Ο Γεώργιος Κύπριος, που γεννήθηκε στην Κύπρο το 1241, ανακηρύχθηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289) μετονομαζόμενος σε Γρηγόριο Β΄ Κύπριο.
Ο Γεώργιος ο Κύπριος, που αυτοαποκαλούνταν και φιλόβιβλος, εξασκούσε το επάγγελμα του γραφέα, ήδη από τα χρόνια του κράτους της Νικαίας. Είχε συγκροτήσει σπουδαία προσωπική βιβλιοθήκη με έργα του Πλάτωνα, του Δημοσθένη, του Αίλιου Αριστείδη και πολλά θεολογικά και λειτουργικά βιβλία. Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι δεν είχε την οικονομική άνεση να αγοράζει βιβλία και δεν θεωρούσε τον εαυτό του επιδέξιο γραφέα, ωστόσο, εξαιτίας του πάθους του για το βιβλίο, αντέγραφε για λογαριασμό του περισσότερα βιβλία από οποιονδήποτε άλλον στην εποχή του. Τα αυτόγραφά του μάλιστα ήταν και η βασική πηγή πλουτισμού των βιβλιοθηκών δασκάλων και στοχαστών, και όχι μόνο. Τα χρόνια της πατριαρχίας του ο Γεώργιος διαμόρφωσε βιβλιοφιλικές σχέσεις με την πνευματική κόρη του, τη Θεοδώρα Ραούλαινα, ανεψιά του Μιχαήλ Η΄, η οποία ήταν γνωστή για τη συλλογή κωδίκων αλλά και για τη συγγραφική της δραστηριότητα. Κάποια στιγμή της επέστρεψε τα βιβλία που του είχε δανείσει, εκτός από έναν κώδικα του Δημοσθένη και του Αίλιου Αριστείδη, που χρειάζονταν διορθώσεις. Από την αλληλογραφία της εποχής γνωρίζουμε ότι η Ραούλαινα διατηρούσε επαφές και με ένα ευρύτερο κοινό λογίων, αν κρίνουμε από το ότι έστειλε ένα βιβλίο αρμονίας στον Μάξιμο Πλανούδη για να το διορθώσει, και ένα μαθηματικό κείμενο στον Κωνσταντίνο Ακροπολίτη για να της το αξιολογήσει (Constantinides, Educ., 44, 164). Πηγή εμπλουτισμού της βιβλιοθήκης του Γεωργίου του Κυπρίου αποτελούσε και η πλούσια συλλογή κωδίκων του Θεοδώρου Σκουταριώτη, Μητροπολίτη Κυζίκου (Ευστρατιάδης, Επιστ., 58), τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Η΄. Ο Γεώργιος αναφέρει ότι χρησιμοποιούσε τη βιβλιοθήκη αυτή συνεχώς, δανειζόμενος έναν τόμο κάθε φορά που επέστρεφε έναν άλλον (Βιβλ. ΙΙΙ, 430).