Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Ιβήρων

Θέση. Η Ιερά Μονή Ιβήρων βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή της αθωνικής χερσονήσου, κτισμένη πάνω σε μικρό όρμο στις εκβολές μεγάλου χειμάρρου και σχετικά κοντά στις μονές Καρακάλλου και Φιλοθέου.

Η μονή κατέχει την τρίτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.

Ίδρυση και εξέλιξη. Οι Ίβηρες είναι οι πρώτοι από τους ξένους που οργάνωσαν μοναστικό ίδρυμα στο Άγιον Όρος. Πρωτοεμφανίσθηκαν στον Άθω επί βασιλείας Νικηφόρου Φωκά (963–969) και εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Λαύρα του Αθανασίου του Αθωνίτη. Λίγο αργότερα μια ομάδα, με επικεφαλής τον Ιωάννη τον Ίβηρα, τοπάρχη της Μεσχίας (επαρχία της βορειοδυτικής Γεωργίας) και τιτλούχο του Βυζαντίου (κουροπαλάτης), εγκαταβίωσε σε γειτονικό Κελλί, σε απόσταση χιλίων βημάτων από τη μονή. Σύμφωνα με τον ιβηρικό Βίο Ευθυμίου, μέλος της αδελφότητας ήταν ο Ιωάννης Τορνίκιος, γυναικάδελφος του Ιωάννη του Ίβηρα και πρώην στρατηγός, που, μολονότι είχε αποσυρθεί από τα εγκόσμια πρώτα σε μονή της Μακεδονίας, έπειτα στον Όλυμπο της Βιθυνίας και τέλος στον Άθω, δέχτηκε να επιστρατευτεί για την καταστολή της ανταρσίας του Βάρδα Σκληρού. Μετά την επιτυχή έκβαση της στρατιωτικής αναμέτρησης στην κοιλάδα της Παγκαλείας (μεταξύ Εφέσου και Κολοφώνος), ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος του παρέσχε πλούσια δώρα και χρυσόβουλο (979/980), με το οποίο, εκτός των άλλων, του παραχωρούσε την ιδρυμένη τον 8ο αιώνα μονή Κλήμεντος, που ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο. Σε αυτή τη μονή, που βρισκόταν στην περιοχή των αρχαίων Κλεωνών και στη θέση της σημερινής μονής Ιβήρων, φαίνεται ότι πρωτοεγκαταστάθηκε η ιβηρική αδελφότητα, διατηρώντας την αρχική ονομασία τουλάχιστον έως το 1015, όταν έλαβε τη σημερινή της ονομασία, προς τιμήν των κτιτόρων της (υπάρχει και η άποψη ότι Ιωάννης ο Ίβηρας και Ιωάννης Τορνίκιος είναι το ίδιο πρόσωπο), και το καθολικό της αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Πρώτος ηγούμενος υπήρξε ο Ιωάννης, ενώ με χρυσόβουλο της μητέρας του Βουλγαροκτόνου Θεοφανώς η νέα αδελφότητα κηρύχθηκε πλήρως ανεξάρτητη.

Μετά τον θάνατο του Ιωάννη, την ηγουμενία ανέλαβε ο γιος του Ευθύμιος. Παραιτήθηκε από τη θέση του ηγουμένου το 1012 για να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο μεταφραστικό και συγγραφικό του έργο. Μετέφρασε συνολικά 60 έργα στα γεωργιανά (αφήνοντας και πολλά μισοτελειωμένα), με πρώτη την Καινή Διαθήκη, που απέστειλε στην Ιβηρία στον Δαβίδ Κουροπαλάτη. Συγχρόνως ασχολήθηκε με τη διόρθωση των λειτουργικών κειμένων. Απεβίωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1028.

Κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα προσαρτήθηκαν στη μονή Ιβήρων πολλά μονύδρια, όπως του Κολοβού, του Προφήτη Ηλιού, του Σισίκου, του Πτελεώτου.

Από το 1052 έως το 1066 ηγούμενος ήταν ο Γεώργιος Γ΄. Εκτός από τις μεταφράσεις στα γεωργιανά, ίδρυσε σχολή, στο σημείο όπου σήμερα είναι το Κελλί Άγιος Θεολόγος, στην οποία οι μαθητές διδάσκονταν την αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή γραμματεία. Οι πρώτοι της μοναχοί ήλθαν από τη Γεωργία το 1065 και ανέρχονταν σε 80. Η σχολή συνέβαλλε για ενάμιση αιώνα στην άνθηση των γραμμάτων στη Γεωργία.

Το 11ο αι. εγκαταβίωναν στην Ιβήρων περί τους 300 μοναχούς. Από τα μέσα του ίδιου αιώνα υπάρχουν στη μονή δύο κοινότητες, Ιβηριτών και Ελλήνων, που ακολουθούν ξεχωριστό λειτουργικό τυπικό και τελούν τις ακολουθίες σε διαφορετικά κτίσματα, οι Γεωργιανοί στο καθολικό της Θεοτόκου και οι Έλληνες στο παλαιό καθολικό της μονής Κλήμεντος, στον ναό του Προδρόμου.

Κατά τον 12ο αιώνα πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα, κυρίως επί ηγουμενίας του Παύλου (1170–1183/1184), όπως επεμβάσεις στον ναό της Πορταΐτισσας, επισκευές και διακόσμηση του καθολικού, ενίσχυση της οχύρωσης, ανέγερση νοσοκομείου, κ.ά.

Η μονή Ιβήρων καταστράφηκε επανειλημμένα από πειρατές και κυρίως από τους Φράγκους, οι οποίοι έκαναν «τὴν περιφανεστάτην μονὴν χῶρον ἔρημον καὶ ἀπάνθρωπον ἢ τόπον κλαυθμοῦ καὶ πεδίον ἀφανισμοῦ» και άρπαξαν «ἅπαν τὸ ἐν ἱεροῖς κειμηλίοις καὶ ἀναθήμασιν», ακόμη και τα σκεύη, «ἃ εἰς ὑπηρεσίαν τοῖς μοναχοῖς ἦσαν». Γι’ αυτό τον λόγο, την ίδια χρονιά (1259), ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος επανακύρωσε με χρυσόβουλο τις κτήσεις και τα δικαιώματά της και την απάλλαξε από τη φορολογία.

Προτού ακόμη ορθοποδήσει πλήρως, οι Καταλανοί την κατέστρεψαν ξανά (1307–1308). Αυτή την περίοδο ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε και ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, διάδοχος του Μιχαήλ Η΄. Πάντως η πλήρης ανακαίνιση των κατεστραμμένων τμημάτων του συγκροτήματος γίνεται τον 15ο αιώνα με τη συνδρομή του ηγεμόνα της Ιβηρίας Γοργοράνη και των διαδόχων του.

Τον 13ο αιώνα οι αφίξεις Γεωργιανών μοναχών μειώθηκαν σημαντικά και αραίωσαν οι σχέσεις με την Ιβηρία.

Στα μέσα του 14ου αιώνα, με πατριαρχικό σιγίλιο του Καλλίστου Β΄ (1355–1356), η μονή αφενός περιήλθε στον έλεγχο του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αφετέρου καθιερώθηκε η τέλεση των ακολουθιών στο καθολικό σε ελληνική γλώσσα και η ανάδειξη Έλληνα ηγουμένου, λόγω αριθμητικής υπεροχής «τῶν Ῥωμαίων μοναχῶν ... ὑπερεχόντων ... καὶ εἰς πᾶν ἔργον πνευματικόν». Οι Ίβηρες, «εὐάριθμοι ὄντες», θα μπορούσαν να τελούν πλέον τις ακολουθίες τους όχι στο καθολικό, αλλά στον μικρότερο ναό της μονής «τῆς Θεομήτορος τῆς Πορταϊτίσσης», ενώ τα διακονήματα θα έπρεπε να κατανέμονται και στις δύο εθνότητες. Το μέτρο αυτό δεν απέβλεπε στη διακοπή της ιβηρικής παράδοσης, αλλά στην αντίδραση κατά της πολιτικής του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος επιχειρούσε να αλλοιώσει τον χαρακτήρα των μονών του Άθωνα.

