Τα πρώτα χρόνια στη Σμύρνη. Ο Αδαμάντιος Κοραής γεννήθηκε στις 27 Απριλίου του 1748 στη Σμύρνη. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης Κοραής, αστός και έμπορος μεταξιού με καταγωγή από τη Χίο, και μητέρα του η Θωμαΐς Ρυσίου από το Ρύσιο της Μικράς Ασίας, καταγόμενη από λόγια οικογένεια. Ο Κοραής ήταν ο πρωτότοκος μεταξύ έξι αδελφών και ο μόνος, μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα, που κατόρθωσε τελικά να επιβιώσει από τις θανατηφόρες νόσους που έπλητταν τον πληθυσμό εκείνα τα χρόνια.
Ο Κοραής ευτύχησε να μεγαλώσει σε ένα κλίμα οικονομικής ασφάλειας και λογιοσύνης, το οποίο του επέτρεψε να καλλιεργήσει την αγάπη του για τα γράμματα. Πρώτη δασκάλα του ήταν η μητέρα του, μια από τις ελάχιστες γυναίκες της εποχής που ήξεραν ανάγνωση και γραφή. Στη ροπή του προς τη φιλομάθεια συντέλεσε και το ευρύτερο λόγιο περιβάλλον της οικογένειας, καθώς πρόγονοί του ήταν ο ιατροφιλόσοφος Αντώνιος Κοραής (αδελφός του πατέρα του), ο αρχιεπίσκοπος Βελιγραδίου Σοφρώνιος (ξάδελφος του πατέρα του), ο ιερομόναχος Κύριλλος (πρώτος ξάδελφός του) και ο σημαντικός φιλόλογος Διαμαντής Ρύσιος, παππούς του από την πλευρά της μητέρας του.
Ειδικά ο παππούς, μολονότι πέθανε ένα χρόνο πριν από τη γέννησή του, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μόρφωση και την περαιτέρω εξέλιξη του Κοραή. Σύμφωνα με τον όρο που είχε θέσει στη διαθήκη του ο Δ. Ρύσιος, το πρώτο από τα εγγόνια του (παιδιά των θυγατέρων του) που θα τελείωνε το δημοτικό σχολείο με γνώσεις τουλάχιστον εφάμιλλες των δασκάλων του θα κληρονομούσε και την πλούσια βιβλιοθήκη του. Ο μικρός Διαμαντής ήταν ο εκλεκτός χάρη στην υπομονή και επιμονή του να τελειώσει τη νεοσύστατη Σχολή της Σμύρνης, τη μετέπειτα «Ευαγγελική», η οποία εφάρμοζε ένα πολύ εντατικό αλλά και αναχρονιστικό παιδαγωγικό πρόγραμμα, επικεντρωμένο στην εκμάθηση των αρχαίων ελληνικών με έμφαση στη γραμματική και στο συντακτικό, συνδυασμένο με αυστηρές παιδαγωγικές μεθόδους.
«Διδασκαλία πολλά πτωχήν συνωδευμένην με ραβδισμόν πλουσιοπάροχον» τη χαρακτήριζε αργότερα ο Κοραής, όταν πια ως απόφοιτος ήρθε σε επαφή, μέσω της βιβλιοθήκης του παππού του, με τα έργα αρχαίων συγγραφέων σχολιασμένα από Ευρωπαίους φιλόλογους. Τότε συνειδητοποίησε πόσο ανώφελο θα ήταν να αποκτήσει τον τίτλο του λογίου, απλά γνωρίζοντας άριστα το γράμμα της αρχαίας ελληνικής και αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το πνεύμα της. Κατά συνέπεια, η επιλογή του εξωτερικού και της «φωτισμένης Ευρώπης» για να καλλιεργήσει περαιτέρω τις γνώσεις του ήταν επιβεβλημένη.
Για να πετύχει όμως τον σκοπό του έπρεπε να αποκτήσει τα απαραίτητα εφόδια και πρωτίστως άριστη γνώση ξένων γλωσσών. Έτσι λοιπόν, με τη συμπαράσταση και χρηματοδότηση του πατέρα του, ξεκίνησε να μαθαίνει γαλλικά, ιταλικά, αλλά και εβραϊκά, αραβικά και λατινικά, ιδιαίτερα χρήσιμα στις φιλολογικές του ασχολίες. Ακόμα, ευτύχησε να μαθητεύσει δίπλα στον Bernhard Keun, ή αλλιώς Βερνάρδο Κεύνο, όπως τον αποκαλούσε ο Κοραής, Ολλανδό ιερωμένο, πρωθιερέα στον ναό του ολλανδικού προξενείου στη Σμύρνη. Ο Κεύνος διεύρυνε καθοριστικά τους πνευματικούς ορίζοντες του Κοραή, διδάσκοντάς τον αρχαία ελληνικά, λατινικά και αγγλικά, ενώ δεν άργησε να αναπτύξει μαζί του μια στενή σχέση φιλίας, με βαθυστόχαστες συζητήσεις γύρω από θέματα που απασχολούσαν τον νεαρό Διαμαντή. Το 1786, σε επιστολή του, ο Κοραής χαρακτήριζε την περίοδο αυτή ως «το ευτυχέστερον μέρος της ζωής μου», εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για τον δάσκαλό του που είχε καταφέρει «να χαλινώση της ζεούσης μου νεότητος τας ατάκτους ορμάς».
Η αποτυχία του ως εμπόρου στο Άμστερνταμ. Το 1781, 23 πλέον χρονών, είχε έρθει η ώρα να ταξιδέψει και να εγκατασταθεί στο εξωτερικό ως εκπρόσωπος της οικογενειακής επιχείρησης. Προορισμός του το Άμστερνταμ, όπου ο πατέρας του ήθελε να επεκτείνει τις εμπορικές του δραστηριότητες, εκμεταλλευόμενος την εκεί μεγάλη ελληνική παροικία. Ο Κοραής, μολονότι δεν είχε καμιά πρόθεση να ασχοληθεί με το εμπόριο, συναίνεσε στην πρόταση του πατέρα του να πάει στο «Αμστελόδαμον», βλέποντας το ταξίδι ως ευκαιρία να αποκτήσει έστω και στο περιθώριο των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, την ανώτερη μόρφωση που διακαώς επιθυμούσε.
Στην πρωτεύουσα της Ολλανδίας έμεινε συνολικά έξι χρόνια. Tον πρώτο καιρό της διαμονής του μοίρασε τον χρόνο του ανάμεσα στις επαγγελματικές του ασχολίες και στην καλλιέργεια της μόρφωσής του. Στο καθημερινό πρόγραμμα του Κοραή ήταν ενταγμένα μαθήματα εκμάθησης ξένων γλωσσών (ολλανδικά, εβραϊκά, ισπανικά), αρχαίων ελληνικών και μουσικής (κιθάρα), ενώ παρακολουθούσε και μαθήματα ευκλείδειας γεωμετρίας και λογικής από τον Ολλανδό πάστορα Αδριανό Βύρτο (Adrien Buurt), τον οποίο του είχε συστήσει ο Κεύνος.
Μετά από περίπου ένα χρόνο ο Κοραής άρχισε να υιοθετεί συνήθειες που απείχαν από τον παραδοσιακό και συντηρητικό τρόπο ζωής της πρώτης περιόδου, απορρίπτοντας την παραδοσιακή σμυρναίικη ενδυμασία και αφιερώνοντας μεγάλο μέρος του χρόνου του σε διασκεδάσεις και ερωτικές περιπέτειες, χωρίς πάντως να παρεκκλίνει από τη βασική του επιδίωξη που ήταν οι σπουδές. Ωστόσο, δεν υπήρξε αποτελεσματικός στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Ο Σταμάτης Πέτρου, παραγιός του Αδαμάντιου που αποκάλυπτε τις κινήσεις του στην οικογένεια και στους συνεργάτες του στη Σμύρνη, σε γράμμα προς τον πατέρα Κοραή το 1774 ανέφερε τα εξής: «Ένας νεαρός των δημοσίων σχέσεων ντυμένος με φράκο και καπέλο σα Γάλλος, πάει στην Όπερα, μερικές φορές στην κοπέλα του κι αναλώνεται σε συναναστροφές κι απολαύσεις. Δεν κάνει για εμπόριο!».
Μοιραία λοιπόν το 1777 ο Κοραής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άμστερνταμ. Αφού πρώτα πραγματοποίησε στάσεις στη Λιψία, τη Βιέννη και τη Βενετία, επιχειρώντας να παρατείνει τη διαμονή και τις σπουδές του στο εξωτερικό, το 1778 έφτασε στη γενέτειρά του. Στη Σμύρνη πια, εκτός από την επαγγελματική του αποτυχία και την –προσωρινή– ματαίωση της επιθυμίας του να παραμείνει στη Δύση, είχε να αντιμετωπίσει τους περιορισμούς και τις καταπιέσεις που επέβαλλε ο οθωμανικός ζυγός. Επιπροσθέτως, η πατρική οικία, μετά και τον μεγάλο σεισμό στις 3 Ιουλίου του 1778, είχε καταστραφεί και η οικογένειά του αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες. Στη δυσμενή αυτή συγκυρία ο Κοραής βρήκε στήριγμα στον παλιό του δάσκαλο και φίλο Βερνάρδο Κεύνο. Τον χρόνο του προτιμούσε να τον περνά απομονωμένος, μακριά από το κέντρο της πόλης, μελετώντας κείμενα αρχαίων Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων, εξασκούμενος στα πρώτα του γραψίματα και αλληλογραφώντας με λόγιους φίλους του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Παράλληλα, θέλοντας να εξευμενίσει και την όποια οικογενειακή δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό του, εκτελούσε χρέη γραμματικού του πατέρα του ο οποίος κατείχε τη θέση επιτρόπου του μετοχίου του Παναγίου Τάφου στη Σμύρνη.
