Θέση. Η Ιερά Μονή Παντοκράτορος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της αθωνικής χερσονήσου, σε βραχώδη τοποθεσία κοντά στη θάλασσα, μεταξύ της μονής Βατοπαιδίου και της μονής Σταυρονικήτα, και έχει τη μορφή μεσαιωνικού κάστρου. Όχι μακριά βρίσκεται η μονή Κουτλουμουσίου και οι Καρυές. Εκεί κοντά υπήρχε στα αρχαία χρόνια η πόλη Θύσσος. Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα ήταν κοινόβια, μετά έγινε ιδιόρρυθμη και επανήλθε στο κοινοβιακό καθεστώς.
Σε έγγραφα ονομάζεται «θεῖον φροντιστήριον τοῦ Παντοκράτορος Σωτῆρος Χριστοῦ» και «βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ μονὴ τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Παντοκράτορος», ονομασίες που παραπέμπουν στην ομώνυμη μονή της Κωνσταντινούπολης.
Κατέχει την έβδομη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Η παράδοση συνδέει την ίδρυση της μονής Παντοκράτορος με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α´ Κομνηνό. Σύμφωνα με τις πηγές ιδρύθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα από τα αδέλφια Αλέξιο και Ιωάννη, μέγα στρατοπεδάρχη και μέγα πριμικήριο αντίστοιχα.
Το 1357, σε χρυσόβουλο του Ιωάννη Β΄ Παλαιολόγου, όπου μνημονεύονται και οι δύο μαζί με τους τίτλους τους, ο αυτοκράτορας τους παραχωρεί τα κάστρα της Χρυσούπολης και της Ανακτορούπολης μαζί με το νησί της Θάσου και μάλιστα με κληρονομικό δικαίωμα. Ο Αλέξιος πέθανε πιθανόν το 1368, ενώ ο αδελφός του Ιωάννης το 1384 αποσύρθηκε στη μονή Παντοκράτορος, όπου απεβίωσε μεταξύ 1386 και 1387 ως μοναχός Ιωαννίκιος.
Δεν είναι γνωστό πότε τα δύο αδέρφια άρχισαν την ανοικοδόμηση της μονής, μάλλον λίγο πριν από το 1357, εφόσον κατά το έτος αυτό υπάρχει ήδη συγκροτημένη αδελφότητα. Πάντως, εγκαινιάσθηκε το 1362/1363 και καθιερώθηκε (προφανώς το καθολικό που είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος) επί πατριαρχίας Καλλίστου Α΄, ο οποίος την ανακήρυξε πατριαρχική, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1367, χαρακτηρίστηκε βασιλική.
Λίγο πριν εκπνεύσει το 1392 η μονή δοκιμάστηκε από μεγάλη πυρκαγιά, όπου μεταξύ άλλων κάηκαν τα περισσότερα έγγραφα που φυλάσσονταν στο Αρχείο. Οι μοναχοί ξεκίνησαν μια προσπάθεια επανέκδοσης των διάφορων επικυρωτικών εγγράφων ώστε να διασφαλιστούν οι κτήσεις της μονής. Στην εδραίωση και ενίσχυσή της συνέβαλαν, εκτός από την Ιερά Σύναξη του Αγίου Όρους, οι αυτοκράτορες Ιωάννης Ε΄ και Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος, καθώς και ο πατριάρχης Αντώνιος Δ΄. Αρκετά μονύδρια της εποχής εκείνης, όπως του Ραβδούχου, του Φαλακρού, του Αγίου Δημητρίου, του Αυξεντίου, προσαρτήθηκαν στη σχετικά νεοσύστατη τότε Μονή Παντοκράτορος.
Από το 1424 και μετά άρχισε στο Άγιον Όρος οικονομική κρίση εξαιτίας της φορολόγησης και της αυθαιρεσίας των Οθωμανών. Η Μονή Παντοκράτορος αντιμετώπισε την κατάσταση με βοήθεια από τους ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών, τους Φαναριώτες, την Αικατερίνη B΄ της Ρωσίας και με τις προσφορές διαφόρων πιστών.