Κατά την τουρκοκρατία η μονή βρέθηκε σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο. Ο Ησαΐας Χιλανδαρινός στο Ὀδοιπορικόν του 1489 μνημονεύει μόνο 50 μοναχούς. Την υποστήριξαν με συνδρομές ηγεμόνες της Ιβηρίας (Γοργοράνης, Καϊχοσρόης, κ.ά. τον 15ο αι., Αλέξανδρος ς΄ τον 16ο αι. κ.ά.), ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών (Νεάγκος Βασσαράβας τον 16ο αι.), καθώς και πατριάρχες όπως ο Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης τον 17ο αιώνα. Τον 17ο αιώνα παραχωρήθηκε στη μονή Ιβήρων από τον τσάρο Αλέξιο η μονή του Αγίου Νικολάου στη Μόσχα, ενώ παρόμοιες κινήσεις γίνονταν και από τη μεριά του Οικουμενικού Πατριαρχείου: ο πατριάρχης Κύριλλος Β´ με σιγίλιο επιβεβαιώνει τα δικαιώματα της μονής Ιβήρων επί της μονής Βλατάδων της Θεσσαλονίκης, ενώ το 1675 ο πατριάρχης Παρθένιος ονομάζει τη μονή πατριαρχική και σταυροπηγιακή.

Η ανάκαμψη λοιπόν ξεκίνησε από τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα και ήταν ταχύτατη. Το 1520 η οθωμανική απογραφή ανεβάζει τον αριθμό των μοναχών σε 151, το 1560 μνημονεύονται 250 και το 1583 193 μοναχοί. Επισκευάστηκαν τα τείχη και το καθολικό, κτίσθηκε πύργος και εξοπλίστηκε με κανόνι, η εικόνα της Πορταΐτισσας επενδύθηκε με βαρύτιμο κάλυμμα, κλπ. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα οι μοναχοί θα υπερβούν τους 300 (1648: 365, 1677: 400, 1761: 337). Την ίδια περίοδο της αφιερώθηκαν πολλά ακίνητα και μονές, όπως η μονή Βλατάδων (1633) στη Θεσσαλονίκη, οι μονές στην Κορνοφωλέα Διδυμοτείχου (1747), στο Μελένικο (1760), στο Βεβέκιο Βοσπόρου (1796), στην Τρύγη Λήμνου (1797), κ.ά. Στις βόρειες χώρες κατέχει, όπως λέχθηκε, τη μονή Αγίου Νικολάου (1669) στο κέντρο της Μόσχας (εδώ εγκαταστάθηκαν μεταξύ άλλων και οι αδελφοί Ζωσιμάδες), της Αγίας Τριάδος (1613) στη Βλαχία, του Ευαγγελισμού στη Μολδαβία, της «Ραδοκάνου» στο Μπακού.

Πάντως, το 1740 πυρκαγιά κατέστρεψε μέρος της μονής και το γεγονός την επηρέασε δυσμενώς για τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό το 1784, όταν κλήθηκε να καταβάλει φόρους «διακόσια δέκα πουγγεῖα», δήλωσε αδυναμία πληρωμής τους.

Στην απογραφή του 1808 οι μοναχοί της ήταν συνολικά 250, εκ των οποίων οι 158 εντός των τειχών.

Η μονή Ιβήρων πρόσφερε πολλά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. Όλους τους θησαυρούς της τους δώρισε στην Επανάσταση. Στο αρχείο της σώζονται επιστολές του Ιωάννη Καποδίστρια, με τις οποίες ενημερώνει τη μονή ότι έλαβε τα πολύτιμα αντικείμενα και εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για τη μεγάλη προσφορά. Αλλά και κατά την προεπαναστατική περίοδο, ο γραμματέας Νικηφόρος Ιβηρίτης, εκπρόσωπος της μονής στη Βλαχία για τις εκεί υποθέσεις της, είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και συνεργάστηκε μάλιστα με τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος ήταν εξόριστος στη μονή Ιβήρων (1800–1806, 1809–1819), καθώς και με τον Εμμανουήλ Παπά.

Στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, μεγάλο μέρος της μονής καταστράφηκε από πυρκαγιές (1845, 1865) αλλά ανοικοδομήθηκε με τα έσοδα των πολλών μετοχίων της. Τα σχέδια των νεοκλασικών κτιρίων της ανοικοδόμησης ήταν του Κωστή Κάλφα, Έλληνα αρχιτέκτονα της Υψηλής Πύλης. Οι δημεύσεις κτημάτων της από τη ρουμανική κυβέρνηση το 1863 και από τη ρωσική κατά τη δεκαετία του 1880, μαζί με τις απαλλοτριώσεις που έγιναν στον ελλαδικό χώρο τον 20ό αι., οδήγησαν τη μονή σε οικονομικό μαρασμό. Επίσης, ο σεισμός του 1905 δημιούργησε στα κτίσματά της μεγάλες ρηγματώσεις.

Στις αρχές του 20ού αι. οι μοναχοί της ανέρχονταν σε 200. Το 1990 επανδρώθηκε από ομάδα μοναχών της μονής Σταυρονικήτα και την ίδια χρονιά, με σιγίλιο του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Δημητρίου Α΄, μετατράπηκε σε κοινόβιο. Πρώτος ηγούμενος ορίστηκε ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος Σταυρονικητιανός. Μετά την παραίτησή του ανέλαβε ο ιερομόναχος Ναθαναήλ ο Κώος.

Το καθολικό της μονής Ιβήρων, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, άρχισε να κτίζεται το 984, ολοκληρώθηκε μετά το 1019 και ανακατασκευάστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Από το παλαιότερο καθολικό σώζεται το μαρμαροθετημένο δάπεδο (α΄ μισό 11ου αι.) με διάφορα γεωμετρικά σχήματα και επιγραφή του Γεωργιανού κτίτορα Γεωργίου, του τρίτου ηγουμένου της. Αξιόλογα είναι εδώ και τα δίζωνα κιονόκρανα, σε δεύτερη χρήση, που επιστέφουν τους κίονες του κυρίως ναού και τα παλαιά θωράκια με το Χριστόγραμμα. Οι τοιχογραφίες του καθολικού ανήκουν σε διάφορες εποχές, από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν γίνεται και επιζωγράφισή τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν το μεταβυζαντινό ξυλόγλυπτο τέμπλο, με τον πλουσιότατο φυτοειδή του διάκοσμο, και η πύλη από άργυρο και έβενο, με διακοσμητικά σχέδια λεπτότατης τέχνης, που οδηγεί από τον εξωνάρθηκα στη λιτή.

Ενδιαφέρον έχει και ο τοιχογραφικός διάκοσμος του παρεκκλησίου της Παναγίας της Πορταΐτισσας, γιατί ανάμεσα στις μορφές των αγίων που απαρτίζουν το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα ξεχωρίζουν οι μορφές ανδρών της αρχαίας Ελλάδας, του Σόλωνα, του Σοφοκλή, του Πλουτάρχου και του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και, παραδόξως, του Δαρείου.

Κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα στη μονή λειτούργησε βιβλιογραφείο για την παραγωγή χειρογράφων στα γεωργιανά. Δεν είναι γνωστό αν λειτούργησε και εργαστήριο αντιγραφής ελληνικών χειρογράφων κατά τη βυζαντινή περίοδο, καθώς μόνο ένας γραφέας, ο Θεοφάνης (αρχές 11ου αι.), είναι γνωστό ότι δραστηριοποιήθηκε τότε. Μεγάλη άνθηση του βιβλιογραφείου παρατηρείται από τις αρχές του 16ου έως τα τέλη του 19ου αιώνα, με ιδιαίτερα πλούσια παραγωγή ελληνικών χειρογράφων. Μεταξύ των σπουδαίων καλλιγράφων της μονής συγκαταλέγεται ο νοτάριος της Μεγάλης Εκκλησίας άγιος Θεόφιλος ο Μυροβλύτης ο Παντοκρατορινός (1511–1523). Πριν από το 1535 και για αρκετά χρόνια εγκαταβίωσε στη μονή ο λόγιος Παχώμιος Ρουσάνος ο Ζακύνθιος. Πριν από το 1540 μέλος της αδελφότητας ήταν ο Θωμάς (Θεοφάνης) Ελεαβούλκος, ο οποίος κληροδότησε στη μονή τα βιβλία του. Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα έχουμε τον λόγιο και διδάσκαλο στην Κωνσταντινούπολη Συμεών Καβάσιλα.

