Θέση. Η Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος βρίσκεται στο μέσον της νοτιοδυτικής πλευράς της αθωνικής χερσονήσου, σε παράλια ανισόπεδη τοποθεσία λίγα μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Ο πλούτος, τον οποίο απέκτησε από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο από χορηγίες της ρωσικής κυβέρνησης και προσφορές των ευσεβών, μαρτυρείται από τη μεγαλοπρέπεια των οικοδομών. Το κτιριακό συγκρότημα, ανεπτυγμένο σε διαδοχικά επίπεδα και πολυώροφα κτίσματα, αποτυπώνει με ενάργεια τη ρωσική τάση για το μεγαλόπρεπο, το βαρύ και το υψηλό, ενώ τα έντονα ψυχρά χρώματα του προσδίδουν έναν χαρακτήρα κοσμικότητας. Έξω από τον περίβολο της μονής υπάρχουν και άλλες τεράστιες οικοδομές ποικίλης φύσεως και λειτουργίας. Σε μια από αυτές στεγάζεται σήμερα το αρχονταρίκι, που μέχρι την τελευταία πυρκαγιά του 1968 αποτελούσε, με τη μεγαλόπρεπη αίθουσα υποδοχής των τσάρων, εξαιρετικό δείγμα της πολυτελούς αισθητικής της τσαρικής Ρωσίας.
Η μονή κατατάσσεται δέκατη ένατη (19η) στην ιεραρχική τάξη των είκοσι αγιορείτικων μονών.
Ίδρυση και εξέλιξη. Η ιστορία της μονής είναι συνδεδεμένη με τρεις αλλαγές στην τοποθεσία της, από τη μονή του Ξυλουργού, αρχικά στη μονή του Θεσσαλονικέως και κατόπιν στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος.
α) η μονή του Ξυλουργού
Η πρώτη μονή, η Μονή Υπεραγίας Θεοτόκου του Ξυλουργού (ή του Ρως), ταυτίζεται με τη σημερινή σκήτη Βογορόδιτσα (βρίσκεται 700 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας κοντά στη μονή Παντοκράτορος). Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε από τον άγιο Βλαδίμηρο τον Ισαπόστολο (949–1015) λίγο μετά τη βάπτισή του το 998.
Η πρώτη σωζόμενη υπογραφή ηγουμένου της μονής ανήκει στον Γεράσιμο, ο οποίος υπέγραψε το καταστατικό του 1016.
Το 1143 η μονή παραχωρήθηκε με απόφαση του Πρώτου σε Σέρβους μοναχούς από το Ραούσιο, το σημερινό Κότορ του Μαυροβουνίου. Η υπόθεση ότι η μονή ήδη κατά την περίοδο αυτή είχε ρωσικό χαρακτήρα βασίζεται κυρίως στο γεγονός πως κατά την καταγραφή και την παράδοση στον νέο ηγούμενο Νικηφόρο όλων των κινητών αντικειμένων και των βιβλίων κάποια χαρακτηρίζονται ως ρωσικής προέλευσης. Η μονή μνημονεύεται σε σειρά εγγράφων των ετών 1030, 1048, 1070. Σε όλα αυτά τα έγγραφα και σε όποια άλλα υπογράφουν εκπρόσωποί της αναφέρεται με το ελληνικό όνομα «Ξυλουργού» και χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα. Πουθενά δεν ονομάζεται «των Ρώσσων» και πουθενά δεν αναφέρεται ότι Ρώσοι ζούσαν σε αυτή, ακόμη και έως το 1169.
Σύντομα, ως αποτέλεσμα της αύξησης των Σέρβων μοναχών της μονής και μετά από αίτημα του ηγουμένου Λαυρεντίου το 1169, τους παραχωρείται ἡ τοῦ Θεσσαλονικέως μονή, όπου σήμερα το λεγόμενο Παλαιομονάστηρο, που διατηρεί βυζαντινά οικοδομικά μέλη και αξιόλογο ναό, και «τὰ ἐν Καρεαῖς κελλία» της.