Το 1489 η μονή έχει 40 μοναχούς, ενώ το 1520 καταγράφονται 91 και το 1560 εγκαταβιούν 215. Το 1569 αναφέρονται μόνο 55 μοναχοί, ενώ το 1583 φτάνουν τους 150. Οι αριθμοί αυτοί δεν πρέπει να απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Μέσα στον 16ο αιώνα στη μονή πρέπει να επικράτησε η ιδιορρυθμία, όπως διαφαίνεται από το περιεχόμενο σιγιλίου του 1537 που εξέδωσε για τη μονή ο πατριάρχης Ιερεμίας Α΄.
Το 1568, μετά τη δήμευση των κτημάτων της από τον σουλτάνο Σελίμ Β΄ και τη μεγάλη δαπάνη για την εξαγορά τους, η μονή περιήλθε και πάλι σε οικονομική κρίση. Το 1586 χρωστούσε σε Τούρκους και εβραίους δανειστές 1.600 χρυσά νομίσματα, ενώ είχε ενεχυριάσει σε αυτούς και μεγάλο αριθμό ιερών σκευών. Για τον λόγο αυτό μοναχοί κατέφυγαν στη ζητεία.
Κατά τον 17ο αιώνα η μονή βρίσκεται σε σταθερή σχετικά κατάσταση και αρχίζει να αποκτά μετόχια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Την ίδια περίοδο γίνονται και διάφορες εργασίες επέκτασης και διακόσμησης στο καθολικό. Ο αριθμός των μοναχών κυμαίνεται μεταξύ 150 και 200.
Κατά τον 18ο αιώνα η μονή ανακάμπτει και ακμάζει. Τα μετόχια αυξάνονται και γίνονται παραγωγικότερα, της αφιερώνονται αθρόα αγροτεμάχια και ελαιώνες, επεκτείνονται οι αμπελώνες σε διάφορες τοποθεσίες, η μονή δικαιώνεται από τις οθωμανικές αρχές για τα βοσκοτόπια της Λήμνου, κατέχει πολλά αστικά ακίνητα στη Θεσσαλονίκη, κλπ. Η οικονομική ευχέρεια οδηγεί σε ουσιαστικές ανακαινίσεις και επεμβάσεις, ιδιαίτερα μετά το 1740. Για περισσότερα από σαράντα χρόνια το μοναστήρι μεταβάλλεται σε εργοτάξιο και το Σκευοφυλάκιό του εμπλουτίζεται με περίτεχνα κειμήλια και ιερά σκεύη. Η εκτέλεση όμως των έργων αυτών οδήγησε τελικά τη μονή, την τελευταία δεκαετία του αιώνα, σε μεγάλα χρέη.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα ο αριθμός των μοναχών αρχίζει να μειώνεται: το 1801 υπάρχουν σε αυτήν μόνο 40 μοναχοί.
Δεν είναι γνωστές η έκταση των οικονομικών συνεπειών και οι απώλειες ανθρώπων κατά την περίοδο της επανάστασης του 1821. Τουλάχιστον όμως για μια πενταετία και έως το 1827 σταμάτησε η είσπραξη εσόδων από τα μετόχια της μονής. Αυτά τα χρόνια δεν πραγματοποιείται κανένα οικοδομικό έργο. Πολλοί από τους μοναχούς διέφυγαν με τα ιερά κειμήλια στη Θάσο και μετά στη Σκόπελο. Τα κειμήλια βρέθηκαν αργότερα στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, και ο Ιωάννης Καποδίστριας φρόντισε να επιστραφούν με ασφάλεια πίσω στη Μονή Παντοκράτορος.
Με την αποχώρηση των Τούρκων από το Άγιον Όρος, το 1830, αρχίζει μια περίοδος περιορισμένης ανασυγκρότησης της μονής, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται αρχικά στο καθολικό —ακολουθεί η τράπεζα, κάποια παρεκκλήσια και ο αρσανάς.
Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζουν τα μεγάλα προβλήματα με την έγγεια ιδιοκτησία της μονής. Το 1863 δημεύονται από τη ρουμανική κυβέρνηση όλα τα μετόχια των ελληνικών μοναστηριών στη Μολδοβλαχία, επομένως και της Παντοκράτορος. Η μονή δεν φαίνεται να ανακάμπτει θεαματικά μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους και την ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος. Τα οικονομικά μάλιστα προβλήματα επιδεινώθηκαν μετά το 1922, όταν τα κτήματά της απαλλοτριώθηκαν και παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες.
