Θέση. Η Ιερά Μονή Σταυρονικήτα βρίσκεται στο μέσον περίπου της ανατολικής πλευράς της αθωνικής χερσονήσου, πάνω σε μεγάλο απόκρημνο βράχο, μεταξύ των μονών Ιβήρων και Παντοκράτορος. Το κτιριακό της συγκρότημα με τον περιβάλλοντα χώρο συνθέτουν ένα ιδιαίτερα κομψό και εντυπωσιακό σύνολο. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις είναι από τις μικρότερες σε έκταση του Αγίου Όρους, όπως και η αυλή της. Ο αμυντικός πύργος και το υδραγωγείο με τους τοξωτούς πεσσούς συμπληρώνουν το όλο εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό συγκρότημα.
Κατέχει τη δέκατη πέμπτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις για την ίδρυση και την ονομασία της. Η επικρατέστερη τη θέλει να ιδρύεται στα τέλη του 10ου με αρχές του 11ου αιώνα από τον μοναχό Νικήτα, ενώ μια άλλη κάνει λόγο για δύο μοναχούς που την ίδρυσαν, τον Σταύρο και τον Νικήτα. Η ύπαρξη μονυδρίου με το όνομα «του Στραβονικήτα» μαρτυρείται στις αρχές του 11ου αιώνα σε σειρά τεσσάρων εγγράφων του Πρώτου του Όρους, όπου μεταξύ άλλων υπογράφει και ένας «Νικηφόρος μοναχός ο του Στραβονικήτα»: ο Νικηφόρος ήταν ίσως διάδοχος του Νικήτα. Αργότερα, ήδη τον 11ο αιώνα το όνομα παραλλάχθηκε χάριν ευφημισμού σε «Σταυροανικήτου», που εμφανίζεται έως τα μέσα του 12ου αιώνα, και σε «Σταυρονικήτα» που τελικά επικράτησε. Ως μονύδριο αναφέρεται σε έγγραφα του 12ου αιώνα (1108 και 1153). Στη συνέχεια, περιέπεσε σε αφάνεια, όπως συνάγεται από την απουσία ιστορικών μαρτυριών. Ως μικρή και ατείχιστη μονή δεν μπορούσε να επιζήσει στα παράλια λόγω της εξασθένησης των δυνάμεων του Βυζαντίου και παράλληλα των αντίξοων συνθηκών στα χρόνια της Φραγκοκρατίας αλλά και των πειρατών που επέδραμαν εναντίον των παραθαλάσσιων ιδίως μοναστηριών. Έρημο από μοναχούς, το 1287 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Πρώτου. Κατόπιν, για τη συντήρησή του, παραχωρήθηκε, ως Κελλί πλέον, σύμφωνα με τότε ισχύουσα πρακτική, αρχικά στη μονή Κουτλουμουσίου και αργότερα στη μονή Φιλοθέου. Ο πύργος του άλλωστε, όπως αναφέρεται, ήταν απολύτως απαραίτητος ως παρατηρητήριο για την ασφάλεια των Καρυών και της ενδοχώρας. Σε έγγραφο του 1313 η υπογραφή «Θεοδόσιος ο Σταυρονικήτα» είναι δηλωτική ανεξάρτητης μονής. Στο Τυπικό όμως του Αντωνίου (1393), η Σταυρονικήτα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των 25 μονών που αναφέρονται, καθώς εκείνη την εποχή δεν ήταν αυτοτελής μονή.