β) η μονή του Θεσσαλονικέως
Η μονή εμφανίζεται για πρώτη φορά σε έγγραφο της Μονής Βατοπαιδίου του 998, στο οποίο υπογράφει ο ηγούμενος «Αγίου Παντελεήμονος» Λεόντιος ο Θεσσαλονικεύς. Για αρκετό καιρό επικράτησε ο χαρακτηρισμός «του Θεσσαλονικέως», σε έγγραφα όμως του 11ου αιώνα εμφανίζεται πλέον ως «Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ Σφρεντζῆ τῶν Θεσσαλονικέων», γεγονός που δηλώνει ότι Σφρεντζής λεγόταν είτε ο ιδρυτής είτε κάποιος νέος ηγούμενός της.
Την περίοδο της μεταφοράς από τη μονή του Ξυλουργού, βάσει σχετικού εγγράφου που εκδίδεται από την Ιερά Σύναξη και τον Πρώτο της Ιωάννη, είναι μια ερειπωμένη μονή, άλλοτε πολυάνθρωπη και με πρωτεύουσα θέση μεταξύ των μη βασιλικών μονών. Όπως προκύπτει από την υπογραφή του ηγουμένου Λαυρεντίου, η νέα μονή είναι αφιερωμένη στον Άγιο Παντελεήμονα. Εδώ, η μοναστική αδελφότητα θα συμπληρώσει επτά αιώνες παρουσίας, με εναλλαγές ακμής και ανέχειας.
Αρχικά οι μοναχοί είναι κυρίως Έλληνες. Κατά τον 14ο όμως αιώνα είναι κάπως δύσκολο να προσδιοριστεί ο εθνικός χαρακτήρας της. Οι υπογραφές των εκπροσώπων της άλλοτε είναι ελληνικές και άλλοτε σλαβικές. Η ενίσχυσή της με Σέρβους μοναχούς τον καιρό της σερβοκρατίας (1345–1371) δεν μπόρεσε να της προσδώσει σαφή σλαβικό χαρακτήρα. Από την τρίτη δεκαετία του 15ου αιώνα άρχισαν να προσέρχονται μοναχοί από τη Ρωσία, που από τα 1497 και μετά υπερτερούν πλέον αριθμητικά. Τότε αποκτά χαρακτήρα περισσότερο ρωσικό, που θα τον διατηρήσει έως το 1740.
Στο διάστημα αυτό συνέβησαν μεταξύ άλλων τα εξής:
Το 1192/1193 κείρεται εδώ μοναχός ο άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος Σερβίας.
Το 1307 την πυρπολούν καταλανικές συμμορίες (ο πύργος της μένει ανέπαφος), χωρίς όμως να ανακοπεί η πορεία της. Την ανοικοδόμησή της ενισχύουν οικονομικά ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος και Σέρβοι ηγεμόνες, καθώς από το 1345 η μονή εξαρτάται από τον Σέρβο βασιλιά Στέφανο Δουσάν. Οι μοναχοί μάλιστα αναγνωρίζουν τον τελευταίο ως «βασιλέα Σέρβων τε καὶ Ἑλλήνων».
Ο Στέφανος Δουσάν επισκέπτεται το Άγιον Όρος το 1349 και την ευνοεί ιδιαίτερα, λόγω της κουράς εκεί του προγόνου του αγίου Σάββα. Το 1366 τοποθετεί ηγούμενο τον Σέρβο λόγιο μοναχό Ησαΐα, όπως μαρτυρείται σε έγγραφο της μονής.
Το 1363 της αποδίδεται το μονύδριο του Κάτζαρη.
Ευεργετήθηκε από τους αυτοκράτορες Ιωάννη Ε΄ (1341–1376) και Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο (1391–1425) και από την Ελένη Παλαιολογίνα το 1407.
