Ο Λίβιος Ανδρόνικος, ελληνικής καταγωγής από τον Τάραντα, είναι ο ποιητής με τον οποίο εγκαινιάζεται η λατινική λογοτεχνία (Marconi, Liv.). Έδρασε τον 3o αιώνα π.Χ. και ήταν απελεύθερος κάποιου Μάρκου Λίβιου Σαλινάτορα. Δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες για τη βιβλιοθήκη του, κρίνοντας ωστόσο από το συγγραφικό και εκπαιδευτικό του έργο, πρέπει να ήταν από τoυς πρώτους, αν όχι ο πρώτος, συνειδητούς συλλέκτες βιβλίων στον ρωμαϊκό κόσμο και να υπέδειξε τη σημασία του βιβλίου στην εδραίωση και διάδοση της γνώσης.
Ο Ανδρόνικος δεν έπαψε να παραδίδει μαθήματα, ακόμη και όταν απέκτησε την ελευθερία του, και σύντομα το διδακτικό του πρόγραμμα έτυχε γενικής αποδοχής από το ρωμαϊκό κοινό. Η διδασκαλία του βασιζόταν στη θέση της πλατωνικής Πολιτείας ότι τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται τους μεγάλους ποιητές, και ιδιαίτερα τον Όμηρο. Η λατινική γραμματεία όμως δεν διέθετε έπος ανάλογο ή αντίστοιχο του ομηρικού και έτσι ο Ανδρόνικος καταπιάστηκε να μεταφράσει την Οδύσσεια σε σατούρνιους στίχους. Με αυτήν τη μετάφραση, που διδασκόταν στα σχολεία της Ρώμης ακόμη και την εποχή του Οράτιου τον 1ο π.Χ., μορφώθηκε η ρωμαϊκή νεολαία (Verrusio, Liv.).
Ο Ανδρόνικος κατόρθωσε να εντυπωσιάσει τους Ρωμαίους. Ανακηρύχθηκε δημόσια ποιητής και όταν οι Ρωμαίοι χρειάστηκε να καταφύγουν στους θεούς για να ανακτήσουν τη χαμένη τους εύνοια, του ανέθεσαν να γράψει τους ύμνους. Η αναγνώριση αυτή του έδωσε τη δυνατότητα να προχωρήσει στην ίδρυση συντεχνίας συγγραφέων και ηθοποιών με έδρα τον ναό της Αθηνάς, στον λόφο του Αβεντίνου (Dolç, Col.). Η συμβολή του στην πνευματική ζωή της Ρώμης ήταν σημαντική. Εκτός από το διδακτικό και μεταφραστικό του έργο εισήγαγε, κατά τον Κικέρωνα, γύρω στο 240 π.Χ. και το θέατρο, γράφοντας μάλιστα έργα βασισμένα σε ελληνικά πρότυπα, με άφθονες μονωδίες και πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Ο Ανδρόνικος, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του μεταφραστικού του έργου, πρέπει να είχε στη διάθεσή του όχι μόνο τα ομηρικά έπη, τα έργα των μεγάλων τραγικών και λεξικογραφικά βοηθήματα, αλλά και ποικίλο υλικό γύρω από τη λατινική γλωσσική παράδοση. Χαρακτηριστικά, η Μούσα γίνεται Καμένα (Camena), η Μοίρα Μόρτα (Morta) και η Μνημοσύνη Μονέτα (Moneta). Μας επιτρέπεται έτσι να υποθέσουμε ότι ο Ανδρόνικος συγκρότησε την πρώτη συστηματική διπλοβιβλιοθήκη.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙI, Αθήνα, Κότινος, 2005, 28–32.