Ο Αρέθας, ο οποίος γεννήθηκε στην Πάτρα στα μέσα περίπου του 9ου αιώνα μ.Χ., υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία στον χώρο του πνεύματος κατά την βυζαντινή αναγέννηση (Κουγέας, Αρέθ.). Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τις σπουδές του και αγνοούμε τις ενασχολήσεις του τα πρώτα χρόνια που πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το 888 έγινε κληρικός, ενώ τα πρώτα χρόνια του 10ου αιώνα (το 902 ή το 903) διορίστηκε αρχιεπίσκοπος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, αν και αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, επειδή η θέση του πρωτοθρόνου τον κρατούσε υποχρεωτικά στη Βασιλεύουσα. Δεν γνωρίζουμε πότε απεβίωσε, πάντως το 932 ήταν ακόμη εν ζωή (Lemerle, Ουμ., 188–214).
Ο Αρέθας δεν ήταν απλός συλλέκτης ή εκδότης· είχε ποικίλα ενδιαφέροντα γύρω από το βιβλίο, ενώ και το βιβλιογραφικό εργαστήριό του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία για την εποχή εκείνη. Δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε εάν και σε ποιο ποσοστό τα βιβλία που πέρασαν από τα χέρια του Αρέθα κατέληξαν στην προσωπική του συλλογή ή αντιγράφονταν αποκλειστικά για συγκεκριμένους παραγγελιοδότες ή ακόμη αν παρέμεναν στα ράφια του εργαστηρίου του για μελλοντικούς αγοραστές (Maass, Obs.).
Ο Αρέθας αν και δεν υπήρξε σπουδαίος φιλόλογος, ήταν ωστόσο καλός γραμματικός. Έδινε παραγγελίες σε επαγγελματίες αντιγραφείς, κυρίως μοναχούς, σε καθαρά εμπορική βάση και από τα αριστουργηματικά δείγματα καλλιγραφίας που μας διασώθηκαν, κρίνουμε ότι είχε υψηλές αισθητικές απαιτήσεις. Πολλά από τα χειρόγραφα αυτά τα εμπλούτιζε με σχόλια στα περιθώρια, τα οποία αντλούσε από αξιόπιστες πηγές. Από τα χειρόγραφα που παραγγέλθηκαν ή και σχολιάστηκαν από τον Αρέθα ή αποτελούν απόγραφά τους, μπορούμε ασφαλώς να αναγνωρίσουμε περισσότερα από είκοσι (Lemerle, Ουμ., 190–210). Σε αυτά περιλαμβάνονται έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη (Όργανον), του Ευκλείδη, του Αίλιου Αριστείδη, του Πίνδαρου, του Λουκιανού, του Δίωνα του Χρυσόστομου και του Μάρκου Αυρήλιου. Από τα συγγράμματα αυτά μόνον τρία έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Εκτός από τον Ιωάννη Καλλιγράφο (ο οποίος φιλοτέχνησε τον Πλάτωνα και τον Ευκλείδη) και τον Βαάνη δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα άλλον βιβλιογράφο που εργάστηκε για λογαριασμό του, ούτε τους πιθανούς παραγγελιοδότες του. Γνωρίζουμε ωστόσο το κόστος τριών από τους κώδικες αυτούς: του Πλάτωνα, του Ευκλείδη και ενός χειρογράφου με κείμενα Απολογητών. Ο Πλάτων κόστισε 21 χρυσά νομίσματα και αποτελείται από 424 φύλλα. Για την αξία της περγαμηνής προορίζονταν 8 νομίσματα και 13 ήταν η αμοιβή του γραφέα. Πρόκειται για τον παλαιότερο σωζόμενο κώδικα με τα "Άπαντα" του Πλάτωνα, τον περίφημο κώδικα Clarke, που σήμερα φυλάσσεται στη Βοδληιανή Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης. Ο Ευκλείδης, που έχει μικρότερο σχήμα και έκταση, κόστισε 14 χρυσά νομίσματα, και ο κώδικας των Απολογητών έφτασε τα 26 νομίσματα.
Αυτό που συμπεραίνουμε από τη βιβλιοθήκη του Αρέθα είναι ότι, παράλληλα με τις ουμανιστικές τάσεις που άρχισαν να διαφαίνονται από τις αρχές του 9ου αιώνα, υπήρχε και μια, μικρή έστω, βιβλιοφιλική κίνηση από σημαντικούς οικονομικούς παράγοντες και αξιωματούχους της αυλής, για βιβλία όμως υψηλής καλλιγραφικής ποιότητας.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙΙΙ, Αθήνα, Κότινος, 2007, σ. 230–233.