Το 1422 η μονή οικοδόμησε «καραβοστάσιον» και «αποθήκη» στην Καλιάγρα, όπου σήμερα τα σύνορα μεταξύ των μονών Κουτλουμουσίου και Σταυρονικήτα.
Το 1497, μετά την εκδίωξη των Μογγόλων από τη Ρωσία, ο Παΐσιος, ηγούμενος της μονής, βρίσκεται μαζί με τρεις μοναχούς στη Μόσχα, όπου συναντήθηκε με τον Μέγα Δούκα Ιβάν Γ΄ (1440–1505) και έλαβε οικονομική ενίσχυση.
Το 1509, κατόπιν επιθυμίας της Αγγελίνας, χήρας του κράλη Στέφανου που είχε καρεί μοναχή, ο Ρώσος πρίγκιπας Βασίλειος Γιοβάνοβιτς (1505–1533) θέτει τη μονή υπό την προστασία του.
Ο τσάρος Ιβάν Δ΄ ο Τρομερός (1530–1584), εγγονός του Ιβάν Γ΄, υποστηρίζει επίσης με κάθε τρόπο τη μονή, η οποία αποκτά πλέον φήμη ως κέντρο γνώσης και μάθησης. Το 1554 μάλιστα ο Ιβάν Δ΄ γράφει στον νεαρό Μ. Γκρέκοφ, που τον είχε στείλει στον πατριάρχη Διονύσιο Β΄ στην Κωνσταντινούπολη να μάθει τα ελληνικά με δάσκαλο τον Αδριανό Χαλκοκονδύλη: «Αν δυσκολεύεσαι να μελετάς κοντά στον πατριάρχη, τότε μπορώ να σε στείλω στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στον Άθωνα».
Στο Γ΄ Τυπικό του Αγίου Όρους η μονή κατείχε την 5η θέση στην ιεραρχία.
Στα μέσα του 16ου αιώνα, το μοναστήρι δοκιμάστηκε σκληρά και υπάρχουν χρονικές περίοδοι όπου έμεινε χωρίς μοναχούς. Το 1582 έκλεισε προσωρινά τις πύλες του. Τα 500 ρούβλια που στέλνει το 1584 ο τσάρος Ιβάν Δ΄ Βασίλιεβιτς δεν βρίσκουν παραλήπτη. Ο αρχηγός της αποστολής Ιβάν Μεσένινοφ κατέλιπε περιγραφή του Άθωνα που συνέταξε ο ίδιος στο ταξίδι του.
Η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί και τον επόμενο αιώνα. Σε γράμμα του πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη (1620) σημειώνεται ότι «ἡ Μονὴ περιέπεσεν εἰς ζημίας καὶ χρέη· ἐνεχυρίασε τά τε ἄμφια τῆς ἐκκλησίας, τὰ τοῦ μοναστηρίου χρειώδη καὶ ἄλλα κτήματα αὐτῆς· ... αὐξηθέντων δὲ τῶν χρεῶν καὶ οὗτοι (οι μοναχοί) ἐφυλακίσθησαν καὶ κατατρέχονται ἐν ταῖς φυλακαῖς. Ἡ ἐκκλησία καὶ τὰ τείχη τοῦ μοναστηρίου κατηδαφίσθησαν. Οἱ πατέρες στεροῦνται παντὸς μέσου ...».
Το 1661 λόγω πτωχείας απαλλάσσεται από την πάγια εισφορά των μονών για τη συντήρηση της Ιεράς Κοινότητος στις Καρυές. Το 1693 κλείνει για δεύτερη φορά και η Ιερά Κοινότητα την περιλαμβάνει στα υπό κηδεμόνευση μοναστήρια. Η ανάκαμψη πάει να αρχίσει το 1708, με δωρεά του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Ρακόβιτσα (1703–1705), χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού το «1730 τὸν Μάιον, ἐδίωξαν τοὺς καλογήρους ἐκ τῆς Μονῆς τὸ ὀνομαζόμενον μέγα Ρῶσι καὶ ἐκάθησαν ἔσω Ἰσμαηλῖται καὶ ἐποίησαν μιναρὲ εἰς τὴν ἐκκλησίαν».
