Θέση. Η Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου είναι κτισμένη σε μια μικρή κοιλάδα που περιτριγυρίζεται από βουνοπλαγιές και ρεματιές στο κέντρο της αθωνικής χερσονήσου, δίπλα στις Καρυές. Φέρεται και με το όνομα Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην οποία είναι αφιερωμένο το καθολικό της.
Κατέχει την έκτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Σχετικά με την ίδρυση και την ονομασία της μονής Κουτλουμουσίου έχουν διατυπωθεί ποικίλες απόψεις, χωρίς όμως κάποια από αυτές να είναι γενικά αποδεκτή. Η μονή φαίνεται πως υπήρχε ήδη από το 988, ενώ μερικοί μελετητές θεωρούν πιθανότερο να ιδρύθηκε τον 11ο αιώνα. Η παράδοση αναφέρει ως κτίτορά της τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081–1117), ο οποίος πράγματι είναι ο πρώτος ευεργέτης της. Η παλαιότερη αναφορά στη μονή διασώζεται σε έγγραφο του 1169 της μονής Αγίου Παντελεήμονος, όπου υπογράφεται μεταξύ άλλων «Ισαϊας ο ιερομοναχος κε καθιγουμενος της μονης Κουτλουμουσι». Επικρατέστερη είναι η εκδοχή πως ιδρυτής της υπήρξε ο μοναχός και πρώτος ηγούμενος της μονής Κάλλιστος, που προερχόταν από την αυλή του Κουτλουμούς Α΄, γενάρχη της ομώνυμης μικρασιατικής δυναστείας των Σελτζουκιδών, ο οποίος κατέστησε έδρα του τη Νίκαια και πέθανε το 1063. Άλλη εκδοχή αναζητά τον ιδρυτή στο μοναστικό περιβάλλον της Παλαιστίνης του 11ου αιώνα, με το σκεπτικό ότι σε κάποια παλαιά αραβική διάλεκτο η λέξη Koudsoulmassih δηλώνει τον ναό του Σωτήρος Χριστού.
Κατά την πρώτη περίοδό της η μονή υπήρξε μονύδριο και για πολλά χρόνια αντιμετώπιζε δυσκολίες. Η πτωχεία της αντικατοπτρίζεται και από την ανορθογραφία της πρώτης υπογραφής ηγουμένου της που έχουμε στη διάθεσή μας. Επίσης, επί δύο αιώνες η υπογραφή της μονής απαντά στη δεύτερη και τελευταία δεκάδα των μοναστηριών, γεγονός που φανερώνει ότι ήταν μάλλον άσημη.
Κατά τον 13ο αιώνα, την εποχή του λατινόφρονος αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, αρκετοί μοναχοί μαζί και ο ηγούμενος απαγχονίσθηκαν και τάφηκαν πίσω από το καθολικό, όταν στρατιωτικό απόσπασμα προσπάθησε να επιβάλει την ένωση με την καθολική Εκκλησία, την οποία είχε υπογράψει ο Μιχαήλ στη Λυόν (1274).
Στις αρχές του 14ου αιώνα, με τις επιδρομές Φράγκων πειρατών και των Καταλανών (1307–1309), η κατάσταση της μονής επιδεινώθηκε. Για να ορθοποδήσει, της παραχωρήθηκαν κατά καιρούς διάφορα ερημωμένα μονύδρια. Μετά τα μέσα του 13ου αιώνα ο Πρώτος Κοσμάς της παραχώρησε το ερημωμένο Κελλί του Προφήτη Ηλία, αλλά το 1287 το Κουτλουμούσι ζήτησε αντί αυτού το Κελλί του Σταυρονικήτα. Το 1329 της παραχωρήθηκε η μονή του Αναπαυσά και η μονή του Φιλαδέλφου, από τον ηγούμενο της Φιλαδέλφου Ισαάκ (1316–1345). Οι προσαρτήσεις αυτές συντέλεσαν κάπως στην ανάπτυξή της. Ο αριθμός των μοναχών της ανερχόταν τότε στους 40. Το πρώτο κτήμα που απέκτησε εκτός του Αγίου Όρους ήταν μια δωρεά το 1338 από τη μητέρα του Ιωάννη Καντακουζηνού.
Το 1340 ο ηγούμενος της μονής Θεοστήρικτος συνυπογράφει τον Αγιορειτικό Τόμο του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, υπερασπιζόμενος έτσι την αλήθεια και το βίωμα της Ορθόδοξης πνευματικής ζωής.
Οι απαρχές των σχέσεων της μονής με τη Βλαχία τοποθετούνται στα μέσα του 14ου αιώνα. Οι οικονομικές ενισχύσεις εκ μέρους του Αστρά, του Ιεράκη, του Ιωάννη Ούγγλεση και, τέλος, του βοεβόδα της Ουγγροβλαχίας Ιωάννη Βλαδισλάβου και του πατέρα του Αλεξάνδρου Βασαράβα συνέβαλαν ουσιαστικά στην αναβάθμισή της. Λεπτομέρειες για τις σχέσεις αυτές αντλούμε κυρίως από τις τρεις διαθήκες του ηγουμένου Χαρίτωνα.
