Θέση. Η Ιερά Μονή Mεγίστης Λαύρας είναι χτισμένη σε ύψος 160 περίπου μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας πάνω σε ευρύχωρο πλάτωμα στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Άθω, στην τοποθεσία Μελανά, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε πελασγικό πόλισμα. Αντικρίζει τον Στρυμονικό κόλπο, το Αιγαίο πέλαγος και τα γύρω νησιά. Στην ευρύτερη περιοχή τοποθετείται το αρχαίο πόλισμα Ακρόθωοι.
Κατέχει την πρώτη θέση στην ιεραρχία των είκοσι μονών του Αγίου Όρους.
Ίδρυση και εξέλιξη. Ιδρύθηκε το 963 από τον άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη, κατά κόσμον Αβράμιο, που είχε γεννηθεί στην Τραπεζούντα και διακρίθηκε στα εγκύκλια γράμματα στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνωρίστηκε με τον ιδρυτή της Λαύρας του Κυμινά στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, τον όσιο Μιχαήλ Μελέινο, θείο του Νικηφόρου Φωκά.
Η Μεγίστη Λαύρα είναι το πρώτο μεγάλο κοινόβιο που ιδρύθηκε στο Άγιον Όρος και αποτέλεσε πρότυπο για τα άλλα μοναστήρια, όχι μόνο ως προς τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας, αλλά και ως προς τη δομή των κτιριακών εγκαταστάσεων. Άρχισε να χτίζεται με χορηγία του Νικηφόρου Φωκά (963–969) και κατόπιν του Ιωάννη Τσιμισκή (969–976), ο οποίος εξέδωσε (971) τον πρώτο γενικό κανονισμό του Αγίου Όρους, που ονομάζεται «Τυπικόν Τσιμισκή» ή «Τράγος» (επειδή ήταν γραμμένο σε περγαμηνή), ενώ όρισε και διπλάσιο ποσό χορηγίας από εκείνο του Φωκά. Οι αυτοκράτορες συνέχισαν την οικονομική ενίσχυση, κατοχυρωμένη με σχετικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων τα χρυσόβουλα του Βασιλείου Β΄ Μακεδόνος, του Μιχαήλ ΣΤ΄ Βρίγγα (Στρατιωτικού), του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα και του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού.
H ακμή της Μεγίστης Λαύρας, όχι μόνο σε αριθμό μοναχών αλλά και σε περιουσία, ξεκίνησε ήδη από την ίδρυσή της. Έτσι, από τους 80 μοναχούς που είχε ορίσει ο Νικηφόρος Φωκάς στο χρυσόβουλό του το 964, ο αριθμός τους ανέβηκε στους 120 το 976, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 978, ξεπερνούσε τους 150 και τον 11ο αιώνα τους 700. Από το 1057 η μονή λάμβανε από το αυτοκρατορικό ταμείο 812 νομίσματα ετησίως.
Κατά την περίοδο της λατινοκρατίας οι ταλαιπωρίες της μονής δεν ήταν τόσο βαριές, προφανώς λόγω του δυσπρόσιτου της περιοχής, ίσως όμως και λόγω των σχέσεών της με την Κωνσταντινούπολη, γεγονός που συντέλεσε στη μεγάλη της ακμή κατά τον 14ο αιώνα, όταν έγινε κέντρο της λεγόμενης ησυχαστικής έριδας: μεγάλες φυσιογνωμίες του ησυχασμού μόνασαν εντός της μονής ή στα όριά της, όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς.
Αρχικά ο ηγούμενος της Λαύρας είχε το προνόμιο να σφραγίζεται στην Κωνσταντινούπολη απευθείας από τον αυτοκράτορα, ενώ μετά το χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Β΄, το 1313, σφραγιζόταν από τον πατριάρχη, όπως πλέον και ο ίδιος ο αυτοκράτορας. (Όλοι οι άλλοι ηγούμενοι των μονών του Όρους σφραγίζονταν από τον Πρώτο στις Καρυές.) Την περίοδο αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει και ο Σέρβος κράλης Στέφανος Δουσάν (1308–1355), που φέρεται προς τη Λαύρα με ιδιαίτερη γενναιοδωρία. Σε χρυσόβουλό του (1347) επικυρώνει τα δικαιώματα της μονής και συγχρόνως κάνει νέες δωρεές, ενώ η σύζυγός του Ελένη (μοναχή Ελισάβετ) της δωρίζει τη μονή των Αγίων Πάντων. Την ίδια πολιτική κρατάει και ο γιος του Δουσάν Στέφανος Ε΄ Ούρος (1355–1371).
Από τα τέλη του 14ου αιώνα, όταν εμφανίζονται σημάδια παρακμής και χαλάρωσης του κοινοβιακού συστήματος, η μονή περιπίπτει για 200 περίπου χρόνια στο ιδιόρρυθμο καθεστώς, με ιδιαίτερο όμως τυπικό, το λεγόμενο «λαυριωτικό», που ήταν όμοιο με το τυπικό των λαυρών της Παλαιστίνης. Τον αιώνα αυτό έζησαν στον χώρο της εξέχουσες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες, όπως ο Γρηγόριος Σιναΐτης, ο Γρηγόριος Βυζάντιος, ο Κάλλιστος (μετέπειτα πατριάρχης Κάλλιστος ο Καταφυγιώτης), ο Ηλίας Σελιώτης, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Πρόχορος Κυδώνης.
Κατά τον 15ο αιώνα δέχτηκε πολλαπλές πειρατικές επιδρομές και υπέστη καταστροφές. Γενναιόδωρες χορηγίες προς τη μονή θα κάνει ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Λαζάρεβιτς (1389–1427) το 1407 και ο επίσης δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος Βράγκοβιτς (1427–1456). Οι μοναχοί, εκμεταλλευόμενοι ορισμένα προνόμια, κατάφεραν κατά το τέλος του 15ου αιώνα να αποκαταστήσουν κατεστραμμένα κτίρια και αγιογράφησαν εκ νέου το καθολικό και τα παρεκκλήσια.
Το 1574 η μονή επανήλθε για ένα περίπου αιώνα (μέχρι το 1670) στο κοινοβιακό σύστημα με το σιγίλιο και το Τυπικό του πατριάρχη Ιερεμία Β΄ και πρώτον ηγούμενο τον Ιωσήφ. Η νέα της ακμή συνοδεύτηκε με καταβολή φόρων για λογαριασμό και άλλων μονών. Ήδη όμως το 1583 «ἡγουμενεύοντος τοῦ ... Μητροφάνους, ἦλθεν ἡ Λαύρα εἰς ἐσχάτην πτωχείαν, ὥστε καταπεσεῖν τὸ πλεῖστον μέρος τῶν κελλίων καὶ ουδείς ἐστιν ἀνοίξαι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἰδεῖν τὴν συμφοράν». Στη συνέχεια, το 1585 έγινε μεγάλος σεισμός, ο οποίος κατέστρεψε πολλά κτίριά της.
Τότε ενδιαφέρθηκαν για τη μονή πολλοί ηγεμόνες των παρίστριων και παραδουνάβιων χωρών, όπως είναι ο Νεάγκος Βασσαράβας (1513), ο Βλαδισλάβος Γ΄ (1523), ο Ράδουλος της Βλαχίας (1533), ο Ιερεμίας και Γαβριήλ Μοβίλας, ηγεμόνες της Μολδαβίας (1598, 1617, 1619), και ο Ιβάν Βασίλιεβιτς. Επίσης ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Γ΄ ο Μέσος ή Κακός (1593) και η Ντόμνα Μαρία (1592) προσήλωσαν στη μονή κτήματα. Έτσι, με τη βοήθεια των ηγεμόνων και των λαϊκών ζητειών η Λαύρα κατόρθωσε, στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, να επισκευάσει τα κτίριά της και να υλοποιήσει το μεγαλεπήβολο πρόγραμμα τοιχογράφησης με εκπροσώπους της Κρητικής Σχολής. Εντούτοις, όταν ο πρώην πατριάρχης Άνθιμος Β΄ ήλθε να εγκαταβιώσει σε αυτήν το 1622 τη βρήκε σχεδόν έρημη, με 5 ή 6 γέροντες μοναχούς.