Όλο αυτό το διάστημα το ρωσικό στοιχείο είναι σημαντικά μειωμένο λόγω της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ της Ρωσίας και της Τουρκίας. Ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκι, στο πρώτο του ταξίδι (1725/1726) βρήκε μόνο δύο Έλληνες και δύο Βούλγαρους μοναχούς, ενώ στο δεύτερο ταξίδι του (1744) δεν βρήκε κανέναν. Ο ίδιος αναφέρει επίσης ότι η μονή είναι φτωχή και ερειπωμένη, αλλά και ιδιόρρυθμη. Το 1714 βέβαια ορίζεται από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Νικόλαο Μαυροκορδάτο (1711–1715) ετήσια επιχορήγηση 100 γρόσια, που το 1750 αυξάνεται στα 150 από τον Κωνσταντίνο Μιχαήλ Ρακόβιτσα. Η επιχορήγηση αυτή επικυρωνόταν και από τους επόμενους ηγεμόνες μέχρι το 1796. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και ο Ιωάννης Καλλιμάχης (1758–1761), ο οποίος μεταξύ άλλων χρηματοδοτεί έργα ανασυγκρότησης.
Το 1760, λίγο πριν από τη δωρεά του Σκαρλάτου Γκίκα, η αδελφότητα αρχίζει να μεταφέρεται από τη μονή Θεσσαλονικέως στην παραθαλάσσια τοποθεσία όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η μονή του Θεσσαλονικέως μετονομάζεται σε Παλαιομονάστηρο και, χωρίς να εγκαταλειφθεί, γίνεται εξάρτημα της κυρίαρχης πλέον νέας μονής. Τον επόμενο αιώνα, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι Ρώσοι, το εξάρτημα επεκτείνεται σε κτίρια και ενοίκους.
γ) η μονή του Αγίου Παντελεήμονος – σημερινή θέση
Στη σημερινή της θέση η μονή μεταφέρθηκε το 1765, επί πατριαρχίας Σαμουήλ Α΄ του Χαντζερή.
Τον Αύγουστο του 1803, με σιγίλιο του Καλλινίκου Ε΄ μετατράπηκε από ιδιόρρυθμη σε κοινόβια μονή, με πρώτο ηγούμενο τον Σάββα τον Πελοποννήσιο που ασκήτευε στη Σκήτη της μονής Ξενοφώντος. Ο Σάββας αρχικά δίστασε να αναλάβει την ηγουμενία, αλλά μετά από επιστολή του πατριάρχη Καλλινίκου (3.8.1803) μεταπείστηκε. Θα παραμείνει ηγούμενος μέχρι τον θάνατό του, το 1821, αφήνοντας πίσω του μια άριστα οργανωμένη αδελφότητα.
Την περίοδο της ηγουμενίας του Σάββα, αξιοσημείωτη είναι η χρηματοδότηση της μονής από τον ηγεμόνα της Βλαχίας Σκαρλάτο Καλλιμάχη (1807–1810, 1812–1819), ο οποίος είχε θεραπευτεί θαυματουργικά από τον άγιο Παντελεήμονα όταν ήταν διερμηνέας του Μαχμούτ Β΄ (1808–1839). Για τον λόγο αυτό ο Καλλίνικος Δ΄ Κωνσταντινουπόλεως με σιγίλιό του (1806) όρισε η μονή να ονομάζεται πλέον «αὐθεντικόν κοινόβιον τῶν Καλλιμαχήδων ... καταργουμένης τῆς τοῦ Ῥωσικοῦ προσηγορίας».
Την ίδια περίοδο άρχισε να κτίζεται το καθολικό της νέας μονής, που είναι αφιερωμένο στον άγιο Παντελεήμονα. Ξεκίνησε το 1812 και ολοκληρώθηκε το 1821.