Από τους λόγιους που ανέδειξε η μονή Ιβήρων ας αναφερθεί ακόμη ο Ιερόθεος ο Πελοποννήσιος (1686–1745), βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας, της ελληνικής και λατινικής γραμματείας και δάσκαλος στη σχολή της Σκοπέλου, ο Μελέτιος, μαθητής του Ιεροθέου και βιβλιοθηκάριος της μονής, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Θεόκλειτος Πολυείδης (1698–1759), ο Χριστόφορος Προδρομίτης (1822–1916) από την Άρτα, μαθητής του Ευγενίου Βούλγαρη και συγγραφέας πολλών κυρίως υμνολογικών έργων, κ.ά.

Μεγάλη προσωπικότητα είναι ο Διονύσιος Ιβηρίτης. Το 1650, ενώ βρισκόταν στη Βλαχία, δέχτηκε πρόσκληση του πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα (τότε αρχιμανδρίτη της μονής Νοβοσπάσκι) να μεταβεί στη Ρωσία. Ανταποκρίθηκε μετά από πέντε χρόνια. Στη Μόσχα ασχολήθηκε για καιρό με τη διόρθωση των λειτουργικών βιβλίων και έπειτα ανέλαβε τη διεύθυνση του κρατικού τυπογραφείου. Μεταξύ άλλων έργων του είναι και η Ἱστορία περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν Ῥώσων, την οποία συνέταξε με βάση ρωσικές πηγές το 1668. Είναι επίσης ο μεταφραστής στα ρωσικά της Χρονογραφίας του ΨευδοΔωροθέου. Ο Διονύσιος πέθανε στη Βλαχία, λίγους μήνες μετά τον διορισμό του ως μητροπολίτη της Ουγγροβλαχίας.

Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Ιβήρων, από τα πιο αξιόλογα του Αγίου Όρους, στεγάζεται πλέον στη νεόδμητη νότια πτέρυγα της μονής. Εκεί φυλάσσονται ανεκτίμητοι θησαυροί, χρυσοκέντητα άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, δισκοπότηρα, εγκόλπια, μήτρες, η αρχιερατική στολή του πατριάρχη Διονυσίου Δ΄ του Μουσελίμη, ο μανδύας του Γρηγορίου του Ε΄, ο αυτοκρατορικός σάκκος του Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος κοσμείται με διακοσμητικά σχέδια και παραστάσεις δέκα λεόντων και τεσσάρων δικεφάλων. Εδώ φυλάσσεται και το μέγα Ευαγγέλιο, δώρο του Πέτρου του Μεγάλου (1649), με αργυρόχρυση επένδυση διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους, βάρους 40 κιλών, καθώς και μια επτάφωτη λυχνία σε σχήμα λεμονιάς, δώρο «... ψυχῇ ζεούσῃ τῶν πολιτῶν τῆς Μόσχας ... 1818» προς τον εκπρόσωπο της μονής αρχιμανδρίτη Κύριλλο, που φέρει 30 λεμόνια και 7 κηροπήγια επίχρυσα. Το σκευοφυλάκιο της μονής Ιβήρων ήταν «ἀπρόσιτον εἰς πάντας, μηδ’ αὐτῶν τῶν πατέρων ἐξαιρουμένων».

Εικονοφυλάκιο. Το νέο, διώροφο κτίσμα που οικοδομήθηκε πρόσφατα στη νότια και ακάλυπτη πλευρά της μονής, λόγω παλαιάς πυρκαγιάς, στεγάζει το Εικονοφυλάκιο. Στη μονή φυλάσσονται περισσότερες από 1.600 μεταβυζαντινές και νεότερες εικόνες.

Σε ιδιαίτερο παρεκκλήσι εντός της μονής, που οικοδομήθηκε το 1682 στην είσοδό της, βρίσκεται η εφέστια εικόνα της, η λεγόμενη Πορταΐτισσα, που ανήκει στον τύπο της Οδηγήτριας. Την περιβάλλει πλήθος παραδόσεων και θρύλων. Ανάγεται στους προεικονοκλαστικούς χρόνους. Φέρει δύο επενδύματα και στο αργυρεπίχρυσο εξωτερικό υπάρχει η επιγραφή «Μόσχα 1819». Η εικόνα βρέθηκε στη δεκαετία του 980 από τον Ίβηρα ασκητή Γαβριήλ και έλαβε την επωνυμία «Πορταΐτισσα» λόγω της επιμονής της να μεταβαίνει «ἄνωθεν τῆς πύλης τοῦ μοναστηρίου, εἰς τὸ τεῖχος τοῦ κάστρου». Στη σιαγόνα της Θεοτόκου διακρίνεται μέχρι σήμερα η πληγή που ανοίχθηκε από το ξίφος Άραβα πειρατή, ο οποίος μεταστράφηκε στον χριστιανισμό και έζησε ως μοναχός στη μονή μέχρι το τέλος της ζωής του, καθώς είδε να ρέει αίμα από το χτύπημά του. Είναι ο άγιος Βάρβαρος. Αντίγραφο της Πορταΐτισσας στάλθηκε το 1651 στη Ρωσία και τοποθετήθηκε στη μονή του Αγίου Νικολάου στη Μόσχα, που βρίσκεται στην Κόκκινη Πλατεία, μεταξύ Κρεμλίνου και Ακαδημίας. Σήμερα το αντίγραφο αυτό φυλάσσεται στην Αγία Τριάδα της Μόσχας.

Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη της μονής Ιβήρων είναι καλά οργανωμένη και πλούσια σε περιεχόμενο. Από το 1721 στεγαζόταν στους χώρους πάνω από τον νάρθηκα του καθολικού. Το 1800 μεταφέρθηκε από τα «έσωθεν» στα «έξωθεν κατηχούμενα», δηλαδή στο δυτικό τμήμα του ναού. Γλίτωσε από την πυρκαγιά του 1860, που κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της μονής. Το 1967 για λόγους πυρασφάλειας μεταφέρθηκε στο ριζικά ανακαινισμένο παλιό μαγκιπεῖον (αρτοποιείο), ένα ελεύθερο από όλες τις πλευρές ισόγειο κτίριο δίπλα στην τράπεζα. Στο νεόδμητο διώροφο κτίσμα της νότιας πτέρυγας της μονής, που ανεγέρθηκε στη θέση κατεστραμμένου από τον σεισμό του 1905 κτιρίου, όπου στεγάζεται το Εικονοφυλάκιο, διαμορφώθηκε ειδικός χώρος για τη Βιβλιοθήκη.

Βιβλιοθήκη στη μονή Ιβήρων λειτουργούσε ήδη από την ίδρυσή της. Τα βασικά βιβλία στα γεωργιανά αντιγράφηκαν το 977 και 978 στη μονή του Όσκι στη Γεωργία κατά παραγγελία του Ιωάννη Ίβηρα (Τορνίκιου;), και μεταφέρθηκαν στη μονή του Κλήμεντος. Επίσης, το βιβλιογραφείο, που ιδρύθηκε από τον Ιωάννη τον Ίβηρα στη μονή, παρήγαγε μεγάλο αριθμό χειρόγραφων κωδίκων. Ο εμπλουτισμός της συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες, είτε με δωρεές είτε με αντιγραφή ελληνικών και μεταφρασμένων στα γεωργιανά κωδίκων.