Ο Άνθιμος Β΄ έμεινε στη μονή από το 1623 έως το 1628 και μεταξύ άλλων ανακατασκεύασε την αρχική πτέρυγα που είχε οικοδομήσει ο ιδρυτής της Αθανάσιος ο Αθωνίτης το 963. Η πτέρυγα απέκτησε τη σημερινή της μορφή και διάταξη μετά την ανασυγκρότηση της μονής από τον πατριάρχη Διονύσιο Γ΄ Βαρδαλή (1662–1665), ο οποίος εγκαταστάθηκε στη μονή το 1670 και έμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του το 1704 (το 1992–1995 η πτέρυγα αποκαταστάθηκε στατικά και λειτουργικά στο σύνολό της, διατηρώντας εν πολλοίς την αρχική της δομή και τις λειτουργίες της). Ο Βαρδαλής ήταν μέλος πλούσιας οικογένειας τραπεζιτών και, μεταξύ άλλων, κατόρθωσε να ελευθερώσει τα κειμήλια της μονής που είχαν δοθεί ως ενέχυρα σε εβραίους της Θεσσαλονίκης. Παρά ταύτα, το 1670 η Λαύρα μεταπίπτει και πάλι στην ιδιορρυθμία. Στην ανόρθωση της μονής συνέβαλε και ο πρώην μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου Νεόφυτος Β΄ Μαυρομμάτης († 1746), ο οποίος εγκαταστάθηκε σε αυτήν. Στην ανοικοδόμηση συντέλεσαν και τα έσοδα από τα μετόχια στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βερζούντι, Γκόλια, Ρακετώσσα), αλλά και στις ελληνικές χώρες, όπου ήταν περισσότερα.
Μεγάλες προσωπικότητες έζησαν την εποχή αυτή στην περιφέρειά της, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόφσκι ή ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η κατάσταση στο Άγιον Όρος ήταν θλιβερή, κυρίως λόγω των βαρύτατων έκτακτων εισφορών για τις πολεμικές ανάγκες των Τούρκων. Η Λαύρα μπορούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της κυρίως με το σύστημα του δανεισμού. Η βοήθεια του Νικολάου Μαυροκορδάτου (1729) δεν ήταν αρκετή. Το 1736 καταπατήθηκε το σκευοφυλάκιο της μονής από Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν «να κατασκάβουν τα ενδότερα της μονής» με σκοπό να ανακαλύψουν τα 16.000 καντάρια χρυσό, που είχαν βρει, σύμφωνα με πληροφορίες, οι μοναχοί «ἐν τόπῳ Τορόνης». Αφού μάταια βασάνισαν τους μοναχούς, τελικά, εκτός από τα πολύτιμα αντικείμενα, πήραν και αιχμαλώτους τον σκευοφύλακα και τους προϊσταμένους της μονής. Τότε ο γέρων Θεοδόσιος ο Λαυριώτης, αφού συνήψε εκ μέρους της μονής δάνειο από τον τοκογλύφο Θεσσαλονίκης Ισαάκ Λεβί, δωροδόκησε τους επικεφαλής των Τούρκων και έτσι ελευθερώθηκαν οι αιχμάλωτοι και επιστράφηκαν τα πολύτιμα αντικείμενα.
Επί οθωμανικής κατοχής και στα χρόνια της επανάστασης του 1821, το βάρος της φορολογίας του Όρους το επωμίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου η Λαύρα. Το 1744, με εντολή του πατριάρχη Παϊσίου Β΄, η Λαύρα έπρεπε να καταβάλει 45.531 γρόσια έναντι του συνολικού χρέους του Αγίου Όρους που ανερχόταν στα 102.448 γρόσια. Αρωγοί αυτή την περίοδο ήταν ο Γρηγόριος Γ´ Γκίκας (1748) και ο Κωνσταντίνος Ρακόβιτσα (1756). Το 1789 οι ετήσιοι φόροι ήταν επίσης βαριοί. Η μονή αδυνατούσε να τους αποπληρώσει και τον Ιούνιο του ίδιου έτους οι προϊστάμενοί της φυλακίστηκαν στον πύργο του Πρωτάτου, ενώ οι υπόλοιποι μοναχοί σκόρπισαν αφήνοντας σχεδόν έρημη τη Λαύρα. Το 1799, για να πληρωθούν οι φόροι είχαν αφαιρεθεί και από το τελευταίο ακόμη Ευαγγέλιο «ὁ διάχρυσος καὶ ὡραῖος κόσμος αὐτοῦ».
Στην απογραφή του 1808 όλοι οι μοναχοί της ήταν 520, από τους οποίους εγκαταβιούσαν στη μονή 158. Κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης η Λαύρα είχε 117 μοναστηριακούς μοναχούς και 448 εξαρτηματικούς, πολλοί εκ των οποίων συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα. Αυτή την περίοδο ωστόσο είχε τις λιγότερες ζημίες σε σχέση με τις άλλες μονές.
Το 1870 ανεγέρθηκε στην αυλή προς τη βόρεια πτέρυγα οικοδόμημα για να στεγάσει τη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο.
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Λαύρα διέθετε συνολικά 1.187 μοναχούς εκ των οποίων οι 980 Έλληνες, οι 78 Ρώσοι, οι 125 Ρουμάνοι και 4 Βούλγαροι. Λίγο αργότερα, το 1914, το μοναστήρι επέστρεψε για λίγο στο κοινοβιακό καθεστώς μετά από 250 περίπου χρόνια, ενώ η οριστική μετατροπή της Λαύρας σε κοινόβιο έγινε το 1980 με σιγίλιο του πατριάρχη Δημητρίου και επί ηγουμενίας Αθανασίου.
Το 1963, η επέτειος των 1.000 χρόνων από την ίδρυση της μονής γιορτάστηκε σε διάφορα μέρη, όπως στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα κ.α. Ο καθαυτό εορτασμός πραγματοποιήθηκε επί τόπου στη Λαύρα και στις Καρυές. Στη γιορτή παρέστησαν ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Βενέδικτος, οι πατριάρχες Ρουμανίας, Σερβίας, Βουλγαρίας, άλλοι ηγέτες αυτοκέφαλων Εκκλησιών, καθώς και ο βασιλιάς Παύλος, συνοδευόμενος από τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Μιχαήλ, και πλήθος παρατηρητών.
Σήμερα ηγούμενος της μονής είναι ο αρχιμανδρίτης Πρόδρομος, ενώ ο αριθμός των μοναχών της ανέρχεται σε 50 μοναστηριακούς και σε 350 εξαρτηματικούς.
Όπως μαρτυρεί το τηρούμενο από χιλιετίας βιβλίο, το λεγόμενο «Κουβαράς», στην ιστορική διαδρομή της Λαύρας μόνασαν εκεί 27 πατριάρχες, 150 αρχιερείς, 168 ηγούμενοι, 3.400 ιερομόναχοι και 14.000 μοναχοί, ενώ περισσότεροι από 60 άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας εγκαταβίωσαν στη μονή.
Καθολικό. Το καθολικό της Ιεράς Μονής Mεγίστης Λαύρας κτίστηκε το 963 με χορηγίες του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά και του Ιωάννη Τσιμισκή. Είναι το πρώτο καθολικό που ανεγέρθηκε στο Άγιον Όρος και κατά τον δικό του τύπο κατασκευάστηκαν και τα άλλα καθολικά των αγιορειτικών μοναστηριών. Πρόκειται για σύνθετο βυζαντινό ναό, τετρακιόνιο, τρίκογχο, με τρούλους και δύο χορούς, με δύο παρεκκλήσια αριστερά και δεξιά της λιτής και διπλό νάρθηκα ή λιτή, που προήλθε από αναδόμηση και ενοποίηση δύο ναρθήκων το 1814. Η στέγη του είναι καλυμμένη με φύλλα μολύβδου από το έτος 1526. Βρίσκεται στο κέντρο περίπου της αυλής και εορτάζει στις 5 Ιουλίου, ημέρα της κοιμήσεως του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο οποίος το έκτισε και το αφιέρωσε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ο κυρίως ναός ιστορήθηκε το έτος 1535 από τον Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη, ενώ οι δύο νάρθηκες τοιχογραφήθηκαν τον 20ό αιώνα (1914) με δαπάνη του Βεροίας Νεοφύτου. Ιδιαίτερης αξίας είναι η πύλη του, καλυμμένη με πλάκες σφυρήλατου ορείχαλκου εξαιρετικής τέχνης. Κατά την παράδοση είναι δώρο του Νικηφόρου Φωκά, μεταφερμένο από την Κρήτη, πάντως ανήκει στον 10ο ή τον 11ο αιώνα. Τα μαρμαροθετημένα δάπεδα του ναού, του νάρθηκα και των παρεκκλησίων χρονολογούνται στις αρχές του 11ου αιώνα, όπως και η μαρμάρινη επένδυση στην κατώτερη ζώνη των τοίχων του ναού. Το εικονοστάσιο είναι του 1889, έργο του Κωνσταντίνου, πατέρα του Γιαννούλη Χαλεπά.
Στο παρεκκλήσι των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων υπάρχει ο τάφος του οσίου Αθανασίου. Εκεί βρίσκονται και δύο αξιόλογες φορητές εικόνες, η μία του Χριστού και η άλλη της Παναγίας Οικονόμισσας.
Στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου υπάρχουν τοιχογραφίες ισάξιες προς τις τοιχογραφίες του Θεοφάνη στο καθολικό. Έγιναν το 1560 από τον Θηβαίο Φράγκο Κατελάνο.