Το 1782 ευτύχησε να εκδώσει στη Λιψία το πρώτο του συγγραφικό έργο, μάλλον καθυστερημένα –ήταν 34 ετών– αν αναλογιστεί κανείς τον πλούτο των γνώσεων του. Πρόκειται για την Ορθόδοξο Διδασκαλία, μετάφραση από τα γερμανικά μιας χριστιανικής κατήχησης γραμμένης από τον μητροπολίτη Μόσχας Πλάτωνα. Εκτός από τον υπομνηματισμό του κειμένου με υλικό από αγιογραφικές και πατερικές πηγές, καθώς και τη σχετική βιβλιογραφία, ο Κοραής εμπλούτισε το κείμενο με ιδέες από τη φιλελεύθερη σκέψη της σύγχρονής του εποχής. Ακολούθησαν η Μικρά Κατήχησις και η Σύνοψις της Ιεράς Ιστορίας, τυπωμένες στη Βενετία τον επόμενο χρόνο.
Η μετάβασή του στη Γαλλία για σπουδές στην ιατρική. Στο μεταξύ, στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 1782, ο Κοραής αναχώρησε από τη Σμύρνη με προορισμό τη νότια Γαλλία για να γραφτεί στην ιατρική σχολή του Μονπελλιέ. Η επιλογή του να σπουδάσει ιατρική είχε γίνει γνωστή στους γονείς του πριν ακόμα επιστρέψει το 1778 στη Σμύρνη και πιθανότατα πήγαζε από την επιθυμία του να εξαντλήσει τα περιθώρια παραμονής του στο εξωτερικό, αλλά και από το σκέψη ότι, σε περίπτωση που αναγκαζόταν κάποια στιγμή να επιστρέψει στη Σμύρνη, ως γιατρός θα τύγχανε καλύτερης μεταχείρισης από τους Τούρκους («το θηριώδες έθνος τούτο εις μόνους τους ιατρούς αναγκάζεται να υποκρίνεται κάποιαν ημερότητα»). Το γεγονός άλλωστε ότι η διδασκαλία της ιατρικής επιστήμης στη Γαλλία βασιζόταν στις αρχές του Ιπποκράτη, έδινε στον Κοραή ένα επιπλέον κίνητρο, αφού χάρη στην άριστη γνώση της αρχαίας ελληνικής θα μπορούσε να κατανοήσει σε βάθος την ιπποκρατική διδασκαλία.
Χωρίς να έχει την οικονομική άνεση του παρελθόντος και έχοντας χάσει μέσα σε δύο χρόνια και τους δύο γονείς του (1783 και 1784), ήρθε αντιμέτωπος με σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, τα οποία ξεπερνούσε προσωρινά είτε χάρη στις πωλήσεις των Κατηχήσεών του είτε χάρη σε ενισχύσεις φίλων, κατά κύριο λόγο του Βερνάρδου Κεύνου και του Μητροπολίτη Κορίνθου Μακάριου Νοταρά. Επίσης, πιστός συμπαραστάτης του, τον καιρό των τετραετών σπουδών του, ήταν ο φίλος του πρωτοψάλτης Σμύρνης Δημήτριος Λώτος. Το επιστέγασμα της κοπιώδους προσπάθειας του Κοραή, που ωστόσο είχε αρνητικό αντίκτυπο στην ήδη ασθενική υγεία του, ήταν η επιτυχής υποστήριξη στις 11 Ιουλίου 1786 της διατριβής του με τίτλο Pyretologiae Synopsis (Πυρετολογίας Σύνοψη), αλλά και η σύνταξη μιας ακόμα πραγματείας με τίτλο Medicus Hippocraticus (Ο καθ’ Ιπποκράτην ιατρός). Μετά το πέρας της πρακτικής του άσκησης σε φιλανθρωπικό ίδρυμα απόκτησε την άδεια εξάσκησης του ιατρικού επαγγέλματος και έγινε δεκτός στη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Μονπελλιέ.
Το επόμενο διάστημα ο Κοραής προχώρησε σε μεταφράσεις ιατρικών έργων, κυρίως για την εξοικονόμηση χρημάτων. Μη έχοντας πια τον φόρτο εργασίας του παρελθόντος, έδωσε βαρύτητα στη συναναστροφή και ανταλλαγή απόψεων με πανεπιστημιακούς του δασκάλους και άλλους επιστήμονες, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε τον Βιλλουαζόν, τον Μπρουσσονέ, τον Σαπτάλ, τον Ρενέ και τον Γκριμώ. Παράλληλα, παρακολουθούσε από κοντά τα πολιτικά, στρατιωτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής.
Σίγουρος ότι δεν θα ακολουθούσε την κλινική ιατρική –«τώρα ασχολούμαι εις άλλα πράγματα αναγκαιότερα δι’ εμέ, ίσως δε και ενδοξότερα», έγραφε στον Λώτο τον Απρίλιο του 1788–, αποφάσισε να επικεντρωθεί στην έρευνα των κειμένων του Ιπποκράτη με στόχο την αποκάθαρσή τους από λάθη και παρανοήσεις των προηγούμενων εκδόσεων. Ο Βιλλουαζόν (Jean-Baptiste Gaspard d’Ansse de Villoison), Γάλλος φιλόλογος και ακαδημαϊκός, γνωρίζοντας τα σχέδια του Κοραή, του πρότεινε να επισκεφθεί το Παρίσι και τη Βασιλική Βιβλιοθήκη όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα χειρόγραφα (αντίγραφα των βυζαντινών χρόνων) των έργων του Ιπποκράτη για να τα μελετήσει.
Φιλόλογος στο Παρίσι. Στις 24 Μαΐου 1788 ο Κοραής έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα με μεγάλες προσδοκίες, καθώς γνώριζε ότι εκεί θα είχε ό,τι χρειαζόταν για να καταπιαστεί με τις φιλολογικές επιστήμες – το κατ’ εξοχήν αγαπημένο του επιστημονικό πεδίο. Ο φίλος του ο Βιλλουαζόν είχε φροντίσει ήδη να προετοιμάσει την παρισινή φιλολογική κοινότητα για τον ερχομό του Έλληνα φιλολόγου, ο οποίος έτυχε ιδιαίτερα θέρμης υποδοχής. Ο αβάς Οζέ, που τον γνώριζε από την εποχή του Μονπελλιέ, και τρεις ακόμα σπουδαίοι ελληνιστές, o Πιέρ Λαρσέ, o Στέφανος (Ετιέν) Κλαβιέ και ο Σαρντόν ντε λα Ροσέτ, ήταν οι πρώτοι λόγιοι που άνοιξαν τις βιβλιοθήκες τους στον Έλληνα φιλόλογο και γιατρό για να εργαστεί, ενώ σταδιακά αναπτύχθηκαν και φιλικές σχέσεις.
Το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς του στο Παρίσι ο Κοραής το περνούσε στη Βασιλική Βιβλιοθήκη, όπου μελετούσε με τις ώρες τα χειρόγραφα της ιπποκρατικής συλλογής. Στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του επέλεγε να διαβάζει εφημερίδες και να ανταλλάσσει γράμματα με φίλους και συγγενείς στη Σμύρνη. Μάλιστα, μετά την κήρυξη της Γαλλικής Επανάστασης (1789) τα γράμματά του έπαιρναν τη μορφή ανταποκρίσεων και περιλάμβαναν την ειδησεογραφία αλλά και αναλύσεις της κατάστασης με στοιχεία από εφημερίδες και από Γάλλους φίλους του.
Πολύτιμος αρωγός του Κοραή τον πρώτο καιρό στο Παρίσι ήταν ο Βιλλουαζόν, ο οποίος, εντυπωσιασμένος από την ευρυμάθεια και την κριτική του σκέψη, τον παρότρυνε να προχωρήσει στην έρευνά του. Επίσης, ο Γάλλος φιλόλογος διατηρούσε επικοινωνία με λόγιους της Γαλλίας και άλλων χωρών στους οποίους γνωστοποίησε την ύπαρξη του Κοραή και του σπουδαίου –εν εξελίξει– ερευνητικού του έργου στον κλάδο της αρχαίας γραμματείας και ειδικότερα στις ιπποκρατικές σπουδές. Ταυτόχρονα, με τη διαμεσολάβηση του Βιλλουαζόν σε διάφορους εκδότες, ο Κοραής αναλάμβανε εργασίες, τις αποκαλούμενες «αντιβολές» (collationes), προκειμένου να καλύπτει τα έξοδά του. Οι «αντιβολές» ήταν μια διαδικασία απαραίτητη για να εκδοθούν έργα αρχαίων συγγραφέων, κατά την οποία έπρεπε να καταγραφούν σε αντιπαραβολή μεταξύ τους οι διαφορετικές γραφές του αρχαίου κειμένου (λέξεις, χωρία, στίξη κ.λπ.), όταν αυτό παραδινόταν σε περισσότερα του ενός χειρόγραφα.