Η μακροχρόνια ιδιορρυθμία, η δραματική οικονομική συρρίκνωση και τα δεινά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συν η μεγάλη πυρκαγιά του 1948, που αποτέφρωσε την ανατολική πτέρυγα της μονής, δημιούργησαν έντονα φαινόμενα διάλυσης και παρακμής, που ανακόπηκαν με τη μετατροπή της μονής σε κοινόβιο το 1991 με σιγίλιο του πατριάρχη Δημητρίου (1914–1991). Η μονή επανδρώθηκε με μοναχούς της Μονής Ξενοφώντος, με ηγούμενο τον ιερομόναχο Βησσαρίωνα (1954–2001). Σήμερα ηγούμενός της είναι ο αρχιμανδρίτης Γαβριήλ.
Η μονή Παντοκράτορος έχει εξαρτήματα την κοινοβιακή Σκήτη Προφήτη Ηλιού, 2 Καθίσματα, 11 Κελλιά, από τα οποία 5 στις Καρυές, και 40 Καλύβες, από τις οποίες 38 στη περιοχή της Καψάλας.
Βιβλιοθήκη. Μολονότι δεν μαρτυρείται εγγράφως, οι κτίτορες της μονής Παντοκράτορος, αδελφοί Αλέξιος και Ιωάννης, ασφαλώς συγκρότησαν βιβλιοθήκη με τα απαραίτητα χειρόγραφα ακολουθιών και πνευματικής οικοδομής, όπως έπρατταν κατά κανόνα οι κτίτορες των μοναστηριών. Γνωρίζουμε όμως πως με προσωπική αντιγραφική εργασία μοναχοί της μονής αντέγραψαν μέχρι το 1382 τουλάχιστον 18 χειρόγραφα, λειτουργικά κατά βάση, προφανώς για άμεση χρήση στις ακολουθίες.
Κατά τα επόμενα χρόνια η αρχική συλλογή χειρογράφων προφανώς εμπλουτίστηκε. Η πυρκαγιά του 1392 δεν μαρτυρείται να κατέστρεψε κώδικες, παρά μόνο έγγραφα του Αρχείου.
Η Βιβλιοθήκη της μονής προσέλκυσε στις αρχές του 15ου αιώνα το ενδιαφέρον ενός απεσταλμένου του Βατικανού, του Λουνάνους ή Λουκιάνους Ξάμα ή Ζάμια (Lunanus/Lucianus Xama/Zamia). Εννέα κώδικες της Βατικανής Βιβλιοθήκης φέρουν ιδιόχειρο σημείωμά του, όπου αναφέρεται η προέλευσή τους από τη μονή Παντοκράτορος και η απόκτησή τους με αγορά. Τον Νοέμβριο του 1444 ο ηγούμενος της μονής Νίκανδρος ξεναγεί στη βιβλιοθήκη τον Κυριακό τον Αγκωνίτη, ο οποίος θεωρεί πως της αξίζει ο τίτλος «βιβλιοθήκη», προφανώς λόγω του υλικού της.
Κατά καιρούς διαπιστώνονται ποικίλης αιτιολογίας και όχι μικρές απώλειες χειρογράφων.
Στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα (1643–1649) ο καθολικός ιερέας Αθανάσιος ο Ρήτωρ απέκτησε έναντι οικονομικού ανταλλάγματος πολλούς κώδικες από διάφορες μονές για λογαριασμό του Γάλλου καρδιναλίου Μαζαρίνου και του καγκελαρίου Πιερ Σεγκιέ (Pierre Séguier). Ένα χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας από τη συλλογή του Μαζαρίνου φέρει παλαιότερη αφιέρωσή του στη μονή. Λίγο αργότερα (1653–1655) ο Ρώσος μοναχός Αρσένιος Σουχάνοφ αφαίρεσε 32 περίπου χειρόγραφους κώδικες (μαζί με ένα έντυπο) από τη μονή επί συνόλου 447 που αφαίρεσε συνολικά από αθωνικές μονές, κώδικες οι οποίοι αποτέλεσαν μέρος της συλλογής της Συνοδικής Βιβλιοθήκης της Μόσχας (σημερινό Ιστορικό Μουσείο). Το 1727 η Βιβλιοθήκη της μονής θα παραχωρήσει έξι χειρόγραφά της για την παροχή οικονομικής ενίσχυσης από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μετά την έκκληση του ηγουμένου Δοσιθέου.