Στις αρχές του 16ου αιώνα μεγάλη είναι η συμβολή του προηγουμένου Διονυσίου, ο οποίος μερίμνησε για τη συμπλήρωση ελλείψεων, ενώ ο ίδιος καλλιγράφησε τουλάχιστον 13 χειρόγραφα. Ο γνωστότερος από τους γραφείς που προσέλκυσε ο Διονύσιος ήταν ο Θεοδόσιος, πρώην νοτάριος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γνωστός ως Θεόφιλος ο Μυροβλύτης. Ήλθε στη μονή το 1511 και μέχρι το 1523 που έφυγε καλλιγράφησε 31 κώδικες, ενώ συμπλήρωσε αρκετούς άλλους. Παράλληλα, μέχρι τον θάνατό του δεν σταμάτησε να αφιερώνει χειρόγραφα στην Πορταΐτισσα.

Στα μέσα του 16ου αιώνα ο Θωμάς (Θεοφάνης) Ελεαβούλκος Νοταράς, ο οποίος χρημάτισε ιεροκήρυκας της Μεγάλης Εκκλησίας και διετέλεσε καθηγητής στην Πατριαρχική Σχολή, κληροδότησε στη μονή Ιβήρων, που ήταν η μετάνοιά του, εκεί δηλαδή όπου έγινε μοναχός, τα βιβλία του.

Επίσης και ο Μάξιμος Μαργούνιος δώρισε στην Ιβήρων τα βιβλία του. Στη διαθήκη του σημειώνεται: «… τὰς ἐννέα κασέλλας τὰ βιβλία πολλῶν λογιῶν, ὅπου ἔπεμψα εἰς τὸ ἄνω μοναστήριον διὰ τὴν ψυχήν μου». Μεταξύ τους και πολλά χειρόγραφα, από τα οποία μέχρι σήμερα έχουν εντοπισθεί 39 (αλλά μόνο τα 14 βρίσκονται στη μονή).

Με εντολή του τσάρου Αλέξιου και του πατριάρχη Νίκωνα στάλθηκε στο Άγιον Όρος ο Αρσένιος Σουχάνοφ με σκοπό να παραλάβει από εκεί λειτουργικούς κώδικες προς αναθεώρηση των παλαιών ρωσικών μεταφράσεων. Υπερβαίνοντας την εντολή, ή ακολουθώντας άλλη μυστική εντολή, ο Σουχάνοφ συνέλεξε πλήθος σπουδαίων κωδίκων, μεταξύ των ετών 1653–1655. Τελικά μετέφερε στη Μόσχα 498 κώδικες, που αποτέθηκαν στην τότε πατριαρχική βιβλιοθήκη. Από αυτούς αριθμητικά την πρώτη θέση κατέχουν οι κώδικες της μονής Ιβήρων: οι Ιβηρίτες, θέλοντας να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για τη δωρεά του μετοχίου του Αγίου Νικολάου στη Μόσχα, υπήρξαν γενναιόδωροι στην αποστολή χειρογράφων. Ο Διονύσιος Ιβηρίτης παρέσχε σημαντική βοήθεια στον Αρσένιο για την επιλογή των βιβλίων, συνολικά 158 χειρογράφων και 5 εντύπων. Μεταξύ αυτών ήταν σχεδόν ολόκληρη η βιβλιοθήκη του Μαξίμου Μαργουνίου. Ακόμη, το 1660, ο Διονύσιος είχε κι αυτός φέρει μαζί του στη Μόσχα 14 βιβλία, μεταξύ των οποίων και 5 χειρόγραφα, που δεν τα αποχωρίστηκε όμως και χρησιμοποιήθηκαν για τις εργασίες του στο τυπογραφείο.

Το 1678, ο πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης δώρισε στη μονή, μεταξύ άλλων, την πλούσια βιβλιοθήκη του, που περιλάμβανε πολυάριθμα έντυπα, καθώς και ικανό αριθμό χειρογράφων (εντοπίστηκαν 28 στη Βιβλιοθήκη της μονής). Ο Διονύσιος είχε καταρτίσει κατάλογο των βιβλίων του που λανθάνει σήμερα.

Η ανασυγκρότηση και ο εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης της μονής οφείλεται στον λογιότατο πρώην μητροπολίτη Άρτης και Ναυπάκτου Νεόφυτο Μαυρομμάτη, που άφησε τον θρόνο του και έμεινε στο Άγιον Όρος για 30 περίπου χρόνια. Το 1721 συνέλεξε όλα τα βιβλία της μονής, πρόσθεσε και τα δικά του και τα στέγασε στον χώρο που διαμόρφωσε στα κατηχούμενα, πάνω από τον νάρθηκα του καθολικού. Ο Ιωάννης Κομνηνός, στο Προσκυνητάριον του 1745, χαρακτηρίζει τη βιβλιοθήκη «παλαιὰν καὶ πλουσιοπάροχον, καὶ αὐξηθεῖσαν τώρα μάλιστα εἰς τοὺς ἐδικούς μας χρόνους καὶ ἀνακαινισθεῖσαν, διὰ προστασίας καὶ ἐξόδων τοῦ ... Νεοφύτου τοῦ Μαυρομάτου», ενώ στην πρώτη έκδοση του έργου (1701) αναφέρει ότι «ἔχει τὸ μοναστήριον … καὶ βιβλιοθήκας εἰς τρεῖς τόπους πλουσιοπαρόχους, μὲ πολλὰ ἀκριβὰ καὶ ὠφέλιμα βιβλία, παλαιά τε καὶ νέα». Από το 1729 ο Νεόφυτος εγκαταβίωνε στη Λαύρα, συμβάλλοντας στην ανόρθωση της μονής, όπου πήρε μαζί του και πολλά από τα βιβλία του. Παρά ταύτα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του, μαζί με 18 χειρόγραφα, βρίσκεται σήμερα στη μονή Ιβήρων. Ο Νεόφυτος ήταν ο πρώτος Έλληνας που σκέφτηκε να εκδώσει βιβλία στα ελληνικά με παράλληλο τουρκικό κείμενο γραμμένο με ελληνικά στοιχεία για τους τουρκόφωνους Έλληνες της Μικράς Ασίας και έγραψε το πρώτο καραμανλίδικο βιβλίο, το Ἀπάνθισμα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως (Κιουλζάρι Ιμάνι Μεσιχί) το 1718.

Οι απώλειες χειρογράφων και εντύπων δεν σταμάτησαν μετά τα μέσα του 17ου αιώνα και τον Σουχάνοφ. Το 1726, η μονή δώρισε 15 χειρόγραφα σε απεσταλμένους του πάπα Βενέδικτου ΙΓ΄. Ο Ευγένιος Βούλγαρις, σχολάρχης στην Αθωνιάδα Σχολή κατά τα έτη 1753–1759, προμηθεύτηκε από αυτήν πολλά βιβλία απαραίτητα για τη λειτουργία της σχολής, που δεν επέστρεψαν ποτέ εκεί. Κατά τη μεταφορά από το ανατολικό στο δυτικό τμήμα του Σκευοφυλακίου, το 1800, πολλά από τα χειρόγραφα αφαιρέθηκαν και αποτέθηκαν στον εξωνάρθηκα, χωρίς να είναι γνωστή η περαιτέρω τύχη τους.