Ο Χαρίτων ο Ίμβριος, ηγούμενος από το 1362 περίπου, προκειμένου να προφυλάξει τη μονή από τις επιδρομές, ταξίδεψε τουλάχιστον επτά φορές στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ώστε «κάστρον κτίσαι ἐν τῇ Μονῇ». Εύλογα λοιπόν, την εποχή αυτή το μοναστήρι ονομάζεται «του Χαρίτωνος» ή «του Βοεβόδα».
Την ίδια περίοδο, λόγω των Βλάχων μοναχών που άρχισαν να συρρέουν στη μονή και αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στον κοινοβιακό τρόπο ζωής, αποφασίστηκε μια ρύθμιση μεικτού βίου, κοινοβιακού για τους Έλληνες, ιδιόρρυθμου για τους Βλάχους, «διὰ τὸ ἀνέτως καὶ ἀπολύτως καὶ ἀκανονίστως ἐθέλειν βιῶναι, ἅτε ὀρειφοίτων ὄντων καὶ ἀήθων πάσης μοναχικῆς ἐγκρατείας καὶ προσοχῆς». Ο Χαρίτων διατήρησε την ηγουμενία της μονής και μετά την εκλογή του ως μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας (1372). Ακόμη, έγινε Πρώτος τουλάχιστον επί τέσσερα έτη, ενώ το 1380 διετέλεσε μέλος της συνόδου Κωνσταντινουπόλεως. Κατά τον χρόνο αυτό αναπληρωτής του στην ηγουμενία και τελικά διάδοχός του ήταν ο Βλάχος Μελχισεδέκ. Αποτέλεσμα των σχέσεων αυτών με τις χώρες της Βαλκανικής ήταν η βαθιά επίδραση του ελληνικού στοιχείου στον πνευματικό βίο των παρίστριων περιοχών.
Τον 14ο αιώνα αναφέρεται επίσης η οικονομική ενίσχυση του Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου και λίγο αργότερα της Θεοδώρας Καντακουζηνής, με προϋπόθεση την καθημερινή μνημόνευσή της στη Θεία Λειτουργία και αργότερα την τέλεση μνημοσύνων για την ανάπαυση της ψυχής της.
Η μονή άκμαζε, όταν το 1393 ο πατριάρχης Αντώνιος την ανακήρυξε πατριαρχικό σταυροπήγιο, επικυρώνοντας την ανεξαρτησία της από κάθε πολιτική ή τοπική εκκλησιαστική αρχή, συμπεριλαμβανομένων των πατριαρχικών εξάρχων. Η αυτοδεσποτεία εξασφαλιζόταν και από τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, χάρη στα οποία οι μονές αποκαλούνται βασιλικές.
Με την τουρκική κατάκτηση, την προστασία της ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Δραγάσης. Προτού περάσει πολύς καιρός το πλήθος των μοναχών ήταν τόσο μεγάλο, ώστε τα κτίριά της να μην επαρκούν. Έτσι, στις αρχές του 15ου αιώνα της προσαρτήθηκε η παρακείμενη ιστορική μονή του Αλυπίου (το σημερινό Κελλί των Αγίων Αποστόλων), με πρόσταγμα του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ και σιγίλιο του Αλυπιώτη πατριάρχη Ιωσήφ Β΄, γνωστού από τη συμμετοχή του στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Στη μονή Αλυπίου διοχετεύτηκε μέρος των μοναχών της Κουτλουμουσίου (1428).
Μετά τα μέσα όμως του 15ου αιώνα ο αριθμός των μοναχών αρχίζει να μειώνεται διαρκώς και η μονή αντιμετωπίζει εκτεταμένη οικονομική κρίση εξαιτίας τόσο της μεγάλης φορολογίας όσο και της απόσπασης κτημάτων της από την οθωμανική διοίκηση. Περί το 1480 φαίνεται πλήρως ερημωμένη. Με πράξη του πατριάρχη Ιωακείμ Α΄ του έτους 1501, γίνεται δεκτή η είσοδος αλλοδαπών μοναχών: «Καὶ μετέπειτα ἀμφοτέρων τῶν μονῶν τελείως ἀφανισθέντων (= Κουτλουμουσίου και Αλυπίου) καὶ μηδόλως ἐκεῖσέ τινων κατοικούντων, καὶ καιροῦ ἱκανοῦ παραδραμόντος, οἱ παρόντες μοναχοὶ ἐξ ἀλλοδαπῆς γῆς παραγενόμενοι καὶ τόπον ζητήσαντες ἀναπαύσεως, εὗρον τὴν τοῦ Κουτλουμούση μονὴν ἁρμόζουσαν εἰς ἀνάπαυσιν αὐτῶν καὶ σὺν πολλῷ κόπῳ καὶ μόχθῳ καλλιεργήσαντες ἀνεκαίνισαν αὐτήν». Κατά το διάστημα 1528–1540 η μονή κατοικείται αποκλειστικά από Βούλγαρους. Η κατάσταση φαίνεται αλλαγμένη το 1541, όταν ο πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ γράφει ότι «ἀφοῦ δὲ ταύτην διεδέξαντο οἱ ἐκ τοῦ ἡμετέρου γένους μοναχοὶ καὶ προσεποιήσαντο, ἀνέθαλέ τε καὶ ὡς εἰπεῖν ἀνέθορε καὶ ἀνεζωποιήθη τὰ κάλλιστα».
Οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών εξακολούθησαν να την ενισχύουν και τον 15ο και τον 16ο αιώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον την περίοδο αυτή έδειξε αρχικά οι ηγεμόνες της Βλαχίας Βασαράβας Γ΄ Λαϊότα (1474–1477), έπειτα ο Βλαδ Γ΄ Καλόγηρος (1482–1495), που πέτυχε την απαλλαγή της μονής από τη δεκάτη, ο Ράδουλος ο Μέγας (1496–1508), που προθυμοποιήθηκε να επισκευάσει κτίσματά της τα οποία υπέστησαν ζημίες από την πυρκαγιά του 1497. Μέχρι τον θάνατο του Ράδουλου ανακαινίστηκε το ΒΔ τμήμα της μονής και στη συνέχεια άρχισε να οικοδομείται ο αμυντικός της πύργος (1508). Ακόμη, ο Νεάγκος Βασαράβας (1512–1521), σύζυγος της Μιλίτσας Βράγκοβιτς, που ήταν θυγατέρα της Ελένης Παλαιολογίνας, και γραμματέας του πατριάρχη Νήφωνα, «ἐξωράισε ταύτην ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν ... καὶ περιέφραξε διὰ τειχῶν» και την ονόμασε «μεγίστην Λαύραν τῆς Ῥωμανικῆς Χώρας».
Τον 17ο και τον 18ο αιώνα μοναχοί της μονής αποστέλλονται στις ελληνικές κοινότητες της κεντρικής Ευρώπης αναζητώντας οικονομική βοήθεια.
Νέα ζωή θα αρχίσει για τη μονή Κουτλουμουσίου με την εγκαταβίωση σε αυτήν του Ματθαίου Γ΄ του Ψάλτη, πατριάρχη Αλεξανδρείας (1746–1766). Ήδη ως ιερομόναχος είχε κληθεί από τον ηγεμόνα Μολδαβίας και Βλαχίας Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο (1711–1819) ως πνευματικός του παλατιού και συγχρόνως ηγούμενος της μονής Ζλατάρι στη Βλαχία. Από εκεί θα μετακινηθεί για να αναλάβει τον θρόνο του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Τα τελευταία εννέα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο μοναστήρι, όπου και τάφηκε (1775).
Στα τέλη Μαΐου του 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς κήρυξε την επανάσταση της Μακεδονίας με τελετή στο Πρωτάτο, όπου ανακηρύχθηκε αρχιστράτηγος όλης της Μακεδονίας, και ο αγάς του Αγίου Όρους τέθηκε υπό περιορισμό στη μονή Κουτλουμουσίου.
Το 1856, με ομόφωνη αίτηση των πατέρων προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, η μονή επανέρχεται στην παλαιά κοινοβιακή τάξη μετά από ιδιόρρυθμο βίο πέντε αιώνων.
Το 1860, οι Ρώσοι κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνση του ηγουμένου της μονής Ιωάσαφ, του διακόνου Μελετίου και άλλων μοναχών, και την τοποθέτηση στη θέση του ηγουμένου του ρωσόφιλου Αμφιλοχίου. Η μονή Κουτλουμουσίου είχε πέσει θύμα καταστρεπτικής πυρκαγιάς τρία έτη νωρίτερα, με αποτέλεσμα την αποτέφρωση όλης της δυτικής πτέρυγάς της. Τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν προσφέρθηκε να καλύψει δαπανώντας πολλά ρούβλια η ρωσική κυβέρνηση, όπως βεβαίωσε ο στρατηγός Σεβαστιάνοφ σε επιτόπια επίσκεψή του. Επειδή ο Ιωάσαφ και ο Μελέτιος ήταν Επτανήσιοι, υπήκοοι δηλαδή της Ιονίου Πολιτείας που κηδεμονευόταν τότε από την Αγγλία, μετά από επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, οι δύο προεστοί επανεγκαταστάθηκαν στη διοίκηση και έτσι η μονή απέφυγε τον εκρωσισμό της.
Το 1863, ο ηγεμόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Ιωάννης Α΄ ή Κούζα κατάσχεσε τα μετόχια όλων των αθωνικών μοναστηριών, συμπεριλαμβανομένων αυτών της μονής Κουτλουμουσίου.
Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο η Κουτλουμουσίου αντιμετωπίζει πρόβλημα στελέχωσης. Στη δεκαετία του 1970 επανδρώθηκε από νέα συνοδεία με ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Χριστόδουλο και άρχισε νέα περίοδος άνθισης.
Στους εξαρτηματικούς αδελφούς της μονής ανήκε και ο γέρων Παΐσιος (Εζνεπίδης), που ασκήτεψε τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια της ζωής του στο Κελλί Παναγούδα.
Εκτός από την πυρκαγιά του 1497, άλλες πυρκαγιές αναφέρονται το 1767, το 1857, το 1870, και αργότερα το 1979. Γι’ αυτό τον λόγο, και σε συνδυασμό με τις καθιζήσεις του εδάφους, έγιναν διαδοχικές ανακαινίσεις της μονής. Το 1770 κατασκευάσθηκε η νέα τράπεζα, η οποία, εξαιτίας των πυρκαγιών του 19ου αιώνα και των σοβαρών εδαφολογικών προβλημάτων, αποκαταστάθηκε πλήρως στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η ανατολική πτέρυγα της μονής, που είχε καταστραφεί από την πυρκαγιά του 1767, ανακατασκευάσθηκε από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Ματθαίο Γ΄. Καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά το 1980 και αποκαταστάθηκε το 1991–1992.
Η είσοδος της μονής είναι στη βορεινή πλευρά και εγκαινιάστηκε το 1891.
Το καθολικό κτίστηκε γύρω στη τέταρτη δεκαετία του 16ου αιώνα. Είναι αφιερωμένο στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ιστορήθηκε το 1539/1540, επί ηγουμενίας του Μαξίμου, από άγνωστο ζωγράφο που ανήκε στην Κρητική Σχολή. Το μεγαλύτερο μέρος των παραστάσεων αυτών έχουν επιζωγραφηθεί. Το μπαρόκ ξύλινο εικονοστάσιο με τις κυματοειδείς ζώνες και την ολόγλυφη παλλόμενη επιφάνεια είναι κατασκευή του 1820.
Η Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου λειτουργεί με το κοινοβιακό σύστημα από το 1856, με σιγίλιο του πατριάρχη Κυρίλλου Ζ΄. Σήμερα ηγούμενος είναι ο γέρων Νικόλαος.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής βρίσκεται στον δεύτερο όροφο της βόρειας πτέρυγας. Φυλάσσονται εκεί ιερά σκεύη, 90 λειτουργικά και ιερατικά χρυσοκέντητα άμφια, σταυροί αγιασμού, ευλογίας και λιτανείας. Επίσης φυλάσσονται άγια λείψανα και λειψανοθήκες πολλών αγίων, καθώς και ο εσταυρωμένος, που κοσμούσε το παλαιότερο τέμπλο του καθολικού.
Εικονοφυλάκιο. Το Εικονοφυλάκιο καταλαμβάνει όλους τους ορόφους του πύργου. Εκεί φυλάσσονται οι περισσότερες από τις εκατοντάδες εικόνες της μονής, διαφόρων περιόδων. Μεταξύ τους η εικόνα του Αγίου Νικολάου, του 14ου αιώνα, και των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά, αμφότερες επίσης του 14ου αιώνα.
Αξιομνημόνευτη είναι η εφέστια εικόνα της μονής, η Φοβερά Προστασία, φιλοτεχνημένη τον 13ο ή τον 14ο αιώνα, που βρίσκεται στο ομώνυμο παρεκκλήσι του καθολικού, αριστερά της λιτής, το οποίο κτίστηκε το 1733. Παριστάνει τη Θεοτόκο αριστεροκρατούσα. Ο Χριστός, έντρομος, κρατάει το δεξί χέρι της μητέρας του με τα δυο του χέρια. Τον τρόμο του τον γεννά η θέα των οργάνων του πάθους του, που τα επιδεικνύει ένας άγγελος. Την κεντρική παράσταση περιστοιχίζει χορεία προφητών.
Ακόμη, στο καθολικό βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Στυλαρινής ή Γιάτρισσας, του 14ου αιώνα, που προέρχεται από μετόχι της μονής στο Στυλάρι του Μαρμαρά.
Λόγιοι της μονής. Ο ιερομόναχος Βαρθολομαίος ο Κουτλουμουσιανός (1772–1851) γεννήθηκε στην Ίμβρο. Το 1793 εκάρη μοναχός στην πατρίδα του, στους Αγίους Αρχαγγέλους, που ήταν μετόχι της μονής Κουτλουμουσίου. Υπήρξε μαθητής του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη. Φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή και στη σχολή των Κυδωνιών. Έζησε εναλλάξ μέσα και έξω από το Όρος επί τρεις δεκαετίες. Από την αρχή της επανάστασης του 1821 μέχρι το 1828 παρέμεινε εκτός του Αγίου Όρους. Δίδαξε στην ιερατική σχολή του Φαναρίου, στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, όπου έγινε και σχολάρχης, και στη σχολή Θεσσαλονίκης. Επίσης, δίδαξε στην Κέρκυρα, όπου γνωρίστηκε με τον Ανδρέα Μουστοξύδη, και στη Βενετία όπου προσελήφθη ως δάσκαλος και έγινε διευθυντής της Φλαγγινείου Σχολής. Λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του επέστρεψε στον Άθωνα, δίδαξε για ένα έτος στην Αθωνιάδα (1848–1849) και πέθανε στο Κουτλουμούσι.
