Ιστορική αναδρομή. Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου και την πρώτη του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν στην Καλαμάτα αρκετοί πνευματικοί–πολιτιστικοί σύλλογοι, οι οποίοι πέραν όλων των άλλων στόχων τους επιχείρησαν την ίδρυση ανοιχτής βιβλιοθήκης απευθυνόμενης στο σύνολο των πολιτών. Ο Μεσσηνιακός Σύνδεσμος (1884), ο Φιλοαναγνωστικός Σύλλογος (1893), η Λαϊκή Εταιρεία (1901) και η «Εταιρεία της εν Καλάμαις Λαϊκής Σχολής» (1901) ήταν οι γνωστότεροι εξ αυτών, όμως οι προσπάθειες τους για τη δημιουργία μιας λαϊκής βιβλιοθήκης δεν ευοδώθηκαν.
Η «Εταιρεία της εν Καλάμαις Λαϊκής Σχολής», εν συντομία Λαϊκή Σχολή, ανέπτυξε την πλουσιότερη δράση μεταξύ αυτών των συλλόγων, έχοντας ως βασικό σκοπό τη διαμόρφωση και πνευματική ανάπτυξη των εργατικών τάξεων της πόλης μέσω της παράδοσης μαθημάτων και της οργάνωσης διαλέξεων. Ωστόσο, η Σχολή δεν κατόρθωσε κατά τη διάρκεια του σύντομου βίου της (το 1904 εντοπίζονται τα τελευταία ίχνη της δράσης της) να αποκτήσει το δικό της κτίριο, ούτε φυσικά να συγκροτήσει οργανωμένη βιβλιοθήκη, όπως προέβλεπε το καταστατικό της. Την ίδια εποχή, και συγκεκριμένα το 1905, ανασυστήθηκε η Σχολή Απόρων Παίδων, η οποία ήρθε να αναπληρώσει κατά κάποιο τρόπο το κενό που άφηνε η Λαϊκή Σχολή, καθώς και αυτή απευθυνόταν στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, με κεντρική αποστολή τη μόρφωση των άπορων παιδιών.
Το 1910 η Ρεγγίνα, χήρα του Νικόλαου Πανταζόπουλου, εμποροκτηματία και τραπεζίτη με αναπτυγμένη επιχειρηματική δράση στο εξωτερικό, αγόρασε ένα οικόπεδο επί της οδού Αριστομένους και με δικά της έξοδα ξεκίνησε τον ίδιο χρόνο να οικοδομείται κτίριο για να στεγάσει ένα νέο ίδρυμα που θα αποτελούσε τη συνένωση της Λαϊκής Σχολής με την Σχολή Απόρων Παίδων. Ένα χρόνο αργότερα συστάθηκε νομικό πρόσωπο με την ονομασία «Λαϊκή και Απόρων Παίδων Σχολή Νικολάου και Ρεγγίνας Πανταζοπούλου» (ΦΕΚ 252/8.9.1911). Σκοπός του νεοσύστατου ιδρύματος ήταν η μόρφωση και η νοητική καλλιέργεια των εργατικών και λαϊκών τάξεων και των άπορων παιδιών, ενώ τα μέσα για την επίτευξη των στόχων του θα ήταν η διδασκαλία μαθημάτων, η διοργάνωση διαλέξεων, η κυκλοφορία βιβλίων και τέλος η ίδρυση Λαϊκής Βιβλιοθήκης.
Στις 15 Ιανουαρίου του 1912 η Λαϊκή Σχολή εγκαινίασε τη λειτουργία της παρουσία πλήθους κόσμου, που σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα Θάρρος καταδείκνυε τη διακαή επιθυμία της τοπικής κοινωνίας για τη διεξαγωγή «πνευματικών ακροαμάτων». Επιτελώντας με επιτυχία την αποστολή της, η Σχολή προχώρησε στην πραγματοποίηση μαθημάτων, διαλέξεων, χορών, συνεδρίων, εκθέσεων, συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων κ.λπ. Όσον αφορά τη Σχολή Απόρων και Παίδων, αυτή ξεκίνησε να λειτουργεί μεταξύ των χρόνων 1920–1926 σε ημιανώγειο κτίριο πίσω από τη μεγάλη αίθουσα της Σχολής, παραδίδοντας μαθήματα κατά τις βραδινές ώρες στα άπορα παιδιά της πόλης. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες που κατέβαλε ο πρόεδρος του Αδελφάτου της Λαϊκής Σχολής μητροπολίτης Μεσσηνίας Μελέτιος, ο αριθμός των φοιτώντων στη Σχολή δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες, με συνέπεια το 1930 η Σχολή Απόρων και Παίδων να διακόψει τη λειτουργία της.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων είκοσι περίπου χρόνων λειτουργίας του ιδρύματος, το Αδελφάτο της Λαϊκής Σχολής λάμβανε βιβλία από δωρεές, ως επί το πλείστον από το Γυμνάσιο της Καλαμάτας (είχε ιδρυθεί το 1861), τον μητροπολίτη Μελέτιο και την Εθνική Βιβλιοθήκη, τα οποία όμως παρέμεναν εγκιβωτισμένα και αναξιοποίητα. «Κύριοι, είναι ντροπή μας στο 1933 μια Καλαμάτα με την ιστορία της, με τους 50 χιλιάδες κατοίκους της, με τόσα και τόσα άλλα άχρηστα και χρήσιμα, να μην έχει μια βιβλιοθήκη, ή να έχει μερικά βιβλία χρήσιμα και άχρηστα κλεισμένα χρόνια τώρα κάπου…», ανέφερε με δηκτικό τρόπο ο μεσσήνιος δικηγόρος Παναγιώτης (Πότης) Οικονομάκης σε άρθρο του στην εφημερίδα Μεσσηνία στις 8 Φεβρουαρίου 1933.
Με σειρά άρθρων του στην ίδια εφημερίδα εκείνη την περίοδο, ο Οικονομάκης διατύπωνε την ανάγκη ύπαρξης ενός συλλόγου με μέλη υψηλού μορφωτικού επιπέδου, που θα αναλάμβανε τη διοίκηση της υπό σύσταση βιβλιοθήκης. Επιπλέον, ανέφερε τα παραδείγματα άλλων λαϊκών βιβλιοθηκών της Ελλάδας (Καρδίτσας, Τρικάλων, Έδεσσας) και του εξωτερικού (Γερμανίας, Αγγλίας, Ολλανδίας κ.λπ.), και καλούσε τον Δήμο Καλαμών, όπως ονομαζόταν τότε ο Δήμος της Καλαμάτας, να ακολουθήσει το παράδειγμα των ανωτέρω δήμων για τη δημιουργία βιβλιοθήκης.
Οι προσπάθειες του Οικονομάκη δεν περιορίστηκαν στην αρθογραφία. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε ουσιαστική ανταπόκριση στις εκκλήσεις του από τις αρχές του τόπου, αποφάσισε να συντάξει ο ίδιος το καταστατικό του Συλλόγου «Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμών», θέτοντας τις βάσεις για την ίδρυση της βιβλιοθήκης. Πλήρως εναρμονισμένος με το όραμα της Ρεγγίνας Πανταζοπούλου για την ανάπτυξη των λαϊκών τάξεων, ο Οικονομάκης έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο λαϊκό χαρακτήρα της βιβλιοθήκης, οριοθετώντας τον σκοπό της στο δεύτερο άρθρο του καταστατικού ως εξής: «ίδρυσις και διατήρησις εν τη πόλει βιβλιοθήκης περιλαμβανούσης βιβλία, παντός είδους έντυπα, χειρόγραφα κ.λπ., χρήσιμα διά την διανοητικήν, ηθικήν και κοινωνικήν ανάπτυξιν ιδία των λαϊκών τάξεων». Σύμφωνα πάντα με το καταστατικό, τα μέλη του Συλλόγου θα πλήρωναν 20 δρχ. για εγγραφή και μηνιαία συνδρομή 10 δρχ., ενώ ο Σύλλογος θα διοικούνταν από το εννεαμελές διοικητικό συμβούλιο, που θα εκλέγονταν κάθε χρόνο, και την γενική συνέλευση των μελών.
Η επόμενη ενέργεια του Οικονομάκη ήταν η έγκριση του καταστατικού και η εκλογή του προσωρινού διοικητικού συμβουλίου. Στις 12 Μαρτίου του 1933 στο καφενείο «Ζάππειον», επί της πλατείας Βασιλέως Γεωργίου», συγκεντρώθηκαν δέκα περίπου άτομα, τα οποία –μαζί με άλλα που δεν ήταν παρόντα στην συνάντηση– συνυπέγραψαν το πρακτικό ιδρύσεως του Συλλόγου «Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμών». Το προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) συγκροτήθηκε από τους Περικλ. Στυλιανόπουλο, Φώτ. Κωστόπουλο, Δημοσθ. Δημητριάδη, Κωνστ. Πράττη, Ανδρ. Χρυσοχού, Πότη Ψαλτήρα, Κωνστ. Κουτσομητόπουλο, Ευστ. Μαργαρίτη και Ηλ. Αντωνόπουλο. Το καταστατικό του συλλόγου εγκρίθηκε με την υπ. αριθμ. 619/1933 απόφαση του Πρωτοδικείου Καλαμών στις αρχές Μαΐου του 1933.
Οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη του ΔΣ πραγματοποιήθηκαν στις 28 Μαΐου 1933 στα γραφεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου (είχε ιδρυθεί το 1920), με την παρουσία 24 ατόμων. Το πρώτο ΔΣ της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας αποτελούνταν από τα εξής μέλη: Κωνστ. Πράττης (πρόεδρος), Δημ. Δημητριάδης (αντιπρόεδρος), Πότ. Οικονομάκης (γραμματέας), Φώτ. Κωστόπουλος (ταμίας), Ευστ. Μαργαρίτης (έφορος).
Αμέσως μετά την εκλογή του, το ΔΣ απηύθυνε έκκληση σε όλες τις τοπικές και εθνικής κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά για την ενίσχυση της Βιβλιοθήκης με «οιοδήποτε έργο του πνεύματος» και τη χορήγηση και «του μικρότερου ποσού χρημάτων προς αγοράν βιβλίων παντός εν γένει είδους χρήσιμου δια την λειτουργίαν της». Η ανταπόκριση αρκετών παραληπτών ήταν άμεση, αφού άρχισαν να αποστέλλουν τεύχη και φύλλα των εντύπων τους (Ιδέα, Σήμερα, Ξεκίνημα, Ν. Πρωτοπόροι, Αμπελουργία), ενώ υπήρξαν και δωρεές ιδιωτών (Ι. Θεοφιλόπουλος, Στ. Ταβουλαρίδης, Σαραντάκης, Αγγελόπουλος).
Παρ’ όλα αυτά, στη συνεδρίαση του ΔΣ στις 30 Σεπτεμβρίου 1933, τα μέλη διαπίστωσαν την αδυναμία λειτουργίας της Βιβλιοθήκης λόγω της κάκιστης οικονομικής κατάστασης του Συλλόγου. Επιπλέον, το θέμα της στέγασης της Βιβλιοθήκης παρέμενε εκκρεμές, καθώς ο θάνατος του μητροπολίτη Μελέτιου στις 17 Ιουνίου 1933 άφησε προσωρινά ακέφαλο το Αδελφάτο της Λαϊκής Σχολής, με αποτέλεσμα να καταστεί δυσχερής η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών που θα οδηγούσε στην εύρεση μιας λύσης. Αυτή ήταν και η τελευταία συνεδρίαση του ΔΣ για το έτος 1933, ενώ το 1934 δεν έγινε καμία συνεδρίαση ή κάποια άλλη προσπάθεια σχετικά με το ζήτημα της Βιβλιοθήκης, αφού ο Σύλλογος ήταν σε αδράνεια.
Η επανέναρξη της λειτουργίας του Συλλόγου και συνάμα του εγχειρήματος δημιουργίας της Λαϊκής Βιβλιοθήκης σηματοδοτήθηκε από τις αρχαιρεσίες της 27ης Ιανουαρίου 1935 για την εκλογή νέου ΔΣ. Πρόεδρος εξελέγη ο Ευαγ. Δημητρακόπουλος και αποφασίστηκε από τα 21 παρόντα μέλη να προγραμματιστεί άμεσα συνάντηση μεταξύ εκπροσώπων του Συλλόγου και του νέου μητροπολίτη Πολύκαρπου Συνοδινού, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον μακαριστό Μελέτιο στην προεδρία του Αδελφάτου της Λαϊκής Σχολής.
Ύστερα από αλλεπάλληλες συναντήσεις των δύο πλευρών, το Αδελφάτο αποφάσισε τη στέγαση της Λαϊκής Βιβλιοθήκη πίσω από τη Λαϊκή Σχολή, στo χώρο όπου στεγαζόταν μέχρι το 1930 η Σχολή Απόρων και Παίδων. Στο ΔΣ της 8ης Απριλίου 1935 ο πρόεδρος του Συλλόγου Ε. Δημητρακόπουλος ανακοίνωσε ότι υπογράφτηκε μεταξύ αυτού και του αντιπροσώπου του Αδελφάτου, γυμνασιάρχη Περ. Στυλιανόπουλου, συμφωνητικό συνεργασίας μεταξύ του Συλλόγου και του Αδελφάτου, το οποίο προέβλεπε την έναρξη της λειτουργίας της Λαϊκής Βιβλιοθήκης στο κτίριο της «Λαϊκής και Απόρων Παίδων Σχολής Νικολάου και Ρεγγίνας Πανταζοπούλου». Η τελετή των εγκαινίων της Βιβλιοθήκης πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαΐου 1935 «με πλήρη τάξιν και με συρροήν κόσμου πάσης τάξεως», όπως έγραψε χαρακτηριστικά η εφημερίδα Θάρρος. Την επόμενη ημέρα η Λαϊκή Βιβλιοθήκη άνοιξε τις πόρτες στο κοινό, επισφραγίζοντας με επιτυχία τις προσπάθειες είκοσι και πλέον ετών για την ίδρυσή της.
Βασική προτεραιότητα για την ομαλή λειτουργία της Βιβλιοθήκης ήταν η πρόσληψη βιβλιοθηκάριου, με τον Ι. Κωνσταντόπουλο τελικά να επιλέγεται από το ΔΣ για τη θέση τον Μάιο του 1935 (αποχώρησε μετά από δύο μήνες και τον διαδέχθηκαν μέχρι το τέλος του έτους συνολικά πέντε άτομα). Αργότερα τον ίδιο μήνα αποφασίστηκε να προσληφθεί και ο Ηλ. Μουνδρέας, αδιόριστος καθηγητής φιλολογίας, με σκοπό την καταγραφή και την κατάταξη των βιβλίων της Βιβλιοθήκης. Επίσης, συνεχίστηκαν οι δωρεές βιβλίων από μέλη του Συλλόγου και λοιπούς επιφανείς Καλαματιανούς (ξεχωρίζει η δωρεά της βιβλιοθήκης του γιατρού Γεώργιου Π. Κορομηλά με 332 τόμους), ενώ αποφασίσθηκε να καταρτισθεί αρχείο όλων των καλαματιανών εφημερίδων.
Παράλληλα, συνεχίσθηκε με εργώδη προσπάθεια ο αγώνας για την οικονομική ενίσχυση της Βιβλιοθήκης. Πέρα από τις μεμονωμένες χορηγίες των μελών του Συλλόγου, ο Δήμος Καλαμών έδωσε τον Ιούλιο μια επιχορήγηση 6.000 δρχ., η οποία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Επίσης, μετά από αίτημα του Συλλόγου προς τη Νομαρχία Μεσσηνίας, αποφασίστηκε να διατεθεί ένα ποσοστό από τους πόρους του Ταμείου Έργων Κοινής Ωφέλειας (ΤΕΚΩ). Τέλος, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση της Βιβλιοθήκης οργανώθηκε συναυλία της Φιλαρμονικής στις 24 Νοεμβρίου 1935.
Το 1936 το ΔΣ συνήλθε 28 φορές και καταπιάστηκε με ζητήματα σχετικά με την τόνωση των λιγοστών οικονομικών του πόρων, την επέκταση του χώρου του αναγνωστηρίου και τον περαιτέρω εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με βιβλία. Στις 16 Φεβρουαρίου 1936 η Βιβλιοθήκη πραγματοποίησε εορταστική εκδήλωση για τα πενήντα χρόνια από την έκδοση του πρώτου έργου του Κωστή Παλαμά (Τα τραγούδια της πατρίδος μου). Η εκδήλωση στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία και όπως καταγράφηκε στα πρακτικά του ΔΣ: «η βιβλιοθήκη δια της εορτής ταύτης επεβλήθη εις την συνείδησιν των Καλαματιανών και η ωφέλεια θα είναι μεγίστη διά το μέλλον της». Με ανάλογη επιτυχία έγινε στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου φιλολογικό μνημόσυνο του μεσσήνιου ποιητή Γιάννη Καμπύση (1872–1901).
Λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε λαϊκή βιβλιοθήκη εκείνης της εποχής διέθετε αρχείο ιστορίας του τόπου της, ένα ακόμα άξιο αναφοράς γεγονός για το 1936 ήταν η απόφαση του ΔΣ της Λαϊκής Βιβλιοθήκης να ξεκινήσει την συγκέντρωση έντυπου και χειρόγραφου υλικού σχετιζόμενο με την Καλαμάτα, τη Μεσσηνία και την ευρύτερη Πελοπόννησο, με τελικό σκοπό τη συγκρότηση σχετικού αρχείου. Αναφορικά δε με τα έσοδα της Βιβλιοθήκης ανήλθαν στις περίπου 26.000 δρχ., ισόποσα με τα έξοδα, ενώ για το επόμενο έτος τα έσοδα προϋπολογίστηκαν σε 46.000 δρχ.
