Ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος γεννήθηκε το 1786 στη Σμύρνη. Ο πατέρας του, Γεώργιος (Χατζή-Γεωργάκης) Νικολόπουλος ή Κολέσης, κατασκευαστής κεραμιδιών στο επάγγελμα, καταγόταν από την Ανδρίτσαινα και λέγεται ότι εγκατέλειψε την πατρίδα του σε ηλικία 20 χρονών, όταν είδε το βιός του να καταστρέφεται από τους Τούρκους εξαιτίας της συμμετοχής του στα Ορλωφικά (1770). Η μητέρα του, Παναγιώτα Μαντζουράνη, με καταγωγή από τη Σμύρνη, ήταν η δεύτερη γυναίκα του Γεώργιου και ήταν μαία.
Ο Κωνσταντίνος φοίτησε αρχικά στο σχολείο της Σμύρνης, φανερώνοντας από νωρίς την κλίση του στα γράμματα, ενώ ξεκίνησε να δημιουργεί την προσωπική του συλλογή βιβλίων. Μάλιστα σε ηλικία μόλις 14 ετών κατάρτισε τον πρώτο κατάλογο βιβλίων του. Στα 18 του μετακόμισε στο Βουκουρέστι, όπου διέμενε ο ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης που ήταν έμπορος. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του ως δάσκαλος, ενώ παράλληλα εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος σε αρχοντικό σπίτι της πόλης.
Όμως οι μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, σε συνδυασμό με τις φιλελεύθερες ιδέες που αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή στο Παρίσι και τόσο τον γοήτευαν, τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει το 1806 τη Ρουμανία, αναζητώντας καλύτερη τύχη στη γαλλική πρωτεύουσα. Οι γονείς του και ο αδελφός του Ιωάννης εναντιώθηκαν σε αυτή του την απόφαση, αλλά δεν μπόρεσαν να τον αποτρέψουν.
Στόχος του Νικολόπουλου ήταν να φοιτήσει σε κάποια από τις ανώτατες σχολές του Παρισιού και να κερδίσει την εύνοια του ινδάλματός του, του Αδαμάντιου Κοραή (1748–1833), που ζούσε στο Παρίσι από το 1788. Μπορεί, σε πρώτη φάση, να μην πέτυχε τίποτα από τα δύο, ωστόσο η παρουσία του εκεί μόνο απαρατήρητη δεν πέρασε. Αποφασισμένος να πετύχει, εισχώρησε στους ελληνικούς και γαλλικούς κύκλους του Παρισιού και εργάστηκε ως δάσκαλος παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα φιλολογίας και λογοτεχνίας. Ιδιοφυής και ευρυμαθής καθώς ήταν, γρήγορα έτυχε καθολικής αναγνώρισης από τους ελληνιστές της εποχής, οι οποίοι τον επαινούσαν για τη διδακτική του ικανότητα.
Το 1808 δημιουργήθηκε, με τη συμμετοχή και του Νικολόπουλου, από Έλληνες του Παρισιού η «Εταιρεία» ή «Ακαδημία», η οποία εξελίχθηκε στο «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο». Μεταξύ των σκοπών της «Εταιρείας» ήταν και η ίδρυση πρότυπων παιδαγωγικών σχολών όπου για πρώτη φορά εκπαιδεύονταν δάσκαλοι. Για το εγχείρημα αυτό δεν ήταν ενήμερος ο Κοραής, του οποίου την εμπιστοσύνη προσπαθούσε με υπομονή και επιμονή να κερδίσει ο Νικολόπουλος. Όταν το 1810 ο σπουδαίος Έλληνας λόγιος έμαθε για τη συμμετοχή του Έλληνα δασκάλου στην «Εταιρεία», οι δύο άνδρες παροδικά απομακρύνθηκαν⸱ παρ’ όλα αυτά, ο Κοραής είχε πλέον πειστεί για το ποιόν του Νικολόπουλου ως ανθρώπου («άριστος ομογενής») και ως επαγγελματία («μόνος άξιος Έλληνας φιλόλογος στο Παρίσι»). Στη σύσφιξη της μεταξύ τους σχέσης συντέλεσε και η συμπαράταξή τους στην ομάδα των Ελλήνων λογίων, οπαδών του Διαφωτισμού, που επιδίωκαν την αυτονόμηση της παιδείας από τη θρησκεία.