Ο Βαρθολομαίος συνέταξε Ὑπόμνημα ἱστορικὸν περὶ τῆς κατὰ Χάλκην Μονῆς τῆς Θεοτόκου (1846) και Ὑπόμνημα ἱστορικὸν περὶ τῆς Νήσου Ἴμβρου (1845). Συνέγραψε ακόμη Εἰσαγωγὴν εἰς τὴν Γραμματικὴν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης (1828), που επανεκδόθηκε εκ νέου «κατ’ ἐρωταπόκρισιν» (1834). Ανέκδοτα παραμένουν η «Βοτανική» του, που γράφτηκε με προτροπή του Αδαμαντίου Κοραή, όπως και τα εγχειρίδια Αριθμητικής και Φυσικής. Επιμελήθηκε, κριτικά και εκδοτικά, λειτουργικά κείμενα, τα οποία και αποκατέστησε. Άρχισε τις εκδόσεις αυτές με το Μικρὸν Προσευχητάριον εἰς χρῆσιν τῶν σπουδαζόντων νέων (1828). Ακολούθησε το Μέγα Ὡρολόγιον (1832), το Πεντηκοστάριον (1836), το Τριῴδιον (1839) και τα 12 Μηναῖα (1834), των οποίων η έκδοση αποτέλεσε άθλο. Για τις εκδόσεις αυτές, και προπάντων των Μηναίων, χρησιμοποίησε την κριτική μέθοδο με αντιβολή παλαιών χειρογράφων, και παρείχε το κείμενο που αποτέλεσε βάση για τις μεταγενέστερες εκδόσεις. Στις εισαγωγές του δίνει στοιχεία για τα ονόματα των υμνωδών και τις ακροστιχίδες των κανόνων. Ακόμη, έχει επιμεληθεί το ένα από τα δύο Ευαγγέλια της μονής Τιμίου Προδρόμου Αρκαδίας που εκδόθηκε το 1860 στη Βενετία από το τυπογραφείο του Αγίου Γεωργίου.
Ο Δωρόθεος Σχολάριος γεννήθηκε στη Θεσσαλία το 1812. Νωρίς έμεινε ορφανός. Το 1829 μεταβαίνει στο Κουτλουμούσι, κοντά στους θείους του Νίκανδρο και Διονύσιο. Μεταξύ 1831 και 1834 βρίσκεται στη Βλαχία, στο μετόχι της μονής. Το 1834 γίνεται μοναχός και χειροτονείται διάκονος από τον Χριστουπόλεως Παγκράτιο, ο οποίος έχει αποσυρθεί στο Κουτλουμούσι. Μαζί με τους θείους του πηγαίνει στο μετόχι της Σάμου, όπου αρχίζει το διδασκαλικό του έργο από το 1838 έως το 1841. Στη συνέχεια πηγαίνει στη Σύρο, στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη για ανώτερες σπουδές. Από το 1849 μέχρι το 1852 γίνεται σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Το Κουτλουμούσι τον θέλησε να αναλάβει τη διαχείριση του μεγάλου του μετοχίου στη Βλαχία, το Κλοκοτζόβιο, αλλά το 1852 εκλέχθηκε μητροπολίτης Σωζοαγαθουπόλεως. Το 1858 γίνεται μητροπολίτης Δημητριάδος. Το 1875 εγκαθίσταται στην Αθήνα και ασχολείται με τη συγγραφή. Απεβίωσε το 1888 και κατέστησε το Εθνικό Πανεπιστήμιο γενικό κληρονόμο. Συνέταξε την Κλεῖδα και το Ταμεῖον της Πατρολογίας του J.P. Migne.
Βιβλιογραφείο. Τον 16ο αιώνα υπάρχει αξιόλογη παραγωγή χειρογράφων στη μονή. Από το 1542 έως το 1583 σώζονται περίπου πενήντα χειρόγραφα, έργο δύο καλλιγράφων. Πρόκειται αφενός για μερικά χειρόγραφα του γραφέα Σωφρονίου των ετών 1542–1551 (ένα ακόμη δικό του έργο βρίσκεται στη Μόσχα), ο οποίος υπογράφει με τον ιαμβικό στίχο «Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Σωφρονίου ὁ πόνος». Τα υπόλοιπα χειρόγραφα είναι του άλλου γραφέα, του Ευφρονίου, που αρχίζει να γράφει το 1552 και εμφανίζεται ενεργός έως το 1583. Χρησιμοποιεί την υπογραφή «Θεοῦ τὸ δῶρον καὶ Εὐφρονίου ὁ πόνος».