Το 1791 ο Κοραής έγινε μάρτυρας δύο σημαντικών ιστορικών γεγονότων: της τελετής ανακομιδής των λειψάνων του Βολταίρου στο παρισινό Πάνθεον και της διαδήλωσης με αφορμή την απόπειρα φυγής του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Ο τρόπος που ο γαλλικός λαός τίμησε τον σπουδαίο Γάλλο φιλόσοφο και η άμεση, αλλά χωρίς βία, αντίδραση στην οργανωμένη φυγή του βασιλιά, εντυπωσίασαν τον Κοραή, ο οποίος έστειλε στους συμπατριώτες του επιστολές με τα ιδεολογικά μηνύματα που απέρρεαν από τα δύο συμβάντα όπως τα αντιλαμβανόταν αυτός.
Με την πάροδο του χρόνου, τα σοβαρά ψυχοσωματικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, το βαρύ βιοποριστικό έργο των «αντιβολών» και το εμπόλεμο κλίμα στο Παρίσι με όλα τα συνεπακόλουθα (πείνα, μέτρα ασφαλείας και στερήσεις ελευθεριών που σχετίζονταν με το γεγονός ότι δεν είχε τη γαλλική υπηκοότητα), εμπόδιζαν την απρόσκοπτη συνέχιση του φιλολογικού του έργου και τον έφερναν σε απελπισία. Ως απόρροια όλων αυτών το 1793 ο Κοραής έφτασε σε οριακό σημείο, σκεπτόμενος ακόμα και να θέσει τέλος στη ζωή του.
Λύση στο αδιέξοδό του έδωσε ο μαθητής του Στέφανος Κλαβιέ, προτείνοντάς του να τον φιλοξενήσει στο εξοχικό του σπίτι στο Νoζαί (Nozay) της επαρχίας Νεμούρ, 25 χιλιόμετρα από το Παρίσι. Ανήμπορος και χωρίς άλλη επιλογή, ο Κοραής μετακόμισε εκεί στα τέλη Αυγούστου του 1793, μένοντας όμως μόνο για λίγους μήνες, καθώς αφενός η δουλειά του μακριά από τις βιβλιοθήκες του Παρισιού δεν προχωρούσε με τους ρυθμούς που επιθυμούσε, ενώ αφετέρου η παραγωγή από το κτήμα του φίλου του δεν αρκούσε για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του Κοραή και της οικογένειας Κλαβιέ. Έτσι, εκμεταλλευόμενος την πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, στις αρχές του 1794 επέστρεψε στο Παρίσι. Παρ’ όλα αυτά, το διάστημα που έμεινε στο Νοζαί πρόλαβε να ολοκληρώσει μια γαλλική μετάφραση από τα γερμανικά ενός ιατρικού και πάλι βιβλίου του Κρίστιαν Γκότλιμπ Ζέλλε (Introduction à l’étude de la Nature et de la Médecine).
Με την επάνοδό του στο Παρίσι συνέχισε τις μεταφράσεις των ιατρικών έργων και τις φιλολογικές του ενασχολήσεις, όσο τουλάχιστον του το επέτρεπαν τα διαρκή και εντεινόμενα προβλήματα υγείας και ανέχειας, μέσα σε ένα εξαιρετικά δυσμενές περιβάλλον εξαιτίας των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν. Ιδιαίτερα μετά τη λαϊκή εξέγερση την άνοιξη του 1795, το χάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων διευρύνθηκε και άλλο, βυθίζοντας ακόμα περισσότερους ανθρώπους στη δυστυχία. Δηλωτικά της κατάστασης που επικρατούσε ήταν τα λόγια του Κοραή σε επιστολή του τον Ιανουάριο του 1796 στον Σαρντόν ντε λα Ροσέτ: «να πεθαίνεις από πείνα δίπλα σ’ αυτούς που δεν πάσχουν παρά από δυσπεψίες είναι ένας πολύ οδυνηρός θάνατος⸱ και σήμερα αυτή είναι η τύχη μεγάλου αριθμού κατοίκων των πόλεων».
Από τα μέσα Ιουλίου του 1795 και για περισσότερο από ένα χρόνο, ο Κοραής θα γυρίσει στο φιλόξενο σπίτι του Κλαβιέ στο Νοζαί. Αυτό το διάστημα της παραμονής του στη γαλλική επαρχία ήταν άκρως παραγωγικό, αφού τελείωσε συνολικά τρεις μεταφράσεις ιατρικών έργων (μία στα γαλλικά και δύο στα αγγλικά), ενώ παράλληλα προετοίμαζε με ταχείς ρυθμούς τις γαλλικές μεταφράσεις των Χαρακτήρων του Θεόφραστου και του Περί αέρων, υδάτων, τόπων του Ιπποκράτη, οι οποίες όμως λόγω της οικονομικής κρίσης εκδόθηκαν μόλις το 1799 και το 1800 αντιστοίχως.
Με την έκδοση του έργου του Ιπποκράτη, ο Κοραής δικαίως πλέον συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους κορυφαίους φιλολόγους και ελληνιστές της Ευρώπης. Οι κριτικές σημειώσεις και διορθώσεις του στα αρχαία κείμενα, τις οποίες χρησιμοποιούσαν –με την άδειά του– οι εκδότες των αρχαίων κειμένων, φανέρωναν τη φιλολογική του δεινότητα και τον έκαναν περιζήτητο μεταξύ των Γάλλων και μη εκδοτών, οι οποίοι επιζητούσαν επίμονα συνεργασία μαζί του. Παρά την εγνωσμένη αξία του, ωστόσο η ιστορική συγκυρία στη Γαλλία και ο περήφανος χαρακτήρας του δεν τον βοηθούσαν να εξασφαλίζει, σε πολλές περιπτώσεις, ούτε καν τα απαραίτητα προς επιβίωση. Αποδέκτες των παραπόνων και των εκκλήσεών του για ενίσχυση ήταν οι πιστοί του φίλοι Λώτος και ο Κεύνος, που τον καλούσαν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Παρότι γνώριζε ότι το ταξίδι στην πατρίδα ίσως αποτελούσε λύτρωση από τις κακουχίες του βίου, η «ηδονή της σπουδής», όπως ανέφερε, ήταν αυτή που συνέχιζε να τον κρατάει στην Γαλλία.
Το όραμα της «γραικογαλλικής δημοκρατίας». To 1797 τα Ιόνια νησιά πέρασαν από τον ζυγό των Βενετών στον έλεγχο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Αυτή η εξέλιξη γέμισε ελπίδες τον Κοραή για απελευθέρωση ολόκληρης της Ελλάδας με τη βοήθεια των Γάλλων. Από εκείνη τη χρονική στιγμή και μετά, χωρίς να παραμελήσει το φιλολογικό του έργο, θα ασχοληθεί με την πνευματική και συνειδησιακή αφύπνιση των συμπατριωτών του, κάτι που, όπως πίστευε, θα τους οδηγούσε στην ελευθερία. Η πρώτη σχετική προσπάθεια καταγράφεται το 1798, όταν κατά την αναζήτηση εκδότη για μια ελληνική μετάφραση κάποιου άγνωστου σε εμάς έργου, επισήμανε στον φίλο του Σαρντόν ντε λα Ροσέτ την επιθυμία του να γράψει στον πρόλογο ένα σημείωμα, με το οποίο θα επιχειρούσε να αφυπνίσει τις ψυχές των ομοφύλων του ώστε να αντισταθούν στην οθωμανική κυριαρχία, αποφεύγοντας ωστόσο πολιτικές αντεγκλήσεις και εμπόλεμη σύρραξη. Η μετριοπαθής στάση του Κοραή μπορούσε να εξηγηθεί από το κλίμα πολιτικής και στρατιωτικής τρομοκρατίας που βίωνε στο Παρίσι· εντούτοις αυτό δεν σήμαινε πως όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, δεν γινόταν η στάση του πιο ριζοσπαστική.
