Ιστορική αναδρομή. Η εφεύρεση και εξάπλωση της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα βρήκε την Ελλάδα υπό την κατοχή ξένων δυνάμεων, με την παραγωγή των ελληνικών και περί Ελλάδας βιβλίων να πραγματοποιείται στο εξωτερικό. Σταδιακά, τα μοναστήρια που διατηρούσαν στις βιβλιοθήκες τους χειρόγραφα άρχισαν να αποκτούν από δωρεές και από αγορές έντυπα βιβλία, εμπλουτίζοντας τις συλλογές τους. Στους αιώνες της ξένης κυριαρχίας και ιδίως από τα μέσα του 18ου αιώνα, με γρηγορότερους πλέον ρυθμούς στο κλίμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης του 1821, Έλληνες δάσκαλοι και λόγιοι της διασποράς και του ελλαδικού χώρου είχαν συγκροτήσει δικές τους βιβλιοθήκες, τις οποίες κληροδοτούσαν στις μονές και στα σχολεία του τόπου καταγωγής τους.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830 δημιούργησε νέες ανάγκες στην εκπαίδευση. Οι εθνικοί ευεργέτες και οι χορηγοί εκδόσεων βιβλίων έστελναν μεγάλες ποσότητες αντιτύπων στην ελληνική διοίκηση, η οποία ξεκίνησε τον σχεδιασμό για την ίδρυση βιβλιοθηκών: δημόσια-εθνική στην πρωτεύουσα, δημόσιες στα περιφερειακά κέντρα και σχολικές στα δημοτικά και τα γυμνάσια της χώρας. Στο πλαίσιο αυτού του δικτύου βιβλιοθηκών, μια κεντρική, δημόσια, εθνική βιβλιοθήκη θα ήταν η κεφαλή των επιμέρους (τοπικών, σχολικών, ειδικών κ.λπ.) και υπεύθυνη για την οργάνωση και τον εμπλουτισμό τους. Δημιουργήθηκε έτσι η πεποίθηση και η προσδοκία ότι η κεντρική και οι υπόλοιπες βιβλιοθήκες θα συντελούσαν καίρια στην καλλιέργεια της παιδείας του έθνους και θα βοηθούσαν να τεθούν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός σύγχρονου εθνικού κράτους.
Η ίδρυση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, στις 9 Μαρτίου του 1829, από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια (1776–1831) προέβλεπε εντός του χώρου του τη λειτουργία Αποθήκης για τα βιβλία που είχαν συγκεντρωθεί απ’ όλες τις χορηγίες των Ελλήνων και των φιλελλήνων, πριν και κατά την Επανάσταση. Πρωτεργάτης του Ορφανοτροφείου και πρόεδρος της Επιτροπής του ήταν ο λόγιος και πολιτικός Ανδρέας Μουστοξύδης (1785–1860), ο οποίος, εκτός από τα καθήκοντά του ως πρόεδρος, ήταν υπεύθυνος και για όλα τα ιδρύματα (αλληλοδιδακτικά σχολεία, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Εθνικό Τυπογραφείο κ.ά.) που συστεγάζονταν στον αχανή χώρο των 67 συνολικά στρεμμάτων, στον οποίο εκτείνονταν και οι εγκαταστάσεις του Ορφανοτροφείου.
Δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Αποθήκη είχε φτάσει να αριθμεί 1.018 τόμους συγγραμμάτων, εκ των οποίων πολλά σε πολλαπλά αντίτυπα. Σύμφωνα με απόφαση του Μουστοξύδη, το ένα τρίτο από αυτά θα διανέμονταν σε σχολεία της επικράτειας, το ένα τρίτο θα φυλάσσονταν στον χώρο και το υπόλοιπο θα πωλούνταν με σκοπό την αγορά νέων βιβλίων.
Ο συνεχής εμπλουτισμός της Αποθήκης κατέστησε αναγκαία τη σύνταξη και του πρώτου καταλόγου από τον Γεώργιο Γεννάδιο (1786–1854), δάσκαλο στο Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας, ο οποίος κατέγραφε 777 τίτλους, 911 σώματα και 1.866 τόμους. Τα βιβλία αυτά συγκρότησαν τον πρώτο πυρήνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, η οποία ιδρύθηκε στις 15 Μαΐου 1832 στην Αίγινα με επιστάτη τον Γεννάδιο.