Γύρω στο 1810, ο Νικολόπουλος έγινε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο «Athenaeum» του Παρισιού, ενώ εργάστηκε και σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, μεταξύ αυτών στο λύκειο του Ιζιντόρ Γκιγιέ στο Μαραί. Ταυτόχρονα δίδασκε ελληνική μουσική. Μουσικοσυνθέτης και ο ίδιος, μεταξύ άλλων, μελοποίησε ελληνικά κείμενα για φωνή, χορωδία και πιάνο, σύνθεσε τρεις ρομάντσες, λειτουργική μουσική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ ευτύχησε να δει το όνομά του στην Biographie universelle des musiciens, το παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό των μουσικών του F.J. Fétis (τόμ. 7ος, 1841). Επιπλέον, ασχολήθηκε με την έκδοση και επιμέλεια κειμένων, κυρίως Ελλήνων κλασικών, και αρθρογραφούσε ή έγραφε βιβλιοκρισίες, προσπαθώντας να ενισχύσει τα λιγοστά εισοδήματά του, σε περιοδικά όπως το The Classical Journal, η Revue Encyclopédique, ο Λόγιος Ερμής, η Μέλισσα (εκδότης του περιοδικού, που κυκλοφόρησε από το 1819 έως το 1821, ήταν ο ίδιος ο Νικολόπουλος) κ.ά. Τη βαθιά κλίση του στα ελληνικά φανέρωνε, σύμφωνα με τον μελετητή του Γερμανό αρχαιολόγο Ιωσήφ Φινκ, και η ονομασία «Αγαθόφρων», όπως ήθελε να τον αποκαλούν, που υποδείκνυε και την προσωπικότητά του.
Από το 1813 και μέχρι τη συνταξιοδότησή του εργάστηκε –αρχικά ως γραμματέας και από το 1833 ως υποβιβλιοθηκάριος– στη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου της Γαλλίας (Institut de France). Όπως ήταν φυσικό, η θέση του εκεί του έδωσε τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με συγγραφείς, καθηγητές και λόγιους της Γαλλίας, δημιουργώντας προσωπικές σχέσεις με αρκετούς από αυτούς. Αυτές τις γνωριμίες ο Νικολόπουλος δεν τις χρησιμοποίησε για προσωπικό όφελος, αλλά για τη διάδοση του φιλελληνισμού και τη στήριξη του Απελευθερωτικού Αγώνα εναντίον των Τούρκων. Εξάλλου, και η προσωπική του βιβλιοθήκη που δημιουργήθηκε με μεγάλες οικονομικές θυσίες, καθώς τα έσοδά του ήταν πενιχρά, μαρτυρούσε πέρα από την αγάπη του για τα βιβλία και τα γράμματα και την επιθυμία του να συνεισφέρει στην ανανέωση της ελληνικής παιδείας και της ελληνικής γλώσσας, η οποία θα έφερνε την αναγέννηση της χώρας.
Η απόφαση που πήρε το 1838 να δωρίσει τη βιβλιοθήκη του στην Ανδρίτσαινα, τον τόπο καταγωγής του πατέρα του, επιβεβαίωνε περίτρανα την αγάπη του για την πατρίδα. Επιπλέον, πρόθεσή του ήταν να επιστρέψει και ο ίδιος στην κωμόπολη της Αρκαδίας «προς διάδοσιν των ολίγων φώτων» που είχε λάβει στην «πεφωτισμένην Γαλλίαν», όπως έγραφε ο ίδιος στη δωρητήρια επιστολή του προς τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο Ανδρίτσαινας, προτρέποντάς τους να φροντίσουν για την ίδρυση σχολείου ελληνικού και αξιόλογου, «όπερ αφ’ ου συν θεώ έλθω εις Ανδρίτζαιναν κατά τον μέγα μου πόθον, κατασταθήσεται, ως ελπίζω, κοινή Ακαδημία δι’όλην την Πελοπόννησον».
Πράγματι, ο Δήμος Ανδρίτσαινας αποδέχτηκε την προσφορά του Νικολόπουλου και δύο χρόνια μετά, το 1840, τα βιβλία του μεταφέρθηκαν ακτοπλοϊκώς μέσα σε 47 κιβώτια από το Παρίσι στο Ναύπλιο και από εκεί με ζώα στην Ανδρίτσαινα όπου τοποθετήθηκαν προσωρινά στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, κοντά στο σχολείο. Ωστόσο, το σχέδιο του Νικολόπουλου έμεινε ημιτελές, καθώς, λίγες μέρες προτού αναχωρήσει και ο ίδιος για τη γενέτειρα του πατέρα του, τραυματίστηκε στο χέρι καθαρίζοντας τα βιβλία του. Το τραύμα επιμολύνθηκε και στις 12 Ιουνίου 1841 κατέληξε από δηλητηρίαση του αίματος. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και τα έξοδα ανέλαβαν φίλοι του και το Ινστιτούτο. Μετά από πολλά χρόνια τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Ανδρίτσαινα.
