Ο Ιουστινιανός Α΄ είναι ο κτήτορας της πιο σημαντικής ίσως μονής της Χριστιανοσύνης, που διατηρείται ακέραια μέχρι σήμερα από την παλαιοχριστιανική εποχή. Συμβολίζει τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς ιδρύθηκε σε μια περιοχή όπου μεσουρανούσε ο αρειανισμός, και ήδη από τα μέσα του 7ου αιώνα, μετά την αραβική εισβολή στην Αίγυπτο, αποκόπηκε από τον κορμό της Αυτοκρατορίας. Υπήρξε, θα έλεγε κανείς, φάρος της Χριστιανοσύνης, τον οποίο σεβάστηκαν οι οπαδοί του Μωάμεθ όπως και ο ίδιος, ενώ τα συριακά και αραβικά χειρόγραφα που θησαυρίζονται στη βιβλιοθήκη της, μαζί με τον τεράστιο πλούτο των ελληνικών χαρτώων και περγαμηνών κωδίκων, αναδεικνύουν τον υπερεθνικό χαρακτήρα της.
Η Μονή αυτή στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου του Σινά και στους πρόποδες του Όρους του Μωυσέως ονομάστηκε από τον 9ο αιώνα Μονή της Αγίας Αικατερίνης και οικοδομήθηκε σε μια περιοχή όπου ήταν εγκατεστημένοι αναχωρητές από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, σύμφωνα με μαρτυρίες περιηγητών και επισκεπτών από τον 4ο αιώνα (Κοντογιάννης, Σινά). Το περιτειχισμένο μοναστήρι στο Σινά ανεγέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, όπως μαρτυρούν ο Προκόπιος και ο Ευτύχιος, μετά από παράκληση μιας πρεσβείας ερημιτών που ζούσαν στο Όρος του Μωυσέως. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του συγκροτήματος της μονής παραπέμπει σε οχυρό, καθώς το Καθολικό, τα καταλύματα και όλα τα βοηθητικά κτίσματα περιτειχίστηκαν και έτσι μετατράπηκε σε πραγματικό φρούριο με πύργους, προμαχώνες και πύλες. Εδώ, ωστόσο, μας ενδιαφέρει κυρίως η βιβλιοθήκη της, που διατηρείται ανέπαφη ανά τους αιώνες από την εποχή της κτίσεώς της.
Η βιβλιοθήκη και το αρχειοφυλάκιο της μονής του Σινά αντιπροσωπεύουν όλες τις πτυχές της συλλογής και οργάνωσης χειρόγραφου και έντυπου υλικού κάθε είδους, έτσι ώστε να καλύπτουν και να εξυπηρετούν τόσο τις πρακτικές και διοικητικές ανάγκες μιας μονής, όσο και την ενασχόληση των μοναχών με τη Λειτουργία αλλά και τις πνευματικές και συγγραφικές τους δραστηριότητες. Δεν διαθέτουμε κάποια εμπεριστατωμένη μελέτη για το χρονικό της ιδρύσεώς της, τον διαχρονικό εμπλουτισμό και τη λειτουργία της, και δεν γνωρίζουμε επίσης, από ασφαλή θέση, κατά πόσο οργανώθηκε βιβλιογραφικό εργαστήρι με συγκεκριμένο αντιγραφικό και εκδοτικό προσανατολισμό, ή αν περιστασιακά καλλιγράφοι μοναχοί επιδόθηκαν στην αναπαραγωγή κωδίκων, υπακούοντας σε καθαρά δικές τους επιθυμίες (Αρχ., 172-173).
Το χρονικό της βιβλιοθήκης. Ένας πρώτος πυρήνας βιβλίων είχε συγκροτηθεί από τον 6ο αιώνα στα χρόνια του Ιουστινιανού, ενώ είναι επίσης πιθανόν να δωρήθηκε στη μονή από το αυτοκρατορικό περιβάλλον ένας αριθμός αναγκαίων βιβλίων, όπως το Ψαλτήρι, τα Ευαγγέλια κ.ά. Εκατό περίπου χρόνια μετά την ίδρυση της Mονής προκύπτει, από τον Οδηγό του Αναστασίου του Σιναΐτη, ότι στη βιβλιοθήκη της θησαυρίζονταν και έργα των Εθνικών, όπως οι Κατηγορίες του Αριστοτέλη.