Το 1834 η Εθνική Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο Μέγα Λουτρό (λουτρό του Ουλάμπεη ή λουτρό του Σταροπάζαρου) στην περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς και αργότερα στον ναό της Παναγίας Γοργοεπηκόου (Άγιος Ελευθέριος, η τότε Μητρόπολη) και στο Μετόχι της Καισαριανής (Άγιος Νικόλαος) στον χώρο της σημερινής Μητρόπολης, με τις συλλογές της να συνεχίζουν να αυξάνονται ραγδαία. Ως προς τον εμπλουτισμό της, όπως όλες οι δημόσιες-εθνικές βιβλιοθήκες, ευεργετήθηκε από τη θέσπιση της «κατά νόμον» κατάθεσης αντιτύπων από κάθε βιβλίο, εφημερίδα και περιοδικό που θα τυπωνόταν στο ελληνικό κράτος, έστω και αν ο νόμος αυτός ποτέ δεν εφαρμόστηκε ικανοποιητικά.
Η λειτουργία ωστόσο της Βιβλιοθήκης παρέμενε στοιχειώδης λόγω της ακαταλληλότητας του χώρου στέγασής της και της ανεπαρκούς καταλογογράφησής της, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Γεννάδιου. Ως συνέπεια, η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μπορούσε να υπηρετήσει με επιτυχία τον ιδρυτικό της στόχο, δηλαδή την ανάδειξή της σε κεντρική βιβλιοθήκη που θα ασκούσε τον επιμέρους έλεγχο σ’ ένα σύστημα δημόσιων βιβλιοθηκών και θα τις τροφοδοτούσε με βιβλία.
Ένα γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της Εθνικής Βιβλιοθήκης ήταν ο σχηματισμός της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1838, ένα χρόνο μετά την ίδρυση του ακαδημαϊκού ιδρύματος, η οποία, χάρη κυρίως στις προσφορές των Ελλήνων, των φιλελλήνων και των πανεπιστημίων της Ευρώπης, άρχισε κι αυτή να αναπτύσσεται γοργά. Το Πανεπιστήμιο και η Βιβλιοθήκη του στεγάζονταν αρχικά στην κατοικία του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη στην Πλάκα, όμως λόγω έλλειψης χώρου μεταφέρθηκαν το 1841 στο Κεντρικό Κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η «αρχιτεκτονική τριλογία της Αθήνας» (Ακαδημία Αθηνών, Πανεπιστήμιο Αθηνών και Εθνική Βιβλιοθήκη).
Η αύξηση των βιβλίων της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης ήταν αλματώδης, καθώς έφτασε το 1841 τους 20.000 αποθηκευμένους τόμους, ενώ η Εθνική Βιβλιοθήκη την ίδια εποχή αριθμούσε 15.378 τόμους, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν οι μεγάλες δωρεές του Χριστόφορου Σακελλαρίου (5.395 τόμοι), του Κωνσταντίνου Μπέλλιου (1.886 τόμοι), των Ζωσιμάδων (1.005), η αγορασμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Ποστολάκα (1.995 τόμοι) κ.ά.
Η επιτακτική ανάγκη για νέα στέγη και των δύο Βιβλιοθηκών σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες ανεπάρκειες της καθεμιάς οδήγησαν στη συνένωσή τους με Βασιλικό Διάταγμα που υπογράφηκε στις 19/31.3.1842. Έφορος της νέας Βιβλιοθήκης διορίστηκε από την Κυβέρνηση ο Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος (1790–1867), ενώ το Πανεπιστήμιο είχε το δικαίωμα εποπτείας σε θέματα οργάνωσης, λειτουργίας και εμπλουτισμού της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Οι προσφορές των βιβλίων προς τις δύο Βιβλιοθήκες συνεχίστηκαν αμείωτες, προερχόμενες από δύο κυρίως πηγές: τους Έλληνες των παροικιών που έστελναν υλικό στην Εθνική Βιβλιοθήκη και τα πανεπιστημιακά και ακαδημαϊκά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής, τα οποία έστελναν τις εκδόσεις τους και άλλα συγγράμματα στην Πανεπιστημιακή.