Ο περιηγητής Ρόμπερτ Κέρζον επισκέφτηκε τη μονή το 1837. Θεωρεί τη Βιβλιοθήκη της την αξιολογότερη ίσως του Αγίου Όρους. Σημειώνει ότι ο χώρος είναι καλά εξοπλισμένος και τα βιβλία σε εξαιρετική κατάσταση. Υπολόγισε πως εκεί φυλάσσονταν περί τα 2.000 χαρτώα και 1.000 περγαμηνά χειρόγραφα. Από τα περγαμηνά περί τα 100 ήταν στα γεωργιανά. Αναζητώντας έργα κλασικών συγγραφέων, δεν εντόπισε κανένα περγαμηνό χειρόγραφο με τέτοιο περιεχόμενο, αλλά μόνο χαρτώα. Τον εντυπωσίασε ένα κοπτικό Ψαλτήριο σε αραβική μετάφραση. Τα έντυπα βιβλία τα υπολογίζει σε 5.000. Δεν κατόρθωσε να αγοράσει κανέναν κώδικα, παρότι επιστράτευσε την ευγλωττία του και πλήθος επιχειρήματα. Τελικά, για παρηγοριά, ο γραμματέας της μονής τού δώρισε ένα χειρόγραφο δικό του, που περιείχε στα ελληνικά την ιστορία της μονής από την ίδρυσή της μέχρι τις ημέρες εκείνες.

Το 1844 ο Μηνάς Μηνωίδης, διπλωμάτης του υπουργείου των Εξωτερικών της Γαλλίας, επισκέφθηκε τη μονή, κατάρτισε κατάλογο των χειρογράφων της και αφαίρεσε άγνωστο αριθμό τους.

Το 1869 επισκέφθηκε τη μονή ο Ιωάννης Μ. Ραπτάρχης. Η βιβλιοθήκη της, όπως γράφει, είναι «λίαν παραμελημένη», αλλά «ἡ ἀρίστη καὶ πλουσιωτάτη τῶν ἐπὶ τοῦ Ἄθωνος», καθώς περιέχει «δισχίλια χειρόγραφα ... ἐν οἷς ἑκατὸν εἰς γλῶσσαν Ἰβηρικήν, καί τινα Κοπτικά».

Μετά τον θάνατο του Δημητρίου Καλαβακίδη (ή Καλαμπακίδη) († 1878), συγγραφέα, τυπογράφου και εκπαιδευτικού από το Μελένικο, η πλούσια βιβλιοθήκη του, μαζί με έξι κώδικες δικών του συγγραμμάτων, κληροδοτήθηκε στη μονή Ιβήρων, ίσως επειδή είχε εγκαταβιώσει εκεί για ένα διάστημα.

Βιβλιοθήκη-Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Ιβήρων στεγαζόταν έως και τη δεκαετία του 1990 σε χώρους που είχαν διαμορφωθεί στα κατηχούμενα του καθολικού. Εκεί υπήρχαν το βυζαντινό αρχείο, τοποθετημένο για μεγαλύτερη ασφάλεια στο Σκευοφυλάκιο, που επίσης βρισκόταν στον ίδιο χώρο, αλλά και το μεταβυζαντινό και το νεότερο αρχείο. Τα έγγραφα του νεότερου αρχείου χρονολογούνταν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ το υλικό ήταν διάσπαρτο και σε άλλους χώρους της μονής, κυρίως στη Γραμματεία της.

Κατά τον 19ο αιώνα έγινε ταξινόμηση, τουλάχιστον μερική, του αρχείου, με παράλληλη σύνταξη καταλόγου και αρίθμηση των εγγράφων, πολλές φορές με ετικέτες γραμμένες με μολύβι και κολλημένες στο πίσω μέρος τους. Από τους περιηγητές και άλλους ερευνητές που απέκτησαν πρόσβαση στο αρχείο της μονής ο Βασίλι Μπάρσκι ήταν ο πρώτος που έδωσε ακριβείς πληροφορίες για σωζόμενα έγγραφα. Αναφέρει δύο χρυσόβουλα του Ιωάννη Δ΄ Καντακουζηνού (1351), ένα του Στεφάνου Δουσάν (1346), ένα του Μιχαήλ Ε΄ Παλαιολόγου (1357) και ένα του Ανδρονίκου Θ΄ Παλαιολόγου (1283).

Το 1846 ο Πορφύριος Ουσπένσκι αντέγραψε από το αρχείο της Ιβήρων περίπου 30 έγγραφα, κάποια τμηματικά. Στον κατάλογο των αθωνικών αρχείων που δημοσίευσε το 1847 περιλαμβάνονται 40 έγγραφα από την Ιβήρων. Το 1859 η αποστολή του Σεβαστιάνοφ φωτογράφισε κάποια βυζαντινά έγγραφα. Επίσης, ο Αντώνιος Σιγάλας, γύρω στο 1928 με 1931, τα μέλη μιας σερβικής αποστολής από τη Σερβική Ακαδημία το 1935 και στη συνέχεια ο Ντέλγκερ (F. Dölger) το 1941 φωτογράφισαν επίσης έγγραφα από το αρχείο της μονής.

Ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα τον χώρο περιέτρεχαν ειδικά διαμορφωμένες προθήκες. Το υλικό ήταν ταξινομημένο θεματικά. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και ταξινόμηση αυτή διαδραμάτισε ο μοναχός Ιωακείμ Ιβηρίτης κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία αποδιδόταν στα έγγραφα που ήταν σχετικά με τους τίτλους ιδιοκτησίας και τα μετόχια. Στις προθήκες αυτές περιλαμβάνονταν, εκτός από τα ελληνικά έγγραφα και τα τουρκικά με τις αντίστοιχες μεταφράσεις τους, μέχρι και έγγραφα των μέσων του 20ού αιώνα που σχετίζονταν κυρίως με την κατοχή ή διεκδίκηση ιδιοκτησιών.

Κατά τη δεκαετία του 1950, η ταξινόμηση αυτή άρχισε να διαταράσσεται. Τελικά τα έγγραφα αποσπάστηκαν από τις πρώτες ειδολογικές τους κατηγορίες και ομαδοποιήθηκαν κατά γλώσσες, κυρίως σε ελληνικά και τουρκικά, αλλά και σε άλλες κατηγορίες, άσχετες με την πρότερη ταξινόμηση, όπως συμπερίληψη π.χ. εγγράφων από πατριάρχες ή μητροπολίτες κλπ. σε φακέλους, χωρίς καμιά άλλη σχέση μεταξύ τους. Αυτή ήταν η κατάσταση του αρχείου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Η κατάσταση άλλαξε ριζικά με την κατασκευή της ειδικά διαμορφωμένης νέας πτέρυγας, όπου στεγάζεται η βιβλιοθήκη των χειρογράφων και των παλαιτύπων της μονής. Εκεί διαμορφώθηκε ειδικός χώρος για να στεγαστεί το σύνολο του αρχείου και έτσι αποφασίστηκε η μεταφορά του. Εκτός από τα ελληνικά έγγραφα, το αρχείο της μονής Ιβήρων περιλαμβάνει και έγγραφα σε άλλες γλώσσες, όπως στα οθωμανικά, γεωργιανά, ρουμανικά, ρωσικά και σε άλλες σλαβικές γλώσσες.

Χειρόγραφοι Κώδικες. Η Βιβλιοθήκη της μονής Ιβήρων είναι από τις πλουσιότερες του Αγίου Όρους. Από την ίδρυσή της, η μονή (979/980) απόκτησε μια σημαντική συλλογή γεωργιανών χειρογράφων, που είχαν αντιγραφεί στη Γεωργία μετά από παραγγελία του ιδρυτή της μοναχού Ιωάννη του Ίβηρα (Τορνίκιου;). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη παγκοσμίως συλλογή γεωργιανών χειρογράφων εκτός Γεωργίας.

Σπουδαία είναι και η συλλογή μουσικών χειρογράφων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται πολλοί κώδικες κοσμικής μουσικής της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου.

Η μονή Ιβήρων κατέχει επίσης τη μεγαλύτερη στο Άγιον Όρος συλλογή χειρογράφων με κείμενα αρχαίων κλασικών συγγραφέων, που αντιγράφονταν από τον 13ο έως τον 19ο αιώνα αδιάλειπτα. Συμπεριλαμβάνονται 220 περίπου κοσμικά συγγράμματα, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 1/3 του συνόλου που θησαυρίζεται σε όλες μαζί τις αγιορείτικες βιβλιοθήκες, δηλαδή 600 περίπου.