Περιηγητές και προσκυνητές που την επισκέφθηκαν κατά διαστήματα μας κληροδότησαν διάφορες μαρτυρίες, οι οποίες ωστόσο δεν αναφέρονται σαφώς στη βιβλιοθήκη και τον πλούτο της. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον 18ο αιώνα, πιο συγκεκριμένα το 1761, οπότε ο Vitaliano Donati καταγράφει στο οδοιπορικό του μια μάλλον θλιβερή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει η βιβλιοθήκη και τα διάφορα χειρόγραφα που βρίσκονταν σε αποθηκευτικούς χώρους (Νικολόπουλος, Έντυπα, 354). Η βιβλιοθήκη που εντόπισε ο Donati ήταν αυτή που οικοδομήθηκε και οργανώθηκε επί Αρχιεπισκόπου του Σινά Νικηφόρου Μαρθάλη το 1734, όπως μαρτυρεί και η σχετική αναθηματική επιγραφή, ο οποίος μάλιστα είχε εμπιστευθεί στον μοναχό Ησαΐα τη σύνταξη σχετικού καταλόγου. Ωστόσο, ο πρώτος γνωστός κατάλογος της βιβλιοθήκης εκπονήθηκε από τον μοναχό Κοσμά, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και χρονολογείται στα 1740 (Αρχ., 174).
Το αρχείο. Το αρχείο της μονής του Σινά εμπεριέχει κάθε μορφής λυτό και σταχωμένο βιβλιακό υλικό, που προέρχεται κυρίως από τις εξής πηγές: τα μετόχια της Μονής, την αλληλογραφία με την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία διαφόρων χωρών και τις καταγραφές που απεικονίζουν την πρακτική της λειτουργίας της στην καθημερινότητα (Ντιγκμπασάνης, Αρχείο, 361-363). Δεν διασώζονται αυτοκρατορικά έγγραφα από την εποχή του Ιουστινιανού σχετικά με το καθεστώς και τα προνόμιά της, αντίστοιχα με αυτά που θησαυρίζονται στη μονή του Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, ούτε άλλα πατριαρχικά σιγίλια της πρώιμης εποχής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε, με την κατάληψη της Χερσονήσου του Σινά από τους Άραβες τον 7ο αιώνα, κάθε διοικητική εξάρτηση της μονής από την αυτοκρατορική πρωτεύουσα διεκόπη. Το αραβικό όμως τμήμα του αρχείου της διαθέτει επιστολογραφικό υλικό που αναδεικνύει τη σχέση της με τον αραβικό κόσμο, όπως λόγου χάρη αντίγραφα της Ιεράς Διαθήκης (Αχτιναμέ), δηλαδή του επίσημου κειμένου που είχε επικυρώσει κατά την παράδοση ο ίδιος ο Μωάμεθ με τα προνόμια της Μονής. Ιδιαίτερα πλούσιο είναι το αρχείο από τον 16ο αιώνα και εξής, και σ’ αυτό περιλαμβάνονται λατινικά, ενετικά, ισπανικά, ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά και γαλλικά έγγραφα –ορισμένα από τα τελευταία μάλιστα φέρουν τη ναπολεόντεια σφραγίδα.
Από το αρχειακό αυτό υλικό φανερές είναι οι προσπάθειες και οι αγώνες των ηγουμένων της Μονής να ασφαλίσουν με ειδικά προνόμια το μοναστηριακό συγκρότημα από εχθρικές επιβουλές, να διατηρήσουν τις φορολογικές απαλλαγές αλλά και να διαφυλάξουν την ειρήνη των μοναχών και των πολυάριθμων προσκυνητών. Μία άλλη επιδίωξη των μελών του ηγουμενείου ήταν η διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονταν έξω από τα τείχη της Μονής και ήταν διάσπαρτα σε διάφορα μέρη της Μεσογείου. Ανάμεσα στο υλικό που καθρεφτίζει την καθημερινή λειτουργία της περιλαμβάνονται τα Αβαντάρια, όπου καταγράφονται τα περιουσιακά στοιχεία της, τα Κατάστιχα, με τα έξοδα των μοναχών, τα Μοναχολόγια, με τα ονόματα των μοναχών, οι Απανταχούσες, δηλαδή τα έγγραφα των αρχιεπισκόπων ή άλλων αρχιερέων της Μονής με τα οποία προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν χορηγίες και πολλά άλλα.