Παρ’ όλα αυτά, οι δωρεές δεν ήταν επαρκείς για να καλύψουν τους ιδρυτικούς σκοπούς των Βιβλιοθηκών. Όπως περιέγραφε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Ασώπιος (1785–1872), ο περιορισμένος κρατικός προϋπολογισμός δεν επέτρεπε ούτε την απόκτηση σειράς επιστημονικών δημοσιευμάτων που θα κάλυπτε τις ανάγκες κάθε επιστημονικού κλάδου στην περίπτωση της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης, ούτε την αγορά όλων των υπό Ελλήνων και περί Ελλάδας βιβλίων για την περίπτωση της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Μετά το τέλος της θητείας του Τυπάλδου, το 1863, οι συνεχείς εναλλαγές (20 συνολικά) στη θέση του επικεφαλής της ενωμένης Βιβλιοθήκης επηρέασαν αρνητικά την οργάνωση και τη λειτουργία της. Επιπλέον, οι συνεχείς ανάγκες για επιπλέον χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο πανεπιστημιακό κτίριο διόγκωναν τη δυσαρέσκεια των πρυτανικών αρχών, οι οποίες από το 1864 ζητούσαν τον χωρισμό των δύο Βιβλιοθηκών. Το κράτος ωστόσο δεν συναινούσε στην απομάκρυνση της Εθνικής Βιβλιοθήκης προκειμένου να μην αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στέγασής της. Το αντίθετο μάλιστα· το 1866 προχώρησε στη διοικητική συγχώνευση των Βιβλιοθηκών με τον τίτλο Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ).
Η συστέγαση της Εθνικής με την Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη στο Κεντρικό Κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών κράτησε έως το 1902, όταν και μεταφέρθηκαν ενοποιημένες διοικητικά στο διπλανό νεόδμητο κτίριο, το Βαλλιάνειο Μέγαρο. Το έργο χρηματοδοτήθηκε από τους αδελφούς Βαλλιάνους, τον Μαρίνο ή Μαρή (1808–1896), τον Παναγή (1814–1902) και τον Ανδρέα (1827–1887). Οι αδελφοί Βαλλιάνοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον αγροτικό οικισμό Κεραμειές στην Κεφαλονιά, σε μια εποχή που τα Ιόνια Νησιά τελούσαν υπό βρετανική προστασία. Η οικογένειά τους καλλιεργούσε τις δικές της εκτάσεις στην περιοχή, γεγονός που της επέτρεπε να μεγαλώσει τα έξι συνολικά αγόρια της με σχετική για τα δεδομένα της εποχής άνεση. Ωστόσο, οι βλέψεις των τριών αδελφών ξεπερνούσαν την ελληνική επικράτεια, με πρώτο τον Μαρίνο να εγκαταλείπει το 1825 τον τόπο καταγωγής του και να τον ακολουθούν ο Ανδρέας το 1840 και αργότερα ο Παναγής, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Εκμεταλλευόμενοι τη ναυτική και ναυτιλιακή παράδοση του νησιού τους, γρήγορα ανέπτυξαν σημαντική εμπορική δραστηριότητα μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Δυτικής Μεσογείου και αναδείχθηκαν σε εξέχοντες επιχειρηματίες, εμπόρους, χρηματομεσίτες και τραπεζίτες στον γεωγραφικό χώρο της Ρωσίας, της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αφρικής.
Παρά την προσωπική τους επιτυχία, τα τρία αδέλφια δεν ξέχασαν τη γενέτειρά τους, την Κεφαλονιά, παρέχοντας υψηλές χορηγίες για την ανέγερση πολλών κοινωφελών ιδρυμάτων (σχολεία, νοσοκομεία, τεχνική επαγγελματική σχολή κ.ά.). Την απόφαση για τη χρηματοδότηση της ανέγερσης του κτιρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης δίπλα στο Πανεπιστήμιο την έλαβαν με πρωτοβουλία του Παναγή, όταν αυτός συναντήθηκε το 1884 με τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και συμφωνήθηκε να χρηματοδοτήσουν οι αδελφοί Βαλλιάνοι εξ ολοκλήρου το έργο.
Η Βαλλιάνειος Εθνική Βιβλιοθήκη άρχισε να χτίζεται το 1888 σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν και υπό την επίβλεψη του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ. Όμως παρά τη μετεγκατάσταση των δύο Βιβλιοθηκών στον νέο χώρο, η συστέγασή τους παρέμενε προβληματική. Πλέον η πρωτοβουλία για τον διαχωρισμό τους προερχόταν από την Εθνική Βιβλιοθήκη, η οποία με τον νόμο 2386 του 1920 λογιζόταν ως Νομικό Πρόσωπο στο οποίο προΐσταται Διευθυντής και το Εφορευτικό Συμβούλιο. Το 1929 ο Διευθυντής της, Μάρκος Τσιριμώκος, ζητά από το Πανεπιστήμιο τον χωρισμό των Βιβλιοθηκών, προτάσσοντας την ανάγκη για εξειδίκευση έναντι της ισχύουσας αντίληψης για ενιαιοποίηση, και την άμεση μεταφορά του φοιτητικού Αναγνωστηρίου από την ΕΒΕ στη Φοιτητική Λέσχη (πραγματοποιήθηκε το 1931).
