Για τον Αλκιβιάδη, διάσημη προσωπικότητα της κλασικής εποχής και με ταραχώδη βίο, υπάρχουν πενιχρές αναφορές σχετικά με τη βιβλιοφιλία του, ενδεικτικές όμως του χαρακτήρα του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα γύρω στο 450 και πέθανε το 404 π.Χ. Υπό την κηδεμονία του Περικλή και του Σωκράτη αναδείχθηκε σε κεντρική πολιτική φυσιογνωμία κατά τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. Δεν έχουμε άμεσες πληροφορίες για τα βιβλιοφιλικά ενδιαφέροντα του Αλκιβιάδη, παρά μόνο ότι το 415, όταν βγήκαν σε πλειστηριασμό τα υπάρχοντά του, μεταξύ αυτών υπήρχε και «κιβωτός με δύο και τέσσερις πόρτες»: προφανώς επρόκειτο για ξύλινο ερμάριο όπου φύλασσε τους παπύρινους κυλίνδρους, δηλαδή τα βιβλία του. Πρόκειται για την αρχαιότερη αναφορά σε βιβλιοστάσιο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Γύρω στο 410 π.Χ. ο Αριστοφάνης συγκρούστηκε με τον Αλκιβιάδη και δεν αποκλείεται να ήταν αυτός που κυκλοφόρησε ένα ανέκδοτο, όπου τον στιγμάτιζε για την απληστία του, εξιστορώντάς το στην κωμωδία του Ταγηνισταί. Το ανέκδοτο αυτό παρέμεινε ζωντανό και τον 2ο μ.Χ. αιώνα και μας το παραδίδει ο Αιλιανός (Ποικίλη Ιστορία): «Ο διεφθαρμένος δανδής, ο Αλκιβιάδης, ζήτησε σε κάποιο βιβλιοπωλείο ένα αντίγραφο του Όμηρου, αλλά δεν μπόρεσε να το αποκτήσει, γιατί δεν ήταν διαθέσιμο, με αποτέλεσμα ο βιβλιοπώλης να εισπράξει ένα χαστούκι από τον δυσαρεστημένο πελάτη». Το ανέκδοτο κυκλοφόρησε σε διάφορες παραλλαγές, χωρίς ωστόσο να αλλάξει το γεγονός στην ουσία του. Απλώς το χαστούκι δεν το εισέπραξε ο βιβλιοπώλης αλλά ένας γνωστός δάσκαλος που, σύμφωνα με τους μαθητές του, έβρισκε πρόσθετες εργασίες αντιγράφοντας βιβλία, και η οργή του πελάτη δεν αποκλείεται να οφείλεται στην καθυστέρηση του αντιγραφέα να εκτελέσει εγκαίρως την παραγγελία του.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. Ι, Αθήνα, Κότινος, 2002, σ. 83, 92, 274.