Στο μέσον περίπου της αυλής, μπροστά στην κύρια είσοδο του καθολικού, βρίσκεται η φιάλη, η αρχαιότερη του Αγίου Όρους. Για την ύπαρξή της υπάρχουν μαρτυρίες ήδη από τον 10ο αιώνα. Στη σημερινή της μορφή απαρτίζεται από βυζαντινά μέρη, όπως η μονολιθική λεκάνη, το ορειχάλκινο περιραντήριο και τα μαρμάρινα θωράκια. Ο θόλος της διακοσμήθηκε το 1635.
Εξαρτήματα. Η Μεγίστη Λαύρα κατέχει τη μεγαλύτερη έκταση στη χερσόνησο του Αγίου Όρους και τα ποικίλα εξαρτήματά της βρίσκονται διάσπαρτα σε τέσσερα σημεία, στην κορυφή του Άθωνα, στις ΒΑ πλαγιές, στον Ακράθω και στην έρημο. Στην κορυφή του Άθωνα βρίσκεται ο ναΐσκος της Παναγίας, με Κελλί που χρησιμοποιείται ως καταφύγιο, και ο μικρός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Τα εξαρτήματα της ΒΑ πλευράς είναι ο Μυλοπόταμος, η Μορφηνού και η Προβάτα. Στον Ακράθωνα είναι η ρουμανόφωνη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου και η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων. Επίσης στην περιοχή βρίσκονται το σπήλαιο του Πέτρου του Αθωνίτη, το σπήλαιο του Αθανασίου του Αθωνίτη και το Ερημητήριο του Νείλου του Μυροβλύτη. Στην έρημο, που αρχίζει από το όρος Καρμήλιο, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται παρεκκλήσι του προφήτη Ηλία, και φτάνει μέχρι την Αγία Άννα προς τα δυτικά, το πρώτο κάθισμα που απαντάται είναι του Αγίου Βασιλείου, ενώ ακολουθούν τα Κατουνάκια και τα Καρούλια και νοτιοδυτικότερα η μικρή Αγία Άννα και η Σκήτη της Αγίας Άννης.
Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας βρίσκεται σήμερα στη βόρεια πτέρυγα της μονής και στεγάζεται μαζί με τη Βιβλιοθήκη σε αυτοτελές κτίσμα στα ανατολικά του καθολικού. Περιλαμβάνει κειμήλια, όπως το Ευαγγέλιο, το στέμμα και τον σάκκο του Νικηφόρου Φωκά, δύο φαρέτρες με βέλη (λάφυρα της μεγάλης του νίκης εναντίον των Αράβων ύστερα από την κατάληψη της Κρήτης τον Μάρτιο του 961), όλα του 10ου αιώνα. Επίσης, ευαγγέλια με πολύτιμα καλύμματα, μήτρες, ποιμαντορικές ράβδους και άμφια πατριαρχών, μητροπολιτών και ηγουμένων, εκκλησιαστικά σκεύη, σταυρούς, εγκόλπια, δισκοπότηρα και αξιόλογες εικόνες. Στα κειμήλια περιλαμβάνονται και έργα μικροτεχνίας, γλυπτικής και χρυσοκεντητικής, μεταξύ των οποίων ειδική επίχρυση θήκη σε σχήμα κεφαλής φιδιού, του 10ου αιώνα, που περιέχει απολιθωμένη γλώσσα ασπίδας, δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Αθανάσιο, και δύο εικονίδια σε στεατίτη, του 11ου αιώνα, που παριστάνουν τη Θεοτόκο και τον άγιο Γεώργιο.
Άξια αναφοράς είναι μια σταυροθήκη σε μορφή τρίπτυχου, με το κιβώτιο, από καθαρό χρυσό, να κλείνει με δίφυλλη θυρίδα και να φέρει από έξω διπλή σειρά από διαμάντια, ρουμπίνια, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα στοιχεία, καθώς και ανάγλυφα. Το τίμιο ξύλο που φυλάσσεται εντός είναι δώρο του Νικηφόρου Φωκά στον Αθανάσιο τον Αθωνίτη.
Επίσης αξιομνημόνευτα είναι ο χρυσός δίσκος του Θωμά του Κομνηνού (1285–1318), του Δεσπότη της Ηπείρου, που κοσμείται με πολύτιμους λίθους και στο κέντρο φέρει την εικόνα του Παντοκράτορος, αλλά και το Μέγα Σλαβικό Ευαγγέλιο, επίχρυσο, με μεγάλα σμάλτα και βάρος άνω των 40 κιλών που στις μεγάλες γιορτές μεταφέρεται βασταζόμενο από δύο διακόνους. Το ευαγγέλιο αυτό τυπώθηκε το 1758 στη Ρωσία και ήλθε στη Λαύρα το 1778 ως αφιέρωμα της αυτοκράτειρας της Ρωσίας Ελισάβετ Πετρόβνης, κόρης του Μεγάλου Πέτρου.
Για την αρχαιολογική και θρησκευτική τους αξία μάλλον παρά για την τέχνη τους ας αναφερθούν ο σιδερένιος σταυρός, βάρους τεσσάρων κιλών, που έφερε ο Αθανάσιος κατά τις πολύωρες ακολουθίες, και η σιδερένια ράβδος του, με την οποία χτύπησε πέτρα από όπου έτρεξε άφθονο νερό.
Το συγκρότημα του παλιού ηγουμενείου-σκευοφυλακίου αποτελεί σημαντικό τομέα του μοναστηριού, καθώς οι κατασκευές χρονολογούνται από τα μέσα του 10ου μέχρι τον 16–17ο αιώνα με ελάχιστες μεταγενέστερες προσθήκες. Επιπλέον, ο πυρήνας της παλαιότερης φάσης του συγκροτήματος φαίνεται ότι μπορεί να ταυτιστεί με το «κελλίον», όπου έμενε ο Αθανάσιος ο Αθωνίτης λίγο προτού αρχίσει τις εργασίες για την ίδρυση της Λαύρας.
Εικονοφυλάκιο. Το πρώτο Εικονοφυλάκιο στεγάστηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Μιχαήλ Συνάδων. Λόγω όμως του μεγάλου αριθμού φορητών εικόνων μεταφέρθηκαν στο παλιό δοχειό (= αποθήκη). Oι σημαντικότερες εικόνες της Μεγίστης Λαύρας φυλάσσονταν, και εξακολουθούν να φυλάσσονται, ως λατρευτικά σκεύη, στο καθολικό και στα πολλά παρεκκλήσια. Σήμερα υπάρχουν στη μονή περίπου 2.000 φορητές εικόνες. Μερικές είναι της βυζαντινής περιόδου, όπως η Σταύρωση, η Κοίμηση της Θεοτόκου και η Σύναξη των Αγίων Αρχαγγέλων. Αξιοπρόσεκτο είναι και το κομμάτι τοιχογραφίας του 14ου αιώνα με αταύτιστο άγιο. Η συλλογή εικόνων του 16ου αιώνα είναι εξαιρετικά πλούσια, γιατί ο αγιογράφος Θεοφάνης ο Κρητικός, καθώς και οι γιοι του, ήταν Λαυριώτες μοναχοί. Επιλεκτικά αναφέρονται το τρίπτυχο «Κλειστάρι», η «Προσκύνηση της Αλύσεως του Αγίου Πέτρου» και οι τρεις «Ανευρέσεις» της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου. Από τη μεγάλη συλλογή εικόνων δεν λείπουν φυσικά εικόνες του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα.
Αξιομνημόνευτη κατά πρώτο λόγο εικόνα είναι η Παναγία η Κουκουζέλισσα, πιθανώς του 13ου αιώνα, με επένδυση του 1839. Πήρε το όνομά της από σχετικό θαύμα με τον διάσημο πρωτοψάλτη των ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Κουκουζέλη, ο οποίος ήλθε κρυφά στη Λαύρα και έγινε βοσκός. Επίσης, η ψηφιδωτή εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στο πλαίσιό της εικονίζονται εννέα πρόσωπα αγίων, ενώ ψηλά στο κέντρο απεικονίζεται η Ετοιμασία του Θρόνου (που έχει ετοιμαστεί για τον Χριστό στη Δευτέρα Παρουσία). Η επιλογή της απεικόνισης αγίων στο πλαίσιο, που φέρουν το αυτό με την κεντρική μορφή όνομα του Ιωάννη, οδήγησε σε συσχετισμό της εικόνας με έναν ομώνυμο χορηγό, όπως τον αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Λόγιοι. Στις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός της Λαύρας Ιωαννίκιος έγραψε κατ’ εντολή του ηγουμένου Ιγνατίου σειρά βιβλίων, όπως συνάγεται από σημείωμα του Κώδικα 644 της μονής, και αρκετοί από τους κώδικές του φυλάσσονται στη Λαύρα.
