Τον 6ο αιώνα τα αββαεία του Μαρμουτιέ και του Ροδανού ήταν τα πιο φημισμένα μοναστήρια της Γαλατίας, ανάμεσα σε ένα μεγάλο αριθμό αντίστοιχων κέντρων που είχαν οργανωθεί στη Δύση. Τελικά, όμως, δύο μοναστικές παραδόσεις θα παίξουν σημαντικό ρόλο στη Δυτική Ευρώπη: η πρώτη οφείλεται στον άγιο Βενέδικτο της Νουρσίας (περ. 480–547 μ.Χ.), ενώ η δεύτερη συνδέθηκε με την κέλτικη ή ιρλανδική μοναστική παράδοση, η οποία μεταλαμπαδεύτηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη από τον άγιο Κολουμβανό. Και τα δύο αυτά τάγματα λειτούργησαν ως θεματοφύλακες της χριστιανικής λογοτεχνίας, ενώ περιέσωσαν σημαντικά έργα της ρωμαϊκής γραμματείας, που διαφορετικά θα είχαν για πάντα χαθεί.
Ο άγιος Βενέδικτος ήταν Ρωμαίος αυτοκρατορικής καταγωγής που απαρνήθηκε τα πλούτη του και αποσύρθηκε για να ζήσει ως ερημίτης σε ένα σπήλαιο νότια της Ρώμης. Αφού υποβλήθηκε σε σωματικές στερήσεις, κατέληξε ότι η λύση δεν βρίσκεται στην πλήρη απομόνωση του ανθρώπου από τον κόσμο. Έτσι, προχώρησε στην ίδρυση της μονής του Μόντε Κασσίνο και προκειμένου η καθημερινή ζωή των μοναχών να υπακούει σε συγκεκριμένο πρόγραμμα, ο Βενέδικτος συνέταξε κανονισμούς που ονομάστηκαν αργότερα «Κανόνας του Διδασκάλου», ο οποίος τελικά καθιερώθηκε ως Κανόνας του αγίου Βενέδικτου.
Ο Κανόνας αυτός διακρίνεται για τη μετριοπάθεια του. Ούτε ελεύθεροι ήταν οι μοναχοί να κυκλοφορούν εκτός μονής, ούτε ακραία ασκητικά διαβιούσαν. Εξέλεγαν τον ηγούμενο τους (αββά) και η θητεία του ήταν δια βίου. Οι μοναχοί έδιναν όρκους πενίας, αγνότητας και υπακοής και παρέδιδαν στο αββαείο όλη την προσωπική τους περιουσία. Βασικός στόχος του Κανόνα ήταν η απασχόληση τους καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να μην τους μένει χρόνος να διαφθείρονται από τα εγκόσμια. Οι μοναχοί είχαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις όλο το εικοσιτετράωρο: κοινή προσευχή, παρουσία στις λειτουργίες, σιωπηλή περισυλλογή και κατ’ ιδίαν ανάγνωση. Αν και ο Βενέδικτος απαιτούσε από τους μοναχούς του να είναι εγγράματοι, αυτοί έπρεπε να περιορίζονται στη σπουδή λατρευτικών κειμένων.
Ο Κανόνας του Βενέδικτου δεν αποτέλεσε από την αρχή πρότυπο της μοναστικής ζωής, σε σύγκριση με αντίστοιχους προηγούμενους. Η διάδοση του οφείλεται κυρίως στον πάπα Γρηγόριο τον Μέγα (590–604 μ.Χ.), που έγραψε τον Βίο του αγίου Βενέδικτου και έστειλε μοναχούς να εκχριστιανίσουν και πάλι τις Βρετανικές νήσους. Τον 8ο αιώνα μ.Χ., Αγγλοσάξονες μοναχοί μετέφεραν τον Κανόνα αυτόν στη φραγκική Γαλατία και το 816 μ.Χ. ανακηρύχθηκε ως επίσημος μοναστικός κανόνας της δυτικής Εκκλησίας.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙV, Αθήνα, Κότινος, 2010, σ. 35–36.