Ωστόσο, τα οικονομικά πλάνα του ΔΣ για το 1937 αποδείχθηκαν αβάσιμα, καθώς τα έσοδα έφτασαν μόλις τις 13.000 δρχ. περίπου, οδηγώντας μάλιστα τη Βιβλιοθήκη προ του κινδύνου να σταματήσει τη λειτουργία της. Η μικρή συνεισφορά του Δήμου (5.000 δρχ.), οι λιγοστές χορηγίες (1.300 δρχ.) και οι συνδρομές των 70 –κατά προσέγγιση– εγγεγραμμένων μελών της δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των υποχρεώσεων της. Εν αντιθέσει όμως με το αδιέξοδο που πρόεκυπτε από την ανάλυση των οικονομικών στοιχείων, η Βιβλιοθήκη όχι μόνο άντεξε, αλλά είδε και τον αριθμό των επισκεπτών της να φτάνει τους περίπου 9.000 από 6.596 που ήταν το 1936. Όσο για το μέγεθος των δωρεών, αυτές έφτασαν τα 862 βιβλία. Ένα ακόμα ευχάριστο νέο για την πορεία της Βιβλιοθήκης ήταν η προθυμία πολλών Καλαματιανών να συνεισφέρουν στον εμπλουτισμό του Μεσσηνιακού Αρχείου, προσφέροντας υλικό που είχαν στην κατοχή τους.
Στις 5 Μαρτίου 1938 πραγματοποιήθηκαν όπως κάθε χρόνο οι ετήσιες εκλογές του Συλλόγου, με τον Κ. Πράττη να επανέρχεται μετά το 1933 στη θέση του προέδρου. Έχοντας και την αμέριστη συμπαράσταση του τοπικού Τύπου, ο οποίος προέβαλλε αδιαλείπτως το έργο της Βιβλιοθήκης, το ΔΣ είδε τα έσοδά της να ανέρχονται σε 39.830 δρχ. έναντι 38.781 των εξόδων. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε η αύξηση των πόρων που λάμβανε από το ΤΕΚΩ, οι οποίοι έφτασαν συνολικά τις 19.847 δρχ.
Πολύ σημαντική για τη Βιβλιοθήκη αποδείχθηκε η πρόσληψη, κατά την ίδια χρονιά, του δημοσιογράφου Μίμη Φερέτου ως βιβλιοθηκάριου, ο οποίος εργάστηκε με μεγάλη αφοσίωση και επιτέλεσε σπουδαίο έργο μέχρι το 1945, όταν έφυγε οριστικά από την Καλαμάτα. Επίσης, στο συμβούλιο της 6ης Οκτωβρίου καταρτίστηκε το πρόγραμμα διαλέξεων για τη χειμερινή περίοδο 1938–1939.
Το 1939, με αφορμή τα εγκαίνια του Μουσείου της Καλαμάτας, ο ακαδημαϊκός και υπουργός Γεωργίας Γ. Κυριακός (1863–1954) εκδήλωσε την επιθυμία του να δωρίσει στο Μουσείο την προσωπική του βιβλιοθήκη, με την προϋπόθεση ότι θα στεγάζονταν στη δημοτική βιβλιοθήκη που θα δημιουργούνταν στο αρχοντικό του, το οποίο είχε ήδη παραχωρήσει στο Δήμο της Καλαμάτας. Την πρόθεσή του να χαρίσει την Βιβλιοθήκη στο πλαίσιο αυτού του σκοπού κοινοποίησε και ο μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτης. Όπως ήταν φυσικό, οι πρωτοβουλίες αυτές θορύβησαν το ΔΣ της Λαϊκής Βιβλιοθήκης, το οποίο υποστήριξε ότι εξαιτίας των περιορισμένων επιχορηγήσεων καμία από τις δύο βιβλιοθήκες δεν θα μπορούσε να συντηρηθεί. Τελικά, ύστερα από μακρά ανταλλαγή απόψεων μέσω δημοσιευμάτων στις τοπικές εφημερίδες για τα θετικά και αρνητικά της πρότασης Κυριακού, ο ίδιος με επιστολή του στην εφημερίδα Σημαία στις 18 Φεβρουαρίου 1939 ανακοίνωσε ότι την αποσύρει. Μάλιστα, ο δήμαρχος της μεσσηνιακής πρωτεύουσας διαβεβαίωσε ότι ο Δήμος θα ενισχύσει «οικονομικώς και ηθικώς» τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη, αφού επί της ουσίας αποτελούσε μέρος του.
Η ικανοποιητική κατάσταση των οικονομικών της Βιβλιοθήκης για το 1939 (78.658 δρχ. έφτασε το σύνολο των εισπράξεων) επέτρεψε στο ΔΣ να προβεί στην αγορά και τη βιβλιοδέτηση βιβλίων, την κατασκευή βιβλιοστασίων, την οργάνωση διαλέξεων και την έκδοση του Δελτίου της Βιβλιοθήκης («μηνιαία βιβλιογραφική και βιβλιοφιλική έκδοσις»). Με το Δελτίο, το ΔΣ επιδίωκε να κάνει ευρέως γνωστό το έργο της Βιβλιοθήκης, να παρακολουθήσει την κίνηση του ελληνικού βιβλίου και να ενθαρρύνει τις επιστημονικές και φιλολογικές εργασίες των λογίων και λογοτεχνών της Μεσσηνίας. Παρά όμως τις θετικές προθέσεις, το Δελτίο δεν εκδόθηκε ποτέ. Ο Οικονομάκης πιθανολογεί ότι η κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939 και τα μετέπειτα περιορισμένα έσοδα της Βιβλιοθήκης ήταν οι παράγοντες που εμπόδισαν την έκδοση του Δελτίου.
Διανύοντας πλέον τον έκτο χρόνο από την ίδρυσή της, η Βιβλιοθήκη με βιβλιοθηκάριο τον Μίμη Φερέτο λειτούργησε μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο του 1940, υποδεχόμενη 15.000 επισκέπτες. Αποφασίστηκε τότε να παραμείνει κλειστή μέχρι τις 2 Σεπτεμβρίου, επειδή ο βιβλιοθηκάριος έπρεπε να πάρει την άδειά του, όμως η στράτευσή του και στη συνέχεια ο πόλεμος της Αλβανίας έθεσαν σε παύση τη λειτουργία της Βιβλιοθήκης επί μακρόν. Στις 16 Απριλίου 1941 συντάχθηκε το τελευταίο τυπικό πρακτικό του ΔΣ.
Τον Μάρτιο του 1941 το κτίριο της Λαϊκής Σχολής επιτάχθηκε και στην αίθουσα της Βιβλιοθήκης εγκαταστάθηκε στρατιωτικό νοσοκομείο, το οποίο λειτούργησε μέχρι τον Μάιο του ίδιου χρόνου. Κατά την περίοδο αυτή το υλικό της Βιβλιοθήκης υπέστη σοβαρές ζημιές, ενώ κατά την απογραφή του υλικού διαπιστώθηκε ότι έλειπαν περί τα 250 βιβλία. Η παρουσία του Φερέτου ήταν καταλυτική στην εκ νέου οργάνωση της Βιβλιοθήκης, όμως η λειτουργία της ήταν αδύνατη. Χρήματα στο ταμείο δεν υπήρχαν, οι επιχορηγήσεις από το Δήμο και από τους άλλους φορείς είχε σταματήσει, ενώ και το ΔΣ είχε στην ουσία διαλυθεί.