O Κωνσταντίνος «Αγαθόφρων» Νικολόπουλος υπήρξε πιστός υπηρέτης των γραμμάτων και της διδασκαλίας, συγκροτώντας μια μοναδική ιδιωτική βιβλιοθήκη για τα δεδομένα ολόκληρης της Ευρώπης του 18ου και του 19ου αιώνα. Επιπροσθέτως, χωρίς να διαθέτει τα υλικά εφόδια, τις εγκύκλιες σπουδές και τα χαρίσματα ομότεχνών του, αφοσιώθηκε στη λογιοσύνη και επαινέθηκε από τις ξακουστές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του, προεξάρχοντος του Α. Κοραή, αλλά και τους μεταγενέστερους, χωρίς όμως να καταφέρει να θεωρηθεί εφάμιλλός τους. Δηλωτικό αυτής της προσωπικής του ματαίωσης, το σημείωμα με τα λόγια του, γραμμένο στα γαλλικά, που βρέθηκε σε ένα από τα βιβλία του: «Έζησα στον κόσμο αυτό είναι αλήθεια. Εσύχνασα όμως πολύ λίγο στη μεγάλη κοινωνία. Υπήρξα ένας απλός θεατής, ενώ άλλοι έπαιξαν ένα ρόλο. Προσπαθούσα να είμαι ξέγνοιαστος κάθε ημέρα⸱ η μωρία του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων είναι περισσότερο ένα αντικείμενο γέλιου παρά σκυθρωπότητας».
Αναμφίβολα τα βιβλία της δωρεάς του, που στεγάζονται σήμερα στη Νικολοπούλειο Βιβλιοθήκη στην Ανδρίτσαινα, συνιστούν σπουδαία προσφορά στην πατρίδα, την οποία τόσο αγάπησε χωρίς να κατορθώσει να τη γνωρίσει ποτέ από κοντά.
Βιβλιογραφία για τον Κ. Νικολόπουλο
Δημάκης, Ι., «Η συνεργασία του Κωνστ. Νικολόπουλου στο γαλλικό τύπο από το 1821 ως το 1824», ανάτυπο από το περιοδικό Ο Ερανιστής, έτος Β΄, αρ. 43, 2 (1964), Αθήνα.
Δημαράς, Κ.Θ., «Ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος και η βιβλιοθήκη του», Ανδρίτσαινα. Η Βιβλιοθήκη Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, Αθήνα, Ελληνική Εταιρεία Βιβλιοφίλων, 1981, σ. 1–13.
Δημαράς, Κ.Θ., Ιστορικά Φροντίσματα Β΄. Αδαμάντιος Κοραής, Αθήνα, Πορεία, 1996, σ. 49, 144, 162, 222, 231, 232.
Καρατζάς, Σ., «Ο Αγαθόφρων Λακεδαιμόνιος και το παρισινό περιοδικό Μέλισσα», Πελοποννησιακά, 3–4 (1958–1959), Αθήνα, σ. 241–262.
Καρατζάς, Σ., Κοραής και Νικολόπουλος, Collection de l’Institut Français d’Athènes, Αθήνα, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών / Institut Français d’Athènes, 1949.
Καρούζου, Σέμνη, «Εξιστόρηση της ζωής του. Αγαθόφρων Νικολόπουλος», Ανδρίτσαινα. Η πέτρινη πολιτεία, Πολιτιστικός Σύνδεσμος Νέων Ανδρίτσαινας, 1984, σ. 111–120.
Κωνστάντζος, Γ., Κωνσταντίνος Αγαθόφρων Νικολόπουλος. Τόμος πρώτος: η ζωή και το έργο του, διδακτορική διατριβή, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Μουσικών Σπουδών, 2009.
Πολίτης, Α., «Εισαγωγή», Η Βιβλιοθήκη του Κωνσταντίνου Αγαθόφρονος Νικολόπουλου στην Ανδρίτσαινα. Κατάλογος, Αθήνα, ΚΝΕ / ΕΙΕ, 1987, σ. 19–39.
Φινκ, Ι., Η αρκαδική αποστολή του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου, Αθήνα 1980.