Ο Μανουήλ Μοσχιώτης ή Μοσχέτης, που γεννήθηκε στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα γύρω στα 1565–1570, σπούδασε στην Πάδοβα, στη Σχολή των Artisti, από όπου έλαβε το 1600 το δίπλωμά του. Στα χρόνια των σπουδών του σχετίστηκε με τον συμπατριώτη του Μάξιμο Μαργούνιο, ο οποίος έμενε στη Βενετία. Η σχέση τους συνεχίζεται και μετά τις σπουδές του, καθώς ο Μοσχιώτης πηγαίνει κοντά στον άρρωστο Μαργούνιο, αρχικά στο Μουσολέντε (1600) και μετά στη Βενετία (1601–1602), και τον φροντίζει. Ο Μοσχιώτης είναι ο πρώτος τον οποίο θυμάται ο Μάξιμος στην τελευταία διαθήκη του (26 Ιουνίου 1602). Σε αυτόν αφήνει ό,τι καλύτερο διέθετε η βιβλιοθήκη του, δηλαδή τα αυτόγραφα χειρόγραφά του.
Μετά τον θάνατο του Μαργουνίου, ο Μοσχιώτης κατέφυγε στην πατρίδα του, στον Χάνδακα, όπου για χρόνια άσκησε το επάγγελμα του δασκάλου. Εκεί θα διδάξει το Ὄργανον του Αριστοτέλη και θα σχολιάσει τα Ἀναλυτικὰ Πρότερα και το Περὶ Ἑρμηνείας. Στην Κρήτη καλλιέργησε τις σχέσεις του με τον παλαιό του γνώριμο Λαυρέντιο Μαρίνο, με τη μονή του Αγίου Αντωνίου στο Βροντήσι, στις νότιες υπώρειες του Ψηλορείτη, καθώς και με τον Αρσένιο, «ἱερομόναχον ἐκ Τρίκκης» (βιβλία του και μάλιστα λατινικά βρίσκονται στη Λαύρα).
Σε κάποια φάση της ζωής του, άγνωστο πότε, κατέφυγε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός στη μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου και πέθανε, μάλλον το 1630.
Στα τέλη του 16ου αιώνα εργάστηκε πολύ καιρό στη Μεγίστη Λαύρα ο Ματθαίος Μυρέων από την Πωγωνιανή. Υπήρξε συγγραφέας ιστορικών έργων, καθώς και του περίφημου Θρήνου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, όπου καλεί τους Έλληνες να ξεσηκωθούν και να αποτινάξουν τον ζυγό μόνοι τους, χωρίς να περιμένουν τίποτε από τους ξένους. Οι κώδικές του διακρίνονται για την καθαρότητα της γραφής τους και την καλαισθησία τους.
Ο Γεράσιμος Ιωαννούλης († 1805) από τη Ζάκυνθο, που ασκήτευσε στην Αγία Άννα, συνέταξε ακολουθίες σε αγίους και εορτές.
Τον 19ο αιώνα πολλοί καλλιγράφοι επιμένουν να ασκούν το έργο τους, όπως ο Ιάκωβος Νεοσκητιώτης, ανιψιός του Θεοδωρήτου από τα Ιωάννινα, ο Κελλιώτης στην περιοχή της Λαύρας Παύλος και άλλοι.
Ο Νεόφυτος Λαυριώτης, από τη Σμύρνη, μετέβη στο Φανάρι, όπου επιδόθηκε στον αγώνα εναντίον της προσπάθειας των βιβλικών εταιρειών να εκδώσουν μετάφραση της Αγίας Γραφής στα νεοελληνικά, ιδέα την οποία προωθούσε τότε ο Ιλαρίων Τορνόβου.
Ο Ευλόγιος Κουρίλας (1880–1961), από τα περίχωρα της Κορυτσάς, ήλθε σε νεαρή ηλικία στη μονή Φιλοθέου και αργότερα σπούδασε στην Αθωνιάδα, στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Αφού έμεινε αρκετό καιρό εκτός Αγίου Όρους, επανήλθε και εγκαταβίωσε στη Λαύρα. Έγινε πρωτεπιστάτης και πέτυχε την επανασύσταση της Αθωνιάδας. Εκλέχτηκε μητροπολίτης Κορυτσάς, από όπου έφυγε όταν εισήλθαν στην Αλβανία τα ιταλικά στρατεύματα. Τέλος, υπηρέτησε ως καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ένας άλλος λόγιος είναι ο Αλέξανδρος (Λαζαρίδης) Λαυριώτης. Δεν βγήκε ποτέ από τον Άθωνα και σπούδασε μόνο στην Αθωνιάδα. Ήταν ιδιαίτερα μεθοδικός στις μελέτες του, όσο βεβαίως το επέτρεπαν οι γνώσεις του. Χρησιμοποίησε αρχειακό υλικό και συνέταξε (το 1963) πραγματεία περί Αγίου Όρους μετά την οθωμανική κατάκτηση, αλλά εξέδωσε και αγιορειτικά έγγραφα αναφερόμενα στην επανάσταση του 1821 και τη μακεδονική επανάσταση του 1854. Από το 1936 έως το 1961, εξέδιδε μαζί με τον Σωτήριο Σχοινά στον Βόλο την Αγιορειτική Βιβλιοθήκη.
Το 1759 ιδρύθηκε στη μονή τυπογραφικό εργαστήριο από τον προηγούμενο αρχιμανδρίτη Κοσμά τον εξ Επιδαύρου και τον Σωτήριο Δούκα και στεγάστηκε στον πύργο του περιτειχίσματος, ο οποίος καλούνταν του Κοσμά και δεν σώζεται πλέον, καθώς κατέρρευσε στον σεισμό του 1905. Το πρώτο (και μόνο) έργο που εξέδωσε ήταν η Ἐκλογὴ τοῦ Ψαλτηρίου του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη. Η ύπαρξη τυπογραφείου έγινε γνωστή στους Τούρκους, που το κατέστρεψαν αμέσως.
Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη της Μεγίστης Λαύρας είναι η πρώτη που δημιουργήθηκε στο Όρος, καθώς συστάθηκε σχεδόν με την ίδρυση της μονής. Ο ιδρυτής, όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, είχε τη δική του βιβλιοθήκη, η οποία αποτέλεσε και τον πρώτο πυρήνα. Σύμφωνα με τον Μακάριο Τριγώνη, σκευοφύλακα της μονής (1772), η βιβλιοθήκη, που βρισκόταν στον χώρο των κατηχουμένων, πάνω από τον νάρθηκα του καθολικού, ήταν του ίδιου του Αθανασίου και βρισκόταν μπροστά από το κελί του: «Ὁμοίως καὶ τὸ κελλίον του ἐκεῖ εἶναι, καὶ ἡ βιβλιοθήκη του γεμάτη ἀπὸ διάφορα χειρόγραφα βιβλία». Επίσης, το ενδιαφέρον για τα βιβλία του Αθανασίου, που ήταν εξαίρετος καλλιγράφος, τον ώθησε στη δημιουργία ήδη από τα πρώτα χρόνια εργαστηρίου αντιγραφής κωδίκων. Η συλλογή εμπλουτίστηκε στη συνέχεια με χειρόγραφα που είτε αντιγράφηκαν στο εργαστήριο είτε έφθασαν μέσω δωρεών, ανταλλαγών και αγορών.
Από τον 10ο αιώνα και μετά η συλλογή φυλασσόταν σε διάφορα μέρη: μέσα στο καθολικό, στο παλιό ηγουμενείο και στον πύργο του Τσιμισκή, σε κελί αριστερά του παρεκκλησίου του Πρωτομάρτυρος Αγίου Στεφάνου που βρίσκεται στην κορυφή του —πληροφορία ωστόσο αδιασταύρωτη.
Κατά τον 13ο αιώνα η βιβλιοθήκη της Λαύρας αριθμούσε περί τα 1.000 χειρόγραφα, Την περίοδο αυτή κληρονόμησε και τη συλλογή λατινικών χειρογράφων των Αμαλφηνών, μετά τον αφανισμό της μονής τους.
Ήδη από τον 13ο αιώνα τα χειρόγραφα είχαν τοποθετηθεί σε δεκαέξι τουλάχιστον ειδικές θέσεις στο χώρο της βιβλιοθήκης, όπως δείχνουν οι αριθμοί κατάταξης των χειρογράφων που διασώθηκαν. Το 1701, ο Ιωάννης Κομνηνός σημειώνει στο Προσκυνητάριόν του: «ἐπάνωθεν τοῦ νάρθηκος εἶναι βιβλιοθήκη πανθαύμαστος, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται βιβλία διάφορα παλαιὰ διὰ χειρός, πολλῆς τιμῆς ἄξια παρ’ ἀνδράσι σοφοῖς καὶ φιλολόγοις». Τα βιβλία πρέπει να έμειναν σε αυτή τη θέση μέχρι το 1814, όταν κατεδαφίστηκαν η λιτή και ο νάρθηκας του καθολικού και ξαναχτίστηκαν με τη σημερινή τους μορφή.