Το 1837 ο Βρετανός περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον (Robert Curzon), που επισκέφτηκε τη μονή Παντοκράτορος, αντίκρισε περίπου 100 κώδικες ανάμεσα στα πεσμένα υλικά από τις καταρρεύσεις των τοίχων του πύργου και σχεδόν κατεστραμμένους από την υγρασία και τις βροχές.
Το 1841 ο Μηνάς Μηνωίδης (ή Κωνσταντίνος Μηνάδης) (1788–1859) επισκέφθηκε την παντοκρατορινή βιβλιοθήκη στο πλαίσιο της αποστολής του για λογαριασμό της γαλλικής κυβέρνησης με στόχο την απόκτηση χειρογράφων. Από το ημερολόγιό του μαθαίνουμε πως η βιβλιοθήκη στεγαζόταν στον πύργο, που ήταν μισογκρεμισμένος από τους Τούρκους ήδη από το 1822. Ένας μοναχός κατέβηκε στα ερείπια και του προσκόμισε οκτώ κώδικες και περγαμηνά φύλλα που τα μετέφερε όλα στο Παρίσι. Δεν γνωρίζουμε πόσοι από τους κώδικες της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας προέρχονται από τη Μονή Παντοκράτορος. Την ίδια περίοδο επισκέφθηκε τη βιβλιοθήκη και ο Πορφύριος Ουσπένσκι. Η κατάστασή της δεν είχε αλλάξει, αλλά ο Ουσπένσκι θεωρεί πως η τοποθέτηση των βιβλίων στο πιο βαθύ μέρος του πύργου οφείλεται στην προσπάθεια των μοναχών να τα σώσουν από τους Τούρκους. Υπολογίζει πως τα χειρόγραφα που σώθηκαν δεν ήταν πάνω από 200.
Από τη μονή Παντοκράτορος προέρχονται και τρεις κώδικες της συλλογής του Βυζαντινολογικού Κέντρου Dumbarton Oaks στην Ουάσιγκτον. Πρόκειται για δύο ιστορημένους κώδικες και έναν Νομοκάνονα. Για μια πληρέστερη όμως ιστορικά εικόνα του όγκου της Βιβλιοθήκης, πρέπει να προστεθούν και τα 124 περίπου χειρόγραφα που εντοπίστηκαν σε διάφορες άλλες συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Στα μέσα του 20ού αιώνα όλο το υλικό της Βιβλιοθήκης της Μονής Παντοκράτορος μεταφέρθηκε από τον ερειπωμένο πύργο, που βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία του περιβόλου της, σε ισόγειο χώρο, με πρωτοβουλία του Εφόρου αρχαιοτήτων Μ. Μιχαηλίδη. Στις αρχές του αιώνα μας επέστρεψαν και πάλι στον ανακαινισμένο πια (το 1997) πύργο, στον δεύτερο όροφό του, σε χώρους με ειδικά μελετημένες συνθήκες φύλαξης. Σήμερα η Βιβλιοθήκη αριθμεί 478 χειρόγραφους κώδικες, 675 τίτλους εντύπων μέχρι το 1863 και περισσότερα από 10.000 νεότερα έντυπα βιβλία.
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής αποτελείται από 670 ελληνικά έγγραφα, 480 οθωμανικά και ένα μόνο ρουμανικό. Σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται τα έγγραφα οικονομικής φύσεως από την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης και εντεύθεν.
Παρά τις περιπέτειες που γνώρισε η μονή κατά περιόδους, όπως η πυρκαγιά του 1392, ή τις δυσχερείς συνθήκες κατά την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, το Αρχείο της συνέχισε να εμπλουτίζεται. Κατά τους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής κατοχής επανακτήθηκαν, με πολλά ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, αντίγραφα των ιδρυτικών εγγράφων της μονής από τον 14ο αιώνα. Από τα μέσα του 18ου αι. στο Αρχείο συμπεριλήφθηκε μεγάλος αριθμός εγγράφων, οικονομικού κυρίως χαρακτήρα (χρεωστικά ομόλογα, συμβάσεις κ.ά.), καθώς και η επίσημη αλληλογραφία της μονής.
