Τρία μέλη της ιταλικής αριστοκρατίας, ο Βοήθιος, ο άγιος Βενέδικτος και ο Κασσιόδωρος, αντιπροσωπεύουν και συμβολίζουν την πνευματική ζωή στην Ιταλία κατά τη μεταβατική περίοδο από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα, δηλαδή από τα τέλη του 4ου περίπου ως τα μέσα του 6ου αιώνα. Από αυτούς όμως ο άνθρωπος που επιχείρησε από πολύ νωρίς να συμφιλιώσει την ελληνορωμαϊκή πνευματική παράδοση με τη χριστιανική λογοτεχνία και θεολογία, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος βασισμένου στην κλασική και χριστιανική γραμματεία ήταν ο Κασσιόδωρος.
Ο Κασσιόδωρος, με τις ευρύτατες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που απέκτησε και τα διπλωματικά του προσόντα, σύντομα ανέλαβε αποκλειστικά τη χάραξη της πολιτικής του βασιλείου του Θεοδώριχου και τη διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων. Με σκοπό να επιβάλει την εκπαιδευτική του φιλοσοφία, επιχείρησε να εμφυσήσει στον Θεοδώριχο την αγάπη για την κλασική παιδεία και να τον μυήσει στην πλατωνική φιλοσοφία, ώστε να κυβερνήσει σύμφωνα με τα ιδεώδη της. Παράλληλα κατόρθωσε να πείσει την κόρη του Αμαλασούνθα να μάθει λατινικά και να διαβάσει τους μεγάλους Ρωμαίους λογοτέχνες. Από την επιστολογραφία του Κασσιόδωρου με τον Βοήθιο και τον Σύμμαχο διαφαίνεται ότι για την αναβάθμιση και τη ριζική ανανέωση της παιδείας είχε εξασφαλίσει τη βασιλική υποστήριξη. Ωστόσο τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, η πολιτική του Θεοδώριχου μεταστράφηκε και όχι μόνο ματαίωσε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αλλά διέταξε και την εκτέλεση του Βοήθιου και του Σύμμαχου που πρωτοστάτησαν στην καλλιέργεια της ρωμαϊκής πνευματικής παράδοσης.
Ο Κασσιόδωρος ωστόσο δεν απογοητεύτηκε από την τροπή που πήραν τα πράγματα και δεν εγκατέλειψε την προσπάθειά του για την αναμόρφωση της παιδείας. Ταξίδεψε στη Ρώμη και σε συνεργασία με τον πάπα Αγαπητό ίδρυσε εκεί ένα «πανεπιστήμιο», το 535, με πρότυπο τη χριστιανική εκπαίδευση που είχε καθιερωθεί στα ιδρύματα της Αλεξάνδρειας από τον Ωριγένη. Οι εποχές όμως ήταν δύσκολες για τέτοιου είδους εγχειρήματα. Κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων μεταξύ των Οστρογότθων και των Βυζαντινών, ο Βελισάριος κατέλαβε τη Ρώμη το 536, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το διδακτικό αυτό κέντρο και να διασκορπιστεί η βιβλιοθήκη που είχε συγκροτήσει ο Κασσιόδωρος.
Παρά το νέο αδιέξοδο, ο Κασσιόδωρος, δεν εγκατέλειψε το αρχικό του σχέδιο για την εδραίωση ενός ανώτερου πνευματικού κέντρου στην Ιταλία. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πληροφορήθηκε για τη λειτουργία ενός χριστιανικού κέντρου σπουδών στη Νίσιβη της Περσίας. Η Ρώμη όμως, μολονότι εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό βυζαντινή κυριαρχία, δεν έπαυε να απειλείται και μπροστά στο ενδεχόμενο μιας νέας αποτυχίας, ο Κασσιόδωρος προτίμησε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του νοτιότερα. Έτσι, ταξίδεψε στη γενέτειρά του, το Σκυλλάκιο, όπου ίδρυσε το 538 μία μονή που έφερε το όνομα Vivarium.
Γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα για το μοναστικό αυτό κέντρο, το οποίο λειτούργησε ουσιαστικά για είκοσι οκτώ χρόνια, καθώς δεν κατόρθωσε να επιβιώσει μετά τον θάνατό του. Ο Κασσιόδωρος δεν επέβαλε στη μοναχική ζωή τον Κανόνα του Αγίου Βενέδικτου, ενώ το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που καθιέρωσε μας είναι γνωστό χάρη σ’ ένα σύγγραμμα που συνέταξε γύρω στο 563 με βάση το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του (Institutiones divinarum litterarum). Από την εισαγωγή του έργου αυτού διαφαίνεται ότι ο Κασσιόδωρος είχε βαθιά διαίσθηση και προέβλεψε ότι με την αποσύνθεση του πολιτικού βίου οι μονές θα έπαιζαν μελλοντικά σπουδαίο ρόλο στη διατήρηση της ελληνορωμαϊκής πνευματικής παράδοσης και επιπλέον θα αποτελούσαν καταφύγιο για όσους επεδίωκαν να καλλιεργήσουν τα γράμματα.
Ο Κασσιόδωρος είχε δεχθεί την επίδραση της ανατολικής σκέψης μέσω του Διονυσίου του Μικρού (Exiguus), μαθητή και αγαπητού φίλου και μετέφραζε με εντυπωσιακή ευχέρεια από τα λατινικά στα ελληνικά και αντίστροφα και είχε διαμορφώσει συγκεκριμένη άποψη για την παιδεία που έπρεπε να καλλιεργηθεί στα μοναστικά κέντρα της Δύσης. Πρέσβευε ότι η γνώση της ελληνορωμαϊκής λογοτεχνίας ήταν απαραίτητη σε κάθε μοναχό που επιθυμούσε και επεδίωκε να αποκτήσει και να κατανοήσει απόλυτα τις Γραφές. Είχε την πεποίθηση ότι η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να προέλθει μόνο μέσω της λατινικής λογοτεχνίας και τις επιστήμες. Είναι εξακριβωμένο ότι εκεί μεταφράστηκαν στα λατινικά έργα του Ωριγένη, του Κλήμεντα Αλεξανδρείας, του Επιφάνιου, του Δίδυμου, του Σωκράτη, του Σωζόμενου, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και πολλών άλλων. Ωστόσο, η βιβλιοθήκη του Βιβάριου δεν πρέπει να θησαύριζε περισσότερα από 15 ελληνικά χειρόγραφα.
Ο Κασσιόδωρος έτρεφε μεγάλη αγάπη για το βιβλίο και πίστευε ότι έπρεπε να έχει, κατά το δυνατόν, εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, κάτι που επεδίωξε να πραγματοποιήσει σε πολλούς κώδικές του, συρράπτοντας συναφή θέματα, όπως το De invention του Κικέρωνα, το Ars rhetorica του Φορτουνατιανού και Ars grammatical του Κοϊντιλιανού. Μεγάλη σημασία έδινε επίσης στην αξιόπιστη αντιγραφή χειρογράφων και εκτιμούσε απεριόριστα το έργο του ανώνυμου συχνά καλλιγράφου.
Με τη διάλυση της μονής, γύρω στο 575, διασκορπίστηκε η περίφημη βιβλιοθήκη της και τα περισσότερα βιβλία κατέληξαν, πιθανότατα, στη βιβλιοθήκη του Λατερανού και στη συνέχεια, με την αμέλεια που επέδειξαν ορισμένοι πάπες, η βιβλιοθήκη οδηγήθηκε τελικά στον αφανισμό (Βιβλ. IV, 80-82).