Στις αρχές του 1943 έγιναν προσπάθειες με προσωπικές ενέργειες των Οικονομάκη και Φερέτου για επαναλειτουργία της Λαϊκής Βιβλιοθήκης. Οι αρχαιρεσίες έλαβαν χώρα στις 17 Φεβρουαρίου και πρόεδρος του ΔΣ αναδείχθηκε ο Κων. Πράττης. Στην πρώτη συνεδρίαση του ΔΣ αποφασίστηκε να καταβληθούν ενέργειες ώστε να ελευθερωθεί το οίκημα από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, το οποίο προσωρινά είχε βρει στέγη στο κτίριο της Λαϊκής Σχολής, και να παρασχεθεί οικονομική βοήθεια από το Δήμο. Θετικά διακείμενοι στο αίτημα, ο Δήμος χορήγησε 100.000 δρχ., τις οποίες το Συμβούλιο αποφάσισε να τις αξιοποιήσει για τη διοργάνωση μιας μουσικοφιλολογικής γιορτής, που όμως τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Το επόμενο διάστημα αρκετά από τα μέλη του ΔΣ αποχώρησαν από την Καλαμάτα για διάφορους λόγους, ενώ η γερμανική κατοχή δημιουργούσε μεγάλα εμπόδια στη λειτουργία της Βιβλιοθήκης. Μάλιστα, κατά την περίοδο αυτή, άγνωστοι διέρρηξαν και προκάλεσαν καταστροφές στο κτίριο προσπαθώντας να εντοπίσουν τρόφιμα. Αρχές του 1944 το κρατικό νοσοκομείο μεταφέρθηκε από τη Λαϊκή Σχολή, με συνέπεια να ελευθερωθεί η νότια αίθουσα της Βιβλιοθήκης. Όμως αμέσως εγκαταστάθηκε εκεί το αρχείο του Πρωτοδικείου Καλαμών. Τον Μάιο του 1944 ξεκίνησαν εκ νέου οι εργασίες ταξινόμησης των τεκμηρίων, ενώ πραγματοποιήθηκε η δωρεά της βιβλιοθήκης του ιατρού Γ. Αναστασιάδη και εφημερίδων του Πότη Οικονομάκη.
Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 1944 που μπήκαν στην Καλαμάτα οι αντάρτες, δεν έγινε άλλη συνεδρίαση. Εκείνη την περίοδο ελευθερώθηκε και η αίθουσα της Βιβλιοθήκης που ήταν κατειλημμένη από το Πρωτοδικείο. Η απόφαση για επαναλειτουργία της Βιβλιοθήκης από την 1η Οκτωβρίου 1944 έμοιαζε να στηρίζεται πάνω σε σαθρές βάσεις, καθώς οι πόροι της ήταν λιγοστοί και τα περισσότερα από τα έπιπλά της είχαν χαθεί ή καταστραφεί.
Από τον Απρίλιο του 1945, μετά την διενέργεια των εκλογών και τη συγκρότηση του νέου ΔΣ με πρόεδρο τον Ηλ. Τριανταφυλλόπουλο, άρχισε η περίοδος ανασυγκρότησης της Βιβλιοθήκης, η οποία κράτησε μέχρι τις αρχές του 1947. Τα αποτελέσματα ήταν αρκούντως ικανοποιητικά, καθώς μέσα στο 1946 τα έσοδά της ανήλθαν σε 3.247.500 δρχ., προμηθεύτηκαν 50 καινούργια καθίσματα για το αναγνωστήριο, κατασκευάστηκαν νέες βιβλιοθήκες και έπιπλα και προχώρησε η καταγραφή και ταξινόμηση του υλικού. Επιπλέον, έγιναν πολλές δωρεές βιβλίων (βλ. ακολούθως «Συλλογές – Ταξινόμηση»), πραγματοποιήθηκαν αιτήσεις για χορηγίες και επιχειρήθηκε να εγγραφούν νέα μέλη. Στα αξιοσημείωτα της περιόδου ήταν και η απόφαση του ΔΣ στις 14 Νοεμβρίου 1945 για κρατικοποίηση της Βιβλιοθήκης, η οποία όμως θα οριστικοποιούνταν σε μελλοντικό χρόνο.
Το 1947 αποτέλεσε για τη Βιβλιοθήκη ιστορικό έτος καθότι άρχισε η τελική ταξινόμηση του έντυπου υλικού και η επιστημονική δελτιοκαταλογογράφηση των βιβλίων. Πρόεδρος του ΔΣ το 1947 είχε εκλεγεί ο Πάνος Κωστόπουλος, ο οποίος πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Συμβούλιο, εξασφαλίζοντας σημαντικά ποσά από συνδρομές και χορηγίες. Παράλληλα, με μέριμνα του ίδιου, απευθύνθηκε σε ελληνικούς και ξένους φορείς για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης. Η σπουδαιότερη δωρεά της περιόδου ήταν αυτή του μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων Ιεζεκιήλ, ο οποίος απέστειλε πολλά κιβώτια με χιλιάδες βιβλία.
Το 1948 χαρακτηρίστηκε από την επίσκεψη του λογοτέχνη Στρατή Μυριβήλη στην Καλαμάτα, ο οποίος έδωσε δύο διαλέξεις σε υπαίθριους χώρους: στις 20 Σεπτεμβρίου με θέμα «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα» και στις 21 Σεπτεμβρίου με θέμα «Ο άρρωστος πολιτισμός». Τη δεύτερη εκδήλωση την οργάνωσε η Βιβλιοθήκη, η οποία ανέλαβε να εκδώσει και τις δύο μετά από παραχώρηση του Μυριβήλη, ο οποίος παραιτήθηκε από τα όποια οικονομικά οφέλη της έκδοσης. Τελικά, εκδόθηκε μόνο η πρώτη, σε 5.000 αντίτυπα έναντι αντιτίμου 2.000 δρχ. το κάθε τεύχος, με το όλο εγχείρημα να μην στέφεται με επιτυχία καθώς έμειναν πολλά τεύχη απούλητα και τα κέρδη ήταν ελάχιστα.
Η γενική συνέλευση στις 13 Μαρτίου 1949 ανέδειξε για τρίτη συνεχή χρονιά στη θέση του προέδρου τον Π. Κωστόπουλο. Στη συνέλευση παρευρέθησαν και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος, καθώς και επίλεκτα μέλη της καλαματιανής κοινωνίας. Μετά την ανάπαυλα των καλοκαιρινών διακοπών, τοποθετήθηκε η δελτιοθήκη στο αναγνωστήριο και ξεκίνησε πλέον η χρήση των δελτίων. Στη θέση του βιβλιοθηκάριου ήταν πλέον ο ιστοριοδίφης Τάκης Δεμοδός, ψευδώνυμο του Παναγιώτη Κωνσταντινόπουλου, (1910–1991). Κατά τη διάρκεια του έτους δεν πραγματοποιήθηκαν διαλέξεις, εξαιρουμένης της ομιλίας του γραμματέα της Εισαγγελίας και λογοτέχνη Γ. Δασκαλάκη στις 13 Δεκεμβρίου, με θέμα «Ο Βαλαωρίτης και το έργο του». Η χρονιά έκλεισε με οικονομικό υπόλοιπο 5.378.000 δρχ.
Κατά τον επόμενο χρόνο συνεχίστηκαν οι εργασίες καταλογογράφησης των βιβλίων, των εφημερίδων και των περιοδικών σε δελτία από τον Βιβλιοθηκάριο Κωνσταντινόπουλο. Την εργασία αυτή συνέχισε υπό τις οδηγίες του Πότη Οικονομάκη από τον Οκτώβριο του 1950 μέχρι τέλος Ιουνίου του 1952 ο νέος βιβλιοθηκάριος της Λαϊκής Βιβλιοθήκης, φοιτητής της Παντείου Κωνστ. Ξενογιάννης. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1950 το ΔΣ αποφάσισε να εκδώσει τριμηνιαίο περιοδικό με τον τίτλο Μεσσηνιακά Γράμματα (εκδόθηκαν τρεις τόμοι, βλ. στη συνέχεια «Εκδόσεις») και να οργανωθούν διαλέξεις με καλαματιανούς και αθηναίους ομιλητές. Τελικά, οι μόνες διαλέξεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν του ακαδημαϊκού Στ. Μελά στις 10 Δεκεμβρίου: η πρώτη με θέμα «γύρω από τον Παπαφλέσσα» και η άλλη αναφορικά με το αρχαίο θέατρο.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1951 απεβίωσε ο πρώτος πρόεδρος της Βιβλιοθήκης Κωνστ. Πράττης. Την ημέρα της κηδείας του η Βιβλιοθήκη σε ένδειξη πένθους παρέμεινε κλειστή. Το ΔΣ αυτής της χρονιάς, προεδρεύοντος του Π. Κωστόπουλου, αποφάσισε η Βιβλιοθήκη να αιτηθεί την υπαγωγή της στο Α.Ν. 1362/1949 «περί ιδρύσεως, ανασυγκροτήσεως και ενιαίας οργανώσεως των ανά το κράτος βιβλιοθηκών». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη απόφαση αποτελούσε συνέχιση της συζήτησης που είχε ανοίξει το 1945 για την κρατικοποίηση της Βιβλιοθήκης. Εντούτοις, το ζήτημα δεν προχώρησε από τα επόμενα ΔΣ, καθώς έκριναν ότι μια τέτοια κίνηση δεν θα ήταν τελικά προς όφελος της Βιβλιοθήκης. Για τους ίδιους λόγους άλλωστε δεν προκρίθηκε ούτε η ιδέα να γίνει δημοτική. Κατά τ’ άλλα, το 1951 δεν πραγματοποιήθηκαν διαλέξεις. Το ίδιο συνέβη και το 1952. Παρ’ όλα αυτά, το 1952 έγιναν αρκετές βιβλιοδεσίες, με σημαντικότερη αυτή της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας, η οποία ολοκληρώθηκε το 1953.