Η Εθνική Βιβλιοθήκη στο ΚΠΙΣΝ. Οι Βιβλιοθήκες τελικά δεν χωρίστηκαν ποτέ, ενώ ούτε το Γενικό Συμβούλιο Βιβλιοθηκών της Ελλάδος, το οποίο ιδρύθηκε το 1931, μπόρεσε να τις οδηγήσει σε μια αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία. Επιπλέον, το κτιριακό πρόβλημα παρέμενε, καθώς το λαμπρό – κατά τα άλλα – κτίριο της Βαλλιανείου είχε λειτουργικές ατέλειες που δεν στάθηκε δυνατόν να ξεπεραστούν. Όχι τουλάχιστον πριν από το 2018, όταν η Εθνική Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με στόχο να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κέντρο γνώσης, ενταγμένο στην ψηφιακή εποχή, με ηλεκτρονική και ενιαία καταγραφή των τεκμηρίων που να επιτρέπει στον πολίτη την ελεύθερη πρόσβαση σε όλο το υλικό της, ανεξαρτήτως αν προέρχεται από την Εθνική ή την Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη.
Η σύμβαση μεταξύ του Ιδρύματος και της Ελληνικής Κυβέρνησης υπογράφηκε το 2009 και προέβλεπε την οικοδόμηση του νέου κτιρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο συγκρότημα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΣΝ), συνολικής έκτασης 210.000 τ.μ., στο οποίο θα δημιουργούνταν και οι εγκαταστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, καθώς και το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος. Το έργο ανέλαβε να σχεδιάσει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Ρέντζο Πιάνο και αποτέλεσε αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), ύψους 596 εκατομμυρίων ευρώ. Το συνολικό κόστος της μετεγκατάστασης της Εθνικής Βιβλιοθήκης ξεπέρασε τα 10 εκατομμύρια ευρώ, με την Ελληνική Κυβέρνηση και το ΙΣΝ να συμβάλλουν ισομερώς.
Σύστημα ταξινόμησης και καταλογογράφησης. Το 1867, έναν χρόνο μετά τη διοικητική συνένωση της Εθνικής με την Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη, ανατίθεται στον Αιμίλιο Στεφφενχάγεν η οργάνωση της ΕΒΕ. Αυτός εισήγαγε το γερμανικό σύστημα οργάνωσης του υλικού με τρεις καταλόγους σε κινητή μορφή (δελτία), όμως η προσπάθειά του έμεινε ημιτελής, αφού μετά από τρία χρόνια διακόπηκε η συνεργασία μαζί του.
Το 1875 είχαν διασωθεί δύο από τους τρεις καταλόγους σε κινητή μορφή (δελτία), ο επιστημονικός και ο αλφαβητικός, ενώ από τους μόνιμους (σε κατάστιχα) καταλόγους υπήρχαν μόνο τέσσερα τμήματα του επιστημονικού. Το σύνολο των δελτίων ήταν 48.448 για 46.221 τίτλους και 92.618 τόμους ή τεύχη. Το συγκεκριμένο σύστημα καταγραφής προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στην καταμέτρηση των βιβλίων, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συγχύσεις με τον αριθμό των απολεσθέντων, λόγω κυρίως του δανεισμού των βιβλίων. Οι διορθώσεις που πραγματοποιήθηκαν τα επόμενα χρόνια δεν ήταν αρκετές για να βελτιώσουν το σύστημα ταξινόμησης.
Κατά τη δεκαετία του 1880 ανεστάλησαν οι εργασίες για την ολοκλήρωση του κινητού καταλόγου και επιχειρήθηκε νέα καταλογογράφηση της Εθνικής Βιβλιοθήκης μέσω της έκδοσης καταλόγων πέντε ενοτήτων (Θεολογία, Αρχαιολογία, Γλωσσολογία, Ελληνική Φιλολογία και Λατινική Φιλολογία), με συνέπεια την απορρύθμιση της εσωτερικής λειτουργίας της Βιβλιοθήκης. Τελικά, το 1903 επανήλθε ο κινητός κατάλογος (δελτία).