Από τον 16ο αιώνα και μετά δεν σταμάτησαν οι προσπάθειες για την οργάνωσή του Αρχείου. Σημαντική όμως προσπάθεια ταξινόμησης των εγγράφων πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από τριμελή επιτροπή μοναχών της μονής (Ιωακείμ, Αλέξιος και Αθανάσιος). Το έργο της ταξινόμησης ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1926, με την καταγραφή των εγγράφων που αναφέρονταν στην «ἐλευθερίαν τῆς μονῆς καὶ τὴν κατοχήν, νομὴν καὶ ἐν γένει ἱστορίαν» των μετοχίων της μέχρι το 1926. Ο κατάλογος αυτός αποτελείται από 24 ενότητες με κριτήριο τη γεωγραφική κατανομή των μετοχίων και καταχωρίστηκε στον Κώδικα 4 που επιγράφεται Κῶδιξ τοῦ Ἀρχείου.
Έγγραφα του Αρχείου έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί από τον Μανούλ Γεδεών (1889 και 1899), τον Λουί Πετί (Louis Petit) (1903) και τη Βασιλική Κράβαρη (1991). Δεκαέξι από τα δημοσιευμένα έγγραφα της βυζαντινής περιόδου είναι πρωτότυπα, με αρχαιότερο του 1107, ενώ τρία είναι χρυσόβουλα του αυτοκράτορα Μανουήλ Β´ Παλαιολόγου. Άλλα δεκατρία έγγραφα είναι παλαιά αντίγραφα πρωτοτύπων, με αρχαιότερο ένα έγγραφο του 1039 που αναφέρεται στη μονή του Φαλακρού.
Το 1998 δημοσιεύτηκε από τον Αντώνιο Πάρδο το πρώτο μέρος με τις επιτομές εγγράφων του Αρχείου από το 1039 έως το 1801. Αναμένεται η δημοσίευση του δεύτερου μέρους, καθώς και των οθωμανικών εγγράφων που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Η μονή Παντοκράτορος διαθέτει αρκετά σπάνια, εξαιρετικής τέχνης και σπουδαιότητας, βυζαντινά και μεταβυζαντινά χειρόγραφα, που ανέρχονται στα 478. Τα 68 είναι περγαμηνά, τα 3 ειλητάρια του 14ου αιώνα, και τα 4 βομβύκινα. Φυλάσσονται επίσης 9 χειρόγραφα στα αραβικά και μερικοί μουσικοί κώδικες στα ρουμανικά.
Από τα χειρόγραφα σημειώνουμε τα εξής:
α) ένα παλίμψηστο περγαμηνό Ψαλτήριο (αρ. 61), από τα ελάχιστα στον κόσμο εικονογραφημένα Ψαλτήρια της εικονομαχικής περιόδου (α´ μισό 9ου αι.), με 97 παρασελίδιες μικρογραφίες θεματολογίας από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
β) το Ευαγγέλιο του Ιωάννου Καλυβίτου, περγαμηνός κώδικας (αρ. 234), από τα μέσα του 11ου αιώνα. Πρόκειται για εξαιρετικής ποιότητας εικονογραφημένο χειρόγραφο με παραστάσεις των Ευαγγελιστών και διαφόρων αγίων. Σ’ αυτόν τον κώδικα αναφέρεται ο Ξηροποταμηνός μοναχός Καισάριος Δαπόντες στο έργο του Κῆπος Χαρίτων (1880, σ. 182):
Εἰς δὲ τοῦ Παντοκράτορος τὸ Μοναστῆρι τώρα
εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον ἐκεῖ διὰ τὴν ὥρα,
Ἐκεῖνο τὸ περίφημον, ὁποῦ τοῦ καλυβίτου
τοῦ Ἰωάννου λέγεται· μαζί μας ἡ εὐχή του.
