Στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται στην πνευματική ζωή της Αθήνας ο Απελλικών, που κατόρθωσε να γίνει Αθηναίος πολίτης αν και γεννήθηκε στην Τέω της Ιωνίας. Ο Απελλικών ήταν φαντασιόπληκτος άνθρωπος, παρίστανε τον περιπατητικό φιλόσοφο (σε εποχή που η σχολή είχε κλείσει) και αρεσκόταν με τα πλούτη του να προβάλλεται ως προστάτης των γραμμάτων.
Υπήρξε κάτοχος μιας σπουδαίας βιβλιοθήκης, διατηρούσε όμως καθαρά επιφανειακά ενδιαφέροντα, όπως μαρτυρεί ο Στράβων: ἦν δὲ ὁ Ἀπελλικῶν φιλόβιβλος μᾶλλον ἢ φιλόσοφος (Στράβων XIII, 1, 54). Προκειμένου μάλιστα να ικανοποιήσει τις γραμματολογικές του φιλοδοξίες, έφτασε στο σημείο να κλέψει τα πρωτότυπα αττικά διατάγματα που φυλάσσονταν στα κρατικά αρχεία. Για την πράξη του αυτή λίγο έλειψε να καταδικαστεί σε θάνατο και σώθηκε μόνο χάρη της φιλίας που είχε καλλιεργήσει με τον τύραννο Αθηνίωνα, έναν Αθηναίο Κόλα ντι Ριέντσο (Cola di Rienzo), που ώθησε τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τον Μιθριδάτη για να πολεμήσουν υπό την ηγεσία του τους Ρωμαίους. Επειδή είχε γοητεύσει τον Αθηνίωνα, εμφανίζοντας τον Περίπατο ως κοινό τους κύκλο, υποχρεώθηκε τελικά, απλώς να εγκαταλείψει για μικρό μόνο χρονικό διάστημα την Αθήνα.
Τη φήμη του ως μεγάλου συλλέκτη βιβλίων, κατά την αρχαιότητα, ο Απελλικών την απέκτησε εξαιτίας του γεγονότος ότι, για κάποιο χρονικό διάστημα, υπήρξε κάτοχος ορισμένων αυθεντικών παπύρινων ρόλων με τα διδακτικά συγγράμματα του Αριστοτέλη. Όταν η Πέργαμος έγινε ρωμαϊκή επαρχία, οι απόγονοι του Νηλέα ανέσυραν από μια κρύπτη τα βιβλία του Αριστοτέλη και τα έβγαλαν προς πώληση. Δεν γνωρίζουμε πώς ο Απελλικών πληροφορήθηκε το γεγονός, έσπευσε όμως και τα αγόρασε, καταβάλλοντας μάλιστα σεβαστό χρηματικό ποσό. Έτσι, ό,τι είχε απομείνει από τη βιβλιοθήκη του Νηλέα, τα αυθεντικά χειρόγραφα του Αριστοτέλη, μαζί ίσως και με άλλα βιβλία, βρέθηκαν και πάλι στην Αθήνα και ο Απελλικών παρίστανε τον παντογνώστη. Φρόντισε όμως να γίνουν νέα αντίγραφα και να καταστούν προσιτά στους φιλοσοφικούς κύκλους. Η επιδειξιομανία του δεν είχε όρια και για να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους έφτασε στο σημείο να επιχειρήσει να εκδώσει ένα φθαρμένο και διαβρωμένο κείμενο του Αριστοτέλη, συμπληρώνοντάς το με τη φαντασία του.
Ωστόσο, τα κατάλοιπα της βιβλιοθήκης του Αριστοτέλη δεν έμελλε να παραμείνουν για πολύ στα χέρια του Απελλικώνα. Όταν πέθανε το 84 π.Χ., ο Σύλλας που είχε καταλάβει την πόλη της Παλλάδας το 86 π.Χ., μετέφερε τη βιβλιοθήκη του ως λάφυρο στη Ρώμη, μαζί βέβαια με το αριστοτελικό αυθεντικό υλικό. Μολαταύτα, για αγαθή τύχη, τα βιβλία του Αριστοτέλη δεν έμειναν ερμητικά κλειστά στην έπαυλη του Σύλλα, αλλά ήταν προσιτά και έτσι συνδέθηκαν με δύο Έλληνες γραμματικούς που βρίσκονται ακριβώς στην αρχή της παράδοσης του corpus με τη μορφή που έχει σήμερα: τον Τυραννίωνα αρχικά και τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο στη συνέχεια.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. Ι, Αθήνα, Κότινος, 2002, σ. 123–125.