Την ιστορική πορεία της μονής Σταυρονικήτα μπορούμε να την παρακολουθήσει κανείς καλύτερα από τον 16ο αιώνα και εξής. Το 1535, ο ιερομόναχος Γρηγόριος, ηγούμενος της μονής Γηρομερίου στις Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έφτασε στο Άγιον Όρος, πιθανώς λόγω του πρόσφατου τότε θανάτου του αδελφού του Καλλίστου. Αγόρασε από τη μονή Φιλοθέου το «πρόπαλαι ὡς ἐρείπιον πεπαλαιωμένον» Κελλί για 4.000 άσπρα και ανέλαβε την ανοικοδόμησή του εν είδει μνημοσύνου του αδελφού του, που μάλλον είχε μονάσει εκεί. Πράγματι, το ανοικοδόμησε μερικώς και το 1536 εξασφάλισε σιγίλιο από τον φίλο του πατριάρχη Ιερεμία Α΄ «δι’ οὗ ἐπικυροῖ καὶ ἐπιβεβαιοῖ τὰ μετὰ τῆς μονῆς Φιλοθέου καὶ τοῦ ἐξάρχου Γρηγορίου συμπεφωνημένα περὶ τῆς εἰς αὐτὸν ἐκχωρήσεως τοῦ καθίσματος τοῦ Σταυρονικήτου». Με το σιγίλιο αυτό το Κελλί αναγνωριζόταν ως πατριαρχική και κυρίαρχη μονή και κατακυρώνονταν οι κτήσεις της (μεταξύ άλλων σπουδαία μετόχια στην Κασσάνδρα και τη Λήμνο). Μετά από λίγο πέτυχε και την παραχώρηση σε αυτήν της γειτονικής διαλυμένης μονής Φακηνού, που την κατείχε η μονή Παντοκράτορος, και έτσι διευρύνθηκε η ανεπαρκής έκτασή της. Ο Γρηγόριος απεβίωσε περί το 1538, «ἀτελὲς τὸ ἔργον καταλελοιπώς». Τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα κτίριά της, μερικά από τα οποία είχαν μείνει ημιτελή, άρχισαν να φθείρονται, ενώ μια πυρκαγιά επιδείνωσε την κατάσταση.
Οι εκπρόσωποι της Σύναξης, που ενδιαφέρονταν για την ύπαρξη σταθερού παρατηρητηρίου στο σημείο, «ἐκπόνως ἱκετεύοντες» τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Α΄ του ζήτησαν να αναλάβει προσωπικά τη φροντίδα της μονής. Αυτός κατέφθασε επιτόπου και από το 1540 έβαλε κύριο μέλημά του την ανοικοδόμησή της. Έτσι, «καὶ τὸν ναὸν μέγιστον καὶ θαυμαστὸν μετὰ ναρθήκων ἔκαμε καὶ τὸν ἱστόρησε ὡραιώτατα καὶ λαμπρὰ κελλία τῶν καλογήρων ἔκαμε καὶ πύργους καὶ τράπεζαν καὶ τοῖχον μέγαν καὶ δυνατὸν τὸν γύρον ἔκτισε καὶ ὥσπερ καστέλλι τὸ ἐκαλλώπισε». Την εφοδίασε επίσης με όλα τα απαραίτητα λειτουργικά σκεύη και την κατέταξε στα ήδη υπάρχοντα μοναστήρια. Επιπλέον αγόρασε από Τούρκο τιμαριούχο κτήμα στην Κασσάνδρα και το πρόσφερε στη μονή. Ο πατριάρχης, εκτός από τον κανονισμό λειτουργίας της, άφησε και διαθήκη που είχε τη μορφή μοναχικού τυπικού, στην εισαγωγή της οποίας αναφέρει τις προσπάθειες του Γρηγορίου και του ίδιου για την ανοικοδόμησή της. Με την ανακήρυξη του Κελλιού Σταυρονικήτα σε μονή ο Ιερεμίας Α΄ οριστικοποίησε τον αριθμό των μονών σε είκοσι, και αυτές, αφότου καθιερώθηκε το βακουφικό καθεστώς, έμειναν τα μόνα κυρίαρχα ιδρύματα του Αγίου Όρους.
Η μονή Σταυρονικήτα ωστόσο, που στις αρχές του 17ου αιώνα μετατράπηκε σε ιδιόρρυθμη, παρέμεινε από τις φτωχότερες του Αγίου Όρους.
Το 1607 ξέσπασε πυρκαγιά που κατέστρεψε κτίριά της. Αμέσως αναλήφθηκε σύντονη προσπάθεια για επισκευές και αποκαταστάσεις. Σύμφωνα με επιγραφή, το 1627–1628 πραγματοποιήθηκαν ανακαινιστικές εργασίες στο καθολικό. Το 1630 εκδόθηκε άδεια από την τουρκική διοίκηση για την οικοδόμηση τείχους. Το 1667 κτίστηκε το παρεκκλήσι των Αρχαγγέλων. Κατά την περίοδο της ηγεμονίας του άρχοντα της Βλαχίας Σερμπάν Καντακουζηνού (1679–1688) και με δική του χρηματοδότηση οικοδομήθηκε το υδραγωγείο της μονής με τη γνωστή από τα αρχαία χρόνια μορφή της τοξοστοιχίας. Διάφορα άλλα έργα εκτελέστηκαν με τα έσοδα της μονής των Αγίων Αποστόλων στο Βουκουρέστι, που είχε παραχωρήσει στη μονή Σταυρονικήτα ως μετόχι ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Γκίκας (1726–1749: τέσσερις περίοδοι ηγεμονίας). Πριν από το 1712 έγινε μοναχός στη μονή ο γιος του βόρνικου της Βλαχίας Πασχάλιος.