Χειρόγραφα – κώδικες. Ο κατάλογος των χειρογράφων της Μονής είναι ιδιαίτερα σημαντικός, όχι μόνο λόγω της αριθμητικής του έκτασης αλλά και εξαιτίας της παλαιότητας και της ιστορικής σημασίας ορισμένων κωδίκων. Ξεχωριστή θέση κατέχει ο Σιναϊτικός Κώδικας, δηλαδή πιθανότατα η μια από τις πενήντα Βίβλους που είχε παραγγείλει ο Μ. Κωνσταντίνος στον Ευσέβιο Καισαρείας για να υποστηρίξει τη λειτουργία των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών ιδρυμάτων της Κωνσταντινούπολης. Το σύνολο των χειρογράφων της Μονής με θεολογικά και κοσμικά κείμενα σε παπύρινους, περγαμηνούς και χαρτώους κώδικες εντυπωσιάζει κάθε επισκέπτη αλλά και ειδικό ερευνητή ακόμη, αφού αποτελείται από 4.430 περίπου τόμους, από τους οποίους 3.100 περίπου είναι ελληνικοί. Σαράντα τουλάχιστον από αυτούς καλλιγραφήθηκαν σε μεγαλογράμματη γραφή και χρονολογούνται από τον 8ο μέχρι τον 11ο αιώνα, όπως το Ευαγγέλιον Ουσπένσκυ, που χαρακτηρίζεται από την οξυκόρυφη κεκλιμένη γραφή του και ολοκληρώθηκε το 862/3. Ανάμεσα στα χειρόγραφα υπάρχουν και εικονογραφημένοι κώδικες, οι παλαιότεροι από τους οποίους τοποθετούνται χρονικά μετά την αραβική κατάκτηση (642). Παράλληλα, οι κώδικες αυτοί σηματοδοτούν και τις απαρχές μιας αντιγραφικής και καλλιτεχνικής ενασχόλησης των εκεί μοναχών, όπως τα Ψαλτήρια του 8ου και 9ου αιώνα, γραμμένα σε σκληρή περγαμηνή. Η μεγαλογράμματη γραφή τους, με δίγλωσσους συχνά τίτλους (ελληνικά-αραβικά), συμπληρώνεται από στοιχειώδη διακόσμηση με τη συνύφανση σταυρών, σε χρώμα κόκκινο, βαθύ πράσινο, ανοικτή ώχρα και καφέ, τα οποία αποτελούν διακριτικό των χειρογράφων που φιλοτεχνήθηκαν στη Μονή και εκφράζουν το ύφος του βιβλιογραφικού της εργαστηρίου. Μία πρωτότυπη σύνθεση φιλοτεχνήθηκε, για πρώτη φορά ίσως, σε κώδικα που περιέχει την Ουρανόδρομο Κλίμακα (10ος αιώνας): παράλληλα προς το κείμενο σχεδιάστηκε μια κλίμακα με διαγώνια πατήματα, στην κορυφή της οποίας ο Παντοκράτωρ ατενίζει τους αγγέλους που υποβοηθούν την αναρρίχηση των πιστών, ενώ στη βάση της ζωγραφίστηκε κοιμώμενος ο Ιακώβ. Αναφερθήκαμε στην εικονογράφηση αυτής της ουρανόδρομης κλίμακος επειδή αποτελούσε δημοφιλές ζωγραφικό θέμα της μοναστηριακής ζωής και απαντά τόσο στις μονές του Αγίου Όρους όσο και στα ορθόδοξα μοναστήρια της Σερβίας και της Ρουμανίας.
Ένα άλλο χειρόγραφο, φιλοτεχνημένο το 967 από κάποιον πρεσβύτερο Ευστάθιο (έναν ταπεινόν αμαρτωλόν), είναι το Ευαγγελιστάριο, το οποίο είναι γνωστό και ως το Ευαγγέλιο του Χωρήβ. Τα πολυάριθμα επίτιτλα και πρωτογράμματα και τα φανταχτερά του κοσμήματα χαρακτηρίζονται από γύπες και δράκοντες. Το ύφος και η καλλιτεχνική γραφή τους έχουν έντονη ανατολίτικη και μάλιστα σασσανιδική χροιά (Νικολόπουλος, Π., Έντυπα, 349-351).
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι σχέσεις της μονής του Σινά με την Κρήτη πύκνωσαν και το αναγεννησιακό κρητικό πνεύμα, με επιρροές από τις βενετσιάνικες καλλιτεχνικές και πνευματικές δημουργίες, επηρέασε με τη σειρά του και το σιναϊτικό βιβλιογραφικό εργαστήρι. Κατά την περίοδο αυτή αντιγράφηκαν πολλές Λειτουργίες με εικονογραφικά στοιχεία που διακρίνονται για τα πολύχρωμα και εξεζητημένα κοσμήματά τους, θυμίζοντας μάλλον το διακοσμητικό ύφος του ευρωπαϊκού μπαρόκ.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙΙΙ, Αθήνα, Κότινος, 2007, σ. 110–121.