Μετά το 1821 οι περισσότεροι μοναχοί, όπως συνέβη και σε άλλες μονές, εγκατέλειψαν το Άγιον Όρος εξαιτίας της βαρβαρότητας που επέδειξαν οι τρεις χιλιάδες ένοπλοι Τούρκοι οι οποίοι εισήλθαν στην περιοχή τον Φεβρουάριο του 1822. Όταν οι μοναχοί επέστρεψαν το 1829, βρήκαν μια μονή κατεστραμμένη και με βαριά χρέη, καθώς οι υπερβολικές οικονομικές απαιτήσεις του σουλτάνου για επανόρθωση ήταν αδύνατον να ικανοποιηθούν και οι χορηγίες από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχαν σταματήσει.
Μετά τον θάνατο του Σάββα και καθ’ υπόδειξή του ηγούμενος τοποθετήθηκε ο Γεράσιμος, ο τελευταίος Έλληνας και ο πιο γνωστός ηγούμενος της μονής. Κατά την ηγουμενία του έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις λόγω των Ρώσων που επανεμφανίστηκαν μετά από έναν αιώνα απουσίας. Το 1834 δέχτηκε στο μοναστήρι Ρώσους που μόναζαν σε Κελλιά της Καψάλας. Το 1840 εισρέουν μοναχοί από τη Ρωσία και οι τσάροι στηρίζουν οικονομικά τη μονή. Έτσι, το 1869 οι εκ Ρωσίας μοναχοί ήταν ήδη 250 με 300, έναντι 190 Ελλήνων.
Η κατάσταση της μονής βελτιωνόταν συνεχώς. Από το 1840 έως το 1866 πληρώθηκαν τα χρέη, εξαγοράστηκαν ακόμη και κτήματα που είχαν πουληθεί παλιότερα, ενώ παράλληλα ξεκίνησε έντονη οικοδομική δραστηριότητα.
Το 1875 εκλέχθηκε για πρώτη φορά Ρώσος ηγούμενος, ο Μακάριος, που απεβίωσε το 1889.
Οι Έλληνες μοναχοί δεν κατόρθωσαν να ανακόψουν αυτή τη εξέλιξη. Ο λόγιος ωστόσο μοναχός Δανιήλ, αδελφός της μονής από το 1865, διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο ώστε να εμποδιστεί ο πλήρης εκρωσισμός της. Με αυτό τον σκοπό μετέβη με ομάδα μοναχών στην Κωνσταντινούπολη, όπου όμως όχι μόνο δεν εισακούσθηκε, αλλά συνελήφθη, με διαταγή του πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, και εξορίστηκε στη μονή Αγίας Αναστασίας κοντά στη Θεσσαλονίκη.
Το 1895 το μοναστήρι είχε πάνω από 1.000 Ρώσους και το 1909 έφτασαν τους 1.446. Το χρέος προς τον σουλτάνο μειώθηκε κατά ένα εκατομμύριο πιάστρα.
Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των Ρώσων μοναχών προκάλεσε έντονες διαμάχες στη μονή, ενώ παράλληλα η κεντρική διοίκηση του Αγίου Όρους αντιμετώπιζε με απαρέσκεια την απαίτηση των Ρώσων να μπορούν να εκλέγουν ως ηγούμενο ομοεθνή τους. Τη διαμάχη σταμάτησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την έκδοση απόφασης υπέρ των Ρώσων, όπου παράλληλα ορίστηκε οι ακολουθίες να γίνονται και στην ελληνική και στη ρωσική γλώσσα. Το μοναστήρι ονομάστηκε πλέον «Ρωσικό Κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος».
Τις επόμενες δεκαετίες η μονή Αγίου Παντελεήμονος έγινε εργαλείο της ρωσικής επεκτατικής πολιτικής. Οι τσάροι διέθεταν μεγάλα χρηματικά ποσά για την επέκταση της μονής, αλλά και πολλών σκητών του Αγίου Όρους, όπου κατοικούσαν Ρώσοι μοναχοί.