Το 1741, σύμφωνα με σημείωση του Κώδικα 387 της μονής Παντελεήμονος, το μοναστήρι «ἐκάηκεν», ενώ το 1743 έγινε το τέμπλο του καθολικού. Το 1770 ανακαινίστηκε, σύμφωνα με επιγραφή, η τράπεζα. Το 1797 αποσύρθηκε στη μονή Σταυρονικήτα ο πρώην πατριάρχης Νεόφυτος, για τον οποίο ο Γρηγόριος Ε΄ έστειλε επιστολή να τον σέβονται και να τον περιποιούνται όπως του αρμόζει.
Η μονή Σταυρονικήτα, αν και πτωχότερη από άλλες, κατόρθωνε να καλύπτει με σωφροσύνη και λιτότητα όλες τις ανάγκες της. Κατά την απογραφή του 1808 οι μοναχοί ανέρχονταν σε 48, εκ των οποίων οι 25 ζούσαν εντός των τειχών. Στα χρόνια ωστόσο της Ελληνικής Επανάστασης η Σταυρονικήτα δοκιμάστηκε σκληρά. Οι μοναχοί για να σωθούν την εγκατέλειψαν. Επέστρεψαν περί το 1830 και επιδόθηκαν σε προσπάθεια αποκατάστασης των ζημιών και οικοδόμησης νέων κτισμάτων.
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η μονή επλήγη τρεις φορές από πυρκαγιά (1864, 1874, 1879), με την τελευταία να είναι η χειρότερη. Αναγκάστηκε επομένως να συνάψει δάνεια δυσβάσταχτα, ανερχόμενα το 1890 σε 12.000 οθωμανικές λίρες, που την εξαθλίωσαν παντελώς. Την περίοδο αυτή, ο ρωσικός παράγοντας επιχείρησε να πάρει υπό την κατοχή του τη μονή μέσω του μοναχού Ναθαναήλ, αντιπροσώπου της μονής Παντελεήμονος στην Κοινότητα, ο οποίος είχε στα χέρια του και το απαιτούμενο χρηματικό ποσό. Στο μεταξύ, οι 34 Καλύβες της μονής είχαν καταληφθεί από Ρώσους, εκτός από μία που ανήκε σε Γεωργιανούς, και από τα έντεκα Κελλιά της τα έξι έπεσαν επίσης στα χέρια Ρώσων, με δύο από αυτά να στεγάζουν μεγάλο αριθμό μοναχών —της Θεοτόκου 25 και της Αγίας Τριάδος 30. Μετά βίας η μονή κατόρθωσε να γλιτώσει τον εκρωσισμό, αφού η κίνηση αυτή ματαιώθηκε με τον θάνατο του Ναθαναήλ το 1890. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως και οι Ρουμάνοι επιχείρησαν να αλώσουν τη Σταυρονικήτα τον καιρό της πτωχείας της, αλλά απέτυχαν. Στη συνέχεια η μονή τέθηκε υπό την κηδεμονία της Κοινότητας έως το 1902. Οι χορηγίες της ελληνικής κυβέρνησης και των προσκυνητών, καθώς και η συνετή διοίκηση του προηγουμένου Θεοφίλου Βατοπαιδινού, που ορίστηκε από την Κοινότητα επίτροπος της χρεωκοπημένης μονής (1893), εξυγίαναν τα οικονομικά της και την ανόρθωσαν.