Κάτι τέτοιο συνέβη το 1798, όταν εκδόθηκε ένα φυλλάδιο με τίτλο Διδασκαλία Πατρική… εις ωφέλειαν των Ορθοδόξων Χριστιανών, στο οποίο ο φερόμενος ως συγγραφέας πατριάρχης Ιεροσολύμων Άνθιμος καλούσε τους πιστούς να μην παρασυρθούν από τις φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης που σχεδίαζε «δια να κατακρημνίση τους λαούς εις την απώλειαν και ακαταστασίαν». Η άμεση αντίδραση του Κοραή ήταν να εκδώσει δικό του φυλλάδιο προς τους Έλληνες της οθωμανικής επικράτειας, αντιμαχόμενος το φιλοτουρκικό κείμενο. Στην Αδελφική Διδασκαλία, όπως ήταν ο τίτλος, αναφέρθηκε αρχικά στην πρόσφατη θανάτωση του Ρήγα Βελεστινλή από τους Τούρκους, καλώντας τους εμπόρους της ελληνικής παροικίας στην Τεργέστη, πόλη όπου είχε συλληφθεί ο Ρήγας, να μεταφέρουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στα απελευθερωμένα νησιά του Ιονίου. Στο κυρίως μέρος του κειμένου του αμφισβητούσε την πατρότητα της Διδασκαλίας Πατρικής, διερωτώμενος πώς ένα τόσο απροκάλυπτα φιλοτουρκικό και αντίθετο στα προτάγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας φυλλάδιο θα μπορούσε να έχει γραφτεί από Έλληνα πατριάρχη. Τόνιζε ότι το μόνο αίσθημα που όφειλε να διακατέχει τους υπόδουλους Έλληνες ήταν το «άσπονδο μίσος και το πάθος της αντίστασης κατά της τυραννίας».
Πέρα από τη δημοσίευση της Αδελφικής Διδασκαλίας, ο Κοραής προέβη σε πολιτικές ενέργειες, ζητώντας από τον Ναπολέοντα να επισπεύσει την πραγματοποίηση των σχεδίων του για την απομάκρυνση των Τούρκων από την Ελλάδα. Η πίστη του ότι η Γαλλία θα βοηθούσε τους Έλληνες στον απελευθερωτικό τους αγώνα ενισχυόταν και από τη συμπαράταξη Ελλήνων πατριωτών στο πλευρό του Ναπολέοντα που εκστράτευσε στην Αίγυπτο (1798–1801). Εμφορούμενος από τα ανάλογα συναισθήματα, έγραψε έναν εθνεγερτικό θούριο με τίτλο Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας μαχόμενων Γραικών, το οποίο κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1800. Στον πατριωτικό αυτό ύμνο ο Κοραής, με αφορμή την απόβαση των Γάλλων στην Αίγυπτο, καλούσε τους Έλληνες να αντισταθούν στην τούρκικη τυραννία και οραματιζόταν τη σύσταση «γραικογαλλικής δημοκρατίας».
Διάγοντας μια περίοδο χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας, ο Κοραής συνέχισε την εθνεγερτική του δράση, δημοσιεύοντας και τρίτο φυλλάδιο (Σάλπισμα Πολεμιστήριον) απευθυνόμενο στους Έλληνες μαχητές της Αιγύπτου και τους απανταχού υπόδουλους Γραικούς, τους οποίους καλούσε να ξεσηκωθούν: «Ο καιρός της εκδικήσεως έφθασε, και από τούτον καιρόν άλλον αρμοδιώτερον ποτέ δεν θέλετε επιτύχει». Στο κείμενό του δεν δίσταζε να επικαλεστεί και το παράδειγμα των αρχαίων Ελλήνων, ζητώντας από τους σύγχρονους να σταθούν αντάξιοί τους.
Παρ’ όλα αυτά, το όραμα του Κοραή για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων με τη σύμπραξη των Γάλλων διαλύθηκε πολύ γρήγορα εξαιτίας της αποχώρησης εκείνων από την Ανατολή: τα Ιόνια παραδόθηκαν στον ρωσοτουρκικό στόλο, οι Γάλλοι αποχώρησαν ηττημένοι από την Αίγυπτο και τα σχέδια του Βοναπάρτη για συνέχιση του πολέμου στη Συρία εγκαταλείφθηκαν. Μια αναλαμπή στην απογοήτευση του Κοραή ήταν η θετική ανταπόκριση των Σουλιωτών (τότε βρίσκονταν υπό την πολιορκία του Αλή πασά) στο Άσμα Πολεμιστήριον, το οποίο τους είχε αποστείλει μέσω του Ηπειρώτη φίλου και συνεργάτη του Αλέξανδρου Βασιλείου. Οι Σουλιώτες, μάλιστα, ενημέρωναν τον Κοραή ότι επιθυμούσαν να στείλουν στο Παρίσι τον Χριστόφορο Περραιβό για να τον συναντήσει. Στην απάντησή του ο Κοραής τους επισήμαινε ότι οι Έλληνες δεν μπορούν να ελπίζουν με τα νέα δεδομένα στη βοήθεια των Γάλλων. Δεν παρέλειψε ωστόσο να εκθειάσει τα ηρωικά τους κατορθώματα, τα οποία είχαν γίνει γνωστά σε όλη την Ευρώπη, και τους έστελνε το μήνυμα να αντισταθούν στις βουλές του πασά, γιατί «ο ελεύθερος άνθρωπος είναι το πλέον πολύτιμον πράγμα απ’ όσα σκεπάζει ο ουρανός και βλέπει ο ήλιος».
Αφοσιωμένος στην πνευματική αναμόρφωση των Ελλήνων. Παρά την απογοήτευσή του για την τροπή των πραγμάτων στο θέμα της ελληνικής επανάστασης κατά των Τούρκων, η καταξίωσή του ως λόγιου συνεχώς διευρυνόταν και όλο και περισσότεροι Έλληνες και ξένοι πρόσβλεπαν στη συνεργασία και τη φιλία του. Μεταξύ των φίλων του ήταν ο φιλόσοφος Φραγκίσκος Τυρό (Fr. Thurot) και ο γεωγράφος Μπαρμπιέ ντυ Μποκάζ (Barbié du Bocage). Επίσης, έγινε μέλος της νεοσύστατης «Εταιρείας των Ανθρωποπαρατηρητών», η οποία είχε σκοπό την έρευνα του ανθρώπου σε όλες του τις πτυχές (βιολογική, πνευματική και ηθική), ενώ το 1801 ορίστηκε μέλος τριμελούς επιτροπής για την έκδοση των Γεωγραφικών του Στράβωνα στα γαλλικά. Η συμμετοχή του στην έκδοση αυτή ήταν κομβική για τη ζωή του, καθώς πέραν της σπουδαιότητάς της, του εξασφάλισε και ισόβια σύνταξη, ύψους δύο χιλιάδων φράγκων ετησίως, κατ’ εντολή του Ναπολέοντα,.
Εκείνη την περίοδο θα συνάψει συμφωνία με τον τυπογράφο Εβεράρτο (J.M. Eberhart) για την έκδοση των βιβλίων του, ενώ μετά από πολλές πιέσεις θα συμφωνήσει και με τον εκδοτικό οίκο των Διδότων (Didot), οι οποίοι ειδικεύονταν στις πολυτελείς εκδόσεις. Ωστόσο, έθεσε ως όρο να μην αναγράφεται το όνομά του ως φιλολογικού επιμελητή, καθώς ήθελε οι εκδόσεις που έφεραν το όνομά του να είναι οικονομικά προσιτές στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Το 1803 ο Αλέξανδρος Βασιλείου εγκαταστάθηκε στη Βιέννη· μια ιδιαίτερα ευνοϊκή εξέλιξη για τον Κοραή, αφενός γιατί ο Βασιλείου ανέλαβε τη διαχείριση των εκδόσεών του και αφετέρου για τον ρόλο του ως κοινωνού των ελληνικών πραγμάτων στον τομέα της παιδείας και του πολιτισμού. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Εμμανουήλ Φραγκίσκος, ο Κοραής με την πολύτιμη συνδρομή του Βασιλείου επέλεξε τρεις τρόπους για να συμβάλλει στη διαμόρφωση των νέων οι οποίοι θα επέβαιναν οι εκφραστές μιας αναγεννώμενης Ελλάδας.
Πρώτον, με την έκδοση βιβλίων που θα είχαν αποδέκτες κατά κύριο λόγο τους ομογενείς του⸱ εξάλλου όλο και περισσότεροι Έλληνες νέοι κατέφταναν στο Παρίσι και σε άλλες χώρες για σπουδές. Έτσι, το 1802 εξέδωσε το έργο του Ιταλού στοχαστή του Διαφωτισμού Καίσαρα Βεκκαρία (Cesare Beccaria) Περί αμαρτημάτων και ποινών, μεταφρασμένο από τα ιταλικά με χορηγία του Βασιλείου. Σύμφωνα με τον Κοραή, ήταν η κατάλληλη ώρα για να εφαρμοστούν στο πρώτο ανεξάρτητο στον ελληνικό χώρο κράτος, την Επτάνησο Πολιτεία, που είχε ιδρυθεί το 1800, οι αρχές της δικαιοσύνης και οι θεσμοί που περιγράφονταν στο βιβλίο του Βεκκαρία.