Επίσης, διαθέτει τα περισσότερα έργα συγγραφέων που εμφανίζονται μόνο σε αγιορείτικους κώδικες. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι είναι η μόνη βιβλιοθήκη με έργα Λατίνων συγγραφέων, μεταφρασμένα αλλά και ορισμένα στο πρωτότυπο (συλλογή λατινικών χειρογράφων υπήρχε και στη μονή της Μεγίστης Λαύρας, που σήμερα όμως βρίσκονται σε βιβλιοθήκες της Δύσης). 

Υπάρχει στη μονή κατάλογος του 1723, όπου καταγράφονται τα έντυπα και τα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης, ίσως η αρχαιότερη σωζόμενη γνωστή καταγραφή χειρογράφων στο Άγιο Όρος.

Ο πρώτος ερευνητής γεωργιανών χειρογράφων της μονής Ιβήρων είναι ο Τιμόθεος Γκασμπασβίλι (1703–1764), περιηγητής, διπλωμάτης, χαρτογράφος. Ο Γκαμπασβίλι επισκέφθηκε την Ιβήρων στα μέσα του 18ου αιώνα και, μεταξύ άλλων, συνέταξε ακριβή κατάλογο των γεωργιανών χειρογράφων της. Σημείωσε επίσης πως μεταξύ των χειρογράφων υπήρχαν και παλαιά γεωργιανά βιβλία, όπως μια μετάφραση από το Λειμωνάριον (Νέος Παράδεισος) του Σωφρονίου Ιεροσολύμων και ένα Ευαγγέλιο στολισμένο με πολύτιμους λίθους, δώρο του βασιλιά Μπακάρ του Κάρτλι (1699/1700–1750).

Ο Χρύσανθος Ιεροσολύμων συνέταξε επίσης κατάλογο χειρογράφων που βρίσκονταν σε κάποιες αθωνικές μονές, μεταξύ άλλων στην Ιβήρων, που δημοσιεύτηκε από τον Κωνσταντίνο Σάθα το 1872.

Ο Νεόφυτος Ιβηρίτης ο εξ Ιωαννίνων, υπεύθυνος για την τέλεση των ακολουθιών, μελέτησε αρκετά χειρόγραφα, έγραψε σχόλια και σημειώσεις πάνω τους, τα αρίθμησε και τα κατέταξε.

Το 1801 πέρασαν από την Ιβήρων οι περιηγητές Τζόζεφ Καρλάιλ (Joseph Dacre Carlyle) και Φίλιπ Χαντ (Philip Hunt), οι οποίοι διαπίστωσαν πως τα χειρόγραφα ήταν παραμελημένα, ενώ αντιθέτως τα έντυπα προστατευμένα και τακτοποιημένα.

Το 1895 ο Σπυρίδων Λάμπρος συνέταξε κατάλογο των 1.386 ελληνικών χειρογράφων της μονής, χωρίς να συμπεριλάβει τους σκόρπιους κώδικες στο kαθολικό, στον ναό της Πορταΐτισσας, σε άλλα παρεκκλήσια ή κελιά μοναχών.

Το 1913 και 1914, ο βιβλιοθηκάριος της μονής ιερομόναχος Αθανάσιος ταξινόμησε τους κώδικες κατά μέγεθος και τους αρίθμησε ανάλογα, χωρίς να καταστεί δυνατόν η ταύτιση με 100 περίπου χειρόγραφα του καταλόγου του Σπ. Λάμπρου.

Το 1925, ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης κατέγραψε 39 νέα χειρόγραφα της Ιβήρων και τα δημοσίευσε στον κατάλογο των χειρογράφων της Μεγίστης Λαύρας, ενώ 18 καταγράφηκαν στον δεύτερο τόμο των Θησαυρών του Αγίου Όρους (Εκδοτική Αθηνών) το 1975.

Κατά τη δεκαετία του 1970 προστέθηκαν τμηματικά στη συλλογή τα 289 χειρόγραφα του kαθολικού και 200 άλλα που είχαν αποθηκευτεί μαζί με τα έντυπα και προέρχονταν από εξαρτήματα της μονής. Το 1991 ταξινομήθηκαν και καταγράφηκαν συνοπτικά όλα τα χειρόγραφα σε δακτυλόγραφο κατάλογο. Το 1994 ενσωματώθηκαν και άλλα 35, που προέρχονταν από τον ναό της Πορταΐτισσας.

Σήμερα η συλλογή της μονής Ιβήρων περιλαμβάνει 2.537 χειρόγραφα στα οποία συγκαταλέγονται 164 περγαμηνά (15 λειτουργικά ειλητάρια) και 66 εικονογραφημένα. Από το σύνολο των χειρογράφων 2.345 είναι ελληνικά, 94 γεωργιανά, 80 σλαβικά, 10 ρουμανικά, 6 αραβικά, 1 κοπτικό και 1 ιταλικό.

Από τα παλαιότερα χειρόγραφα, ξεχωρίζει ο κώδικας που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 950 με τις Ομιλίες του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού: κοσμείται με τέσσερα ολοσέλιδα αψιδωτά κοσμήματα, με επίτιτλα, που έχουν τη μορφή πύλης κιβωρίου, και με εξαιρετικής τέχνης πρωτογράμματα. Τα πρωτότυπα επίτιτλα δεν έχουν απλά διακοσμητικό χαρακτήρα, αλλά είναι σχετικά με τους λόγους του Γρηγορίου. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι καλλιγραφήθηκαν στο εργαστήρι της Κωνσταντινούπολης. Το Ευαγγελιστάριο του 11ου αιώνα, που φιλοτεχνήθηκε επίσης στην Κωνσταντινούπολη, κοσμείται με έξι ολοσέλιδες παραστάσεις του Δωδεκαόρτου και διακρίνεται για τα πλούσια επίτιτλα και τα πρωτογράμματά του, αλλά και για τη μεγαλογράμματη καλλιγραφική γραφή του κειμένου. Η θεματική της εικονογράφησης αντλεί υλικό από ψηφιδωτά κυρίως των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία έχει και ένα Τετραευάγγελο που χρονολογείται λίγο μετά το 1250, το «μαργαριτάρι» της βιβλιοθήκης της μονής των Ιβήρων, όπως έχει ονομαστεί από τον Γεώργιο Γαλάβαρη (βλ. Βιβλιογραφία).

Ο Κώδικας 463 (μεταξύ 12ου και 13ου αι.) περιέχει την περιπετειώδη διήγηση περί του Βαρλαάμ και του Ιωάσαφ που αποδίδεται στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, κοσμείται με 79 σχετικές προς το κείμενο παραστάσεις μεγάλης αξίας, όχι μόνο από άποψη καλλιτεχνική, αλλά και ως μαρτυρίες για τον τρόπο βίου, ενδυμασίας και εργασίας στην εποχή του.

Έντυπα Βιβλία. Η Βιβλιοθήκη της μονής Ιβήρων διαθέτει 27 περίπου αρχέτυπα και 14.000 παλαίτυπα, ενώ τα νεότερα έντυπα (μετά το 1900) ανέρχονται περίπου σε 20.000.

Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους ( σ. 3) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε στη μονή Ιβήρων είναι ένα αρχέτυπο του 1488. Πρόκειται για έκδοση των ομηρικών επών, που τυπώθηκε στη Φλωρεντία «δεξιότητι δημητρίου μεδιολανέως κρητός».

Το αρχαιότερο έντυπο βιβλίο του 16ου αιώνα είναι ιδιαίτερα σπάνιο ανάμεσα στις κοσμικές και ιδιωτικές συλλογές και θησαυρίζεται μάλιστα σε επτά αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Πρόκειται για το Λεξικό του Φαβωρίνου, που εκδόθηκε και τυπώθηκε με την επιμέλεια του Ζαχαρία Καλλιέργη στη Ρώμη το 1523. Ένα άλλο βιβλίο που έχει διασωθεί σε ελάχιστα αντίτυπα είναι τα σχόλια στις τραγωδίες του Ευριπίδη, του Αρσενίου Αποστόλη, που τυπώθηκε στη Βενετία το 1534 από τον Λουκά Αντώνιο Ιούντα. Τέλος, ένα Τριώδιο του 1538, που εκδόθηκε στη Βενετία από τον Ηρακλή Γεράλδο με επιμέλεια του Δημητρίου Ζήνου, είναι το πρώτο μιας μεγάλης συλλογής λειτουργικών βιβλίων που χρονολογούνται κυρίως από τις αρχές του 16ου αιώνα και μετά.