Δεν είναι γνωστό πού μεταφέρθηκαν τα βιβλία του νάρθηκα. Ο κύριος όμως όγκος των βιβλίων της Λαύρας φυλασσόταν σε δύο δωμάτια, που βρίσκονταν στα αριστερά της αυλής, βλέποντας από την πύλη της εισόδου. Για τη βιβλιοθήκη αυτή υπάρχει η πληροφορία του περιηγητή Καρλάιλ το 1801. Επίσης, ο Ρόμπερτ Κέρζον, που επισκέφτηκε το μοναστήρι της Λαύρας το 1837 και έμεινε εκεί τρεις μέρες, μας λέει πως η βιβλιοθήκη της μονής περιεχόταν σε δύο μικρά δωμάτια, που έβλεπαν σε μια στενή αυλή, στα αριστερά της μεγάλης αυλής, και ότι τα δωμάτια αυτά επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Για τα βιβλία αναφέρει πως ήταν σχεδόν ταξινομημένα, επάνω σε ράφια, αλλά παρατημένα, με την πολύχρονη σκόνη να τα σκεπάζει, και πως ελάχιστοι τόμοι είχαν γραμμένο στη ράχη τους τον τίτλο. Χαρακτηρίζει τη συλλογή πολύ μεγάλη, περίπου 5.000 τόμοι, από τους οποίους οι 4.000 περίπου ήταν έντυπα βιβλία —ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν αρκετές εκλεκτές κλασικές αλδινές εκδόσεις και editiones principes. Τα 900 χειρόγραφα αποτελούνταν από 600 χαρτώους και 300 περγαμηνούς κώδικες. Ο Κέρζον μπήκε στη βιβλιοθήκη αρκετές φορές και κοίταξε πολύ προσεκτικά όλα τα χειρόγραφα. Πιστεύει ότι δεν του ξέφυγε τίποτα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σχετικά με την κλασική αρχαιότητα ή τον Διαφωτισμό. Ωστόσο, κανένα από τα Ευαγγέλια, που ήταν διακοσμημένα με αραβουργήματα, δεν του φάνηκε ιδιαίτερα πολύτιμο.
Η επόμενη μαρτυρία είναι του 1869 από τον Ιωάννη Μ. Ραπτάρχη: «Ἡ βιβλιοθήκη τοῦ μοναστηρίου, κειμένη ἀριστερόθεν τῆς ἀμέσως μετὰ τὴν εἴσοδον μεγάλης αὐλῆς, συνίσταται ἐκ δύο προσεχῶν δωματίων, ἐν οἷς τὰ βιβλία φυλάσσονται μὲ ἱκανὴν τάξιν ἐντὸς ξυλίνων θηκῶν».
Από το 1876, σύμφωνα με τον Γεράσιμο Σμυρνάκη, ή το 1870, σύμφωνα με τον Νικόδημο Λαυριώτη, η Βιβλιοθήκη μαζί με το Αρχείο και το Σκευοφυλάκιο στεγάστηκαν σε ξεχωριστό κτίριο ανατολικά του καθολικού. Το κτίριο αυτό είναι χωρισμένο σε τρεις αίθουσες.
Ως προς τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης του μοναστηριού της Λαύρας επισημαίνουμε την περίπτωση του Μανουήλ Μοσχιώτη. Διαβάζουμε σε έγγραφο της Μεγίστης Λαύρας: «Τὰ βιβλία τὰ φράγκικα ὅπου εἶναι ἐν τῇ Βιβλιοθήκῃ, ἔχουν γραμμένα ἀπὸ μέσα τὸ ὄνομα ὁποῦ τὰ ἔφερεν, ἤγουν Μανουὴλ Μοσχιώτου· καὶ ὡς φαίνεται κάποιος προκομμένος ἦτον αὐτὸς καὶ εἶχε τὰ βιβλία, καὶ ἐσώθη κατὰ τὸ ΄αχλ΄ ἔτος». Τα βιβλία αυτά, όπως μαθαίνουμε από τον Ευλόγιο Κουρίλα, το 1935 ακόμη, «εἰς λατινικὴν καὶ ἰταλικὴν γλῶσσαν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον θεολογικὰ καὶ ἱστορικά, κεῖνται δυστυχῶς ἄνευ τινὸς τάξεως καὶ ἀναγραφῆς ἐν τῷ λεγομένῳ μουσείῳ τῆς μονῆς, σητόβρωτα νῦν καταστάντα ἐκ τῆς παρὰ τοῖς μοναχοῖς ἀδιαφορίας περὶ τὰ ξενόγλωσσα βιβλία». Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Μοσχιώτης δεν μετέφερε μαζί του στη Λαύρα μόνο τα «φράγκικα» βιβλία, αλλά και άλλες σπάνιες ελληνικού ενδιαφέροντος εκδόσεις. Για παράδειγμα, στη βιβλιοθήκη της μονής εντοπίζονται βιβλία με τη σημείωση «ἐκ τῶν Μανουὴλ Μοσχιώτου», όπως Κλαυδίου Πτολεμαίου, Μεγάλης Συνάξεως βιβλία ΙΓ΄· Θέωνος Αλεξανδρέως, Εἰς τὰ αὐτὰ ὑπομνημάτων βιβλία ΙΑ΄ (Βασιλεία 1538)· Στράβωνος, Περὶ τῆς Γεωγραφίας βιβλία ΙΖ΄ (Βασιλεία 1549)· Στεφάνου του Βυζαντίου, Περὶ πόλεων ( Άλδος Μανούτιος, Βενετία 1402).
Πηγές πλουτισμού της Βιβλιοθήκης μπορούν να θεωρηθούν και οι προσωπικές βιβλιοθήκες των «ὑπερορίων», δηλαδή των εκτοπισμένων ιεραρχών που κατέληξαν στη μονή μετά από απόφαση της εκκλησιαστικής ή της κοσμικής αρχής. Από τους 23 πατριάρχες και 137 μητροπολίτες ή επισκόπους, που ήλθαν και πέθαναν στη Λαύρα, σημειώνουμε μερικά ονόματα: οι πατριάρχες Άνθιμος Β΄, ο από Αδριανουπόλεως († 1628), Διονύσιος Γ΄ Βαρδαλής († 1704), Ιερεμίας Γ΄ († 1735), Κύριλλος Ε΄ († 1778), ο μητροπολίτης Άρτης και Ναυπάκτου Νεόφυτος Μαυρομμάτης († 1746) και ο μητροπολίτης Τορνόβου Ιωσήφ († 1755). Πράγματι, στη Βιβλιοθήκη σώζονται βιβλία αυτών, αλλά και πολλών άλλων αρχιερέων.
Η καλύτερη μαρτυρία για τη βιβλιοθήκη της μονής στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα είναι τα σημειώματα του προηγουμένου Κυρίλλου Λαυριώτη του Πελοποννησίου. Ο Κύριλλος, που έζησε στο μοναστήρι κατά διαστήματα από το 1759 έως το 1810 περίπου, διάβασε εκατοντάδες έντυπα και χειρόγραφα και σημειώσεις του υπάρχουν είτε στα παράφυλλα είτε στα περιθώρια των σελίδων. Από τα σημειώματα αυτά πληροφορούμαστε, εκτός των άλλων, και για αγορές βιβλίων από τον ίδιο. Ο Κύριλλος αγόραζε πολλά βιβλία, όπου βρισκόταν —στο Γιάσι όπου ήταν δάσκαλος (1768), στη Βενετία (1779), στην Καλλίπολη, στις Καρυές—, φροντίζοντας μάλιστα και για το δέσιμό τους.
Ο Ιανός Λάσκαρις, κατ’ ανάθεση του Λαυρεντίου Μεδίκου, επέλεξε (1491–1492) με μεγάλη προσοχή, από τις σπουδαιότερες μονές του Άθωνα, μεγάλο αριθμό πολύτιμων κωδίκων με έργα κλασικών συγγραφέων και μεγάλων Πατέρων για να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας. Μόνον από τη Μεγίστη Λαύρα αφαίρεσε 50 κώδικες.
Με εντολή του τσάρου Αλεξίου και του πατριάρχη Νίκωνα στάλθηκε στο Άγιον Όρος ο Αρσένιος Σουχάνοφ με σκοπό να παραλάβει από εκεί λειτουργικούς κώδικες εν όψει της αναθεώρησης των παλαιών μεταφράσεων. Υπερβαίνοντας την εντολή, ή ακολουθώντας άλλη μυστική εντολή, ο Σουχάνοφ συνέλεξε πλήθος σπουδαίων κωδίκων, μεταξύ των ετών 1653 και 1655. Τελικά μετέφερε στη Μόσχα 498 κώδικες, που αποτέθηκαν στην τότε πατριαρχική βιβλιοθήκη. Από αυτούς οι 53 ήταν από τη Βιβλιοθήκη της Λαύρας.