Οικονομικές δυσχέρειες προκάλεσε και η αναγκαστική απαλλοτρίωση από το ελληνικό κράτος των μετοχίων της υπέρ των προσφύγων που έγινε το 1927–1928. Επίσης, κατά τη δεκαετία του 1960 η κατάστασή της ήταν δραματική, στελεχωμένη καθώς ήταν με μόλις 11 υπερήλικες μοναχούς. Στις αρχές της δεκαετίας αυτής η μονή αναγκάστηκε να πουλήσει το προσοδοφόρο μετόχι της στην Κασσάνδρα, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Σάνη». Το 1967 οι μοναχοί ήταν μόνο 4. Το 1968 νέα αδελφότητα, που μόναζε στην ιβηριτική σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, επάνδρωσε τη μονή, η οποία μετατράπηκε σε κοινόβιο με σιγίλιο του πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ και με ηγούμενο (1968–1990) τον αρχιμανδρίτη Βασίλειο Γοντικάκη, αποκτώντας νέο σφρίγος. Αναστηλώθηκε το 1986–1988, ενώ το 1996–2000 οι ρωγμές που είχαν δημιουργηθεί στον βράχο από τον σεισμό της Ιερισσού το 1932 αντιμετωπίστηκαν με στερεωτικές επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας.
Το 1990 συνοδεία μοναχών από τη Σταυρονικήτα υπό τον αρχιμανδρίτη Βασίλειο επάνδρωσε και επανέφερε στο κοινοβιακό σύστημα τη μονή Ιβήρων.
Σήμερα, ηγούμενος της μονής Σταυρονικήτα είναι ο αρχιμανδρίτης γέρων Τύχων.
Το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο, περατώθηκε περί το 1541–1542 χάρη στον πατριάρχη Ιερεμία Α΄. Κτίστηκε επάνω στα θεμέλια του παλαιού ναού, που ήταν αφιερωμένος στη Θεοτόκο, προφανώς λόγω των περιορισμών οικοδόμησης ναών που επέβαλε η τουρκική διοίκηση. Δεν έχει διασωθεί ο νάρθηκας της περιόδου, ο οποίος ξαναχτίστηκε το αργότερο έως το πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Πάντως άδεια για την επισκευή του νάρθηκα εκδόθηκε από τις τουρκικές αρχές το 1630, ενώ εντοιχισμένη επιγραφή πληροφορεί για ανακαίνιση του καθολικού το 1627–1628. Οι εξαιρετικές τοιχογραφίες είναι έργα του Θεοφάνη του Κρητός και του γιου του Συμεών: η τοιχογράφηση ξεκίνησε το 1545 και τελείωσε τον επόμενο χρόνο. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο κατασκευάστηκε σύμφωνα με επιγραφή που σώζεται πάνω του το 1743. Το δωδεκάορτό του, με 15 εικόνες, έργο δύο τεχνιτών (που ενδέχεται να ήταν ο Θεοφάνης και ο Συμεών), είναι από τα εξοχότερα του Όρους.
Ο πύργος βρίσκεται πλάι στην κύρια είσοδο, στο μέσον της νότιας πτέρυγας. Η κάτοψή του είναι τετράγωνη (8,5 x 8,5 μ.) και έχει συνολικό ύψος 25 μ. Το 1982 συντηρήθηκε και το 1997 αναστηλώθηκε και μετατράπηκε σε εκθεσιακό χώρο ώστε να στεγάσει το Σκευοφυλάκιο και το Εικονοφυλάκιο.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Σταυρονικήτα στεγάζεται σήμερα στα υπόγεια της βορειοανατολικής πτέρυγας, μετά την αποκατάστασή τους το 2008–2009. Η μονή διαθέτει πολλά και αξιόλογα κειμήλια, μεταξύ των οποίων δεκαεννέα χρυσοκεντήματα, σταυρούς, ξυλόγλυπτα, εγκόλπια.
Εικονοφυλάκιο. Το Εικονοφυλάκιο της μονής Σταυρονικήτα στεγάζεται στον πύργο της. Εκεί φυλάσσονται οι εικόνες που υπήρχαν παλαιότερα στο τέμπλο ή σε εικονοστάσια του καθολικού ή των παρεκκλησίων. Από τις σπουδαιότερες φορητές εικόνες είναι του αγίου Νικολάου, της Μεταστάσεως του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του αγίου Αποστόλου Λουκά, των Τριών Ιεραρχών, των αγίων Ανδρέα και Μάρκου, του αγίου Αυξεντίου, του αγίου Αντύπα, των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, του Ευαγγελισμού και του Γενεθλίου της Θεοτόκου, του Τιμίου Σταυρού, του αγίου Ευστρατίου, της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας (που βρίσκεται όμως στο καθολικό), του προφήτη Ηλία και άλλες.