 

Βιβλιογραφία

Αλεξανδροπούλου Όλγα, Ο Διονύσιος Ιβηρίτης και το έργο του Ιστορία της Ρωσίας, Ηράκλειο 1994.

Anghelou, A., J. D. Carlyle’s Journal of Mount Athos (1801), Ερανιστής 3 (2016), 33–75.

Boudalis, G., Surveying bindings of the late 15th–early 18th century in the libraries of the Iviron monastery Mount Athοs and the St. Catherines monastery Sinai, International conference La Reliure Medievale (Paris 2003), Turnhout 2008, 117–130.

Βούρος, Γ., Το ναΰδριο του καθίσματος της Παναγίας Πορταΐτισσας Ιεράς Μονής Ιβήρων, Δώρον - Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Νίκο Νικονάνο, Θεσσαλονίκη 2006, 259–268.

Γαλάβαρης, Γ., Ιερά Μονή Ιβήρων. Εικονογραφημένα χειρόγραφα, Άγιον Όρος 2000.

Γεδεών, Μ., Χρονογραφία της εν Άθω μονής των Ιβήρων, Κωνσταντινούπολη 1906–12.

Γερομιχαλός, Α., Ο φιλικός χαρτοφύλαξ Νικηφόρος ο Ιβηρίτης και η ανέκδοτος αυτού αλληλογραφία, Μακεδονικά 8 (1968), 1–73.

Γριτσόπουλος, Αθ. Τ., Ιερόθεος Ιβηρίτης ο Πελοποννήσιος, ΕΕΒΣ 32 (1963), 94–112.

Dughashvili Eka, The Iviron Monastery of Mount Athos in the 15th‑19th c. History, Pilgrims, and Manuscripts, Actes du Symposium international. Le liver, la Roumanie, l’Europe, τ. 3, Bucarest 2012, 184–199.

Ευστρατιάδης, Σ., Αγιορειτικών κωδίκων κατάλοιπα Α: Κώδικες του Καθολικού της μονής των Ιβήρων, Κατάλογος των κωδίκων της Μεγίστης λαύρας (Σπυρίδων Λαυριώτης / Σωφρόνιος Ευστρατιάδης), Παρίσι 1925, 385–390.

–––––, Ιερόθεος Πελοποννήσιος ο Ιβηρίτης και Μεθόδιος Ανθρακίτης ο εξ Ιωαννίνων, Ρωμανός ο Μελωδός 10–12 (Φεβ.–Απρ. 1933), 257–315.

Θεολόγος, μον. Ιβηρίτης, Ιστορικό περίγραμμα της συλλογής των ελληνικών χειρογράφων της ιεράς μονής Ιβήρων, Ιερά Μονή Ιβήρων. Κατάλογος Ελληνικών χειρογράφων (περιγραφή Π. Σωτηρούδης), τ. Α΄ (1–100), Άγιον Όρος 1998, 237–254.

–––––, Άγνωστη υμναγιολογική παραγωγή του Αγίου Όρους από τα μέσα του 18ου αι. έως το 1927 μέσα από τα έργα έξι υμνογράφων, Άγιον Όρος και Λογιοσύνη, Πρακτικά Η΄ διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2014, 275–320.

Ιερά Μονή Ιβήρων, Ιστορικόν, Θαύματα και Παρακλητικός Κανών της Παναγίας Πορταϊτίσσης, Άγιον Όρος 1980.

Καδάς, Σ., Τα σημειώματα του χειρογράφου αριθ. 218 της μονής Ιβήρων, Κληρονομία 17 (1985), 319–337.

Καρανάσιος, Χ., Προσκυνητές από την περιοχή Κοζάνης στη μονή Ιβήρων Αγίου Όρους (1742–1936), Ελιμειακά 58 (2007), 65–73.

Kim, S., In Quest of the Treasures of Iviron: Georgian Flyleaves from Four Greek Manuscripts in Moscow, Analecta Bollandiana 134.2 (2016), 303–332.

Κοτζαγεώργης, Φ., Μια αθησαύριστη έντυπη πηγή (1715–1718) για την αθωνική μονή Ιβήρων και τον "άρχοντα" Διονύσιο Σπανδούνη, Ερανιστής 24 (2003), 49–60.

Κωνσταντινίδης, Κ., Ο Λόγιος Ιβηρίτης Μοναχός Νεόφυτος Χριστόπουλος και το έργο του, Άγιον Όρος και Λογιοσύνη, Πρακτικά Η΄ διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 2014, 151–167.

Lamberz, E., Eine unbekannte Basiliushandschrift des Klosters Iviron, Κληρονομία 3B (1973), 375–384.

Λάμπρος, Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, τ. Βʹ, Cambridge, University Press, 1900, 1–279.

Lefort, J., et al., Actes d'Iviron I: des origines au milieu du Xie siècle (Archives de l’Athos XIV), Paris 1985.

–––––, Actes d'Iviron ΙΙ: du milieu du XIe siècle à 1204 (Archives de l’Athos XVI), Paris 1990.

–––––, Actes d' Iviron III: de 1204 à 1328 (Archives de l’Athos XVΙΙI), Paris 1994.

–––––, Actes d'Iviron IV: de 1328 au début du XVIe siècle (Archives de l’Athos XIΧ), Paris 1995.

Λιάκος, Δ., Από το σκευοφυλάκιο της αγιορειτικής μονής Ιβήρων: Πρόδρομες παρατηρήσεις στη μελέτη των έργων μικροτεχνίας, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη 20 (2006), 539–550.

–––––, Το βυζαντινό μαρμαροθετημένο δάπεδο του καθολικού της μονής Ιβήρων Αγίου Όρους, Νίκος Αλεξίου The End, Κατάλογος Περιοδικής Έκθεσης, Αθήνα 2007, 47–60.

–––––, Έργα ξυλογλυπτικής στη μονή Ιβήρων Αγίου Όρους (17ος και 18ος αιώνας), Δελτίον ΧΑΕ 30 (2009), 301–312.

Μάξιμος, μον. Ιβηρίτης, Αριστοτελικά αποτυπώματα εις τον Άθωνα, Χρονικά της Χαλκιδικής 60–61 (2015–16), 11–75.

Μαρινέσκου, Φ., Ρουμανικά έγγραφα του Αγίου Όρους. Αρχείο Ιεράς Μονής Ιβήρων, 2 τ., (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών 97), Αθήνα 2007.

Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.

Μερτζιμέκης, Ν., Ενεπίγραφα αγιοπότηρα αρχιεπισκόπων Ουγγροβλαχίας (16ος αι.) στο κειμηλιαρχείο της αθωνικής μονής των Ιβήρων. Πηγή γνώσης και μνήμης, Αρχονταρίκι, Αφιέρωμα στον Ευθύμιο Τσιγαρίδα, Αθήνα 2021, 301–311.

Παζαράς, Θ., Ιστόρηση της θαυματουργικής έλευσης της εικόνας της Παναγίας Πορταΐτισσας στη μονή Ιβήρων, Δελτίον XAE 20 (1998), 385–398.

Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.

Πατρινέλης, Χ., Διονύσιος Ιβηρίτης μητροπ. Ουγγροβλαχίας, ΕΕΒΣ 32 (1963), 314–317.

Σάθας, Κ., Κατάλογος των εν Άθωνι βιβλιοθηκών, Με­σαι­ω­νι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη 1, Βε­νε­τί­α 1872, 269–284: Εν δε τη των Ιβήρων, 279–283.

Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988). 