Εν αντιθέσει με το 1952, το επόμενο έτος ήταν ιδιαίτερα παραγωγικό στο σκέλος των διαλέξεων, αφού οργανώθηκαν συνολικά επτά, με ομιλητές ανθρώπους των γραμμάτων και των επιστημών. Επίσης, υπήρξε σημαντικός εμπλουτισμός του Μεσσηνιακού Αρχείου, με φύλλα τοπικών εφημερίδων. Ανάμεσα στις προσκτήσεις ήταν μεγάλος αριθμός φύλλων της εκδιδόμενης στο τέλος του 19ου αιώνα εφημερίδας Φαραί (1895–1900), όπως και 172 φύλλα της εφημερίδας Φως του διαστήματος 1900–1902. Παράλληλα, με ενέργειες του μέλους του ΔΣ από το 1951, Σπύρου Δεδούση, και του Π. Οικονομάκη περιήλθαν στην κατοχή της Βιβλιοθήκης περίπου 60 φωτογραφίες των δρόμων και των συνοικιών της Καλαμάτας. Οι αναγνώστες της Βιβλιοθήκης για το 1953 ανήλθαν περίπου σε 6.000, ενώ τα έσοδά της (18.835 δρχ.) υπερέβησαν τα έξοδα (13.233 δρχ.).
Το 1954 υπήρξε αλλαγή στη θέση του προέδρου, με τον Γ. Κουτραφούρη να διαδέχεται τον Π. Κωστόπουλο, ο οποίος ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο νέος πρόεδρος χορήγησε στην Βιβλιοθήκη το ποσό των 15.000 δρχ. Το 1954 υπήρξε η πλουσιότερη από πλευράς δωρεών βιβλίων, οι οποίες ανήλθαν στους 2.200 τόμους. Η μεγαλύτερη και αξιολογότερη ήταν η δωρεά της οικογένειας του Γεώργιου Βεντήρη (η δελτιοκαταλογογράφηση των βιβλίων έγινε μεταξύ 1955 και Ιανουαρίου του 1956). Άλλη σημαντική δωρεά ήταν της Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά, που πρόσφερε τη νομική βιβλιοθήκη, 600 περίπου βιβλίων, του συζύγου της Θεόδωρου Θεοδωρόπουλου. Επιπλέον, 300 περίπου ήταν οι τόμοι που δώρισε ο εισαγγελέας Εφετών Δ. Λεονταρίτης, 181 τα βιβλία της δωρεάς του Χ. Μπιτσάνη, 150 βιβλία χάρισε ο Ν. Ρεμπουτζάκος και 56 η Γαλάτεια Καλλιπολίτου. Επιπροσθέτως, το ΔΣ αγόρασε 40 βιβλία, ενώ προχώρησε σε αρκετές βιβλιοδεσίες εφημερίδων και βιβλίων. Προχώρησε τέλος σε υλικοτεχνικές βελτιώσεις των αιθουσών της Βιβλιοθήκης και στην οργάνωση δανειστικού τμήματος, που άρχισε να λειτουργεί από το 1955. Στο τμήμα αυτό περιελήφθησαν αρχικά 400 βιβλία, τα οποία όσοι ήταν μέλη της Βιβλιοθήκης μπορούσαν να δανειστούν δωρεάν ή έναντι ενός μικρού αντιτίμου οι υπόλοιποι.
Όσον αφορά τις διαλέξεις, συνεχίζοντας με κεκτημένη ταχύτητα από το προηγούμενο έτος, το ΔΣ οργάνωσε έξι ομιλίες λογίων και επιστημόνων από την Αθήνα και την Καλαμάτα. Η σημαντικότερη ωστόσο εκδήλωση για το 1954 ήταν το φιλολογικό μνημόσυνο που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη του καλαματιανού λαογράφου Νικόλαου Γ. Πολίτη (1852–1921) στις 18 Μαρτίου 1954, με δαπάνες του Δήμου της Καλαμάτας. Η απόφαση για την οργάνωση του μνημοσύνου είχε παρθεί από τον Αύγουστο του 1953, όταν το ΔΣ είχε επικοινωνήσει με τον γιό του σπουδαίου λαογράφου, καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Λίνο Πολίτη, για να του γνωστοποιήσει τις προθέσεις του. Βασικοί ομιλητές της εκδήλωσης, αναφορά για την οποία έγινε και σε πολλές εφημερίδες της Αθήνας, ήταν ο Λίνος Πολίτης και o Στίλπων Κυριακίδης, καθηγητής λαογραφίας του ΑΠΘ και μαθητής του τιμώμενου.
Εξίσου θετικός για τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη ήταν και ο απολογισμός για το 1955. Τον Μάρτιο δωρίθηκε μαζί με το έπιπλό της η βιβλιοθήκη του καθηγητή φιλολογίας Δημήτρη Αλεξάκη, που περιείχε 1.100 βιβλία, πολλά εκ των οποία πολύτιμα και δυσεύρετα. Υπήρξαν πολλές ακόμα μικρότερες δωρεές βιβλίων, καθώς και οικονομικές χορηγίες ιδιωτών, του Δήμου (10.000 δρχ.) και του υπουργείου Παιδείας (1.000 δρχ.).
Η Βιβλιοθήκη είδε εκείνη την χρονιά τις αίθουσες τις να γεμίζουν εκτός από βιβλία και από ανθρώπους, με τους επισκέπτες της να ξεπερνούν τους 100 ημερησίως, ενώ οι συνδρομητές έφτασαν τους 220 περίπου. Γι’ αυτό το λόγο εστάλησαν υπομνήματα προς τον μητροπολίτη Χρυσόστομο, τον νομάρχη Μεσσηνίας Γ. Νταουντάκη και τον υφυπουργό Οικισμού Νικόλαο Σπέντζα, στα οποία το ΔΣ ζητούσε τη βοήθεια τους για την ανέγερση δευτέρου ορόφου στο κτίριο της Βιβλιοθήκης.
Κατά τη διάρκεια του 1955 η Λαϊκή Βιβλιοθήκη οργάνωσε έντεκα συνολικά διαλέξεις με ομιλητές μεταξύ άλλων τον καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή, τον παιδαγωγό Ε. Παπανούτσο, τον πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών Σωκρ. Κουγέα, τον υποδιευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών Roger Milliex κ.ά. Όσον αφορά τις υπόλοιπες δραστηριότητές της, οργάνωσε τρεις εκδρομές για τη θέαση παραστάσεων κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Επιδαύρου, οι οποίες έτυχαν μεγάλης συμμετοχής. Επίσης, υπό την ευθύνη της πραγματοποιήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου το ετήσιο θρησκευτικό μνημόσυνο του ευεργέτη της Γ. Βεντήρη.
Το 1956 η Βιβλιοθήκη συνέχισε απρόσκοπτα το πολυεπίπεδο έργο της και ως επιστέγασμα «δια την εν γένει εκπολιτιστικήν δράσιν της» τιμήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα της 15 συνολικά διαλέξεις και από τις 3–10 Ιουνίου φιλοξένησε σε αίθουσά της έκθεση μεσσηνιακών φωτογραφιών. Επίσης, όπως το 1955, η Βιβλιοθήκη οργάνωσε εκδρομές για την παρακολούθηση όλων των παραστάσεων αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο. Όσον αφορά τις νέες προκτήσεις, από δωρεές περιήλθαν στη Βιβλιοθήκη 1.400 βιβλία (τα 600 αποτελούσαν δωρεά του ιατρού Γυφτάκη) και από αγορές ένας μικρός αριθμός παλαιότερων καλαματιανών εφημερίδων, που εντάχθηκαν στο Μεσσηνιακό Αρχείο.
Το 1957 το ΔΣ της Βιβλιοθήκης ασχολήθηκε κυρίως με το ζήτημα των εγκαταστάσεών της, οι οποίες πλέον δεν επαρκούσαν για την φύλαξη του υλικού της. Αρχικά αποφασίστηκε να καταβληθούν εκ νέου προσπάθειες προκειμένου να ανεγερθεί δεύτερος όροφος πάνω από το κτίριο που στεγαζόταν η Βιβλιοθήκη. Ύστερα όμως από διαβουλεύσεις με τον Δήμο, την Νομαρχία και τον Μητροπολίτη, ο πρώτος αποφάσισε να παραχωρήσει οικόπεδο δίπλα στον Νέδοντα ποταμό για να ανεγερθεί εκεί το νέο μέγαρο της Βιβλιοθήκης. Κατά το 1957 η Βιβλιοθήκη πραγματοποίησε 14 διαλέξεις, τρεις θεατρικές παραστάσεις και –για δεύτερη συνεχή χρονιά– την έκθεση μεσσηνιακών φωτογραφιών. Οι αναγνώστες της ανήλθαν στους 10.000, ενώ τα εγγραμμένα μέλη της έφτασαν τα 13.000. Οι δωρεές ήταν μάλλον περιορισμένες, καθώς δεν ξεπέρασαν τα 1.000 βιβλία.
