερσίτη, που νόμιζε ότι φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα θα γινόταν ωραίος και δυνατός. Τον παραβάλλει τέλος με τον Βελλεροφόντη, σαν να περιφέρει ένα βιβλίο το οποίο υπογράφει την καταδίκη του, και του υπενθυμίζει το περιστατικό με τον Δημήτριο τον Κυνικό, που όταν συνάντησε στην Κόρινθο κάποιον αμαθή να διαβάζει τις Βάκχες του Ευριπίδη, όρμησε πάνω του, στο σημείο που ο άγγελος διηγείται τα παθήματα του Πενθέα, και του άρπαξε το βιβλίο φωνάζοντας: «Είναι προτιμότερο για τον Πενθέα να σπαραχθεί από μένα μια φορά, παρά πολλάκις από εσένα».
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. Ι, Αθήνα, Κότινος, 2002, σ. 128–129.