Ο Λίνος Πολίτης υποθέτει ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο λόγω της ομοιότητας της γραφής, που το 1552 άλλαξε απλώς ελαφρώς το όνομά του. Μια τέτοια αλλαγή είναι ασυνήθιστη και αδικαιολόγητη. Πιθανόν πρόκειται για μαθητή του Σωφρονίου, που ακολούθησε πιστά τον δάσκαλό του.
Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη στεγάζεται στο δυτικό άκρο της πολύπαθης βόρειας πτέρυγας της μονής, στον δεύτερο όροφο. Διαθέτει τρία επίπεδα, με συνολικό ύψος περί τα 12,20 μ.
Για τη μορφή και τη διάταξη της Βιβλιοθήκης στους βυζαντινούς χρόνους δεν υπάρχουν στοιχεία. Είναι γνωστό ότι η πτέρυγα κτίστηκε εκ νέου το 1502, μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1497, με χορηγία των ηγεμόνων της Βλαχίας Ράδουλου και Νεάγκου. Άλλες παρεμβάσεις έγιναν στα μέσα του 18ου αιώνα και στο δεύτερο μισό του 19ου. Μετά τις πυρκαγιές του 1857 και του 1870 ανοικοδομήθηκε, σύμφωνα με τις κτιτορικές επιγραφές, το 1890–1891 επί ηγουμενίας Μελετίου. Στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ού αιώνα προστέθηκαν δομικά στοιχεία ώστε ο χώρος να καταστεί ασφαλής από πυρκαγιά και να στεγάσει την ιστορική βιβλιοθήκη της μονής.
Το 1983 καταστράφηκε εξαιτίας της ολίσθησης του εδάφους και αποκαταστάθηκε τα επόμενα χρόνια, με δραστική μετασκευή του αρχικού τρόπου πρόσβασης με νέους ξύλινους εξώστες. Ακόμη, το 2019 εγκρίθηκε αρχιτεκτονική προμελέτη και το 2021 αποκαταστάθηκε και επεκτάθηκε καθ᾽ ύψος. Σήμερα η βιβλιοθήκη έχει μεταφερθεί στο αποκαταστημένο τμήμα.
Ο Βασίλι Μπάρσκι, στο δεύτερο ταξίδι του το 1744, επισκέφτηκε τη μονή Κουτλουμουσίου και αναφέρει πως τη βιβλιοθήκη της αποτελούσαν 300 βιβλία. Τη βρήκε εντελώς ακατάστατη, με τα βιβλία αφρόντιστα, μισοσάπια ή τελείως διαλυμένα. Είδε χειρόγραφα, περγαμηνά και χαρτώα, σε ελληνική, λατινική και βουλγαρική γλώσσα, με θέματα κυρίως θεολογικά, αλλά και ιστορικά.
Ο Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας Ρόμπερτ Κέρζον (1831) δυσκολεύτηκε να επισκεφτεί τη βιβλιοθήκη, καθώς ο μοναχός που είχε το κλειδί ήταν επιφυλακτικός απέναντι στους ξένους επισκέπτες, δεδομένου ότι κάποιος Ρώσος που δανείστηκε ένα βιβλίο δεν το επέστρεψε ποτέ.
Σημαντικός αριθμός χειρογράφων και εντύπων προέρχονται από τον λόγιο μοναχό Βαρθολομαίο Κουτλουμουσιανό (1772–1851), ο οποίος δώρισε στη μονή την αξιόλογη βιβλιοθήκη του.
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση των αρχείων των δύο μοναστηριών, του Κουτλουμουσίου και του Αλυπίου. Σήμερα τίποτε δεν θυμίζει αυτή την αρχική δυαδικότητα, που και οι ίδιοι οι μοναχοί την έχουν ξεχάσει.
Τα έγγραφα ταξινομούνται σε δύο βασικές κατηγορίες, τη γενική και την ειδική.
Η γενική κατηγορία περιλαμβάνει τα παλαιότερα έγγραφα, κείμενα διάφορων χρονολογιών και προελεύσεων. Σε αυτήν εντάσσονται και όλα σχεδόν τα έγγραφα της βυζαντινής περιόδου. Η αρίθμησή τους καθιερώθηκε σε άγνωστη, αλλά πάντως νεότερη χρονολογία, μετά τα μέσα του 19ου αι.
Η ειδική κατηγορία περιλαμβάνει έγγραφα που αφορούν κυρίως τα μετόχια της μονής και είναι ταξινομημένα γεωγραφικά.
Συνολικά η συλλογή περιλαμβάνει 134 έγγραφα, μεταξύ των οποίων αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, σουλτανικά φιρμάνια από τον 15ο αιώνα, μολυβδόβουλα των ηγεμόνων της Βλαχίας, καθώς και πατριαρχικά σιγίλια. Στο αρχείο της μονής υπάρχουν και 17 σλαβορουμανικά έγγραφα ηγεμόνων.