Στα μέσα και πάλι του 17ου αιώνα ο ουνίτης Κύπριος λόγιος Αθανάσιος Ρήτωρ, κατ’ εντολή του καγκελαρίου της Γαλλίας P. Séquier και του καρδινάλιου Μαζαρίνου, αποκόμισε από το Άγιον Όρος 109 χειρόγραφα, τα περισσότερα από τη Μεγίστη Λαύρα, τα οποία σήμερα απόκεινται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας με τον χαρακτηρισμό Coislinus.
Τον καιρό της δεύτερης επίσκεψης στο Όρος του Βασίλι Μπάρσκι (1744) πάνω από 500 περγαμηνά βιβλία και άλλα χαρτώα φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη της Λαύρας. Οι μοναχοί τού ανέφεραν ότι παλαιότερα υπήρχαν πολύ περισσότερα περγαμηνά, που είχαν πωληθεί «με την οκά, σαν ξύλα, με μικρό αντίτιμο στους Λατίνους», και μερικά από εκείνα βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου στη Βενετία και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης.
Μέχρι σήμερα η Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας στεγάζεται στο αυτόνομο κτίριο του 1870 που επεκτάθηκε κατά δύο κεραίες το 1958. Από το 1983 έως το 2018 πραγματοποιήθηκε από το Κέντρο Διατήρησης Αγιορειτικής Κληρονομιάς σειρά ανακαινίσεων και επεμβάσεων για την αναδιαμόρφωση και τη βελτίωση της λειτουργικότητας των χώρων όπου στεγάζεται το Σκευοφυλάκιο και η Βιβλιοθήκη των χειρογράφων, αλλά και των έντυπων εκδόσεων, παλαιτύπων και νεότερων. Στο ανατολικό τμήμα της βόρειας πτέρυγας εγκαταστάθηκε το 1984 στον όροφο η βιβλιοθήκη των σύγχρονων εντύπων.
Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Μεγίστης Λαύρας περιέχει 200 αυτοκρατορικά χρυσόβουλα, περίπου 20.000 ελληνικά, βυζαντινά και μεταβυζαντινά έγγραφα καθώς και 10.000 τουρκικά, ρουμανικά, σλαβικά, λατινικά και αραβικά.
Ο Αλέξανδρος Ευμορφόπουλος Λαυριώτης († 1905), ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στην ιστορική έρευνα για το Όρος, κατέταξε και τοποθέτησε τα έγγραφα της μονής στο νέο αρχειοφυλάκιό της, με τη συνεργασία του σχολάρχη της Αθωνιάδας Χρυσοστόμου, εξέδωσε μερικά έγγραφα, περιέγραψε χειρόγραφα και συνέταξε πολλές ιστορικές μελέτες. Ο Ευλόγιος Κουρίλας ζήτησε το 1931 να του ανατεθεί η τακτοποίηση του αρχείου, αλλά αντιμετώπισε ποικίλες δυσκολίες από τη σύναξη της μονής και το σχέδιό του ναυάγησε.
Τα έγγραφα της βυζαντινής εποχής εκδόθηκαν από τους P. Lemerle, A. Guillou, Ν. Σβορώνο και Δ. Παπαχρυσάνθου σε τέσσερις τόμους στη σειρά Archives de l’Athos, αντικαθιστώντας παλαιότερες εκδόσεις.
Στον πρώτο τόμο υπάρχουν 69 έγγραφα και άλλα 6 στο παράρτημα, τα οποία χρονολογούνται από τις 14 Μαρτίου 897 μέχρι και τον Οκτώβριο του 1196.
Στον δεύτερο τόμο υπάρχουν 48 έγγραφα και άλλα 4 στο παράρτημα, τα οποία χρονολογούνται από τον Ιούλιο του 1240 μέχρι και τον Νοέμβριο του 1326.
Στον τρίτο τόμο υπάρχουν 57 έγγραφα και άλλα 10 στο παράρτημα, τα οποία χρονολογούνται από τον Ιανουάριο του 1329 μέχρι και τον Νοέμβριο του 1496.
Στον τέταρτο τόμο υπάρχουν 12 έγγραφα στα σλαβικά, τα οποία χρονολογούνται από τις 15 Απριλίου 1357 μέχρι και τις 16 Φεβρουαρίου του 1452.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Η συλλογή χειρογράφων της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας αποτελείται σήμερα από περίπου 2.800 κώδικες, από τους οποίους οι 500 περγαμηνοί και οι λοιποί χαρτώοι. Από τους περγαμηνούς, δώδεκα είναι σε μεγαλογράμματη γραφή. Πολλοί φέρουν μικρογραφίες θαυμάσιας τέχνης. Μεγάλης αξίας είναι και τα 51 λειτουργικά ειλητάρια (10ος–15ος αι.).
Ο Σπυρίδων Λάμπρος, παρά την αρχική του ιδέα, δεν μπόρεσε να συντάξει κατάλογο των κωδίκων της Μεγίστης Λαύρας, καθώς δεν του επετράπη να εργαστεί στη βιβλιοθήκη, επειδή οι μοναχοί ήθελαν να κινηθούν με τις δικές τους δυνάμεις. Έτσι, το 1925, ο ιατρός Σπυρίδων Καμπανάος (= μοναχός Αθανάσιος Λαυριώτης) τύπωσε, με επιμέλεια του Σωφρόνιου Ευστρατιάδη, στο Παρίσι κατάλογο, όπου περιγράφονται 2.046 χειρόγραφα της μονής. (Ο Καμπανάος εξέδιδε και το περιοδικό Άθως από το 1919 έως το 1931.) Σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό η μονή διαθέτει συνολικά 2.046 χειρόγραφα, που χρονολογούνται από το 970 μέχρι το 1911, από τα οποία τα 1.967 βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη, στο κτίριο ανατολικά του καθολικού. και τα 79 στο καθολικό. Οι χρονολογημένοι κώδικες ανέρχονται σε 490, ενώ τα ιστορημένα χειρόγραφα είναι συνολικά 67.
Το 1935 ο Ευλόγιος Κουρίλας επέκρινε τον προηγούμενο κατάλογο, καθώς διαπίστωσε «πρόχειρον ἀναγραφὴν τῶν κωδίκων, κακὸν συνονθύλευμα, ... στοιχεῖα ἀγνοῶν τῆς Παλαιογραφίας», ενώ περιέγραψε και τρεις νέους κώδικες που δεν είχαν συμπεριληφθεί εκεί. Αργότερα, το 1957, ο Χρυσόστομος Λαυριώτης προχώρησε στη σύνταξη καταλόγου των ειληταρίων της μονής, όπου περιέγραψε 50 ειλητάρια χρονολογούμενα από τον 10ο έως τον 15ο αιώνα, που περιλαμβάνουν λειτουργικά κατά βάση κείμενα.
Το 1958 ο Παντελεήμων Λαυριώτης συνέταξε συμπληρωματικό κατάλογο, φτάνοντας μέχρι τον αριθμό 2.172. Σ’ αυτόν περιλαμβάνονται και κώδικες του καθολικού. Στον συμπληρωματικό αυτό κατάλογο περιγράφονται συνολικά 165 κώδικες, εκ των οποίων οι 128 είναι της Βιβλιοθήκης και οι 37 του καθολικού. Επιπλέον, στους αριθμούς 26–82 καταγράφονται περιληπτικά οι σλαβονικοί κώδικες. Όλοι οι κώδικες χρονολογούνται από το 1392 έως και το 1956.
Εκτός από τους παραπάνω καταλόγους, ο Βλαντίμιρ Μπενέσεβιτς το 1904 δημοσίευσε στο Παράρτημα 2 του περιοδικού Vizantijskij Vremennik άρθρο σχετικά με τα ελληνικά κανονικά χειρόγραφα της Λαύρας και του Βατοπαιδίου, και το 1930 ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης εξέδωσε κατάλογο με τα αγιολογικά χειρόγραφα των μονών Βατοπαιδίου και Λαύρας, που δεν υπήρχαν στον αρχικό κατάλογό τους (του 1925).
Από τα χειρόγραφα της μονής Μεγίστης Λαύρας επισημαίνουμε τα εξής:
Τα οκτώ φύλλα με τμήματα από δύο Επιστολές του Αποστόλου Παύλου (Β΄ προς Κορινθίους, Προς Γαλάτας) σε μεγαλογράμματη γραφή, που ανάγονται στον 6ο αιώνα. Τα φύλλα αυτά ανήκαν στον περγαμηνό κώδικα που ονομάζεται Ευθαλιανός και είναι γνωστός με τη διεθνή ονομασία Η3 και ΗPaul. Από αυτόν τον κώδικα σώζονται παγκοσμίως μόνο 41 φύλλα, διάσπαρτα σε βιβλιοθήκες.