Το σπουδαιότερο κειμήλιο στο καθολικό της μονής είναι η ψηφιδωτή εικόνα του αγίου Νικολάου του Στρειδά (14ος αι.), επωνυμία που της δόθηκε επειδή, όταν ψαράδες την έβγαλαν αναλλοίωτη από τη θάλασσα, όπου την είχαν πετάξει στα χρόνια της εικονομαχίας, στο μέτωπο του αγίου ήταν κολλημένο ένα στρείδι, που, όταν το αφαίρεσαν, έτρεξε αίμα. Η χρονολογία της εύρεσής της είναι αβέβαιη, αλλά τοποθετείται στα χρόνια της ανοικοδόμησης της μονής από τον Γρηγόριο, κατά τη δεκαετία του 1530, και επί πατριαρχίας Ιερεμία Α΄.
Βιβλιοθήκη. H Βιβλιοθήκη της μονής Σταυρονικήτα βρίσκεται στο ισόγειο της νοτιοδυτικής πτέρυγας από το 1990, όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες ανάπλασής της. Εκτός από τα χειρόγραφα φιλοξενεί και αρκετά έντυπα βιβλία.
Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η πρώτη ίδρυση της μονής ανάγεται στα τέλη του 10ου με αρχές του 11ου αιώνα, αλλά από το τέλος του 12ου αιώνα και για τους επόμενους τρεις αιώνες η μονή φθάνει σε τέτοιο σημείο παρακμής που σχεδόν ερημώνεται. Εντούτοις, η ύπαρξη σημαντικών χειρογράφων του 13ου, 14ου και 15ου αιώνα συνδέει την αρχική μονή με τη σημερινή, επανιδρυμένη το 1536, δηλώνοντας την επιβίωσή της στον χρόνο.
Κατά τον 17ο αιώνα, ηγούμενος της μονής Σταυρονικήτα ήταν ο Ιερόθεος Κουκουζέλης, γνωστός γραφέας, που εργάστηκε γύρω στο 1625.
Στα μέσα του 18ου αιώνα μεγάλο μέρος της βιβλιακής συλλογής φυλασσόταν στο καθολικό. Ο Βασίλι Μπάρσκι, στο δεύτερο ταξίδι του στο Άγιο Όρος, το 1744, επισκέφτηκε τη μονή και αναφέρει πως στο καθολικό της είδε μια αρκετά μεγάλη εκκλησιαστική βιβλιοθήκη, με πολλά χειρόγραφα και πάνω από 100 τυπωμένα βιβλία, στα οποία όμως δεν συμπεριλαμβάνονταν έργα διδακτικά, φιλοσοφικά και ελληνικά.
Το 1839, ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον αναφέρει πως η βιβλιοθήκη της μονής διέθετε περί τα 800 βιβλία, από τα οποία τα μισά και πλέον χειρόγραφα· από αυτά τα 200 περίπου ήταν περγαμηνά, ενώ τα υπόλοιπα 400 έντυπα.
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Σταυρονικήτα, που απόκειται σήμερα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στη Γραμματεία της μονής, δεν περιλαμβάνει έγγραφα της βυζαντινής περιόδου, καθώς ιδρύθηκε κατά τη μεταβυζαντινή εποχή. Διασώζει ωστόσο τεκμήρια ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας, τα οποία δεν απαντούν συχνά στα αρχεία των άλλων μονών του Αγίου Όρους. Πρόκειται για τα έγγραφα του κτίτορα πατριάρχη Ιερεμία Α΄, του Πρώτου και της αγιορειτικής Σύναξης, όπου αποτυπώνονται η διαδικασία ίδρυσης της μονής, η ενσωμάτωσή της στην ιεραρχία των μονών, η διοίκησή της και ο πνευματικός της βίος.
Στην πυρκαγιά του 1607 καταστράφηκε απροσδιόριστος αριθμός εγγράφων. Το 1632 οι μοναχοί προσέφυγαν στον πατριάρχη έχοντας στα χέρια τους τα λείψανα των σχετικών με το μετόχι της Κασσάνδρας διασωθέντων εγγράφων και του ζήτησαν εκ νέου επικύρωση των δικαιωμάτων τους επ’ αυτού. Παρόμοιες είναι και οι περιπτώσεις άλλων εγγράφων επικύρωσης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, όπως του 1614. Είναι φανερό λοιπόν πως μετά το 1607 η μονή προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το αρχείο της.