Στον κώδικα αυτόν αναφέρεται τό 1837 και ο Άγγλος περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον. Εκλάπη το 1898, αλλά εντοπίστηκε λίγο αργότερα στην Αθήνα και επεστράφη στη μονή.
γ) τον Κώδικα 251 του 14ου αιώνα, με έργα του Ιωσήφ Καλοθέτου.
δ) τον Κώδικα 127 των μέσων του 15ου αιώνα, αυτόγραφο του Γενναδίου Σχολαρίου.
ε) τον Συναξαριστή του οσίου Θεοφίλου (1538).
Το μεγαλύτερο μέρος του χειρόγραφου υλικού της Βιβλιοθήκης έχει περιγραφεί είτε από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, στα τέλη του 19ου αιώνα, είτε από τους Λίνο Πολίτη και Μανούσο Μανούσακα στα μέσα του 20ού.
Έντυπα Βιβλία. Το 1979, ο Μιχαήλ Κορδώσης, με την επίβλεψη του Νίκου Παναγιωτάκη, ερεύνησε τα έντυπα της Βιβλιοθήκης, που τότε βρίσκονταν, μαζί με τα χειρόγραφα, στο ισόγειο της νεόκτιστης τότε πτέρυγας. Σήμερα, η συλλογή των παλαιών εντύπων της μονής απόκειται στον ανακαινισμένο πύργο και αριθμεί περί τους 675 τίτλους, με έτος έκδοσης από το 1481 έως το 1863. Αν συνυπολογισθούν και τα πολλαπλά αντίτυπα, φθάνουμε σε ένα σύνολο χιλίων περίπου τόμων. Ο συνολικός αριθμός των έντυπων βιβλίων ξεπερνά τις 10.000.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους (σ. 3) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη Μονή Παντοκράτορος είναι του 1481: πρόκειται για τα Ἐρωτήματα του Χρυσολωρά (Εἰς πόσα διαιροῦνται τὰ εἴκοσι τέσσαρα γράμματα), που τυπώθηκε στην Πάρμα από ανώνυμο τυπογράφο, πιθανότατα τον Hieronymus.
Η έκδοση του 1523, από όπου αρχίζει ο Μιχαήλ Κορδώσης τον κατάλογό του, δεν συμπεριλαμβάνεται στον Θωμά Παπαδόπουλο. Πρόκειται για το Μέγα Λεξικὸν του Βαρίνου Φαβωρίνου, σε επιμέλεια του Ζαχαρία Καλλιέργη.
Το βιβλιογραφείο. Στη μονή Παντοκράτορος μαρτυρείται λειτουργία κωδικογραφικού εργαστηρίου ήδη από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της, που δεν μπορεί βέβαια να συγκριθεί με τα μεγάλα οργανωμένα κέντρα στην Κωνσταντινούπολη, τα οποία ήταν ανάλογα με τα σκριπτόρια της Δύσης, αλλά ανήκει σαφώς στον συνηθισμένο τύπο του βυζαντινού μοναστηριακού αντιγραφικού εργαστηρίου με γραφείς που εργάζονται χωρίς αυστηρούς κανόνες (Μελισσάκης 2018). Από την πρώτη κιόλας περίοδο το μοναστήρι έχει να επιδείξει αρκετούς γραφείς μεταξύ των μοναχών του. Πρόκειται για τους καλλιγράφους Θεόληπτο, Γεράσιμο, Διονύσιο και Ιγνάτιο, που δρουν ήδη από το 1361/1362 και επανδρώνουν το βιβλιογραφείο, παράγοντας λειτουργικά κυρίως χειρόγραφα. Στο ίδιο εργαστήριο τον επόμενο αιώνα, το 1433, ο Δαβίδ Ραιδεστηνός, κωδικογράφος μουσικών χειρογράφων, θα αντιγράψει την Παπαδική. Γνωστός γραφέας της περιόδου είναι ο Κάλλιστος.
Ο διασημότερος αντιγραφέας χειρογράφων του Αγίου Όρους κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, ο όσιος Θεόφιλος, συνδέθηκε επίσης με την Παντοκράτορος. Ήταν εγκαταστημένος στο Κελλί του Αγίου Βασιλείου, εξάρτημα της μονής, όπου άσκησε συστηματικά το έργο της αντιγραφής χειρογράφων μέχρι τον θάνατό του το 1548.
