Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που δημοσιεύθηκαν οι εκτιμήσεις για τα αρχαιολογικά ευρήματα της Bιβλιοθήκης από τον Αλεξάντερ Κόντσε (Alexander Conze) και τον Καρλ Τζάτσκο (Karl Dziatzko). Οι σημερινές αρχαιολογικές και αρχιτεκτονικές προσεγγίσεις μάς δίνουν σαφώς μια πολύ πιο ξεκάθαρη εικόνα της κεντρικής αίθουσας της Bιβλιοθήκης της Περγάμου και των βοηθητικών χώρων της.
Το συγκρότημα της Bιβλιοθήκης είχε αναπτυχθεί πάνω στην ακρόπολη και γειτνίαζε δυτικά με το θέατρο και νότια με μια διώροφη στοά, η οποία οριοθετούσε και τον εξώστη όπου είχε ανεγερθεί ο ναός της Πολιάδος Αθηνάς. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική διαμόρφωση έγινε κατά την περίοδο της βασιλείας του Ευμένη Β΄ (197–159 π.X.). Στο ανώγειο της στοάς αυτής είχαν αναπτυχθεί σε σειρά τέσσερις μεγάλες αίθουσες, η πρώτη και μεγαλύτερη από τις οποίες φιλοξενούσε το «μουσείο», δηλαδή την κυρίως επίσημη αίθουσα της βιβλιοθήκης.
Μια κεντρική πύλη οδηγούσε προς την ορθογώνια αυτή αίθουσα, διαστάσεων 13,50×16 μ. και ύψους 6,50 μ. περίπου. Απέναντι από την είσοδο και στον δεξιό πλευρικό τοίχο υπήρχε μια συστάδα παραθύρων, σε ύψος 3,70 μ. περίπου από το έδαφος. Στους τρεις πλευρικούς τοίχους και σε απόσταση 0,50 εκ. υπήρχε βάθρο σε σχήμα κεφαλαίου Π (που ίσως σχημάτιζε τοιχίο) πάνω στο οποίο είχαν τοποθετηθεί 20 κόγχες, μέσα στις οποίες ενσωματώθηκαν ισάριθμα ξύλινα ερμάρια —μια κατασκευή που έφθανε σε ύψος τριών μέτρων. Στον άξονα των βιβλιοστασίων αυτών και ακριβώς απέναντι από την κεντρική πύλη, υπήρχε βάθρο στο οποίο ήταν στημένο το μεγαλόσχημο άγαλμα της Αθήνας, ενώ ως επιστέγασμα των ερμαρίων πιθανόν να υπήρχαν προτομές ποιητών και συγγραφέων, καθώς βρέθηκαν εκεί κοντά επιγραφές με τα ονόματα του Αλκαίου, του Ηρόδοτου και του Τιμόθεου του Μιλήσιου. Μπροστά από το βάθρο αυτό δεν αποκλείεται να βρισκόταν μια ξύλινη εξέδρα, η οποία χρησίμευε τόσο για να προσεγγίσει κανείς τα ερμάρια, όσο και ως κάθισμα για τους παρευρισκόμενους κατά τις συνελεύσεις και τις γιορτές.
Τα ξύλινα τετράφυλλα ερμάρια, με τις χαρακτηριστικές παραστάδες και τους ταμπλάδες κατά τον Βόλφραμ Χέπφνερ (Wolfram Hoepfner), διαστάσεων 1,70×1,00 μ. περίπου, δεν εξασφάλιζαν την αποθήκευση περισσότερων από 3.200 περίπου παπύρινων κυλίνδρων, ένα ελάχιστο δείγμα του πλούτου που λέγεται ότι είχε η Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Ο Καλβίσιος παραδίδει ότι ο Μάρκος Αντώνιος είχε δωρίσει στην Κλεοπάτρα 200.000 κυλίνδρους.
Τα ερμάρια (armaria) υπήρξαν τα σταθερά βιβλιοστάσια του αρχαίου κόσμου. Ήταν ξύλινα κατά κανόνα και τοποθετούνταν στις μεγάλες και μνημειακές βιβλιοθήκες στις κόγχες εσωτερικών τοίχων ή ειδικών κατασκευών, με τρόπο τέτοιο ώστε μεταξύ των τοίχων αυτών και των εξωτερικών ή περιφερειακών τοίχων να σχηματίζεται μια προστατευτική τάφρος για την αποφυγή της υγρασίας. Το κύριο μέλημα κατά τη σχεδίαση αυτών των ερμαρίων πρέπει να ήταν η επίτευξη της στεγανότητας και ο σωστός εξαερισμός. Μολονότι οι κόγχες στις διάφορες αίθουσες που θησαύριζαν βιβλία προσδιορίζουν το κατά προσέγγιση μέγεθος των ερμαρίων αυτών, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα για τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν τα ράφια στο εσωτερικό τους —οριζόντια, κάθετα ή και χιαστί, για την αρτιότερη ταξινόμηση των κυλίνδρων. Η πρώτη αναφορά για τέτοια ερμάρια σε μνημειακές βιβλιοθήκες παραδίδεται από τον Βιτρούβιο, ο οποίος καταγράφοντας το χρονικό που οδήγησε στην πρόσληψη του Αριστοφάνη του Βυζαντίου στη διεύθυνση της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης, μαρτυρεί ότι κατά τη διάρκεια ενός ποιητικού διαγωνισμού στον χώρο του Μουσείου, παρουσία του Πτολεμαίου Ε΄ του Επιφανούς (βασ. 204–180 π.Χ.), ο Αριστοφάνης, ως κριτής των διαγωνιζόμενων, για να αποδείξει ότι πολλοί ήταν λογοκλόποι «ανέσυρε από ορισμένα ερμάρια μια ατελείωτη σειρά από βιβλία».
Οι κόγχες στις επίσημες αίθουσες όπου θησαυρίζονταν βιβλία, μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε, κατά προσέγγιση, τον αριθμό των παπύρινων κυλίνδρων που μπορούσαν να περιέχουν. Γνωρίζοντας τις δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες κυλίνδρους που ήταν ταξινομημένοι σε ορισμένες από αυτές, εύκολα συμπεραίνουμε ότι ο κύριος όγκος των συλλογών αυτών παρέμενε σε δορυφορικούς δευτερεύοντες χώρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να επεκταθούν ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του εμπλουτισμού της κάθε βιβλιοθήκης. Λειτουργούσαν δηλαδή ως βιβλιοστάσια για τα ταξινομημένα βιβλία, το διάσπαρτο άτακτο υλικό, αλλά και για τους άγραφους παπύρινους κυλίνδρους.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 54–61.