Τα έγγραφα του Αρχείου της μονής που χρονολογούνται από το 1533 έως το 1640 ανέρχονται σε 29. Από το 1640 έως το 1710 υπάρχει ένα μεγάλο κενό: διασώζονται μόνο δύο ελληνικά έγγραφα και έξι οθωμανικά. Στη συνέχεια και μέχρι το 1800 αριθμούνται συνολικά 70 έγγραφα. Από την τελευταία περίοδο διασώζονται, εκτός από τα γενικά έγγραφα, χρεωστικές ομολογίες, οικονομικά κατάστιχα, εξοφλήσεις και αποδείξεις, ομόλογα Κελλίων, κλπ.
Μεθοδευμένη επιχείρηση οργάνωσης του αρχείου θα πρέπει να αναλήφθηκε μετά την πυρκαγιά του 1607. Ο παλαιότερος ωστόσο κατάλογος εγγράφων που έχει περισωθεί χρονολογείται στο 1888 και επιγράφεται «Τα έγγραφα και λοιπά αρχεία». Δεν ακολουθεί χρονολογική σειρά, αλλά οργανώνει το υλικό σε θεματικές ενότητες.
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το αρχείο έγινε αντικείμενο έρευνας του μοναχού της μονής Γαβριήλ, ο οποίος και μετέγραψε και εξέδωσε διάφορα έγγραφα. Παράλληλα συνέταξε δύο χειρόγραφους καταλόγους των ελληνικών και οθωμανικών εγγράφων. Ο πρώτος επιγράφεται «Εκ του Αρχείου της Ιεράς Μονής του Σταυρονικήτα» και περιλαμβάνει μια μη συστηματική καταγραφή προσωπικών σημειώσεων με σύντομες περιλήψεις των εγγράφων. Ο δεύτερος επιγράφεται «Κατάλογος των εγγράφων της κτηματικής περιουσίας της μονής» και είναι ενταγμένος στην (ανέκδοτη) «Περιγραφή και ιστορία της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα» (αρ. 251), που ο Γαβριήλ συνέταξε περί το 1930.
Το 1967 και το 1969 ακολούθησε η έρευνα του Νίκου Οικονομίδη, ο οποίος το 1970 δημοσίευσε κατάλογο 26 εγγράφων που χρονολογούνται από το 1533 έως το 1661, με περιγραφή και σύντομη αναφορά στο περιεχόμενό τους.
Το 1986, υπό την επίβλεψη του Κρίτωνα Χρυσοχοΐδη (ΚΒΕ / ΕΙΕ), έγιναν εργασίες ταξινόμησης του όλου αρχειακού υλικού και λεπτομερής περιγραφή και καταλογογράφηση των εγγράφων που χρονολογούνται έως τον 18ο αιώνα. Το 2001 εκδόθηκαν από τον Αντώνη Γιαννακόπουλο επιτομές εγγράφων του αρχείου της μονής που χρονολογούνται από το 1533 έως το 1800. Τα οθωμανικά έγγραφα της μονής έχουν μικροφωτογραφηθεί από την ερευνητική ομάδα του ομότιμου καθηγητή τουρκολογίας Βασίλη Δημητριάδη, στο πλαίσιο προγράμματος του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, αλλά παραμένουν ανέκδοτα.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο έχουν καταγραφεί συνολικά 169 χειρόγραφοι κώδικες. Για τους πρώτους 56, που είναι γραμμένοι σε περγαμηνή, υπάρχει στη βιβλιοθήκη δίτομος χειρόγραφος κατάλογος, συνταγμένος το 1915–1916, πολύ εκτενέστερος εκείνου του Λάμπρου, που έχει την επιγραφή: «Γαβριήλ Σταυρονικητιανού, Οι περγαμηνοί κώδικες της βιβλιοθήκης Ιεράς Μονής του Σταυρονικήτα» (Α΄= 1–28, Β΄= 29–56). Στο τέλος του καταλόγου του, ο Γαβριήλ περιέγραψε και άλλους πέντε (5) περγαμηνούς κώδικες και τέσσερα ειλητάρια, που δεν είχαν καταγραφεί από τον Λάμπρο, ενώ σκόπευε να προχωρήσει στη σύνταξη αναλυτικότερου καταλόγου και για τους υπόλοιπους κώδικες, όπως αποδεικνύει χειρόγραφο τετράδιο με περιγραφή κώδικα, που δεν κατόρθωσε ωστόσο να την ολοκληρώσει.
Ο Λίνος Πολίτης συνέταξε και δημοσίευσε το 1953 συμπληρωματικό κατάλογο, όπου καταγράφονται και περιγράφονται άλλοι έντεκα κώδικες (αρ. 175–185).