Το 1958, είκοσι τρία χρόνια μετά την ίδρυση της, η Βιβλιοθήκη βρισκόταν σε φάση συνεχούς ακμής, με το ΔΣ να επικεντρώνεται στη ρύθμιση διάφορων εσωτερικών θεμάτων για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της. Ως εκ τούτου, καταρτίσθηκε για πρώτη φορά εσωτερικός κανονισμός του ιδρύματος, με τον οποίον ρυθμίστηκαν τα θέματα παραλαβής των βιβλίων, δανεισμού, ταξινόμησης, δελτιοκαταλογράφησης κ.λπ. Κατά τα λοιπά, συνεχίστηκαν οι οργανώσεις διαλέξεων και άλλων εκδηλώσεων, ενώ δωρίθηκαν στη Βιβλιοθήκη περίπου 800 βιβλία, 920 φύλλα εφημερίδων και 1.190 τεύχη περιοδικών.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1959 το ΔΣ αποφάσισε να αποδεχθεί τη δωρεά του παραχωρούμενου από τον Δήμο οικοπέδου, εκτάσεως 570 τ.μ. κοντά στο Νέδοντα, για να χτισθεί εκεί το μέγαρο της Βιβλιοθήκης. Ακολούθως, το Συμβούλιο αποφάσισε να οργανώσει παμμεσσηνιακό έρανο για τη συγκέντρωση χρημάτων, υποβάλλοντας στις 25 Απριλίου αίτηση στο υπουργείο Πρόνοιας για τη σχετική άδεια. Το σχέδιο του κτιρίου ανέλαβε να εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Γεώργ. Χριστόπουλος. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα η Βιβλιοθήκη έλαβε σημαντικές επιχορηγήσεις από το κράτος για την ανέγερση του κτιρίου.
Το 1960 συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή ώστε να καταστρώσει πλάνο για τον έρανο που θα διεξάγονταν στη Μεσσηνία, την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και το εξωτερικό για την κάλυψη των εξόδων της κατασκευής της νέας Βιβλιοθήκης. Η ερανική επιτροπή αποτελούνταν από τον μητροπολίτη Μεσσηνίας Χρυσόστομο, τον δήμαρχο Χρ. Κουμάντο, τον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Κ. Αδαμόπουλο, τον πρόεδρο του ΔΣ της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Γ. Κουτραφούρη και τον γραμματέα Πότη Οικονομάκη. Μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου διάφοροι φορείς και ιδιώτες είχαν εκδηλώσει την προθυμία τους να συνεισφέρουν στον έρανο συνολικά 135.200 δρχ.
Σχετικά με τον εμπλουτισμό των συλλογών της, κατά τη διετία 1959–1960 η Βιβλιοθήκη απέκτησε από δωρεές 3.484 τόμους βιβλίων, 2.810 φύλλα εφημερίδων, 5.840 τεύχη περιοδικών, 87 φωτογραφίες και ένα χειρόγραφο. Αυτά τα δύο χρόνια η Βιβλιοθήκη παρέμεινε ανοικτή και κατά την περίοδο του καλοκαιριού —πρόγραμμα που διατηρεί μέχρι σήμερα.
Από το τέλος του 1960 άρχισε να συζητείται η δημιουργία Πινακοθήκης στην Καλαμάτα, με τη συνεργασία της Λαϊκής Βιβλιοθήκης και του μεσσήνιου ζωγράφου Κώστα Γιαννακόπουλου (Yanako). Μέχρι το τέλος του 1961 χάρη στις ενέργειες του Γιαννακόπουλου είχαν συγκεντρωθεί 185 έργα ζωγραφικής και χαρακτικής και 18 γλυπτά. Τον Ιανουάριο του 1962 έλαβαν χώρα στη μεγάλη αίθουσα της Λαϊκής Σχολής τα εγκαίνια της Πινακοθήκης, παρουσία υψηλών προσκεκλημένων. Η ίδρυση της, ωστόσο, συνέπεσε με την ιδέα της δημιουργίας Πνευματικού Κέντρου από τον Δήμο, στο οποίο θα στεγάζονταν και η Βιβλιοθήκη μαζί με την Πινακοθήκη. Κατά συνέπεια, η προοπτική της ύπαρξης Πνευματικού Κέντρου έθετε οριστικά τέρμα στα σχέδια για την ανέγερση ξεχωριστού κτιρίου Βιβλιοθήκης.
Ένα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώπισε η Λαϊκή Βιβλιοθήκη κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της ήταν το αρνητικό ισοζύγιο εσόδων-εξόδων, το οποίο την εμπόδιζε να αντεπεξέλθει στα λειτουργικά της έξοδα και την ανάγκη για αγορά βιβλίων. Παρ’ όλα αυτά, τριάντα περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή της, η κατάσταση είχε αλλάξει άρδην, καθώς στο τέλος του 1963 το υπόλοιπο στο ταμείο του ΔΣ ανερχόταν στις 200.000 δρχ., ενώ σε αυτό ερχόταν να προστεθούν οι 21.000 δρχ. που αντιστοιχούσαν στο ποσό που είχε προλάβει να καταβληθεί στο Σύλλογο της Βιβλιοθήκης από τον διενεργηθέντα έρανο.
Κατά τη διάρκεια της τριετίας 1965–1967, η Βιβλιοθήκη συνέχισε κανονικά τη δράση της, οργανώνοντας εκθέσεις έργων (ζωγραφικής, χαρακτικής, γλυπτικής), αποκτώντας βιβλία από δωρεές και αγορές –όσο το επέτρεπαν τα οικονομικά της– και πραγματοποιώντας βελτιωτικές εργασίες στους χώρους της. Τα δύο θέματα που απασχόλησαν στο μεγαλύτερο βαθμό το ΔΣ της Λαϊκής Βιβλιοθήκης εκείνη την περίοδο ήταν οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι της και το ζήτημα της απόκτησης νέου κτιρίου.
Σε σχέση με το οικονομικό σκέλος, η Βιβλιοθήκη παρότι συνέχιζε να εμφανίζει ταμειακό υπόλοιπο (165.000 δρχ. για το 1965 και 335.000 δρχ. για το 1966), η οικονομική της επιβίωση εξαρτιόνταν αποκλειστικά από τις κυβερνητικές επιδοτήσεις και τις μικρές επιχορηγήσεις του Δήμου. Συγκεκριμένα, το 1965 ο Δήμος χορήγησε στη Βιβλιοθήκη 15.000 δρχ. έναντι 20.000 δρχ. που είχε δώσει το 1964. Μετά από έκκληση του ΔΣ της Βιβλιοθήκης, επανέφερε την χορηγία στις 20.000 δρχ., αλλά ούτε αυτό το ποσό κρίθηκε ως επαρκές.
Γι’ αυτό το λόγο, το Συμβούλιο πρότεινε στο Δήμο να δημιουργηθεί ένας πόρος για τη Βιβλιοθήκη αντλούμενος από το φόρο δημοσίων θεαμάτων, όμως ο δήμαρχος Κώστας Κουτουμάνος απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας ωστόσο την προθυμία του για συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών ώστε να εξευρεθούν άλλοι πόροι. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΣ απευθύνθηκε με επιστολές στον πρωθυπουργό, τον πρόεδρο της Βουλής και τον υπουργό Εξωτερικών, Καλαματιανό Σταύρο Κωστόπουλο (1900–1968). Στις 10 Νοεμβρίου του 1965 ο αντιπρόεδρος του ΔΣ Ιω. Αποστολάκης συνάντησε τον Κωστόπουλο, ο οποίος πλέον ήταν στη θέση του υπουργού Εθνικής Αμύνης, και ο δεύτερος του υποσχέθηκε ότι θα προχωρούσε στα κατάλληλα διαβήματα προς τους αρμόδιους υπουργούς για τη ρύθμιση του θέματος. Πράγματι, τον επόμενο χρόνο η Βιβλιοθήκη έλαβε έκτακτη ενίσχυση 20.000 δρχ. από το υπουργείο Προεδρίας και επιπλέον 30.000 δρχ. από το υπουργείο Παιδείας, καθώς και 80.000 δρχ. από το υπουργείο Οικονομικών. Το σημαντικότερο πάντως μέρος των εσόδων για αυτή την περίοδο προήλθε από την πώληση μιας έκτασης, αξίας 154.000 δρχ., που είχε κληροδοτήσει –μαζί με τα βιβλία του στη Βιβλιοθήκη (βλ. παραπάνω)– ο γιατρός Κ. Κορομηλάς. Το οικονομικό πρόβλημα της Βιβλιοθήκης έμοιαζε να επιλύεται, όμως σύντομα επανήλθε, με την οικονομική στενότητα να διαρκεί μέχρι και τις μέρες μας.