Δεύτερον, ο Κοραής σκόπευε να καθοδηγήσει τους κοινοτικούς και σχολικούς φορείς που θα αναλάμβαναν την οργάνωση των σχολείων της Ελλάδας και να συνεισφέρει στον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών τους. Έτσι, αποδέχτηκε πρόθυμα μαζί με τον Βασιλείου την πρόταση να γίνουν επίτροποι της Ακαδημίας του Άθω, η οποία μόλις είχε ξεκινήσει εκ νέου τη λειτουργία της, έχοντας ως κύρια αποστολή να την εφοδιάζουν με βιβλία. Αποστολές βιβλίων οργάνωσαν και για τη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων, όπως και για τη Σχολή των Κυδωνιών στη Μικρά Ασία, την Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και την Ηγεμονική Σχολή του Ιασίου στη Μολδοβλαχία. Επιπλέον, ο Κοραής δέχτηκε πρόταση από τους επιτρόπους του Σχολείου της Σμύρνης να επιστρέψει στην πατρίδα του και να αναλάβει τη σχολαρχία. Μολονότι αρνήθηκε ευγενικά την πρόταση αυτή, τους αντιπρότεινε μέτρα ριζικής αναμόρφωσης για το εκπαιδευτικό σύστημα, σύμφωνα με το γαλλικό πρότυπο. Στην Ελλάδα, εν αντιθέσει με τη Γαλλία, τα παιδιά αισθάνονται τα σχολεία «ως δεσμωτήρια διά την δυσκολίαν της παραδόσεως και την τυραννικήν αγριότητα των διδασκάλων», τους έγραφε, ενώ τόνιζε ότι η παιδεία είναι δικαίωμα όλων και όχι μόνο των πλουσίων.
Όσον αφορά τον τρίτο τρόπο συμβολής του στην προάσπιση των ελληνικών συμφερόντων, επιδίωκε να προβάλλει την αναγεννητική προσπάθεια των Ελλήνων στους Γάλλους διανοουμένους, οι οποίοι είτε δεν γνώριζαν είτε αδιαφορούσαν για τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Αυτό ακριβώς έπραξε τα Χριστούγεννα του 1802, όταν με την ιδιότητα του τακτικού μέλους της «Εταιρείας Ανθρωποπαρατηρητών», παρουσίασε ενώπιον πλήθους λογίων και διανοουμένων της γαλλικής κοινωνίας, σχετικό «Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι». Στο υπόμνημά του ο Κοραής, αφού πρώτα απαριθμούσε τα δεινά του υπόδουλου ελληνικού έθνους και επισήμαινε την απαιδευσιά και τις δεισιδαιμονικές αντιλήψεις που επικρατούσαν για αιώνες στη χώρα, υπογράμμιζε τη μεγάλη μεταβολή την περίοδο εκείνη στην πατρίδα του με τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, την οικονομική άνθηση περιοχών, όπως η Ύδρα και η Χίος, λόγω του εμπορίου, την ίδρυση σχολείων, τη μετάβαση όλο και περισσότερων Ελλήνων για σπουδές στα πανεπιστήμια της Δύσης, την υποστηρικτική στάση της θρησκείας προς τις επιστήμες κ.λπ.
Κατά την περίοδο 1804–1809 ο Κοραής, έχοντας πάντα ως πρωτεύοντα στόχο την αναμόρφωση της παιδείας του γένους, προχώρησε με εντατικούς ρυθμούς στην έκδοση κειμένων αρχαίων συγγραφέων με κριτική επεξεργασία, σχόλια και σημειώσεις. Το πρώτο από αυτά ήταν τα Αιθιοπικά του Ηλιόδωρου το 1804, με εκδότη τον Βασιλείου, και ακολούθησαν το 1807 το έργο του Ισοκράτη (Λόγοι και Επιστολαί) και το 1809 το πρώτο μέρος των Βίων παραλλήλων του Πλούταρχου. Επιπλέον, προετοίμασε και εγκαινίασε το 1805 τη σημαντικότερη εκδοτική του σειρά με αρχαία κείμενα (από τον Όμηρο έως τους συγγραφείς των πτολεμαϊκών χρόνων), την «Ελληνική Βιβλιοθήκη», με χορηγία των αδελφών Ζωσιμάδων.
Παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, συνέχιζε να λαμβάνει επιστολές και να δέχεται επισκέψεις στο σπίτι του (συνήθως τις Κυριακές, όπως το είχε καθιερώσει) από Έλληνες και ξένους που ήθελαν να τον γνωρίσουν, ζητώντας του συμβουλές για το έργο τους ή την κρίση του για διάφορα θέματα, ενώ πολλοί ήταν οι νεαροί που ζητούσαν να γίνουν μαθητές του. Μεταξύ των Ελλήνων με τους οποίους συναντιόταν συχνότερα ήταν οι σπουδαστές Δημήτριος Σχινάς και Κωνσταντίνος Νικολόπουλος και οι ιερωμένοι Θεόφιλος Καΐρης και Νεόφυτος Βάμβας.
Αναφορικά με την επιστολογραφία, ανάμεσα στις αναρίθμητες επιστολές που έστελνε και δεχόταν, ξεχωρίζουν αυτές των λογίων Δωρόθεου Πρώιου, Βενιαμίν Λέσβιου, Αθανάσιου Ψαλίδα, Άνθιμου Γαζή, Κωνσταντίνου Κούμα, Νεόφυτου Δούκα, Ζηνόβιου Πωπ, Δημήτριου Δάρβαρη, Γρηγορίου Κωνσταντά και άλλων πολλών. Επίσης, είχε τακτική επικοινωνία με εμπόρους, οι οποίοι ήθελαν να τον συνδράμουν οικονομικά ή να τον διευκολύνουν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στο έργο του. Ο Μιχαήλ Ζωσιμάς, εκπροσωπώντας και τους αδελφούς του, όπως και ο Θωμάς Σπανιολάκης υπήρξαν χορηγοί των εκδόσεων του Κοραή και από τις πιο στενές επαφές του με τον εμπορικό κόσμο. Το ίδιο ισχύει και για τον Ιάκωβο Ρώτα και τον Παντιά Ράλλη, οι οποίοι τον θαύμαζαν και ενστερνίζονταν τις ιδέες του για την πνευματική αφύπνιση του γένους.
Η στάση του στο γλωσσικό ζήτημα. Ο Κοραής δεν έμεινε αμέτοχος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα που άρχισε το 1809. Αντί να ακολουθήσει κάποια από τις τρεις τάσεις όπως τις όριζε ο ίδιος (αρχαϊστές, δημοτικιστές και μιξελληνίζοντες), επέλεξε μια διαφορετική και εντελώς προσωπική, η οποία μπορεί να ήταν μια μέση λύση, όπως το μεικτό ιδίωμα των μιξελληνιζόντων, αλλά διαφοροποιούνταν σημαντικά από αυτό. Η θεωρία του στηριζόταν στο σκεπτικό ότι οι σπουδασμένοι θα έπρεπε να κατέβουν προς τους αμαθείς και αυτοί αντιστρόφως να ανέβουν προς τους μορφωμένους. Η νέα γλώσσα που θα προέκυπτε θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένη από ξενισμούς και εκζητήσεις που υπαγόρευε η άκριτη υιοθέτηση τύπων της καθαρεύουσας στην ομιλούμενη γλώσσα. Ωστόσο, η μορφή τελικά που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα ήταν μια εξέλιξη της αρχαϊστικής τάσης η οποία πόρρω απείχε από τη θεωρία του Κοραή.
Ως απόρροια της στάσης του στο γλωσσικό ζήτημα, ο Κοραής είχε να αντιμετωπίσει τις συκοφαντίες και ύβρεις των ιδεολογικών του αντιπάλων (Νεόφυτος Δούκας, Στέφανος Κομμητάς, Παναγιώτης Κοδρικάς κ.ά.), οπαδών στην πλειονότητά τους της αρχαϊστικής παράταξης, τις οποίες αντέκρουε με ψυχραιμία επιδιώκοντας να μην οξύνει τους τόνους. Από όλες τις επιθέσεις εναντίον του, οι δύο που τον πλήγωσαν περισσότερο, σύμφωνα με τον Εμμ. Φραγκίσκο, ήταν: α) η έκδοση του Φαναριώτη λόγιου Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού με τίτλο Κορακιστικά (1813), που αποτελούσε σάτιρα της γλωσσικής θεωρίας του Κοραή, και β) η κλήση του σε απολογία (1815) από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως λόγω κάποιων σημειώσεών του στον τρίτο τόμο από το έργο του Πλούταρχου (σειρά «Ελληνική Βιβλιοθήκη»), με τίτλο Στοχασμοί αυτοσχέδιοι περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης (1811), οι οποίες θεωρήθηκαν βλάσφημες.
Παρά τη δημιουργικότητά του που έπαιρνε σάρκα και οστά στις συνεχείς εκδόσεις και το κύρος που είχε αποκτήσει μεταξύ των λογίων, η εύθραυστη ψυχοσωματική υγεία του Κοραή συνέχιζε να τον ταλαιπωρεί κάθε φορά που κάτι διατάρασσε το έργο και κατ’ επέκταση τη ζωή του. Τέτοιο γεγονός ήταν η αποτυχία να υιοθετηθεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε εισηγηθεί στο Άγιο Όρος ή οι κατά καιρούς δυσκολίες στη συνεργασία του με τους Ζωσιμάδες. Επίσης, οι πιο προσωπικές συναισθηματικές αναστατώσεις, όπως ο θάνατος του γιού του πρωτοψάλτη Λώτου και του Κεύνου ή η καταστροφή του Σουλίου, επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό την ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, φτάνοντάς τον στο τέλος της δεκαετίας του 1810 σε σημείο να σκέφτεται ξανά την αυτοχειρία.