Η μονή απέκτησε διαστάσεις πόλης. Εκτός από τους 1.000 μοναχούς της, μπορούσε να φιλοξενήσει ακόμη και 2.000 επισκέπτες. Ένας τεράστιος χώρος διαμορφώθηκε ως μαγειρείο. Το 1888 χτίστηκε στον τέταρτο όροφο της πτέρυγας με τα κελιά των μοναχών νέα μεγάλη εκκλησία σε μοσχοβίτικο αρχιτεκτονικό ρυθμό και με πολυτελή διακόσμηση, αφιερωμένη στην Αγία Σκέπη και στον άγιο Αλέξανδρο Νέφσκι. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν εργαστήρια με σύγχρονα ατμοκίνητα μηχανήματα από τη Βιέννη, ένα νοσοκομείο και ένα κωδωνοστάσιο, όπου μαζί με τις υπόλοιπες 33 μικρότερες καμπάνες βρίσκεται και η γιγαντιαία καμπάνα που κατασκευάστηκε το 1897, δώρο του τσάρου. Η τράπεζα, που κτίστηκε δυτικά απέναντι από την είσοδο του καθολικού το 1892, είναι χωρητικότητας 1.000 ατόμων. Μεταξύ καθολικού και τράπεζας βρίσκεται η ιδιόμορφης αρχιτεκτονικής φιάλη χωρίς θόλο και περιστύλιο, με 4 ανάγλυφες, επάλληλες λεκάνες διαφορετικού μεγέθους, όπου καταλήγει το νερό του πίδακα. Δημιουργήθηκαν επίσης ένα φωτογραφικό εργαστήριο, ένα οικοτροφείο για προσκυνητές, αποθήκες και ένα τυπογραφείο που τα έντυπά του διανέμονταν και στη Ρωσία. Ακόμη, η μονή είχε στην κατοχή της ατμοκίνητο σκάφος, ιστιοφόρο, φορτηγίδες, ενώ ήταν εξοπλισμένη και με πυροσβεστικές αντλίες.
Η παρακμή της άρχισε το 1913 με την έριδα «των ονοματολατρών» —οι οποίοι πίστευαν ότι οι ίδιοι οι φθόγγοι του ονόματος του Χριστού αγιάζουν εκείνον που τους προφέρει— μεταξύ των Ρώσων μοναχών. Ακολούθησε η καταδίκη των ονοματολατρών από την Ιερά Κοινότητα, και έπειτα η στρατιωτική επέμβαση του τσάρου Νικολάου Β΄ και η βίαιη μεταγωγή 833 ονοματολατρών στη Σιβηρία, επειδή αρνούνταν να τον μνημονεύουν στις ακολουθίες τους.
Μετά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917 έπαψε η προσέλευση νέων μοναχών από τη Ρωσία και ο αριθμός τους συρρικνώθηκε βαθμηδόν αισθητά.
Το 1953, μια ομάδα προσκυνητών που επισκέφτηκε τη μονή περιγράφει ως εξής την κατάσταση: «Μεγαλοπρεπεῖς οἰκοδομαὶ διὰ χιλιάδας ἄλλοτε Μοναχοὺς τώρα κεῖνται ἔρημοι, οἱ δὲ ἐναπομείναντες 100 Ῥῶσσοι δὲν ἐπαρκοῦν οὔτε διὰ φύλαξιν ... Ἀποθαυμάζομεν ... τὰς μεγαλοπρεπεῖς αἰθούσας μὲ τὴν ἀπερίγραπτον πολυτέλειαν καὶ τὴν Ῥωσσικὴν χλιδήν. Μερικαὶ σκιαὶ Γερόντων μαρτυροῦν τὴν Ῥωσσικὴν ἀκόμη παρουσίαν ἵνα μετ’ αὐτοὺς ἐκλείψῃ καὶ τὸ τελευταῖον ἴχνος τῶν Ῥώσσων» [Βλ. Βιβλιογραφία, Καράπας].