Επίσης αξιομνημόνευτοι είναι ο, ακέφαλος και κολοβός, Κώδικας 88 του 8ου αιώνα, που περιέχει Πράξεις των Αποστόλων και Επιστολές, και ο 172 του 9ου αιώνα, που περιέχει τα Ευαγγέλια Μάρκου, Λουκά και Ιωάννη, Πράξεις των Αποστόλων και Επιστολές.
Ανάμεσα στους αρχαιότερους κώδικες, που χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα, περιλαμβάνεται ένα περγαμηνό Τετραευάγγελο (992) σε μικρογράμματη γραφή, που κοσμείται από έντεκα αψιδωτά κοσμήματα και στο οποίο εμπεριέχονται οι κανόνες αντιστοιχίας των Ευαγγελιστών.
Επίσης ένα περγαμηνό Ευαγγελιστάριο (περ. 950), το οποίο χαρακτηρίζει ολοσέλιδη παράσταση του Χριστού, με εκατέρωθεν τις προτομές της Θεοτόκου, του Ιωάννη Προδρόμου και των τεσσάρων Ευαγγελιστών. Ο κώδικας ξεχωρίζει ανάμεσα στα πρώιμα ευαγγελιστάρια του Αγίου Όρους λόγω της εικονογράφησής του, που υποδεικνύει επίσης πώς επηρεάζει η θεία Λειτουργία την ιστόρηση των Ευαγγελίων.
Ένα άλλο Ευαγγελιστάριο, με ξεχωριστό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον, το λεγόμενο «του αυτοκράτορα Φωκά», χρονολογείται στη δεκαετία 1120–1130. Πρόκειται για πολυτελέστατο κώδικα με βαριά στάχωση και αργυροεπίχρυση επένδυση, διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια και σμάλτα. Κοσμείται από τρεις ολοσέλιδες μικρογραφίες (Αναστάσεως, Γεννήσεως, Κοιμήσεως), με περίτεχνα επίτιτλα και καλλιγραφικά πρωτογράμματα. Η παράδοση έχει εσφαλμένα συνδέσει το χειρόγραφο αυτό με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, αναμφίβολα όμως πρόκειται για κώδικα που προήλθε από το αυτοκρατορικό εργαστήρι της Κωνσταντινούπολης κατά παραγγελία των μοναχών της Μεγίστης Λαύρας.
Ένας από τους πιο αξιόλογους κώδικες όλων των αγιορειτικών βιβλιοθηκών είναι και ο Ω75, που περιέχει το Περὶ ὕλης ἰατρικῆς του Διοσκουρίδη, του τέλους του 11ου ή των αρχών του 12ου αιώνα και αποτελεί σημαντικό επιστημονικό και εικονογραφικό τεκμήριο.
Ακόμη, ο Κώδικας 146, που περιέχει την Καινή Διαθήκη γραμμένη σε περγαμηνή, του 13ου αιώνα, με οκτώ ψηφιδωτά κοσμήματα, και επιπλέον τους ευαγγελιστές, τους αποστόλους, τους προφήτες, επεισόδια από την Παλαιά Διαθήκη, και επίσης επίτιτλα και πρωτογράμματα. Την ίδιας περιόδου είναι και ο Κώδικας 220, που περιέχει ερμηνείες στον Ιώβ και κοσμείται με 40 σχετικές εικόνες.
Από τον 14ο αιώνα έχουμε τον Κώδικα 76, περγαμηνό Τετραευάγγελο, κοσμημένο με μία εικόνα του Ματθαίου και τρεις άλλες παραστάσεις, του γάμου στην Κανά, του Ιωάννη Προδρόμου και τη διπλή της κλήσης του Φιλίππου και της συνομιλίας με τον Νικόδημο.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ένας κώδικας του 15ου αιώνα με τον βίο και τη διαθήκη του Αθανασίου του Αθωνίτη, που περιέχει ολοσέλιδη εικόνα του ιδρυτή της Λαύρας και τρία διακοσμητικά επίτιτλα. Σε αντίθεση με το πρωιμότερο πορτρέτο του αγίου, που διασώζεται σε χειρόγραφο της Λαύρας του 11ου αιώνα, ο ιδρυτής της Μονής κρατά σταυρό μπροστά στο στήθος του και ανοιχτό ειλητάριο.
Αξιόλογες εικόνες με επεισόδια από τους βίους του Χριστού και Αγίων περιέχει ο Κώδικας 1655, που είναι στιχηράριο του 17ου αιώνα.
Ξεχωριστή μνεία αξίζει να γίνει για τους αρχαίους συγγραφείς που σώζονται στα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης όπως είναι οι Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου (περγαμηνή, 12ος αι.), ο Θουκυδίδης (χαρτί), ο Πίνδαρος (χαρτί), ο Αισχίνης (χαρτί), κ.ά. Επίσης, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει το Ειλητάριο 48, το οποίο είναι σλαβονικό και περιέχει πίνακες των πασχαλίων.
Έντυπα Βιβλία. Η Βιβλιοθήκη της μονής Μεγίστης Λαύρας στεγάζεται κατά κύριο λόγο σε αυτόνομο κτίριο που κατασκευάστηκε, όπως σημειώθηκε, το 1870 και αποτελείτο αρχικά από τρεις συνεχόμενες αίθουσες. Οι δύο ακρινές επεκτάθηκαν προς ανατολάς το 1958 και το κτίριο πήρε το σχήμα αντεστραμμένου Π. Τα έντυπα φυλάσσονται στην αριστερή Α΄ αίθουσα του 1870 και στη συνεχόμενή της Β΄, όπου μέχρι το 1983 ήταν οι προσκτήσεις μετά το 1958. Οι νεότερες αυτές προσκτήσεις περιλαμβάνουν τη βιβλιοθήκη του Ευλογίου Κουρίλα (1961), τα έντυπα και τα χειρόγραφα από εξαρτήματα της μονής και τα νεότερα έντυπα από αγορές και δωρεές. Το 1984 η βιβλιοθήκη των σύγχρονων εντύπων εγκαταστάθηκε στο ανατολικό τμήμα της βόρειας πτέρυγας.
Ο Ιωάννης Κομνηνός στο πρώτο έντυπο Προσκυνητάριον (1701) δεν μας δίνει πληροφορίες για τη βιβλιοθήκη όπου φυλασσόταν ο κύριος όγκος των βιβλίων της Μεγίστης Λαύρας. Τέτοια βιβλιοθήκη όμως υπήρχε στο μοναστήρι στα χρόνια του, και μάλιστα πρέπει να διατηρούσε το παλιό σύστημα κατάταξης, όταν τα έντυπα βιβλία τοποθετούνταν δίπλα στα χειρόγραφα. Ο περιηγητής Καρλάιλ μας πληροφορεί γι’ αυτήν το 1801: «Αφού πήραμε το πρωινό, βγήκαμε έξω, είδαμε την εκκλησία κλπ., ως συνήθως, και μετά προχωρήσαμε στη βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη αποτελείται από δύο δωμάτια, ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό και τα βιβλία διατηρούνται σε μια ανεκτή σειρά, αλλά όπως σε όλες τις άλλες βιβλιοθήκες (με εξαίρεση την προσπάθεια στη μονή Κουτλουμουσίου) δεν υπάρχει κατάλογος. Στο εσωτερικό δωμάτιο συναντήσαμε μια σεβάσμια μορφή, την οποία αποκαλούσαν διδάσκαλο, που ήταν απασχολημένος με τη μελέτη ενός μεγάλου βιβλίου που ήταν τοποθετημένο μπροστά του».
Καταγραφή των εντύπων έχουμε για πρώτη φορά το 1931–1932 από τον βιβλιοθηκάριο της μονής Παντελεήμονα Λαυριώτη, που απογράφει παλαιότερη κατάταξη των τελών του 19ου ή των αρχών του 20ού αιώνα, ίσως του Χρυσοστόμου Λαυριώτη του Μαδυτινού († 1908). Στον δίτομο χειρόγραφο κατάλογο του Παντελεήμονα τα βιβλία καταγράφονται αλφαβητικά σε 28 ειδολογικές ενότητες, με αναφορές στη θέση των βιβλίων που βρίσκονταν τοποθετημένα σε 24 στήλες ραφιών (Α–Ω), ταξινομημένα όμως μόνον κατά το μέγεθος.