Σημαντικές κατά την τριετία 1965–1967 υπήρξαν και οι εξελίξεις σχετικά με το ζήτημα της δημιουργίας νέου κτιρίου που θα στέγαζε τις εγκαταστάσεις της Βιβλιοθήκης. Το 1965 η ιδέα της δημιουργίας Πνευματικού Κέντρου από τον Δήμο φαινόταν μη υλοποιήσιμη, ενώ ούτε το ενδεχόμενο κατασκευής μεγάρου της Βιβλιοθήκης στον Νέδοντα υπήρχε πλέον ως εναλλακτικό ενδεχόμενο. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1965 ο δήμαρχος κάλεσε το Συμβούλιο της Βιβλιοθήκης για να του ανακοινώσει την πρότασή του να δημιουργηθεί ένα νέο τετραώροφο κτίριο στη θέση της Λαϊκής Σχολής (από την οδό Αριστομένους μέχρι την Αναγνωσταρά), με δάνειο που θα έπαιρνε ο Δήμος. Στο κτίριο αυτό θα στεγάζονταν η Λαϊκή Βιβλιοθήκη και η Πινακοθήκη. Σχεδόν δυόμιση μήνες μετά, το ΔΣ ενημέρωσε το Δήμο ότι ήταν σύμφωνο με την ανέγερση στο σημείο του νέου κτιρίου.
Ένα ερώτημα ωστόσο που παρέμενε ήταν εάν το κτίριο της Λαϊκής Σχολής θα περιέρχονταν στην κυριότητα του Δήμου ή θα συνέχιζε νε βρίσκεται υπό την διοίκηση του Αδελφάτου. Εν τέλει, κι αφού είχε καταλάβει την εξουσία της χώρας η κυβέρνηση των Συνταγματαρχών, αποφασίστηκε δια νόμου η Λαϊκή Σχολή να μετατραπεί σε δημοτικό ίδρυμα με την ονομασία «Πανταζοπούλειος Λαϊκή Σχολή». Στη θέση του παλιού κτιρίου θα ανεγείρονταν πολυώροφο κτίριο, στο οποίο θα στεγάζονταν η Λαϊκή Βιβλιοθήκη, η Πινακοθήκη, το Λαογραφικό Μουσείο που ήταν υπό δημιουργία, και άλλα κτίρια. Η δημοσίευση του Α.Ν. 372/1968 ολοκλήρωνε και τυπικά την πρώτη περίοδο της Λαϊκής Σχολής και ήταν το έναυσμα για την αρχή της δεύτερης, πλέον ως «Δημοτικό Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας – Πανταζοπούλειος Λαϊκή Σχολή». Με σημαντική καθυστέρηση το νέο κτίριο άρχισε να θεμελιώνεται το 1984 (από το παλαιό κτίριο διατηρήθηκαν η δυτική πρόσοψη και η νότια πλευρά και συμπληρώθηκαν από μια μοντέρνα κατασκευή με γυάλινες επιφάνειες) και τα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν στις 22 Δεκεμβρίου 1990, δίνοντας οριστική λύση στο πρόβλημα της στέγης, το οποίο ήταν ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της ύπαρξης της Βιβλιοθήκης.
Για τη δεύτερη περίοδο της Λαϊκής Βιβλιοθήκης, που συμπίπτει με την κατασκευή του νέου κτιρίου και φτάνει μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα ιστορικά στοιχεία, παρά την ύπαρξη αρχειακών πηγών (πρακτικά, απολογισμοί και άλλα διοικητικά έγγραφα). Παρ’ όλα αυτά, η ιστορικότητά της ως Βιβλιοθήκης και ως μέρος της ιστορίας της Καλαμάτας δεν μπορεί διόλου να αμφισβητηθεί. Η περιγραφή των συλλογών της, όσο και η αναφορά σε θέματα σχετικά με τη λειτουργία της, ακολουθεί στις επόμενες ενότητες.
Συλλογές – Ταξινόμηση. Όταν τον Μάιο του 1935 η Λαϊκή Βιβλιοθήκη ξεκίνησε να λειτουργεί στη Λαϊκή Σχολή, η συλλογή της αριθμούσε 1.646 βιβλία. Σύμφωνα με τον ειδικό κατάλογο που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη, τα 368 από αυτά προήλθαν από τη δωρεά του μητροπολίτη Μελέτιου. Πρόκειται κυρίως για βιβλία θρησκευτικά (209), μεταξύ των οποίων και ένα Ευαγγέλιο του 1681, και φιλολογικά (101).
Τα υπόλοιπα 1.278 βιβλία προήλθαν στο μεγαλύτερο ποσοστό από τη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου της Καλαμάτας, η οποία είχε αρχίσει να σχηματίζεται πριν το 1880. Σύμφωνα με τον Πότη Οικονομάκη, τα βιβλία αυτά κατανέμονταν –πρόχειρα και πιθανότατα εσφαλμένα– ως εξής: θρησκευτικά (268), ιστορικά (145), αρχαιολογικά (66), πρακτικά Γερουσίας (8) και Βουλής (84), φιλολογικά (406), ιατρικά (60), γεωργικά (50), γεωγραφικά–φυσικά (63), στρατιωτικά–ναυτικά (29), παιδαγωγικά (72), εμπορικά–οικονομικά (27). Τα βιβλία δεν είναι γνωστό αν αποτελούσαν μέρος ή ολόκληρη τη συλλογή της βιβλιοθήκης του Γυμνασίου. Το μόνο βέβαια, όπως σημειώνει ο Οικονομάκης, είναι ότι δεν δόθηκαν σε κοινή χρήση.
Στο πρώτο βιβλίο απογραφής της Λαϊκής Βιβλιοθήκης το 1935, ο συντάκτης του Ηλ. Μουνδρέας κατέγραψε σε διάστημα έξι μηνών (1 Ιουνίου – 28 Νοεμβρίου) 2.906 τόμους, τους οποίος χώρισε σε είκοσι κατηγορίες. Μέχρι το τέλος του 1935 καταγράφηκαν συνολικά 3.526 βιβλία⸱ έκτοτε, σταμάτησε η αναγραφή άλλων βιβλίων στο βιβλίο απογραφής.
Κατά τα επόμενα πέντε χρόνια ο αριθμός των βιβλίων θα τριπλασιαστεί, φανερώνοντας τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της Βιβλιοθήκης, τουλάχιστον αναφορικά με το σκέλος της δωρεάς βιβλίων. Συγκεκριμένα, με βάση την εκτίμηση του Οικονομάκη, τον Αύγουστο του 1940 η Βιβλιοθήκη κατείχε περίπου 11.000 βιβλία. Το αλβανικό μέτωπο και στη συνέχεια η γερμανική κατοχή δυσχέραναν τη λειτουργία της Βιβλιοθήκης, η οποία μέχρι την απελευθέρωση έμενε κλειστή ή υπολειτουργούσε. Ως εκ τούτου οι δωρεές ήταν λιγοστές, μέχρι το 1945 που ο Γ. Κουτραφούρης –τότε σύμβουλος και από το 1954 πρόεδρος του ΔΣ του Συλλόγου– δώρισε στη Βιβλιοθήκη 338 τόμους. Το 1946 έγιναν πολλές δωρεές βιβλίων⸱ μεταξύ αυτών 77 βιβλία του Οργανισμού Εκδόσεων Σχολικού Βιβλίου (ΟΕΣΒ) και σειρά γεωργικών βιβλίων που απέστειλε η Παμμεσιανική Ένωση Αθηνών. Μέσα στο 1946 κληροδοτήθηκε στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη και η βιβλιοθήκη Χ. Μπιτσάνη, την οποία όμως παρέλαβε μετά από δέκα χρόνια.