Ο διφυής χαρακτήρας της ΕΒΕ και ο συνεπακόλουθος μη ενιαίος τρόπος λειτουργίας της αποτυπώνονταν και στους καταλόγους καταγραφής των νέων προσκτήσεών της. Στους ετήσιους απολογισμούς των πρυτάνεων του Πανεπιστημίου υπήρχαν συνήθως και οι κατάλογοι με τα νέα βιβλία που είχαν περιέλθει στη Βιβλιοθήκη. Από την άλλη πλευρά, η Εθνική Βιβλιοθήκη εξέδωσε αντίστοιχους καταλόγους με τις δικές της προσκτήσεις το 1891, το 1896 και το 1934 με την έκδοση της ετήσιας Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 1931. Στη συνέχεια, το Γενικό Συμβούλιο Βιβλιοθηκών της Ελλάδας θα καλύψει την Ελληνική Βιβλιογραφία από το 1932 έως το 1939. Ωστόσο, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα διακόψει απότομα τη δημιουργία καταλόγων.
Η καταλογογράφηση των βιβλίων θα συνεχιστεί μεταπολεμικά, μέχρι το 1977, με ένα παλιό πρωσικό σύστημα, το σύστημα της Χάλλης. Από το 1978 υιοθετήθηκαν οι Αγγλοαμερικανικοί Κανόνες Καταλογογράφησης, ενώ από το παλιό σύστημα διατηρήθηκε μόνο το ταξινομικό για να εγκαταλειφτεί και αυτό το 2000. Τότε, η ταξιθέτηση των βιβλίων άρχισε να γίνεται κατά τον αριθμό εισαγωγής.
Το 1983 θα δημιουργηθεί και θα τυπωθεί ο κατάλογος των αρχετύπων της, και από το 1990 η ΕΒΕ θα αρχίσει να εκδίδει την ετήσια Ελληνική Βιβλιογραφία (1989–1994), βιβλιοθηκονομικούς βοηθητικούς καταλόγους, πρότυπα και εγχειρίδια για τις βιβλιοθηκονομικές ανάγκες. Το 2004 η ΕΒΕ απέκτησε το ολοκληρωμένο αυτοματοποιημένο σύστημα βιβλιοθηκών HORIZON. Σήμερα, το σύστημα διαχείρισης της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι το ανοιχτό λογισμικό KOHA.
Δύο σταθμοί στην ιστορία της Εθνικής Βιβλιοθήκης ήταν η ίδρυση του Τμήματος Χειρογράφων το 1883 και η ίδρυση του Ιστορικού Αρχείου το 1895. Κατάλογοι δημιουργήθηκαν και για τις αρχειακές συλλογές της ΕΒΕ, έστω και με αργούς ρυθμούς σε σχέση με τον διαρκώς αυξανόμενο όγκο τους. Ο θεματικός κατάλογος των 220 θεολογικών χειρογράφων του 1876 ήταν μια πρώτη προσπάθεια αλλά δεν κυκλοφόρησε. Το 1892 τυπώθηκε ο στοιχειώδης κατάλογος 1.856 χειρογράφων, πέρασε όμως ένας αιώνας για να υπάρξει η συνέχειά του. Το 1991 κυκλοφόρησε ο κατάλογος χειρογράφων 1.857–2.500 και το 1996 των χειρογράφων 3.122–3.369.
Τη δημιουργία του Ιστορικού Αρχείου στην ΕΒΕ το 1895 επέβαλε η απουσία Γενικών Αρχείων του Κράτους, τα οποία ιδρύθηκαν μόλις το 1914. Τις σποραδικές και περιστασιακές δωρεές διαδέχθηκαν προσκτήσεις τμημάτων από κρατικά, δικαστικά, κοινοτικά και ιδιωτικά αρχεία, αλλά εκκρεμεί ακόμα η έκδοση ενός ευρετηρίου-καταλόγου.
Οργάνωση της ΕΒΕ. Τα διοικητικά όργανα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος είναι ο Γενικός Διευθυντής και το επταμελές Εφορευτικό Συμβούλιο, με τετραετή θητεία αντιστοίχως. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους 3149/2003 και 4452/2017, είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), εποπτευόμενο από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η οργάνωσή της διαρθρώνεται σε έξι τμήματα, τρεις υπηρεσίες και δύο γραφεία ως εξής:
- Τμήμα Αναγνωστηρίων
- Τμήμα Γραμματείας
- Τμήμα Εισαγωγής
- Γραφείο ISBN – ISMN – ISSN
- Γραφείο Εθνικής Βιβλιογραφίας
- Τμήμα Μηχανογράφησης και Τεκμηρίωσης
- Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων
- Υπηρεσία Περιοδικών και Εφημερίδων
- Υπηρεσία Συντήρησης
- Υπηρεσία Ψηφιοποίησης, Μικροφωτογράφισης και Φωτογραφίας
Παράλληλα με το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο ΚΠΙΣΝ (Λεωφόρος Συγγρού 364), συνέχισαν τη λειτουργία τους και τα άλλα δύο κτίρια όπου βρίσκονται συλλογές και υπηρεσίες της, στο Βαλλιάνειο Μέγαρο (Πανεπιστημίου 32) και στο κτίριο του Βοτανικού (Λεωφόρος Αθηνών 31–33).