Η διάθεσή του όμως επανήλθε γρήγορα, διότι του απονεμήθηκε το βραβείο της δεκαετίας 1800–1810 το οποίο είχε θεσπιστεί για να δοθεί στις καλύτερες εκδόσεις αρχαίων κλασικών που είχαν εκδοθεί στη Γαλλία τη συγκεκριμένη περίοδο. Το βραβείο τού απονεμήθηκε το 1810 για την έκδοση του Περί αέρων, υδάτων, τόπων του Ιπποκράτη και σίγουρα αποτέλεσε την ύψιστη ανάμεσα στις πολλές τιμητικές διακρίσεις που έλαβε στη ζωή του. Ωστόσο, το παράπονό του ήταν ότι δεν κατέλαβε ποτέ κάποια θέση σε ακαδημαϊκό ίδρυμα της χώρας, παρότι στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος. Δεν επιλέχθηκε ποτέ λόγω της άρνησής του να επισκεφθεί τους εκλέκτορες ακαδημαϊκούς, κάτι που θεωρούσε αναξιοπρεπές.
Από την αρχή της νέας δεκαετίας έως το τέλος του 1815 συνέχισε την έκδοση της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» και των Παρέργων, μιας συλλογής με έργα συγγραφέων που δεν ανήκαν στους λεγόμενους κλασικούς. Είναι ενδεικτικό της εργώδους προσπάθειάς του ότι στο διάστημα αυτό δημοσιεύθηκαν δέκα τόμοι των σειρών αυτών και δύο ακόμη της γαλλικής έκδοσης του Στράβωνα. Ο λόγος της μεγάλης αυτής εκδοτικής παραγωγής ίσως σχετιζόταν και με τη διαίσθηση του Κοραή ότι πλησίαζε το τέλος της συνεργασίας του με τους αδελφούς Ζωσιμάδες, φόβος που τελικά επιβεβαιώθηκε το 1814, με αιτιολογία τις αυξανόμενες ζημίες στις επιχειρήσεις τους. Από τότε και στο εξής ο Κοραής ανέλαβε μόνος του την έκδοση των βιβλίων του, έχοντας πάντα τη βοήθεια του Βασιλείου και των συμπατριωτών του από τη Χίο, οι οποίοι αγόραζαν πολλά αντίτυπα των έργων του.
Η μάχη του Βατερλώ τον Ιούνιο του 1815 και η επακόλουθη πτώση του Ναπολέοντα στοίχισαν πολύ στον Κοραή, καθώς είχε στηρίξει πολλές ελπίδες στον Γάλλο ηγεμόνα για την απελευθέρωση των Ελλήνων. Άλλωστε ο Ναπολέων υπήρξε θαυμαστής και προστάτης του Κοραή. Την ίδια χρονιά, ο Νεόφυτος Βάμβας έφυγε για τη Χίο προκειμένου να αναλάβει τη διεύθυνση της εκεί Σχολής, του μετέπειτα Γυμνασίου. Τον Βάμβα τον είχε υποδείξει ο Κοραής, ο οποίος είχε αναλάβει να οργανώσει και να εφοδιάσει τη Βιβλιοθήκη της Σχολής. Μάλιστα, το 1885 η Βιβλιοθήκη προς τιμήν του μεγάλου φιλολόγου μετονομάστηκε σε Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής».
Το 1817 και το 1818 σημαδεύτηκαν από τους θανάτους των δύο ίσως σημαντικότερων συμπαραστατών του Κοραή. Στα τέλη του 1817 πέθανε αιφνιδίως ο Στέφανος Κλαβιέ και στις αρχές του 1818, άρρωστος από τύφο, ο Αλέξανδρος Βασιλείου. Ξέχωρα από τη μεγάλη θλίψη του, ο Κοραής έπρεπε να βρει αντικαταστάτη του Βασιλείου, ο οποίος πάνω από 15 χρόνια αποτελούσε το δεξί του χέρι. Αυτός ήταν ο έμπορος Ιάκωβος Ρώτας (βλ. προηγουμένως). Το 1820 ο Ρώτας αναχώρησε οικογενειακώς για το νησί του την Τζιά και ο Παντελής Μαυρογορδάτος, Χιώτης έμπορος από την Τεργέστη, ανέλαβε να τον αντικαταστήσει.
Το διάστημα 1816–1820 ο Κοραής θα συνεχίσει τις εκδόσεις παλιών και νέων βιβλίων του. Τα δύο νέα του βιβλία του ήταν Τα εις εαυτόν του Ρωμαίου φιλόσοφου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου (1816) που εκδόθηκαν στα Πάρεργα, με προλεγόμενα αφιερωμένα στη νεολαία της Χίου («προς τα Χία μειράκια»), και η ανατύπωση του Περί αέρων, υδάτων, τόπων του Ιπποκράτη, με μόνο ελληνικά προλεγόμενα «προς τους σπουδάζοντας την ιατρικήν ομογενείς νέους». Με τις δύο νέες αυτές εκδόσεις ο Κοραής επιδίωκε να αναδείξει ορισμένες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας: στο πρώτο βιβλίο καταδείκνυε την απουσία κοινωνικής δικαιοσύνης και στο δεύτερο στηλίτευε την αμάθεια και την αισχροκέρδεια όσων εκμεταλλεύονταν την ανάγκη του λαού για ιατρική περίθαλψη.
Το 1820, σε μια άλλη παρεμφερή παρέμβασή του σχετική με τις δημόσιες πρακτικές, κατέκρινε από τις στήλες του Λογίου Ερμή όπου αρθρογραφούσε για χρόνια, τη δαπάνη χρημάτων σε εκδόσεις που δεν ανήκαν στις άμεσες προτεραιότητες της παιδείας και πρότεινε να ιδρυθεί ταμείο με σκοπό τη χορήγηση υποτροφιών για σπουδές στην Ευρώπη και τη δανειοδότηση εκδόσεων που θα ωφελούσαν το Γένος στην τρέχουσα περίσταση. Επισημαίνεται ότι ο Λόγιος Ερμής απηχούσε τις απόψεις του Κοραή, ενώ ειδικά μετά το 1820, που τη διεύθυνση ανέλαβε ο Χιώτης Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, το περιοδικό απέκτησε έναν ιδιαίτερα χιωκεντρικό χαρακτήρα. Ο Κοκκινάκης επιδοκίμαζε σε κάθε ευκαιρία το Γυμνάσιο και τη Βιβλιοθήκη της Χίου, προτεραιότητες και του ίδιου του Κοραή, και περιαυτολογώντας υπενθύμιζε ότι το περιοδικό εκδιδόταν από Χιώτες και έπρεπε να συνεχίσει να εκδίδεται από αυτούς.
Η συμβολή του στην Ελληνική Επανάσταση. Ένα χρόνο από πριν την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο Κοραής, σε συναντήσεις του με ομογενείς, αναφερόταν στα απελευθερωτικά κινήματα των ημερών σε Ισπανία, Πορτογαλία, Νάπολη, υποστηρίζοντας ότι αφετηρία τους ήταν η εξάπλωση της παιδείας και ότι με τους βραδείς ρυθμούς των αλλαγών η Ελλάδα δεν ήταν ακόμα έτοιμη να κηρύξει πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Ήταν τέτοια η δυσπιστία του για την επιτυχή έκβαση μιας πιθανής ελληνικής επανάστασης, που σε επιστολή του το 1819 προς τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, μετέπειτα εκτελεστή της διαθήκης του, απέκλειε το ενδεχόμενο ο ίδιος και οι Έλληνες της γενιάς του να ζούσαν την ημέρα της απελευθέρωσης της Ελλάδας.
Πάντως, σε άλλη επιστολή του το 1818 προς τον Ιωάννη Ρώτα, άφηνε να εννοηθεί ότι προαισθανόταν το ξέσπασμα της επανάστασης: «Βλέπω τον οργασμόν των πνευμάτων … ώστε ήρχισα να φοβούμαι, όχι μη φωτισθή το γένος, αλλά μη, πριν αποκτήση φώτα αρκετά, κεφαλαί τινες ενθουσιαστικαί επιχειρήσωσι προ του πρέποντος καιρού την συντριβήν του ζυγού, και γέννη η έσχατη πλάνη χείρων της πρώτης».
