Το μεγάλο γερμανικό όνομα στην Αστρονομία και τα Μαθηματικά, στην πρώιμη εποχή της γερμανικής Αναγέννησης, είναι ο Johann Müller από το Königsberg, ή, όπως λατινοποίησε το όνομά του, Regiomontanus (Monte Regio), που γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1436. Οι σπουδές που άρχισε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων συμπίπτουν χρονικά με τα πρώτα ουμανιστικά σκιρτήματα, γνωρίσματα των πανεπιστημιακών χωρών της Βιέννης, τότε. Πρελούδιο της αποκατάστασης-αναθεώρησης των κλασικών κειμένων των θετικών επιστημών, στην πρωτεύουσα της Αυστρίας, πρέπει να χαρακτηρίζεται η ενασχόληση με αυτά τα θέματα του Georg Peurbach· πίστευε ότι η γνώση της Αστρονομίας και των Μαθηματικών, κατά τον Μεσαίωνα, ήταν ελλιπής, γεμάτη λανθασμένες ερμηνείες, και γι’ αυτό έπρεπε να ερευνηθούν και να αποκατασταθούν, ξεκινώντας από την αρχή τα έργα των κλασικών.
Όταν ο Βησσαρίωνας επισκέφτηκε τη Βιέννη (4 Μαΐου του 1460), με καθοδηγητή τον Peurbach, επικρατούσε στο Πανεπιστήμιο ατμόσφαιρα ανάλογη με τη γνώριμη των πνευματικών κέντρων της Ιταλίας, κυρίως από τη δίψα για γνώση της κλασικής παιδείας. Για να δηλώσει ουσιαστικότερα τον ενθουσιασμό του για τους ουμανιστικούς προσανατολισμούς που δειλά άρχιζαν να εκδηλώνονται και στη Βιέννη, ο Βησσαρίωνας παρότρυνε τον Peurbach να αποτελειώσει αυτός τη μεταφραστική ερμηνεία της επιτομής του έργου του Πτολεμαίου Almagesti. Ο επερχόμενος θάνατος του Peurbach (1461), τον υποχρέωσε να παραδώσει το έργο για ολοκλήρωση στον μαθητή του Regiomontanus. Ο τελευταίος, μετά τον θάνατο του δασκάλου του, θεώρησε ότι ιδανικές προϋποθέσεις για τον εμπλουτισμό των γνώσεών του προσέφερε ο Βησσαρίωνας και ο λόγιος κύκλος του· έτσι τον ακολούθησε στη Ρώμη, με σκοπό να μάθει καλύτερα τα ελληνικά, αλλά και την Αστρονομία και τα Μαθηματικά. Αμέσως ο Regiomontanus στο νέο του περιβάλλον, με πάθος ασχολήθηκε και με τη συλλογή ελληνικών χειρογράφων για δικό του λογαριασμό· όσα μάλιστα δεν μπορούσε να τα αποκτήσει, τα αντέγραφε, όπως και το χειρόγραφο (που ανακάλυψε στη Βενετία) με άγνωστα έργα του Διόφαντου. Την άνοιξη του 1466, ο Regiomontanus άρχισε μια σειρά διαλέξεων στην Πάδοβα, και τον επόμενο χρόνο κατέληξε στην Αυλή του Βασιλιά της Ουγγαρίας Matthias Corvinus· προσφιλής στον αυλικό κύκλο η μελέτη της Αστρονομίας και Αστρολογίας, έδωσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον Regiomontanus να προβάλει και να αξιοποιήσει τις ανάλογες γνώσεις τους. Στην Αυλή του Corvinus, ο προστατευόμενος του Βησσαρίωνα παρέμεινε ως το 1471, η διάθεσή του όμως να προωθήσει τις επιστημονικές του μελέτες μέσω των προϊόντων της τυπογραφίας, του υπαγόρευε την ανάγκη να επιλέξει νέο περιβάλλον, που θα του έδινε τη δυνατότητα λειτουργίας ενός τυπογραφείου· έτσι το 1471 αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Νυρεμβέργη. Εκεί ένα χρόνο πριν, το 1470, πρωτοεξασκήθηκε η τυπογραφική τέχνη από τον Johann Senseschmidt, που ωστόσο το τυπογραφείο του δεν ήταν κι αυτό κατάλληλα εξοπλισμένο, με υλικά για την εκτύπωση παραστάσεων και σχημάτων που απαιτούσαν τα μαθηματικά και αστρονομικά βιβλία που ήθελε να τυπώσει ο Regiomontanus. Αγοράζει και στήνει δικό του πιεστήριο, κυκλοφορεί μάλιστα ένα μονόφυλλο με την υπογραφή «Monte Regio», στο οποίο διαφημίζει όλες τις εκδόσεις που προτίθεται να κυκλοφορήσει. Αυτές είναι, κυρίως, έργα του Πτολεμαίου (Cosmographia Ptolemaei nova traductione – αρ. 3), του Ευκλείδη (Euclidis elementa cum anaphoricis… – αρ. 5), του Θέωνα (Theonis alexandrine clarissimi mathematici… – αρ. 6), του Πρόκλου (Procli sufformationes astronomicae – αρ. 7), του Μενελάου (Menelai sphaerica nova edition – αρ. 15), κ.ά. Το μονόφυλλο περιείχε σαράντα πέντε τίτλους βιβλίων, από τα οποία δύο μόνο είχαν τυπωθεί: αρ. 23, Calendatium, και αρ. 24, Ephemerides.