Στις εγκαταστάσεις της ΕΒΕ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος βρίσκεται το Τμήμα Γενικής Συλλογής, το Τμήμα Χειρογράφων, το Τμήμα Αρχείων και Ειδικών Συλλογών, το Τμήμα Δανειστικής Συλλογής και αναγνωστήρια με υπολογιστές για δημόσια χρήση.
Στη Βαλλιάνειο έχουν απομείνει οι συλλογές των εφημερίδων για αναγνώστες και ερευνητές, ενώ στο κτίριο του Βοτανικού απευθύνονται οι εκδότες και οι συγγραφείς για την κατάθεση τεσσάρων αντιτύπων —τεκμήρια κάθε είδους και μορφής υλικού μέσου (έντυπο, οπτικοακουστικό και ηλεκτρονικό), όπως ορίζει ο νόμος 4452/2017 ο οποίος αποτελεί την ύστερη επικαιροποίηση του νόμου του 1834 «περί συλλογών» και που είχε θεσμοθετήσει για πρώτη φορά την υποχρεωτική κατάθεση ενός αντιτύπου από κάθε συγγραφέα/εκδότη, με πρόστιμο για κάθε παραβάτη το δεκαπλάσιο της τιμής του αντιτύπου.
Συλλογές της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος |
Γενικές |
Βιβλία |
614.000 τίτλοι οι οποίοι καλύπτουν το σύνολο των κατηγοριών: Έργα Γενικής Φύσεως, Γεωγραφία/Ιστορία/Βιογραφία, Γλώσσα, Εφαρμοσμένες Επιστήμες/Ιατρική/Τεχνολογία, Θρησκεία, Καλές Τέχνες/Ψυχαγωγία, Κοινωνικές Επιστήμες, Λογοτεχνία, Μαθηματικά/Φυσικές Επιστήμες, Φιλοσοφία/Ψυχολογία. |
Περιοδικά |
11.000 περίπου ελληνικοί και διεθνείς τίτλοι περιοδικών στον Βοτανικό. Άμεσα διαθέσιμη στο αναγνωστικό κοινό από το ΚΠΙΣΝ η συλλογή από 775 επιλεγμένους τίτλους, ταξινομημένους σε δεκαεπτά θεματικές κατηγορίες-επιστημονικά πεδία. |
Εφημερίδες |
3.500 ξενόγλωσσοι και ελληνόγλωσσοι τίτλοι του αθηναϊκού και επαρχιακού Τύπου. Ορισμένες ψηφιοποιημένες (>270.000 σελίδες).
|
Μικροταινίες |
Ένα μέρος του Αρχείου Ελλήνων Αγωνιστών. Χειρόγραφα από συλλογές βιβλιοθηκών και μονών, από την Ελλάδα και το εξωτερικό (Άγιο Όρος, Νέα Ζηλανδία, Νότια Αφρική, Αμερική κ.ά.). Ένα μέρος των εφημερίδων και των περιοδικών. |
Ειδικές |
Χειρόγραφα και ομοιότυπα |
5.431 τεκμήρια από τον 9ο αιώνα: παλίμψηστοι κώδικες, χειρόγραφα με κείμενα από την εποχή του Ομήρου, χειρόγραφα της βυζαντινής περιόδου με πολυτελή διακόσμηση, μεταβυζαντινά. Χειρόγραφα που διασώζουν όλα τα είδη γραφής στην εξέλιξή της κ.λπ. |
Σπάνια και πολύτιμα |
149 αρχέτυπα (1470–1500), μεταξύ των οποίων το πρώτο ελληνικό βιβλίο, Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών και άλλων τινών αναγκαίων του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, Μιλάνο 1476. |
Βιβλία, φυλλάδια και μονόφυλλα, τυπωμένα από τον 16ο έως και τον 20ό αιώνα. |
Αρχειακές Συλλογές |
Ιστορικό Υπηρεσιακό Αρχείο ΕΒΕ, που καλύπτει τη λειτουργία της από το 1834 όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα. |
Ιδιωτικά Αρχεία από τον 17ο έως τον 20ό αιώνα: αρχεία συλλόγων και συνεταιρισμών, αρχεία φυσικών προσώπων που άσκησαν ανώτατα λειτουργήματα της πολιτείας και της εκκλησίας ή διακρίθηκαν στις επιστήμες, στα γράμματα και στις τέχνες. |