Ωστόσο, όταν ο Κοραής πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, άφησε κατά μέρος τις επιφυλάξεις του και τάχθηκε αναφανδόν στο πλευρό της. «Χαίρω χαράν δεν εμπορείς να φαντασθής πόσην .... Είκοσι έτη ηλικίας ολιγότερα να είχα, ούτε θεοί ούτε δαίμονες ήθελαν μ’ εμποδίσειν», έγραφε στον Παντελή Βλαστό τον Μάιο του 1821. Πεποίθησή του ήταν ότι δυσκολότερος και από τον αγώνα της απελευθέρωσης θα ήταν αυτός της οικοδόμησης μιας ελεύθερης και ευνομούμενης πολιτείας, στηριζόμενης σε θεσμούς που θα εγγυούνταν την επιβίωση και την πρόοδό της. Γι’ αυτό τον λόγο, προς το τέλος του 1821, εξέδωσε στη σειρά της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» τα Πολιτικά του Αριστοτέλη, παραθέτοντας στα προλεγόμενα σκέψεις του με αναφορές σε είδη αρχαίων πολιτευμάτων και γραπτά σύγχρονων Ευρωπαίων στοχαστών γύρω από τους θεσμούς και τις αξίες που πρέπει να διέπουν μια σύγχρονη πολιτεία: κοινοβουλευτικό αβασίλευτο πολίτευμα, αξιοκρατία στη στελέχωση πολιτικών και διοικητικών θέσεων, κοινωνική δικαιοσύνη, υποχρεωτική εκπαίδευση, επαγγελματική και τεχνική μαθητεία και απασχόληση των νέων, σωματική άσκηση και μουσική αγωγή, αυτονόμηση της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κ.λπ. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ιστορικό Αλέξη Πολίτη, σταθερή ανησυχία του Κοραή δεν ήταν μόνο ο σχηματισμός ενιαίας εθνικής διοίκησης, αλλά και ο περιορισμός των «Τουρκογερόντων», δηλαδή των Φαναριωτών, των ιερωμένων, ιδίως των καλογήρων, και των κοτσαμπάσηδων, όπως δηκτικά τους αποκαλούσε.
Το σπίτι του στη rue Madame μετατράπηκε σε επιτελικό γραφείο της Επανάστασης, που συγκέντρωνε αδιαλείπτως πληροφορίες για τον αγώνα των Ελλήνων και προωθούσε τα συμφέροντα των πατριωτών στο εξωτερικό. Όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία του, ο Κοραής αντάλλασσε επιστολές με ηγέτες του Αγώνα (τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Ανδρέα Μιαούλη, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κ.ά.), καθώς και με διεθνείς πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, όπως o υπουργός Εξωτερικών της Πορτογαλίας, ένας αντιπρόσωπος της ισπανικής Βουλής, ο πρόεδρος του φιλελληνικού συνεδρίου της Γερμανίας και προσωπικότητες με επιρροή στην αγγλική κυβέρνηση.
Ένα γεγονός που τον πτόησε σημαντικά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης ήταν η καταστροφή της Χίου το 1822. Οι σκέψεις του για την τύχη των προσφύγων, τον πιθανό αφελληνισμό της χιακής νεολαίας και εν τέλει την ανάκτηση της Χίου δεν σταμάτησαν να τον απασχολούν, καθ’ όλη την Επανάσταση μέχρι το τέλος της ζωής του. Από την άλλη βέβαια πλευρά, την ίδια χρονιά η ψήφιση του πρώτου Συντάγματος του απελευθερωμένου ελληνικού εδάφους στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον χαροποίησε ιδιαίτερα, με αποτέλεσμα να προχωρήσει στη μετάφρασή του στα γαλλικά και στη συνέχεια και σε άλλες γλώσσες. Επιπλέον, συνέταξε βελτιωτικές παρατηρήσεις επί των άρθρων του Συντάγματος ή προσθήκες όπου εντόπιζε παραλείψεις. Παρ’ όλα αυτά, οι «Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος» δεν εκδόθηκαν ποτέ· βρέθηκαν στα κατάλοιπά του και δημοσιεύθηκαν το 1933.
Το 1823 αντάλλαξε επιστολές με τον Τόμας Τζέφερσον, πρώην Αμερικανό πρόεδρο, τον οποίο είχε γνωρίσει πιθανόν κατά τη δεκαετία του 1810 στο Παρίσι (τα πρωτότυπα τεσσάρων επιστολών του Τζέφερσον προς τον Κοραή βρίσκονται στην Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής»). Ο Κοραής ζητούσε από τον Τζέφερσον τις γνώσεις του για το αμερικανικό μοντέλο διακυβέρνησης, το οποίο θεωρούσε ως το υπόδειγμα που έπρεπε να ακολουθήσουν οι Έλληνες ώστε να συγκροτήσουν τη δική τους δημοκρατική πολιτεία. Τον ίδιο χρόνο θα επανακυκλοφορήσει και το Περί αμαρτημάτων και ποινών και το Σάλπισμα Πολεμιστήριον σε δεύτερη έκδοση, εμπλουτισμένη και τροποποιημένη με γνώμονα τις περιστάσεις της Επανάστασης.
Φοβούμενος το διαρκώς οξυνόμενο διχαστικό κλίμα μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, τον Αύγουστο του 1823 ο Κοραής έστειλε μακροσκελή επιστολή στις αρχές του Ναυπλίου, με σειρά εκκλήσεων και υποδείξεων ώστε η «ευγενής συνερισία» μεταξύ των Ελλήνων να αντικαταστήσει τις «φιλονικίες και τις διχόνοιες» και να διαφυλάξει μαζί με τη δικαιοσύνη την «κατακτημένη με αίμα ανεξαρτησία». Τον ίδιο σκοπό υπηρετούσε και η έκδοση τον επόμενο χρόνο πέντε μικρών συγγραμμάτων από τα Ηθικά του Πλούταρχου, τα οποία περιλάμβαναν διδάγματα για την αποφυγή της διχόνοιας μέσω της καλλιέργειας της παιδείας.
Μέχρι το 1827 ο Κοραής κυκλοφόρησε αλλεπάλληλες εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, συνοδευόμενες από εκτενή προλεγόμενα σχετικά με θέματα ηθικής και πολιτικής και επίκεντρο τα συμφέροντα των Ελλήνων. Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις αυξημένες δαπάνες των εκδόσεων δέχτηκε χορηγία από την Προσωρινή Διοίκηση καθώς και από Έλληνες επιχειρηματίες του εξωτερικού (Γεώργιος Ριζάρης, Αλέξανδρος Μαύρος, αδελφοί Ράλλη κ.ά.).
Μετά τη βράβευσή του το 1810 από τη γαλλική πολιτεία για το έργο του, είχε έρθει η σειρά της Ελλάδας να τον τιμήσει με κάθε επισημότητα. Στις 9 Απριλίου 1827, η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη συμβολή του Κοραή στην ελληνική παιδεία και κατ’ επέκταση στον αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους, εξέδωσε σχετικό ψήφισμα. «Το έθνος συνομιλεί με τα βιβλία σου και φωτίζει το πνεύμα και την καρδίαν του, ευχόμενον να μη παύσης τού να κοινοποιής τ’ αγαθά σου φρονήματα εις τους συμπολίτας σου συμβουλεύων τα κοινά συμφέροντα», ανέφερε μεταξύ άλλων το ψήφισμα.
Ρήξη με τον Καποδίστρια. Ο σημαίνων ρόλος του Κοραή στη νέα πορεία του ελληνισμού αναδείχθηκε και από την επίσκεψη που δέχτηκε το 1827 στο σπίτι του στο Παρίσι από τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είχε στο μεταξύ ανακηρυχθεί από την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας νέος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους. Ο Καποδίστριας κατά το ταξίδι του από τη Γενεύη στην Ελλάδα έκανε μια στάση στο Παρίσι για να επισκεφθεί τον Κοραή και να τον συμβουλευτεί εν όψει των νέων του καθηκόντων. Για τα επόμενα τρία χρόνια η σχέση τους συνέχισε να είναι αγαστή, με τον κυβερνήτη να ζητά τακτικά τις συμβουλές του Κοραή και αυτόν με τη σειρά του να τον επαινεί και να του αποστέλλει αντίτυπα των έργων του. Ωστόσο, μετά το 1830 ο Καποδίστριας, στην προσπάθεια του να επιβληθεί στους πολιτικούς του αντιπάλους και να θέσει τις βάσεις για την πολιτεία που οραματιζόταν, άρχισε να παίρνει αυταρχικά και σε πολλές περιπτώσεις αντιδημοκρατικά μέτρα, προκαλώντας τις αντιδράσεις προσωπικοτήτων που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στην επαναστατική και μετεπαναστατική πορεία του Έθνους.
Ίσως επηρεασμένος από τους αντιμαχόμενους τον Καποδίστρια και από τη μονομερή πληροφόρηση που του παρείχαν, ο Κοραής θα προβεί στην έκδοση δύο διαλόγων με τίτλο Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από τους Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις διά να μη δουλωθή εις Χριστιανούς τουρκίζοντας, τονίζοντας με δηκτικό τρόπο στον πρώτο από αυτούς ότι «δεν εσφάγη ποτέ τυραννία με σφαγήν τυράννων». Ως απάντηση, η κυβέρνηση Καποδίστρια απαγόρευσε την έκδοση των δημοσιευμάτων, χαρακτηρίζοντας τον συντάκτη τους «ξεμωραμένο γέρο». Μάλιστα, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831), οι επιθέσεις προς τον Κοραή από την φιλοκαποδιστριακή πλευρά συνεχίστηκαν με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα, κατηγορώντας τον ως ηθικό αυτουργό.