Προφανώς ο Regiomontanus είχε συγκροτήσει βιβλιοθήκη η οποία βασίστηκε εν πολλοίς σε υλικό που αντέγραφε ή παρήγγειλε να του αντιγράψουν, στη συλλογή του καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Ο Regiomontanus είχε επίσης την οικονομική δυνατότητα να προμηθεύεται από την Αγορά της Ιταλίας, αλλά και των χωρών του Βορρά, και έντυπες σχετικές εκδόσεις, που κυκλοφορούσαν ήδη από το 1475, όπως η λατινική έκδοση της Κοσμογραφίας του Πτολεμαίου, που τυπώθηκε στην Βιτσέντζα, από τον Hermann Liechtenstein, το 1475, έργο μεταγραμμένο λατινικά από τον Johannes Angelus.
Το 1473, ο πάπας Σίξτος Δ΄ κάλεσε τον Regiomontanus στη Ρώμη για να αναλάβει την έκδοση αστρονομικών ημερολογίων. Χωρίς να τυπώσει κανένα άλλο από τα διαφημιζόμενα στον κατάλογό του βιβλία, ο Regiomontanus εγκατέλειψε τη Νυρεμβέργη το 1475 και ήρθε στη Ρώμη, όπου λίγους μήνες αργότερα πέθανε από χολέρα, σε ηλικία μόλις σαράντα ετών, στις 6 Ιουλίου 1476.
Τελικά η μεταφραστική ερμηνεία του Almagesti του Πτολεμαίου τυπώθηκε, μια και μοναδική φορά, στη Βενετία από τον Johannes Hamman το 1496, με τον τίτλο Epitoma in Almagestum Ptolemaei. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο, από τον Πρόλογο, στον Έλληνα Καρδινάλιο: «Reverendissimo in Christo parti ac domino domino Bessarioni, episcopo Tusculano, sancte romane ecclesie cardinali, patriarche Constantinopolitano, Ioannes Germanus de Regio Monte se offert deuotissimum». Στο λατινικό κείμενο περιλαμβάνονται ελληνικές λέξεις και φράσεις, μοναδική φορά που χρησιμοποίησε ελληνικά στοιχεία ο Hamman στα τυπογραφικά του δοκίμια, που ωστόσο κι αυτά δεν κόπηκαν για λογαριασμό του, αλλά προέρχονται από την οικογένεια των ελληνικών χαρακτήρων που είχε χύσει για δική του χρήση ο Bernardinus Benalius στη Βενετία, από το 1488, οπότε και τα χρησιμοποίησε στην έκδοση του Βαλέριου Μάξιμου, Facta et dicta memorabilia. Ο Hamman, ο αποκαλούμενος Hertzog, από το Landau, που εργαζόταν ως ανεξάρτητος τυπογράφος από το 1486 στη Βενετία, τύπωσε αυτό το βιβλίο για λογαριασμό του αυτοκράτορα της Αυστρίας και βαπτιστικού του Βησσαρίωνα, Μαξιμιλιανού (Χάρτα, 98-99).