Δημόσια Αρχεία από τον 17ο έως τον 20ό αιώνα: έγγραφα που εκδόθηκαν ή προέρχονται από κοινοτικές και θρησκευτικές αρχές, από διάφορες αρχές που συγκροτήθηκαν κατά την Επανάσταση του 1821, από τους βασιλείς των Ελλήνων, τα μέλη των βασιλικών οικογενειών και των ανακτορικών υπηρεσιών, από δημόσιες υπηρεσίες, συμβολαιογράφους και υποθηκοφυλακεία, από τις ελληνικές κοινότητες και ιδρύματα του εξωτερικού. |
Αφίσες |
Ποικίλες θεματικές από το 1960 και μετά. |
Έργα Τέχνης |
Λυτά χαρακτικά, ζωγραφικά έργα και λευκώματα, κυρίως Ευρωπαίων αλλά και Ελλήνων καλλιτεχνών από τα τέλη του 15ου έως και τον 20ό αιώνα. Διακρίνονται σε δύο επιμέρους συλλογές: α) τη δωρεά του Ιωάννη Γεννάδιου και β) τη συλλογή της Ε.Β.Ε. με έργα που προέρχονται από δωρεές, αγορές και την Κατά Νόμο Κατάθεση. |
Πάπυροι |
Τεκμήρια που χρονολογούνται από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Περιλαμβάνει παπύρινα φύλλα, σπαράγματα και έναν κύλινδρο, τα οποία περιέχουν νομικά έγγραφα, επιστολογραφία, κατάστιχα και θρησκευτικά κείμενα στα ιερογλυφικά, τα ελληνικά και τα κοπτικά. |
Χάρτες |
Τεκμήρια χαρτογραφικών αποτυπώσεων που έχουν εκδοθεί από τον 16ο αιώνα μέχρι σήμερα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται ποικίλου ενδιαφέροντος χάρτες, είτε αυτοτελείς είτε ενταγμένοι σε άτλαντες. Ενδεικτικά, συγκαταλέγονται γεωγραφικοί, ναυτικοί, υδρογραφικοί, γεωλογικοί και στρατιωτικοί χάρτες, σχέδια πόλεων, πορτολάνοι, ιζολάρια, καθώς και περιηγητικά και γεωγραφικά κείμενα. |
Εκδόσεις της ΕΒΕ
Βιβλιογραφίες
Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1989, ΕΒΕ, Αθήνα 1990, vii + 834 σ.
Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1990, ΕΒΕ, Αθήνα 1991, 903 σ.
Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1991, ΕΒΕ, Αθήνα 1993, 1.083 σ.
Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1992, ΕΒΕ, Αθήνα 1994, 1.049 σ.
Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1993, ΕΒΕ, Αθήνα 1996, 1.071 σ.
Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1994, ΕΒΕ, Αθήνα 1998, 1.087 σ.
Κατάλογοι
Κατάλογος Ελληνικών Θεματικών Επικεφαλίδων, επιμ. Ιωάννα Μανιάτη, Αθήνα, ΕΒΕ, 1991, 642 σ.
Κατάλογος Καθιερωμένων Ονομάτων Φυσικών Προσώπων, επιμ. Ιωάννα Τσούτσου-Δημοπούλου, Αθήνα, ΕΒΕ, 1992, xi + 252 σ.
Κόκκωνας, Γ., Κατάλογος των αρχετύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στη σειρά του ΚΝΕ / ΕΙΕ Τετράδια Εργασίας, αρ. 5, Αθήνα 1983.
Κρέμος, Γ., Κατάλογος των χειρογράφων της Εθνικής και της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης, αλφαβητικός και περιγραφικός μετ’ εικόνων και πανομοιοτύπων κατ’ επιστήμας κατατεταγμένων, τόμ. Α΄ Θεολογία, Αθήνα 1876.
Μαράβα-Χατζηνικολάου, Άννα / Χριστίνα, Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. Α΄, Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης Ι΄–ΙΒ΄ αιώνος, Αθήνα 1978.