Η βιβλιοθήκη των εντύπων της Μεγίστης Λαύρας κατά τα τέλη του 18ου αιώνα θα πρέπει να περιείχε το μεγαλύτερο μέρος των βιβλίων που σώζονται και είχαν εκδοθεί μέχρι τότε. Σήμερα η συλλογή περιλαμβάνει περί τους 140.000 τόμους. Από αυτούς, 22 είναι εκδόσεις πριν από το 1500, περισσότεροι από 20.000 είναι τυπωμένοι πριν από το 1800, 18.000 είναι του 19ου αιώνα και πάνω από 100.000 του 20ού αιώνα. Ανάμεσα στα έντυπα βρίσκονται η πρώτη έκδοση των Απάντων του Ομήρου, που τυπώθηκε σε δύο τόμους στη Φλωρεντία από τον Δημήτριο Δαμιλά το 1488/1489, η Ανθολογία των Επιγραμμάτων του Μάξιμου Πλανούδη, που τυπώθηκε με την επιμέλεια του Ιανού Λάσκαρη στη Φλωρεντία το 1494 και οι Κωμωδίες του Αριστοφάνη, που εκδόθηκαν από τον Μάρκο Μουσούρο στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία το 1498. Τέλος, στη Λαύρα είναι θησαυρισμένο και ένα από τα πρωιμότερα λειτουργικά έντυπα της εκδοτικής ελληνικής παραγωγής της Βενετίας, η Παρακλητική, που εκδόθηκε από τον Ανδρέα Κουνάδη το 1522.
Βιβλιογραφία.
Βασδραβέλλης, Ιω., Δύο ανέκδοτα τουρκικά έγγραφα προερχόμενα εκ των μονών του Αγίου ΄Ορους Λαύρας και Βατοπεδίου, Μακεδονικά 12 (1972), 283–295.
Γαλάβαρης, Γ., Τα προβλήματα της εικονογράφησης των περικοπών και τα πρώιμα Ευαγγέλια της μονής Μεγίστης Λαύρας, Διεθνές Συμπόσιο: Το Άγιον Όρος. Χθες - Σήμερα - Αύριο. Πρακτικά Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1996, 57–70.
Gerda, W., The Anthologion Athos Lavra E-108: A greek-slavonic liturgical manuscript, Musicology 11 (2011), 25–38.
Ευγένιος, μον. Βατοπεδινός, Περιγραφή έμμετρος της εν Άθω ιεράς και σεβασμίας Μεγίστης Λαύρας του Βατοπεδίου φιλοπονηθείσα υπό Ευγενίου μοναχού Βατοπεδινού του Σαμίου, η προσετέθησαν εν τω τέλει και δύο ποιημάτια του αυτού, Αθήνα 1891.
Θεοχαρίδης, Πλ., Το παλιό ηγουμενείο-σκευοφυλάκιο της Μεγίστης Λαύρας, Δεκάτη 2 (2005–06), 77–87.
Καδάς, Σωτ., Περιγραφή ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας (Κωδ. Λ 54), Βυζαντιακά 24 (2004), 91–141.
Καλλίστρατος, προηγ. Λαυριώτης, Ιστορικόν Προσκυνητάριον Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, Αθήνα 1976.
–––––, Προσκυνητάριον της εν Άθω ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας του οσίου Αθανασίου, Αθήνα 1972.
Κουρίλας, Ευλ., Ιστορία του ασκητισμού - Αθωνίται, τ. Α´, Θεσσαλονίκη 1929.
–––––, Τα κειμηλαρχεία και η Βιβλιοθήκη της εν Άθω μονής Μεγίστης Λαύρας. Η παρούσα κατάστασις αυτών, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 11 (1935), 306–345.
–––––, Εγκώμιον εις τον όσιον Αθανάσιον τον εν τω Άθω, Θεολογία 15 (1937), 128–143.
–––––, Αι πρώται εκδόσεις της θείας Λειτουργίας και τα λειτουργικά ειλητάρια της μονής Μεγίστης Λαύρας του Άθωνος. Συμβολή εις την διόρθωσιν των λειτουργικών βιβλίων, Θεολογία 19 (1941–1948), 650–671.
–––––, Θεοδώρητος προηγούμενος Λαυριώτης ο κωδικογράφος, Byzantinische Zeitschrift 44 (1951), 343–346.
Lemerle, P., La vie ancienne de saint Athanase l' Athonite composée au début du XIe siècle par Athanase de Lavra, Le millénaire du Mont Athos 963–1963, vol. I, Venice 1963, 59–100.
Lemerle P. / Guillou A. / Svoronos N. / Papachryssanthou D. (eds.), Actes de Lavra I (Archives de l'Athos 5), Paris 1970.
–––––, Actes de Lavra II (Archives de l'Athos 8), Paris 1977.
–––––, Actes de Lavra III (Archives de l'Athos 10), Paris 1979.
Lemerle P. / Guillou A. / Svoronos N. / Papachryssanthou D. / Ćirković S. (eds.), Actes de Lavra IV (Archives de l'Athos 11), Paris 1982.
Litsas, E., Palaeographical Researches in the Lavra Library on Mount Athos, Ελληνικά 50.2 (2000), 217–230.
Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.
Μητσάνη, Αγγελική, Άθως, Λαύρας Δ46. Ένα "στουδιτικό" μηνολόγιο από το τρίτο τέταρτο του 11ου αιώνα, Δελτίον της Xριστιανικής Aρχαιολογικής Eταιρείας 15 (1989–1990), 257–270.
Mossay, J., A propos des "Actes de Lavra", Analecta Bollandiana 91 (1973), 121–138.
Μυλωνάς, Π., Η αρχική μορφή του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας. Αναθεώρηση ορισμένων θεωριών για την προέλευση του τύπου, Αρχαιολογία 1 (1981), 52–63.
Ορλάνδος, Αν., Ανάγλυφον κιβωτίδιον της Μ. Λαύρας, Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 8 (1955–56), 100–104.
Παντελεήμων, μον. Λαυριώτης, Συμπληρωματικός κατάλογος χειρογράφων κωδίκων ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας (εισαγωγικόν σημείωμα: Ν.Β. Τωμαδάκη, πίνακες: Κ.Α. Μανάφη), Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 28 (1958), 87–203.
–––––, Αποσπάσματα εξ ανεκδότου προσκυνηταρίου της ιεράς μονής Μ. Λαύρας ΙΗ´ αιώνος, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 32 (1963), 319–332.
Παπαδόπουλος, Αλ., Ιερά μονή Μεγίστης Λαύρας. Επισκόπηση της ιστορίας της πρώτης τη τάξει μονής του Αγίου Όρους, Αθήνα 2018.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.
Σάββας, ιερομ. Λαυριώτης, Προσκυνητάριον της βασιλικής και σεβασμίας μονής Μεγίστης Αγίας Λαύρας του αγίου Αθανασίου του εν των Άθω, Βενετία 1780.
Σέμογλου, Αθ., Η ψηφιδωτή εικόνα του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος: ένα αυτοκρατορικό επιμνημόσυνο ανάθημα, Διεθνές επιστημονικό συμπόσιο προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή Γεωργίου Βελένη. Πρακτικά, Αθήνα 2021, 541–554.
Σκλαβενίτης, Τρ., H βιβλιοθήκη των εντύπων της μονής Mεγίστης Λαύρας του Άθω, Μνήμων 11 (1987), 83–122.
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Αθήνα 1903 (επαν. Καρυές 1988).
Σπυρίδων, μον. Λαυριώτης / Ευστρατιάδης, Σ., Κατάλογος των κωδίκων της Μεγίστης Λαύρας (της εν Αγίω Όρει), Παρίσι 1925.
Σπυρίδων, μον. Λαυριώτης, Αναγραφαί εγγράφων της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου εν Άθω, Βυζαντινά και Νεοελληνικά Χρονικά 7 (1930), 388–428.
Στάικος, Κ.Σπ., Η Ιστορία της Βιβλιοθήκης στον Δυτικό Πολιτισμό, τόμ. ΙΙΙ, Αθήνα, Κότινος, 2007, 248–251.
Σταμίρης, Γ.Α., Διορθώσεις εις τον “Κατάλογον των θείων χρυσοβούλλων κλπ. της Μεγάλης και Αγίας Λαύρας”, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 29 (1959), 446–448.
Ταβλάκης, Γ., Αποκατάσταση του χειρογράφου Α 76 της μονής Μ. Λαύρας, Κληρονομία 11Β (1979), 341–346.
–––––, Εικονογραφικές παρατηρήσεις σε παράσταση του κώδικα Α 76 της μονής Μ. Λαύρας, Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού Πελεκανίδη, Θεσσαλονίκη 1983, 418–424 + 2 πίν.
Ταβλάκης Ι. / Τουτός Ν. / Στεφανίδης Σ., Καθολικό της μονής Μεγίστης Λαύρας, Δεκάτη 1 (2003–2004), 54–69.
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.
Χρυσόστομος, μον. Λαυριώτης, Κατάλογος λειτουργικών ειληταρίων της ιεράς μονής Μεγίστης Λαύρας, Μακεδονικά 4 (1960), 391–402.