Το 1947, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η χρονιά που η Βιβλιοθήκη επικεντρώθηκε στην ταξινόμηση και δελτιοκαταλογογράφηση των βιβλίων. Μέχρι το καλοκαίρι του 1949 είχαν ταξινομηθεί και δελτιοκαταλογογραφηθεί όλα τα υπάρχοντα βιβλία, δηλαδή περίπου 18.000 κομμάτια. Απέμειναν ωστόσο οι εφημερίδες, πολλά περιοδικά και λίγα βιβλία, ενώ οι εισροές νέων βιβλίων συνεχίζονταν. Για την ταξινόμηση των εντύπων ακολουθήθηκε το σύστημα του Ν. Γ. Πολίτη, με ορισμένες μόνο τροποποιήσεις που κρίθηκαν απαραίτητες. Τα βιβλία τοποθετήθηκαν στα ράφια κατά τις 31 κατηγορίες (ιστορία, γεωγραφία, γλωσσολογία, κλασσική ελληνική φιλολογία, λατινική φιλολογία, αρχαιολογία, φιλοσοφία κ.λπ.) που σχηματίστηκαν, ενώ την περίοδο 1954–1955 προστέθηκαν οι ακόλουθες ενότητες βιβλίων ανά δωρητή: Φιλολογική βιβλιοθήκη Βαρβάρας Θεοδωροπούλου-Λιβαδά, Νομική βιβλιοθήκη Θεοδωρόπουλου, Βιβλιοθήκη Γ. Βεντήρη, Βιβλιοθήκη οικογένειας Αλεξάκη. Επίσης δημιουργήθηκαν τμήματα χειρογράφων, φωτογραφιών, χαρτονομισμάτων και χαρτών.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Πότη Οικονομάκη το 1956 στον αναμνηστικό τόμο του περιοδικού Μεσσηνιακά Γράμματα για τα είκοσι χρόνια από την ίδρυση της Λαϊκής Βιβλιοθήκης, ο αριθμός των βιβλίων της ανερχόταν σε 27.000, ενώ το Μεσσηνιακό Αρχείο, που είχε αρχίσει να καταρτίζεται από το 1936, συγκέντρωνε περίπου 200 έντυπα (βιβλία, φυλλάδια, ημερολόγια).
Ο ίδιος, στον δεύτερο τόμο του περιοδικού το 1967, ανέφερε ότι η Βιβλιοθήκη αριθμούσε 42.962 βιβλία, 30.337 άδετα φύλλα εφημερίδων και 22.028 άδετα τεύχη διαφόρων περιοδικών. Ανέφερε ακόμα ότι η Βιβλιοθήκη, πέρα από την κύρια συλλογή της, διέθετει τα εξής ειδικά τμήματα: α) μεσσηνιακών βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών, β) σπανίων βιβλίων, γ) χειρογράφων, δ) φωτογραφιών, ε) χαρτών.
Νωρίτερα, το 1964, η Βιβλιοθήκη είχε προβεί σε μια ατελή καταγραφή και καταμέτρηση των τεκμηρίων της ύστερα από αίτημα του υπουργείου Προεδρίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που εστάλησαν στο υπουργείο, ο συνολικός αριθμός των –ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων– τόμων (βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων) υπολογίζονταν σε 35.553. Επιπλέον, συγκαταλέγονταν 29.151 φύλλα διάφορων εφημερίδων (8.719 μεσσηνιακές και 20.432 διάφορες άλλες) και 15.789 μεμονωμένα τεύχη διαφόρων περιοδικών. Όσο για τις θεματικές των τόμων, διαμορφώθηκαν ως εξής: α) έργα γενικού χαρακτήρα (2.876), β) φιλοσοφία (963), γ) κοινωνικές επιστήμες (8.754), δ) θρησκεία (2.379), ε) φιλολογία (3.353), στ) φυσικές επιστήμες (911), ζ) εφαρμοσμένες επιστήμες (4.969), η) καλές τέχνες (237), θ) λογοτεχνία (6.827), ι) ιστορία (4.284).
Το 1973, πάλι σε επετειακή έκδοση της Βιβλιοθήκης –αυτή τη φορά των 40 χρόνων από την ίδρυσή της (βλ. «Εκδόσεις»)–, καταγράφηκαν 51.000 τίτλοι βιβλίων (65.000 συνολικά τόμοι), οι οποίοι κατανέμονται ανά κατηγορία ως εξής: θρησκεία 3.000, ιατρική 4.000, ιστορία 4.000, ελληνική λογοτεχνία 4.500, ξένη λογοτεχνία 3.000, νομικά 2.000, τέχνη 500, φιλοσοφία 2.000, διάφορα 28.000. Επιπλέον στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη θησαυρίζονται 384 τίτλοι ελληνικών και ξένων εφημερίδων, καθώς και 150 περίπου ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα (δανειστικά ομόλογα, πωλητήρια, διαθήκες κ.ά.) των ετών 1731–1850, μεταξύ των οποίων οκτώ τούρκικα και ένα βενετικό.
Σήμερα η Βιβλιοθήκη διαθέτει περισσότερους από 100.000 τόμους –φιλολογικών κυρίως– βιβλίων, 2.500 τίτλους περιοδικών (60.000 τεύχη), εκ των οποίων 70 μεσσηνιακά, και 200 τίτλους μεσσηνιακών εφημερίδων (περισσότερα από 100.000 φύλλα), εκ των οποίων οι 42 χρονολογούνται στον 19ο αιώνα. Επιπλέον, περιλαμβάνει 450 δεμένους τόμους που καλύπτουν όλες τις εκδόσεις των κυριότερων μεσσηνιακών εφημερίδων από το 1935 μέχρι σήμερα. Υπάρχουν ακόμη, περισσότερα από 50.000 φύλλα μη μεσσηνιακών εφημερίδων (κυρίως προπολεμικών), πλούσιο αρχείο αναφορικά με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και τον 19ο αιώνα, καθώς και εκατοντάδες ιδιωτικά και δημόσια χειρόγραφα. Τέλος, φυλάσσονται σπάνια και πολύτιμα βιβλία, που τυπώθηκαν από το 1534 μέχρι το 1800, όπως τα Άπαντα Πλάτωνος (1534), το Μηναίον Αυγούστου (Βενετία, 1558) και το Μηναίον Σεπτεμβρίου (Βενετία, 1566) του Ανδρέα Σπινέλλου, η έκδοση Civitates Orbis Terrarum με έγχρωμες χαλκογραφίες του Georgius Bruin (1575) κ.ά.
Οργάνωση – Διοίκηση. Η Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και διοικείται από άμισθο 9μελές Διοικητικό Συμβούλιο. Στεγάζεται σε έναν χώρο 500 τμ. στον 5ο όροφο του Δημοτικού Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας – «Πανταζοπούλειος Λαϊκή Σχολή» (Αριστομένους 33).
Η Βιβλιοθήκη διαθέτει αναγνωστήριο και ηλεκτρονικούς υπολογιστές για την εξυπηρέτηση του κοινού, ενώ μέσω του ηλεκτρονικού καταλόγου της μπορεί κανείς να περιηγηθεί ανάμεσα τα βιβλία που διατίθενται. Επίσης, στη συστεγαζόμενή της Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης στον 4ο όροφο του Δημοτικού Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας, εκτίθενται σήμερα τα 120 από τα συνολικά 510 έργα ζωγραφικής και άλλα χειροτεχνήματα (σχέδια, χαρακτικά, κατασκευές και γλυπτά), τα οποία συνθέτουν τη συλλογή της.
Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης
Η Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας (Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών), Χρονικόν 1933–1933, Καλαμάτα, Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμών, Δεκέμβριος 1973 (φυλλάδιο).
Μεσσηνιακά Γράμματα, (αναμνηστικόν τεύχος), επί τη συμπληρώσει εικοσαετίας από της ιδρύσεως της «Λαϊκής Βιβλιοθήκης Καλαμών», επιμ. Παναγ. Δ. Οικονομάκης, Καλαμάτα, Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμών, 1956, 22004.
Μεσσηνιακά Γράμματα, επιμ. Πότης Δ. Οικονομάκης, τ. Β΄, Καλαμάτα, Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας,1967, 22009.
Μεσσηνιακά Γράμματα, τ. Γ΄, Καλαμάτα, Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας, 1981.
Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης Καλαμάτας, Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας, (λεύκωμα), επιμ. κειμένων Νάταλη Σάκκουλα, Καλαμάτα, Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας, 2004.
Βιβλιογραφία για τη Βιβλιοθήκη
Θέμελης, Χ. (μητροπολίτης Μεσσηνίας), Πανταζοπούλειος Λαϊκή Σχολή – Δημοτικόν Πνευματικόν Κέντρον Καλαμάτας, 1 (Καλαμάτα 1976).
Οικονομάκης, Π., «Η Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμών», Μεσσηνιακά Γράμματα, 1956, σ. 263–408.
Οικονομάκης, Π., «Η Λαϊκή Βιβλιοθήκη της Καλαμάτας. (Κατά τα έτη 1956–1967)», Μεσσηνιακά Γράμματα, 1967, σ. 537–590.
Σκλαβενίτης, Τ.Ε., Η σχολική βιβλιοθήκη το 19ο αιώνα. Η Βιβλιοθήκη του Γυμνασίου και του Ελληνικού Σχολείου Ναυπλίου (1833–1935), Αθήνα, ΚΝΕ / ΕΙΕ, Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», 1995, σ. 100–105.
Σκιά-Πανοπούλου, Χαρίκλεια, «Κοινωνική και πολιτιστική ταυτότητα», Πόλεις Λιμάνια Πελοποννήσου – Καλαμάτα, Καθημερινή – «Επτά Ημέρες», 2001, σ. 81–90.