Από τα έγγραφα της μονής Κουτλουμουσίου αναφέρουμε του Ανδρονίκου Β΄ (1322), του Ιωάννη Ούγγλεση (1369), του Βλαδ Ουγγροβλαχίας (1492), του βοεβόδα Γαβριήλ Μογίλα (1618), του Αλεξάνδρου Ραδούλου (1625) και του Ματθαίου Βασαράβα (1641).
Χειρόγραφοι Κώδικες. Στη βιβλιοθήκη της μονής Κουτλουμουσίου ο Σπυρίδων Λάμπρος είδε και κατέγραψε 461 κώδικες. Αλλά ήδη το 1889, μόλις εννέα χρόνια μετά την εργασία του Λάμπρου, ο βιβλιοθηκάριος της μονής μοναχός Χαρίτων κατάρτισε κι αυτός κατάλογο χειρογράφων, συμπληρώνοντάς τον με επιμέλεια μέχρι το 1918, ο οποίος χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει τα 461 χειρόγραφα του Λάμπρου και συνεχίζει φτάνοντας μέχρι τον αριθμό 562. Οι μετέπειτα εγγραφές, έργο διάφορων βιβλιοθηκαρίων, είναι πρόχειρες και άτακτες.
Το 1956, ο Λίνος Πολίτης επισκέφτηκε τη Βιβλιοθήκη και με τη βοήθεια του βιβλιοθηκαρίου Μαξίμου άρχισε από το 1957 να καταρτίζει συμπληρωματικό κατάλογο που δημοσιεύθηκε το 1968. Σε αυτόν περιγράφει 244 χειρόγραφα. Επειδή όμως η αρίθμηση των χειρόγραφων κωδίκων δεν είναι συνεπής, δόθηκαν νέοι αριθμοί (δίπλα στον νέο αριθμό σημειώνεται και ο παλιός). Αριθμούς από το 1 έως το 139 έχουν τα παλαιότερα χειρόγραφα, τα οποία περιγράφονται αναλυτικά, και από το 140 έως το 244 τα χειρόγραφα από το 1830 και μετά, με συνοπτική περιγραφή.
Σήμερα, η συλλογή χειρόγραφων κωδίκων της μονής περιλαμβάνει 950 κώδικες, με τον παλαιότερο να ανάγεται στον 9ο αιώνα. Οι 95 από αυτούς είναι περγαμηνοί και οι υπόλοιποι χαρτώοι, ενώ κάποιοι είναι εικονογραφημένοι. Περιλαμβάνουν Ευαγγέλια, βίους αγίων, θεολογικά, λειτουργικά και μουσικά κείμενα, όπως και θέματα φιλοσοφίας, ιατρικής και νομικής. Ο Νικόδημος Αγιορείτης (από τις ηγετικές μορφές της κίνησης των Κολλυβάδων) επισκέφτηκε πολλές φορές τη Βιβλιοθήκη της μονής. Εκεί εντόπισε το χειρόγραφο του Εὐεργετινοῦ, μιας μεγάλης συλλογής με έργα μοναχών θεολόγων και ασκητών συγγραφέων, το οποίο εξέδωσε.
Από τη συλλογή των χειρογράφων μόνο τρία περιέχουν έργα της κλασικής και ύστερης αρχαιότητας. Αλλά και αυτά περιλαμβάνουν ελάχιστα έργα, δηλαδή, τις γνώμες του Κάτωνα, το ποίημα του Φωκυλίδη, δύο λόγους του Δημοσθένη και ένα έργο του Γαληνού.
Η Βιβλιοθήκη διαθέτει επίσης συλλογή 98 μουσικών κωδίκων, γραμμένων με ευκρίνεια και κομψότητα.
Από τους χειρόγραφους κώδικες της μονής αξιομνημόνευτο είναι το περγαμηνό Ευαγγελιστάριο με αριθμό 60 (11ος αι.), το οποίο κοσμείται, εκτός από τα πολυάριθμα επίτιτλα, με παραστάσεις του ζεύγους των αφιερωτών, που περιβάλλουν τον Χριστό, και των τεσσάρων Ευαγγελιστών.
Ο Κώδικας 412 (16ος αι.), που περιέχει ακολουθίες του έτους με βυζαντινή παρασημαντική (Ἀκολουθία τοῦ ἐνιαυτοῦ μετὰ φωνῶν), κοσμείται με πάνω από εκατό λαϊκής τεχνοτροπίας παραστάσεις, σχετικές με το κείμενο, μικρού συνήθως σχήματος και μέσα σε κύκλο. Πρόκειται για προσωπογραφίες ή παραστάσεις του Δωδεκάορτου και του βίου του Χριστού.