Τελευταίες εκδόσεις και θάνατος. Το 1828 ο Κοραής έκλεινε τα 80 του χρόνια, με τις σωματικές του δυνάμεις συνεχώς να λιγοστεύουν, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο με την πνευματική του διαύγεια και τη δημιουργικότητά του. Έτσι προέκυψε το τελευταίο του έργο με τίτλο Άτακτα (τέσσερις τόμοι κυκλοφόρησαν από το 1828 έως το 1832 και ο πέμπτος μετά τον θάνατό του, το 1835). Στο εν λόγω έργο ο Κοραής καταπιάστηκε κυρίως με τη γλωσσογραφική ύλη της νεοελληνικής γλώσσας, δημιουργώντας ένα συστηματικό λεξικό στο οποίο κάθε λέξη συνοδευόταν από την ετυμολογία, τις σημασίες, την τοπική χρήση και τον συσχετισμό της με αντίστοιχα νοήματα των κλασικών και άλλων γλωσσών. Τέλος, το 1831 κυκλοφόρησε και την έκδοση Συνέκδημος Ιερατικός, ένα θρησκευτικό έργο με σχόλια του Κοραή σχετικά με τις επιστολές του Απόστολου Παύλου. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε σε αυτή την έκδοση η προσωπική του κριτική καταχωρισμένη στα προλεγόμενα, όπου καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα της ορθόδοξης Εκκλησίας.
Αποκαμωμένος και κλεισμένος στο σπίτι το τελευταίο διάστημα της ζωής του, ο Κοραής είχε την παρέα των λιγοστών νέων συνεργατών και φίλων (όλοι οι παλαιότεροι είχαν αποβιώσει), οι οποίοι τον φρόντιζαν από κοινού. Στις 18 Μαρτίου 1833 εξαιτίας μιας πτώσης τραυμάτισε –όχι σοβαρά– τον δεξί του μηρό, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί ακόμα περισσότερο η κλονισμένη του υγεία. Λίγες μόνο μέρες αργότερα, στις 6 Απριλίου, κατέληξε. Η κηδεία του έγινε παρουσία πλήθους ομογενών και Γάλλων φίλων στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς στο Παρίσι. Αμέσως μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε και η αυτοβιογραφία του, την οποία είχε ολοκληρώσει από το 1829, ενώ το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο, την πολύτιμη βιβλιοθήκη του, την κληροδοτούσε στο Γυμνάσιο της Χίου. Το 1877, με πρωτοβουλία της τότε ελληνικής κυβέρνησης, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε μεγαλοπρεπές μνήμα, εκπληρώνοντας έστω και συμβολικά την επιθυμία του να βρεθεί στην πατρίδα του, που τόσο αγάπησε και τόσα πολλά πρόσφερε σε αυτή, αλλά δεν έμελλε ποτέ να γνωρίσει.
Έργα του Α. Κοραή
Αδαμάντιος Κοραής, Αλληλογραφία, τόμ. Α΄: 1964, τόμ. Β΄: 1966, τόμ. Γ΄: 1979, τόμ. Δ΄: 1982, τόμ. Ε΄: 1983, τόμ. Στ΄: 1984, εκδ. επιτροπή: Κ.Θ. Δημαράς, Ά. Αγγέλου, Αικατερίνη Κουμαριανού, Ε.Ν. Φραγκίσκος, Αθήνα, ΟΜΕΔ.
Αδαμαντίου Κοραή, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Α΄ (πρόλογος Κ.Θ. Δημαράς): 1986, τόμ. Β΄ (πρόλογος Ε.Ν. Φραγκίσκος): 1988, τόμ. Γ΄ πρόλογος Λουκία Δρούλια): 1990, τόμ. Δ΄ (πρόλογος ανωνύμου), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1995.
Αδ. Κοραή Άτακτα, ανατύπωση με εισαγωγή Στερ. Φασουλάκη, Χίος, τόμ. Α΄: 1991, τόμ. Β΄: 1998, τόμ. Γ΄: 1998, τόμ. Δ΄1: 2009, τόμ. Δ΄2: 2010, τόμ. Ε΄1: 2012, τόμ. Ε΄2: 2012.
Πολιτικά φυλλάδια (1798–1831) του Αδ. Κοραή, εισαγωγικό κείμενο: Λουκία Δρούλια, Αθήνα, ΚΝΕ / ΕΙΕ, 1983.
Βιβλιογραφία για τον Α. Κοραή και το έργο του
Αγγέλου, Ά., Ο Παπατρέχας / Αδαμάντιος Κοραής, Αθήνα, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, 1970, 1992.
Αποστολόπουλος, Δ. / Ε.Ν., Φραγκίσκος, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Βιβλιογραφία 1945–1995, Αθήνα 1998.
Γκίνης, Δ.Σ., Τα ανώνυμα έργα του Κοραή. Βιβλιογραφικό δοκίμιο, Αθήνα 1948.
Δασκαλάκης, Α.Β., Κοραής και Καποδίστριας. Οι κατά του Κυβερνήτου λίβελλοι, Αθήνα 1958.
Δασκαλάκης, Α.Β., Ο Αδαμάντιος Κοραής και η ελευθερία των Ελλήνων, Αθήνα 1979.
Δημαράς, Κ.Θ., Ο Κοραής και η εποχή του, Αθήνα, Αετός, 1953 (στη σειρά «Βασική Βιβλιοθήκη», αρ. 9).
Δημαράς, Κ.Θ., Ιστορικά Φροντίσματα. Β΄ Αδαμάντιος Κοραής, Πορεία, 1996.
Διήμερο Κοραή 29 και 30 Απριλίου 1983. Προσεγγίσεις στη γλωσσική θεωρία, τη σκέψη και το έργο του Κοραή, Αθήνα, ΚΝΕ / ΕΙΕ, 1984.
Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραήν, Επιτροπή Ανεγέρσεως Ανδριάντος Αδαμάντιου Κοραή εν Χίω, Αθήνα 1965.
Η Εκατονταετηρίς του Αδαμαντίου Κοραή. Λόγοι εκφωνηθέντες και πεπραγμένα της Επιτροπής του εορτασμού, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 1935.
Ηλιού, Φ., Γράμματα από το Άμστερνταμ, Αθήνα 1976.
Ηλιού, Φ., Ιδεολογικές χρήσεις του κοραϊσμού στον εικοστό αιώνα, Αθήνα 1989, 2003.
Hellénisme et Hippocratisme dans l’Europe méditerranéenne : autour de D. Coray, συμπόσιο 20–21 Μαρτίου στο Μονπελλιέ (Université de Montpellier III), 1999.
Θερειανός, Δ., Αδαμάντιος Κοραής, τόμ. 1–3, Τεργέστη 1889–1890.
Καββάδας, Σ., Η εν Χίω Βιβλιοθήκη Κοραή (Ιστορία, Κατάλογος Χειρογράφων), Αθήνα 1933.
Καββάδας, Σ., «Αφιερώσεις προς Κοραήν», Έρανος εις Αδαμάντιον Κοραήν, Αθήνα 1965, σ. 209–227.
Καλοσπύρος, Ν. Α.Ε., Ο Αδαμάντιος Κοραης ως κριτικός φιλόλογος και εκδότης, διδακτορική διατριβή, τόμοι 1–2, Αθήνα 2006.
«Κοραής», Διαβάζω, αφιέρωμα, 82 (30 Νοεμβρίου 1983), Αθήνα.
«Κοραής», Νέα Εστία, αφιέρωμα, 114/1.355 (Χριστούγεννα 1983).
Κουμαριανού, Αικατερίνη, «Αδαμάντιος Κοραής: η παιδεία, η πολιτική και το έθνος», Άνθρωποι και Ιδέες, Κείμενα για τον Διαφωτισμό και τον ελληνικό κόσμο (18ος–20ός αι.), Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2013, σ. 25–118.
Κουκουρίδης, Κ., Ο Κοραής και η Χίος, Αθήνα, Νέστορας, 1993.
Κουρνούτος, Γ.Π., «Το αγιοταφίτικο της Σμύρνης και η οικογένεια Κοραή», Αθήνα, 53 (1949), σ. 28–59.
Μάμουκας, Α., Αδαμάντιος Κοραής. Βίος και έργα, επιμ. Σ. Φασουλάκης, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1989.
«Μορφές της Εθνεγερσίας – Αδαμάντιος Κοραής», Καθημερινή, «Επτά Ημέρες», Αθήνα 2001.
Πολίτης, Α., «“Αν ήρχιζε μετά είκοσι χρόνους… Ο Κοραής, οι κοινωνικές ιδέες του Διαφωτισμου και η Ελληνική Επανάσταση», Ο Ερανιστής, 26 (2008), σ. 241–254.
Πρακτικά Συνεδρίου «Κοραής και Χίος» (Χίος 11–15 Μαΐου 1983), τόμ. Α΄: 1984, τόμ. Β΄: 1985 (μόνο ανάτυπα), Αθήνα.
Φραγκίσκος, Ε.Ν., Αδαμάντιος Κοραής, Τα Νέα, «Ιστορική Βιβλιοθήκη: Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας», επιστημονική επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Αθήνα 2010.