Μαραβά-Χατζηνικολάου, Άννα / Χριστίνα, Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. Β΄, Χειρόγραφα Καινής Διαθήκης ΙΓ΄–ΙΕ΄ αιώνος, Αθήνα 1985.
Μαραβά-Χατζηνικολάου, Άννα / Χριστίνα, Τουφεξή-Πάσχου, Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τόμ. Γ΄, Ομιλίες Πατέρων της Εκκλησίας και Μηνολόγια 9ου–12ου αιώνα, Αθήνα 1997.
Νικολόπουλος, Π., Περιγραφή χειρογράφων κωδίκων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αριθ. 3122–3369, Αθήνα 1996.
Πολίτης, Λ., Οδηγός καταλόγου χειρογράφων, Αθήνα 1961.
Πολίτης, Λ., Κατάλογος χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αρ. 1857–2500, με τη συνεργασία της Μαρίας Λ. Πολίτη, Αθήνα 1991.
Σακελλίων, Ι. / Α., Σακκελίων, Κατάλογος των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Αθήνα 1892.
Πρότυπα και Εγχειρίδια
Εγχειρίδιο UNIMARC, επιμ. έκδοσης Brian P. Holt., μτφρ. και επιμ. της ελληνικής έκδοσης Γ.Δ. Μπώκος, Αθήνα, ΕΒΕ, 1993–1996.
UNIMARC/Authorities: Γενική Διάταξη για Καθιερωμένους Τύπους, μτφρ. και επιμ. της ελληνικής έκδοσης Γ.Δ. Μπώκος, Αθήνα, ΕΒΕ, 1996, 126 σ.
Διάφορα
Γιώργος Ιωάννου (1927–1985), επιμ. Σ. Μπουζουλάκης, Αθήνα, ΕΒΕ, 2019, 90 σ.
Τ.Κ. Παπατσώνης. Το κριτικό και δοκιμιακό έργο του, επιμ. Σ. Μπουζουλάκης, Αθήνα, ΕΒΕ, 2019, 105 σ.
Βιβλιογραφία για την ΕΒΕ
Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Αποστολή και υπηρεσίες προς τους πολίτες, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Αθήνα 1998.
Θησαυροί της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Κατάλογος Έκθεσης, Εκδοτική Επιτροπή: Βασίλης Κρεμμυδάς, Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Κώστας Σπ. Στάικος, Αθήνα, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, 1999.
- Σκλαβενίτης, Τ., «Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος – Ιστορικό σχεδίασμα», στο ίδιο, σ. κγ΄–νγ΄.
- Κορδούλη, Αικατερίνη, «Ελληνικά χειρόγραφα (9ος–19ος αι.)», στο ίδιο, σ. 1–45.
- Λάππας, Κ., «Αρχειακές συλλογές (17ος–19ος αι.)», στο ίδιο, σ. 47–71.
- Κόκκωνας, Γ., «Αρχέτυπα – Τα πρώτα έντυπα βιβλία», στο ίδιο, σ. 75–91.
- Στάικος, Κ.Σπ. / Τ.Ε., Σκλαβενίτης, «Τα ελληνικά τυπογραφεία της Διασποράς και της καθ’ ημάς Ανατολής (16ος–19ος αι.)», στο ίδιο, σ. 95–149.
- Στάικος, Κ.Σπ., «Η εξάπλωση της ελληνικής τυπογραφίας στον Βορρά», στο ίδιο, σ. 153–201.
- Στάικος, Κ.Σπ., «Ελληνικές εκδόσεις στα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», στο ίδιο, σ. 205–223.
- Στάικος, Κ.Σπ., «Σπάνια και μοναδικά αντίτυπα», στο ίδιο, σ. 227–245.
- Καρωμέρης, Π., «Ελληνική λογοτεχνία (19ος και 20ός αι.)», στο ίδιο, σ. 249–269.
- Μοσχονά, Παναγιώτα, «Χαρτογραφία – Έντυποι χάρτες και Άτλαντες», στο ίδιο, σ. 273–291.
- Μοσχονά, Παναγιώτα, «Τύπος – Εφημερίδες και Περιοδικά», στο ίδιο, σ. 295–303.
- Μοσχονά, Παναγιώτα, «Χαρακτική – Ξυλογραφίες – Λιθογραφίες – Οξυγραφίες», στο ίδιο, σ. 307–319.
Σκλαβενίτης, Τ., «Η βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αθηνών (19ος αι.)», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου. Πανεπιστήμιο: ιδεολογία και παιδεία. Ιστορική διάσταση και προοπτικές, Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, 1989, σ. 113–119.