Επισημαίνουμε ακόμη τον Κώδικα 193 (15ος αι.), που είναι γραμμένος από διάφορα χέρια, αλλά περιλαμβάνει αξιόλογα δείγματα μικρογραφιών, και τον Κώδικα 293, που είναι Ευαγγελιστάριο. Ο Ματθαίος Πωγωνιανίτης, παλαιός Αγιορείτης, το έγραψε και το διακόσμησε στη Μόσχα το 1597 με εντυπωσιακά επίτιτλα.
Σπουδαιότατος από πλευράς εικονογράφησης είναι ο Κώδικας 100 (16ος αι.), που περιέχει διήγηση περί του Ιωσήφ. Κοσμείται με 24 παραστάσεις, σχεδόν σκαριφήματα, χρωματισμένες με υδροχρώματα.
Ο Κώδικας 223 (18ος αι.) περιέχει μέρος της αλληλογραφίας του Ματθαίου Γ΄, μοναχού της μονής Κουτλουμουσίου και πατριάρχη Αλεξανδρείας.
Έντυπα Βιβλία. Στη Βιβλιοθήκη της μονής Κουτλουμουσίου φυλάσσονται περίπου 5.200 έντυπα βιβλία από το 1500 και μετά. Εκτός από τα ελληνικά εντοπίζονται και βιβλία στα λατινικά, ρουμανικά, γαλλικά και σλαβονικά.
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 5) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Κουτλουμουσίου ανάγεται στα 1503. Πρόκειται για το Γεωργίου Γεμιστοῦ καὶ Πλήθωνος, ἐκ τῶν Διοδώρου, που τυπώθηκε στη Βενετία από τον Άλδο Μανούτιο. Το αμέσως επόμενο χρονολογικά έντυπο της συλλογής είναι το Θωμᾶ τοῦ μαγίστρου κατὰ ἀλφάβητον, που τυπώθηκε το 1517 ἐν Ρώμῃ παρὰ Ζαχαρίᾳ Καλλιέργῃ.
Βιβλιογραφία.
Αναστασίου, Ι., Το ταξίδι του Robert Curzon Jun στο Άγιον Όρος το 1837, Βυζαντινά 11 (1982), 357.
Βαλαής, Δ., Η εγκαταβίωση του λόγιου Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ματθαίου Ψάλτη στην Ι. Μονή Κουτλουμουσίου, Άγιον Όρος και Λογιοσύνη. Περιλήψεις Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2014, 179–191.
Kambylis, A., Zu den Urkunden des Athosklosters Kutlumusiu, Byzantion 37 (1967), 82–90.
Κουφόπουλος, Π., Παρατηρήσεις στην αρχιτεκτονική του βορειοδυτικού κτηρίου (Βιβλιοθήκης) της μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, 39ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 30, 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου 2019, Αθήνα 2019, 111–112.
Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Αʹ, Cambridge, University Press, 1895, 270–318.
Lemerle, P., Actes de Kutlumus (Archives de l'Athos 2), Paris 1988.
Lemerle, P. / Solovjev, A., Trois Chartres des souverains serbes conserves au Monastere de Kutlumus, Annales de l’Institut Kondakov (Seminarium Kondakovianum) 11 (1940), 129–146.
Louisidis, L., Κουτλουμούσιον - Κουτλουμούσι (On the origin of the name of the monastery on Mount Athos), Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher 17 (1943–44), 53–60.
Μαρινέσκου, Φ. / Τσιαντής, Κ., Ο λευκαδίτης αρχιμανδρίτης Μελέτιος Κουτλουμουσιανός, Στ´ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο 1997, Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτεμβρίου 1997, Πρακτικά Συνεδρίου, τ. 2, Αθήνα 2001, 301–308.
Μπελέζος, Κ., Η Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους και η σύγχρονη εκδοτική της παρουσία, Θεολογία 90.2 (2019), 223–232.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα. Αθήνα 2000.
Πολίτης, Λ., Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Αγίου Όρους. Α΄ Χειρόγραφα μονής Κουτλουμουσίου, Ελληνικά 21.1 (1968), 109–148 & 21.2 (1968), 347–377.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Στρατής, Δ., Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός (1772–1851). Βιογραφία - Εργογραφία, Θεσσαλονίκη 1999.
–––––, Περί Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού και πάλι, Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής 12 (2002), 347–357.
Τσιοράν, Γ., Σχέσεις των Ρουμανικών Χωρών μετά του Άθω και δη των μονών Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος ή των Ρώσων, Αθήνα 1938.
Φουντάς, Π., Η χρονολόγηση του καθολικού της Μονής Κουτλουμουσίου, Μακεδονικά 32 (1999–2000), 443–477.
Χαλκιά, Ευγενία, Το μετόχι της μονής Κουτλουμουσίου στην Ίμβρο: μία πρώτη προσέγγιση, Δελτίο Μικρασιατικών Σπουδών 13 (1999), 65–95.
Χαριζάνης, Γ., Αιτήσεις βοήθειας βυζαντινών μοναχών προς ξένους ηγεμόνες (14ος–15ος αιώνας), Βυζαντινά 34 (2016), 171–187.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.