Εκτός από την παρουσία του Θεοφίλου στην επικράτεια της μονής, στο ίδιο το μοναστήρι συνεχίζεται η κωδικογραφική παράδοση. Κατά τον 16ο αιώνα έχουμε τον Νείλο, τον Σάββα, τον Παφνούτιο και τον Μιχαήλ, που αντιγράφουν κατά κανόνα κείμενα για τις λειτουργικές και τις πνευματικές ανάγκες της μονής.
Τον καιρό της οθωμανικής κατάκτησης η λειτουργία του σκριπτορίου δεν είναι συστηματική. Από την περίοδο αυτή μας είναι γνωστά τα ονόματα του μητροπολίτη Τιμισοάρας Ιωσήφ, του Μερκουρίου, του Ιωάσαφ, του Αγάθωνος, κλπ.
Βιβλιογραφία
Beridze, Ketevan / Γαλώνη, Αικατερίνη, «Ένα νεώτερο σημείωμα στον κώδικα Παντοκράτορος 6», Γρηγόριος ο Παλαμάς 831 (Νοέ.–Δεκ. 2009), 763–769.
Γόνης, Δ., «Ο χρόνος ιδρύσεως της μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους (επί τη βάσει ανεκδότου χειρογράφου)», Αντίδωρον Πνευματικόν – Τιμητικός Τόμος Γερασίμου Ιω. Κονιδάρη επί τη 50ετηρίδι επιστημονικής δράσεως και τη 40ετηρίδι καθηγεσίας και εκκλησιαστικής δράσεως, Αθήνα 1981, 3–18
Κορδώσης, Μ.Σ., «Ελληνικά παλαιότυπα της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους», Κληρονομία 11Β (1979), 403–441.
Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης μον., «Έκδοση οθωμανικών ταπίων για τις μονές του Αγίου Όρους. Ένα ταπί του 1552 από το αρχείο της μονής Παντοκράτορος», Χρονικά της Χαλκιδικής 65 (2020), 23–32.
Kravari, Vassiliki, Actes du Pantocrator. Édition diplomatique, (Archives de l’Athos XVII, Éditions du CNRS), Παρίσι 1991.
Kurysheva, Marina, «Arseniy Sukchanov’ marginalia in the greek codices from the National Library of France and from the monastery of the Pantocrator at Mount Athos» Auxiliary Sciences of History 2, Μόσχα, ed. B. Fonkich, (2018), 60–78.
Κύρου, Δ., «Οικονομικές συνδρομές των Μονών Ιβήρων, Κωνσταμονίτου και Παντοκράτορος του Αγίου Όρους σε Εκκλησίες και Σχολεία της Χαλκιδικής κατά την τελευταία εκατονταετία της Τουρκοκρατίας (1813–1912)» (πληροφορίες από τους ανέκδοτους Κώδικες Ληψοδοσίας των Μονών), Χρονικά της Χαλκιδικής 58–59 (2013–2014), 179–200.
–––––, «Σχέσεις της Θάσου με την ιερά μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους από τα τέλη του 18ου αιώνα ώς την 1η 20ετία του 20ού αιώνα» (πληροφορίες από ανέκδοτους κώδικες της Μονής), Θασιακά 20 (2019), 179–209.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 91–113.
Μελισσάκης, Ζ., «Ο κωδικογράφος Ιγνάτιος (ιδ´ αι.) της μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους», Παρνασσός 37 (1995), 358–392.
— «Βιβλιοδέτηση και ανακαίνιση κωδίκων στη Μονή Παντοκράτορος του Αγίου Όρους τον δέκατο έκτο αιώνα», Βυζαντινά Σύμμεικτα 17 (2005), 279–300.
— «Σταχώσεις και σταχωτές της Μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους κατά τον 17ο και 18ο αιώνα», Βιβλιοαμφιαστής 3 (2008), Το βιβλίο στο Βυζάντιο. Βυζαντινή και μεταβυζαντινή βιβλιοδεσία. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου, Αθήνα 13–16 Οκτωβρίου 2005 (επιμ. Νίκη Τσιρώνη σε συνεργασία με τους Μπάμπη Λέγγα / Αναστασία Λαζαρίδου), 369–406.
