Ο Ιωάννης Καλβίνος (1509–1564) ήταν διακεκριμένος θεολόγος και ηγετική μορφή της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα, η οποία είχε ως απόρροια τη δημιουργία του Προτεσταντισμού. Γεννήθηκε στην επαρχία Πικαρδία της Γαλλίας και έδρασε κατά βάση στη Γενεύη, τη Βασιλεία και το Στρασβούργο.
Ο Καλβίνος ήρθε σε άμεση ρήξη με την Καθολική Εκκλησία εκφράζοντας τις αντιρρήσεις του με τον σχολιασμό του πάνω σε κείμενα της Βίβλου. Οι θέσεις του αναφορικά με τα χριστιανικά κείμενα, όπως παρουσιάστηκαν αρχικά στο έργο του Institutio Christianae religionis (1536), επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στην τρισυπόστατη φύση του Θεού, την ένσταση του ως προς τις απεικονίσεις του Θεού –οι οποίες κατά τη γνώμη του οδηγούν στην ειδωλολατρία– και την έννοια του απόλυτου προορισμού, την οποία υιοθετεί. Με τον όρο αυτό (Praedestinatio), όλα τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην πορεία μιας ανθρώπινης ζωής είναι προαποφασισμένα από τον Θεό, όπως και η κατάληξη της ανθρώπινης ψυχής· πρόκειται για μία μορφή θρησκευτικού ντετερμινισμού. Ασπαζόμενος τη θεώρηση του Αυγουστίνου σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα, αναγνωρίζει την απόλυτη κυριαρχία του Θεού πάνω στην σωτηρία της ανθρώπινης ψυχής ή στην αιώνια καταδίκη της.
Η Γενεύη κατά τον 16ο αιώνα. Άμεσα συνυφασμένη με τον Καλβίνο, η πόλη της Γενεύης εισέρχεται στην ουμανιστική σκηνή και στον ευρωπαϊκό φιλολογικό χάρτη με όχημα τη Μεταρρύθμιση, καθώς η Καθολική Εκκλησία καταδιώκει τους διαμαρτυρόμενους, ωθώντας έτσι ανθρώπους των γραμμάτων, εκδότες και τυπογράφους να αναζητήσουν καταφύγιο στα προπύργια του Προτεσταντισμού. Όσοι διακήρυτταν ότι η αυθεντική γλώσσα της Καινής Διαθήκης ήταν η ελληνική και όχι η Βουλγάτα δεν είχαν θέση ανάμεσα στο καθολικό ποίμνιο κι έπρεπε να μεταναστεύσουν. Σταδιακά, με κύριους υποστηρικτές τον Καλβίνο και τον Τεοντόρ ντε Μπεζ, εμπνευστές της Μεταρρύθμισης, εδραιώνεται στη Γενεύη η διδασκαλία των ελληνικών ως βάση της μέσης και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (π. 1559). Από το 1561 μάλιστα ένας Έλληνας καταλαμβάνει την έδρα των ελληνικών στην Ακαδημία του Καλβίνου, ο Φραγκίσκος Πόρτος, γεγονός που δίνει άλλη διάσταση στη διδασκαλία της ελληνικής γραμματείας.
Οι οπαδοί της Μεταρρύθμισης, που από το 1541 έχουν ως ποιμένα τον Ιωάννη Καλβίνο, θα βρουν στο πρόσωπο πολλών τυπογράφων στη Γενεύη τον πιο έμπιστο σύμμαχο, και με τις εκδόσεις τους θα στηρίξουν αποφασιστικά τα πιστεύω τους για μια νέα «αληθινή Εκκλησία», μια Εκκλησία που να αντανακλά τον «αληθινό» λόγο του Θεού. Δίπλα στον Καλβίνο θα βρουν καταφύγιο και άλλοι θεολόγοι του Βορρά όπως και σημαντικοί φιλόλογοι και ελληνιστές, οι οποίοι στρέφονται μαζί του κατά της Ρώμης, θέτοντας σε κυκλοφορία έντυπα με τις επαγγελίες τους, και μάλιστα σε τοπικές γλώσσες. Θα γεννηθεί έτσι μια νέα γραμματεία, με φυσικό επακόλουθο τη συγκρότηση μιας πλουσιότατης βιβλιογραφίας, που θα θρέψει τη «Βιβλιοθήκη της Μεταρρύθμισης».
Το Κολέγιο του Καλβίνου. Η διαμόρφωση της παιδείας των κατοίκων της Γενεύης αλλά και των προσφύγων που κατέληξαν σε αυτήν από τη Σκωτία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία, σφυρηλατήθηκε από το Κολέγιο που ίδρυσε ο Καλβίνος και στη συνέχεια από τους τυπογραφικούς οίκους. Με την άφιξή του στη Γενεύη, ο Καλβίνος έθεσε ως προτεραιότητα την οργάνωση σχολικού κέντρου για πρωτοετείς μαθητές. Άλλωστε, η αύξηση του τοπικού πληθυσμού με τους πρόσφυγες απαιτούσε άλλη εκπαιδευτική αντιμετώπιση. Το 1559 μάλιστα κυκλοφόρησε από το τυπογραφείο του Ρ. Στεφάνου, στα λατινικά και τα γαλλικά, ο κανονισμός του Κολεγίου, τον οποίο είχε συντάξει ο Καλβίνος σε συνεργασία με τον Théodore de Bèze υπό τον τίτλο Leges Academiae Genevensis ή L’ Ordre du Collège. Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος και για την ίδρυση Ακαδημίας, στην οποία θα διδάσκονται και μαθήματα πανεπιστημιακού επιπέδου. Η εκπαίδευση ήταν καθαρά ελληνοκεντρική, καθώς διδάσκονται οι Λόγοι του Ισοκράτη για τη ρητορική και την εκπαίδευση, ο Ξενοφών και ο Πολύβιος για την ιστορία, ενώ καθημερινά σχολιάζεται ο Όμηρος ως ο κορυφαίος ποιητής. Τέλος, κάθε Σάββατο οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να διαβάζουν το Ευαγγέλιο στα ελληνικά.
Η Ακαδημία λειτουργούσε με τέσσερις έδρες: Θεολογία, Ελληνικά, Εβραϊκά και τέχνες (επιστήμες), σύμφωνα με τις επτά ελευθέριες τέχνες. Πρώτο μέλημα των καθηγητών ήταν η διδασκαλία της φιλοσοφίας: Αριστοτέλης και Πλάτωνας, ο Πλούταρχος και έργα ορισμένων χριστιανών φιλοσόφων. Ακρογωνιαίος λίθος της εκπαίδευσης ήταν ο Όμηρος, και όχι η Βίβλος. Υπό το πρίσμα αυτό, και κυρίως χάρη στον Καλβίνο, η φιλοσοφία της Μεταρρύθμισης αναγορεύει την ελληνική γλώσσα σε γλώσσα ιερή, καθώς η ελληνική Καινή Διαθήκη αντιπροσωπεύει τον αληθινό λόγο του Θεού. Έτσι, τα ελληνικά θα καταστούν το στέρεο και μόνιμο προγεφύρωμα της χριστιανικής θρησκείας με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Όμηρο.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. V, Αθήνα, Κότινος, 2012, σ. 263–265, 283, 319.