Σήμερα, η συλλογή της Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει 206 χειρόγραφα, μεταξύ των οποίων τα 34 είναι εικονογραφημένα.
Σε πέντε κώδικες της Βιβλιοθήκης σώζονται έργα της κλασικής και ύστερης αρχαιότητας, όπως ραψωδίες της Ιλιάδας, οι Μύθοι του Αισώπου, διάλογοι του Λουκιανού και το έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου, οι επιστολές του Συνέσιου και το έργο του Περὶ ἐνυπνίων.
Αξιομνημόνευτα είναι το περγαμηνό Ευαγγελιστάριο 43 (τέλη 10ου αι.) με παραστάσεις των τεσσάρων Ευαγγελιστών ως αρχαίων φιλοσόφων, και το καλλιτεχνικό Ψαλτήριο 46 (12ος αι.), γραμμένο με χρυσοκόκκινους χαρακτήρες και διακοσμημένο με επίτιτλα και αρχιγράμματα.
Έντυπα Βιβλία. Η βιβλιοθήκη της μονής Σταυρονικήτα διαθέτει αρκετά παλαίτυπα.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους (σ. 7) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Σταυρονικήτα ανάγεται στο 1523. Πρόκειται για το Μέγα, καὶ πάνυ ὠφέλιμον Λεξικὸν του Βαρίνου Φαβωρίνου, σε επιμέλεια Ζαχαρία Καλλιέργη.
Βιβλιογραφία
Γαβριήλ Σταυρονικητιανός, Γράμματα του αειμνήστου πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄ προς την Ιεράν Μονήν του Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 5 (1921), 203–206.
–––––, Σημειώματα περγαμηνών κωδίκων της Ιεράς Μονής του Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 5 (1921), 262–266.
–––––, Έγγραφον συμβιβαστικόν Μαχμούτ Βέη υιού Αππάς μετά των μοναχών της Μονής Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 5 (1921), 336–339.
–––––, Σημειώματα χαρτώων κωδίκων της Ιεράς Μονής του Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 5 (1921), 406–412.
–––––, Τα ειλητάρια της Μονής Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 8 (1924), 425–429.
–––––, Έγγραφα της Μονής Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 5 (1921), 508–512.
–––––, Ιστορικά έγγραφα της Μονής Σταυρονικήτα, Γρηγόριος ο Παλαμάς 15 (1931), 270–274.
Γιαννακόπουλος, Α., Αρχείο της Ι. Μ. Σταυρονικήτα. Επιτομές εγγράφων 1533–1800, (Αθωνικά Σύμμεικτα 8), Αθήνα 2001.
Θεοχαρίδης, Πλ., Οι οικοδομικές φάσεις του πύργου της Μ. Σταυρονικήτα, Αρμός - Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο, Θεσσαλονίκη 1990, 681–699.
Θησαυροί του Αγίου Όρους. Έκθεση κειμηλίων στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στα πλαίσια της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, Δ, σ. 184–186.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 75–90.
Μανούσακας, Μ., Συμπληρωματικός κατάλογος χειρογράφων μονής Σταυρονικήτα, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 23 (1953), 305–311.
Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.
Nasturel, P., Le monastère athonite de Stavronikita et les Roumaines, Revue des Études Roumaines 15 (1975), 202–210.
Οικονομίδης, Ν., Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Κατάλογος του Αρχείου, Βυζαντινά Σύμμεικτα 2 (1970), 437–458.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα. Αθήνα 2000.
Parpulov, G., Philotheou and Stavronikitia in AD 1520, MISCELLANEA Palaeoslavica 24/2 (2016), 281–284.
Πατρινέλης, Χ., Μονή Σταυρονικήτα, Ιστορία-Εικόνες-Χρυσοκεντήματα, Αθήνα 1974.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Χαρκιολάκης, Ν., Παράδοση και εξέλιξη στην αρχιτεκτονική της Ι.Μ. Σταυρονικήτα Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1999.
Χρυσοχοΐδης, Κρ., Ο ανέκδοτος άγνωστος "Κώδιξ παραδόσεων των ταξιδιωτών" της μονής Σταυρονικήτα (Εισαγωγικά σχόλια), Αρετήν την καλλίστην. Σύμμεικτα προς τιμήν Καλλιόπης (Κέλλυς) Α. Μπουρδάρα, Αθήνα 2021, 2099–2117.