— «Η βιβλιοθήκη της μονής Παντοκράτορος κατά τον 15ο αιώνα. Περιεχόμενο - Προσκτήσεις - Απώλειες», Το Άγιον Όρος στον 15ο και 16ο αιώνα, Θεσσαλονίκη, 25–27 Νοεμβρίου 2011. Πρακτικά συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία 2012, 289–309.
— , «Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων», Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.
— , «Η Βιβλιοθήκη της Mονής Παντοκράτορος. Ιστορική διαδρομή μιας ύστερης αθωνικής συλλογής», Θέματα Αρχαιολογίας 2.1 (Ιαν.–Απρ. 2018), 32–47.
Melissakis, Z., «Attività scrittoria presso il monastero atonita del Pantocrator durante i primi decenni dalla sua fondazione (seconda metà del sec. XIV)». Griechisch-byzantinische Handschriftenforschung: Traditionen, Entwicklungen, neue Wege, (ed. Christian Brockmann, Daniel Deckers, Dieter Harlfinger, Stefano Valente), Βερολίνο, Βοστώνη, De Gruyter, 2020, 233–248.
Παπαζάκας Α., Η οικονομική δραστηριότητα της αθωνικής μονής Παντοκράτορος, Θεσσαλονίκη 2009.
— , «Η πιστωτική δραστηριότητα κατοίκων της Χαλκιδικής με τη μονή Παντοκράτορος κατά την οθωμανική περίοδο (1750–1799)», Χρονικά της Χαλκιδικής 62–63 (2017–18), 326–334.
Πάρδος Αντώνης, Αρχείο της Ι. Μ. Παντοκράτορος. Επιτομές εγγράφων, 1039–1801. Μέρος Α´, (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθωνικά Σύμμεικτα 5), Αθήνα 1998.
Πασχαλίδης, Σ., Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Προσκυνηματικός οδηγός, Άγιον Όρος 2005.
Petit, L., Actes du Pantocrator, Saint Petersburg 1903.
Πολίτης Λ. / Μανούσακας Μ., «Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Αγίου Όρους. Χειρόγραφα μονής Παντοκράτορος», Ελληνικά 23.2 (1970), 251–286.
–––––, «Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Αγίου Όρους», Ελληνικά, Παράρτημα 24 (1973), 139–177.
Χαριζάνης, Γ., «Αιτήσεις βοήθειας βυζαντινών μοναχών προς ξένους ηγεμόνες (14ος–15ος αιώνας)», Βυζαντινά 34 (2016), 171–187.
–––––, «Κτήματα (μετόχια) των αθωνικών μονών στη βυζαντινή Θράκη (15ος–19ος αι.)», Βυζαντιακά 33 (2016), 173–189.
–––––, «Η Θάσος κατά τον 14ο αιώνα μέσα από τα αγιορείτικα έγγραφα», Θασιακά 21 (2020–2021), 401–410.
Χατζηαντωνίου, Φ., «Τεκμηρίωση της οικοδομικής ιστορίας της στέγης του 17ου αιώνα στο Καθολικό της Μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους», Μνημείο και περιβάλλον 9 (2005), 111–127.
–––––, «Νέα στοιχεία για την οικοδομική ιστορία του καθολικού της Μόνης Παντοκράτορος Αγίου Όρους», Recueil des Travaux de l’Institut d’Etudes Byzantines XLIV/2 (Redacteur Ljubomir Maksimovic). Institut d’Etudes Byzantines de l’Académie Serbe des Sciences et des Arts, Beograd 2007, 587–600.
–––––, «Η οικοδομική επέκταση της Μονής Παντοκράτορος κατά τον 15ο–16ο αιώνα, Το Άγιον Όρος στον 15ο και 16ο αιώνα», Θεσσαλονίκη, 25–27 Νοεμβρίου 2011. Πρακτικά συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία 2012, 545–602
–––––, «Η βιβλιοθήκη της Μονής Παντοκράτορος», Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 98–99.
Χρυσοχοΐδης, Κρ., «Ιστορία της Μονής», Εικόνες Μονής Παντοκράτορος, Άγιον Όρος 2011, 15–39.