Στάικος, Κ.Σπ., Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙΙΙ, Αθήνα, Κότινος, 2007, 257–260.

Σωτηρούδης, Π., Ιερά Μονή Ιβήρων. Κατάλογος Ελληνικών χειρογράφων, τ. Α΄ (1–100), Άγιον Όρος 1998.

––––, Ιερά Μονή Ιβήρων. Κατάλογος Ελληνικών χειρογράφων, τ. ΙΑ΄ (1387–1568), Άγιον Όρος 2007.

Tchentsova, Vera, Dionysios Iviritis et les pourparlers entre la Moldavie et la Russie en 1656, Închinare lui Petre Ş. Năsturel la 80 de ani, Brăila 2003, 581–603.

Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.

Χρύσανθος ιερομ. Ιβηρίτης, Συνέχεια εις χρονογραφίαν και ιστορικόν σημείωμα περί του εν Μόσχα Μετοχίου της Ι. Μ. των Ιβήρων, Η συζήτησις 1 (1939), 1–8.

Χρυσοχοΐδης, Κρ., Το βιβλιογραφικό εργαστήριο της μονής Ιβήρων στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, Η Ελληνική γραφή κατά τους 15ο και 16ο αιώνες (ΕΙΕ/ΙΒΕ, Διεθνές Συμπόσιο 7, Αθήνα 1996), Αθήνα 2000, 523–568.

––––, Ο γραφέας Δημήτριος εν χώρα Ναυπάκτου ταυτιζόμενος με τον Διονύσιο, Προηγούμενο Ιβήρων (β´ ήμισυ 15ου – ca 1539), Κυπριακαί Σπουδαί 78–79 (2016–2017) [=«Ζείδωρος Υετός». Τιμητικός Τόμος στόν Καθηγητή Δημήτριο Τριανταφυλλόπουλο ἐπί τῇ ἑβδομηκονταπενταετηρίδι του], Λευκωσία 2017, 1023–1036 & πίν. 154–159.

Επίσημη ιστοσελίδα της μονής Ιβήρων: https://www.imiviron.gr/

Γεωργιανά χειρόγραφα μονής Ιβήρων: https://manuscripts.imiviron.gr/

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επωνυμία: Βιβλιοθήκη Μονής Ιβήρων
Ιστορικό πλαίσιο: Βυζαντινή Εποχήsemantics logo
Τόπος ίδρυσης: Άγιο Όροςsemantics logo
Τόπος λειτουργίας: Άγιο Όροςsemantics logo
Χρόνος ίδρυσης: 980
Ιδιοκτησία: Ιερά Μονή Ιβήρων (Άγιο Όρος)
Κτίρια: Ιερά Μονή Ιβήρων (Άγιο Όρος)
Διοίκηση: Αρχιμανδρίτης Ναθαναήλ Ιβηρίτης
Νομικό πλαίσιο: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ)
Προσωπικό: μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης
Πληροφορίες: Ιερά Μονή Ιβήρων 630 86 Δάφνη Αγίου Όρους τηλ. 23770 23643 Fax 23770 23248 Email imiviron[at]gmail[dot]com Αντιπροσωπείο (Καρυές): τηλ. 23770 23203
Ωράριο: Ανατολή έως δύση ηλίου
Λέξεις κλειδιά: Ιωάννης Ίβηρας
μονή Κλήμεντος
Βασίλειος Β΄, αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος Η΄ Μακεδόνας, αυτοκράτορας
Νικηφόρος Φωκάς, αυτοκράτορας
Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, αυτοκράτορας
Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος
Ιερόθεος Πελοποννήσιος
Βάρδας Σκληρός
Ιωάννης Τορνίκιος
Ευθύμιος, ηγούμενος
Δαβίδ Κουροπαλάτης
Ησαΐας Χιλανδαρινός
μονή Αγίου Νικολάου
Ιωάννης Καποδίστριας
Νικηφόρος Ιβηρίτης
Γρηγόριος Ε΄, πατριάρχης
Κωστής Κάλφας, αρχιτέκτονας
Θεόφιλος ο Μυροβλύτης
Παχώμιος Ρουσάνος
Νεγκόε Μπαραράμπ, ηγεμόνας
Στέφανος Δουσάν
Μηνάς Μηνωίδης
Θεοφάνης Ελεαβούλκος ο Νοταράς
Συμεών Καβάσιλας
Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος
Ιερόθεος Πελοποννήσιος
Θεόκλειτος Πολυείδης
Χριστόφορος Προδρομίτης
Διονύσιος Ιβηρίτης, προηγούμενος
Μάξιμος Μαργούνιος
Αρσένιος Σουχάνοφ
Διονύσιος Δ΄ Μουσελίμης, πατριάρχης
Νεόφυτος Μαυρομμάτης
Ευγένιος Βούλγαρης
Ρόμπερτ Κέρζον
Στέφανος Δουσάν
Μηνάς Μηνωίδης
Ιωάννης Ραπτάρχης
Δημήτριος Καλαβακίδης
Βασίλι Μπάρκσι
Ιωακείμ Ιβηρίτης
Αναφέρει: Πρόσωπα
Μουσούρος, Μάρκος, λόγιος
Εικόνες
Η Μονή Ιβήρων, σχεδιασμένη από τον Φώτη Κόντογλου.
Άποψη της Μονής Ιβήρων από τα βορειοδυτικά.
Η Μονή Ιβήρων στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως αποτυπώνεται στο φωτογραφικό λεύκωμα του Ιερομόναχου Στέφανου Κελλιώτη.
Η Μονή Ιβήρων στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Η Μονή Ιβήρων σε χαλκογραφία του 19ου αιώνα.
Ηγούμενος της Μονής Ιβήρων.
Εξωτερική άποψη του Καθολικού της Μονής Ιβήρων.
Η Μονή Ιβήρων σε λιθογραφία του 19ου αιώνα. Επάνω, η εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, πλαισιωμένη από δύο αγγέλους. Στο βάθος, το Κάθισμα του Μυλοποτάμου.
Βιβλιοστάσια στην παλαιά Βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων στο Άγιο Όρος.
Άποψη του εσωτερικού της Βιβλιοθήκης της Μονής Ιβήρων.
Το εσωτερικό της βιβλιοθήκης χειρογράφων και εντύπων.
Χρυσόβουλο του Ιωάννη Στ' Καντακουζηνού.
Γράμμα του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μάξιμου.
Ο Μέγιστος Τροχός της Μουσικής του Ιωάννη Κουκουζέλη σε μουσικό χειρόγραφο του 17ου αιώνα (κώδ. 951), που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων.
Ο χαρτώος κώδικας 216 της Μονής Ιβήρων που περιέχει το «Περί Ύλης Ιατρικής» του Διοσκουρίδη.
Ολοσέλιδο αψιδωτό κόσμημα στον περγαμηνό κώδικα 27, που φιλοτεχνήθηκε γύρω στα 950 και περιέχει τις Ομιλίες του Γρηγορίου Ναζιανζηνού.
Περίτεχνο επίτιτλο και ποικιλμένο πρωτόγραμμα σε περγαμηνό Ευαγγελιστάριο του 11ου αιώνα, που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων.
Ο Βαρλαάμ και ο Ιωάσαφ στον πλούσια μικρογραφημένο κώδικα 463 της Μονής Ιβήρων που αποδίδεται στον Ιωάννη Δαμασκηνό.
Η αρχή του κειμένου της Ραψωδίας Ζ της Ιλιάδας. Σελίδα από τα «Άπαντα» του Ομήρου —έκδοση τυπωμένη στη Φλωρεντία το 1488.
Παπαδική του 17ου αιώνα (κώδ. 1250), που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Ιβήρων.
Άποψη της Μονής Ιβήρων.
Αναφέρεται από: Βιβλιοθήκες
Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα
Σημειώσεις: Οι βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους: https://www.ekt.gr/el/publications/29893
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Βιβλιοθήκες
Προβολή λιγότερων
Εικαστικό Υλικό
Προβολή λιγότερων