Το 1968 υπέστη τεράστια καταστροφή από πυρκαγιά.
Από το 1989, με την περεστρόικα και τη φιλελεύθερη στάση του Γκορμπατσώφ απέναντι στη θρησκεία, ξεκίνησε εκ νέου η εγκατάσταση Ρώσων και (κυρίως) Ουκρανών στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ο πρώτος Ρώσος πρόεδρος που επισκέφτηκε τη μονή (Σεπτέμβριος 2005).
Από τον Οκτώβριο του 2016 ηγούμενος της μονής είναι ο Ευλόγιος Ιβάνοφ.
Στην απλόχωρη έκταση της μονής βρiσκονται διάσπαρτα 36 παρεκκλήσια, πολλά εκ των οποίων έχουν τους χαρακτηριστικούς ρωσικούς τρούλους. Δύο από τα Κελλιά της μονής είναι στις Καρυές και από τις Σκήτες της η ερειπωμένη Νέα Θnβαΐδα (ή Γουρουνοσκήτη), που είναι το πλησιέστερο οικοδομικό συγκρότημα προς την Ουρανούπολη, και η Χρωμίτσα (από τα παλαιότερα μοναστήρια του Όρους, 980 μ.Χ.), στα όρια της αθωνικής χερσονήσου, όπου σήμερα βρίσκεται ο αμπελώνας που καλλιεργεί η οικογένεια Τσάνταλη, ενώ η Κοίμηση της Θεοτόκου ή Βογοδόριτσα, κοντά στη μονή Παντοκράτορος, κατοικείται πλέον από Βούλγαρους μοναχούς. Η ρωσική Σκήτη του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές δεν ήταν ποτέ εξάρτημα της μονής του Αγίου Παντελεήμονος.
Το Σκευοφυλάκιο βρίσκεται σε διώροφο κτίσμα που εφάπτεται στη βόρεια πλευρά της τράπεζας. Φυλάσσονται εκεί λειψανοθήκες, άμφια, σταυροί, αργυρεπίχρυσα ιερά σκεύη. Αναφέρουμε το Ευαγγέλιο και το Δισκοπότηρο που το 1845 δώρισε ο Μέγας Δούκας Κωνσταντίνος Νικολάεβιτς, όταν επισκέφτηκε τη μονή.
Το Εικονοφυλάκιο βρίσκεται στα βόρεια του καθολικού, σε επαφή με το παρεκκλήσιο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Μεταξύ των εικόνων που φυλάσσονται ξεχωρίζουν αυτές της Παναγίας Ιεροσολυμίτισσας και του Ιωάννου του Προδρόμου. Ακόμη, υπάρχουν δύο μαρμαρόγλυπτες εικόνες, του ευαγγελιστή Λουκά και του αγίου Παντελεήμονα, που βρέθηκαν στα ερείπια του παλαιού καθολικού της μονής του Θεσσαλονικέως.
Βιβλιοθήκη.
Μονή Ξυλουργού
Για τη μονή του Ξυλουργού δεν έχουμε πληροφορίες σχετικά με τη βιβλιοθήκη της. Η μόνη μαρτυρία που έχουμε μέχρι τώρα είναι ένα πρακτικό παράδοσης-παραλαβής (Δεκέμβριος 1142), όπου καταγράφονται όλα τα κινητά αντικείμενα της μονής και παραδίδονται στον νέο ηγούμενο Χριστοφόρο. Η καταγραφή αυτή είναι δημοσιευμένη από τον Λεμέρλ (P. Lemerle) (Archives de l’Athos 12, Actes de Saint-Pantéléèmôn, Paris 1982, 7, 73–76). Σε αυτή περιλαμβάνονται και μερικά έντυπα βιβλία, κυρίως όμως λειτουργικά: «Βιβλία ρούσικα· ἀπόστολοι ε΄, παρακλητικαὶ β΄, ὀκταήχοι ε΄, εἱρμολόγια ε΄, συναξάρια σ΄, παροιμίαι μία, μιναῖα ιβ΄, πατερικὰ β΄, ψαλτήρια ε΄, ὁ ἅγιος Ἐφρέμ, ὁ ἅγιος Παγκράτιος, ὁρολόγια ε΄, νομοκανὸν α΄».
Σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν πως, όταν συντάχθηκε η απογραφή, το μοναστήρι διέθετε αντιγραφικό εργαστήριο. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται στο γεγονός πως στα περισσότερα λειτουργικά βιβλία καταγράφονται πολλαπλά αντίτυπα, ενώ για τις λειτουργικές ανάγκες ενός μοναστηριού κάτι τέτοιο θα ήταν περιττό.
Με τις εργασίες ταξινόμησης που έγιναν στη νέα μονή Παντελεήμονος (2007–2009) εντοπίστηκαν 33 χειρόγραφοι κώδικες που προέρχονται από τη μονή του Ξυλουργού.
Μονή του Θεσσαλονικέως
Οι καταλανικές επιδρομές στο Άγιον Όρος (1307–1309) αποδείχτηκαν εξαιρετικά καταστροφικές για τα μοναστήρια. Ο Δανιήλ Β΄, αρχιεπίσκοπος Σερβίας, ηγούμενος τότε της μονής Χιλανδαρίου, διηγείται πως το 1309 επισκέφτηκε το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα για να συναντήσει τον πνευματικό του πατέρα. Ενώ βρισκόταν στο μοναστήρι, κατέφθασαν οι Καταλανοί και άρχισαν σφοδρή επίθεση. Διαπέρασαν την πύλη της μονής και πυρπόλησαν το καθολικό και τα κελιά της. Όλα τα κτίρια της μονής κάηκαν, σώθηκε μόνον ένας πέτρινος πύργος, όπου κατέφυγαν κάποιοι μοναχοί μαζί με τον Δανιήλ. Στην πυρκαγιά αυτή κάηκαν όλα τα κειμήλια της μονής, χειρόγραφα, έντυπα, σιγίλια, επιστολές, κλπ. Σώθηκαν μόνο οκτώ Πράξεις (acta) στα ελληνικά από το 1030 έως το 1169. Προφανώς τα έγγραφα αυτά βρίσκονταν στον πύργο.
Η απώλεια αυτή επιβεβαιώνεται από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282–1328), που το 1311 γράφει πως οι μοναχοί έχασαν σε φωτιά τα αρχαία χρυσόβουλα, όπως εκείνο του πατέρα του Μιχαήλ Η΄ (1261–1282), καθώς και άλλα έγγραφα, γι’ αυτό του ζητούν την εκ νέου έκδοση χρυσόβουλου ώστε να είναι κατοχυρωμένη η κτηματική περιουσία της μονής.
Η παράδοση αντιγραφής χειρογράφων καθώς και οι μεταφραστικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν από τους Σέρβους μοναχούς της μονής. Μεταξύ των γνωστών σήμερα λογίων ο ηγούμενος Ησαΐας, ο οποίος το 1361 μετέφρασε τα έργα του ΨευδοΔιονυσίου Αρεοπαγίτη και τα συνόδευσε με εισαγωγή.
Το 1560 ο ηγούμενος Ιωακείμ συνέγραψε δοκίμιο όπου περιγράφει τον τρόπο ζωής των Αθωνιτών μοναχών. Το έργο συντάχθηκε μετά από αίτημα του Ρώσου μητροπολίτη Μακαρίου (1528–1563).
Με τη μονή συνδέεται και ο διάσημος αντιγραφέας ιερομόναχος Ματθαίος (1550–1624), πρωτοσύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας και μετέπειτα μητροπολίτης Μύρων. Ο Ματθαίος βρισκόταν στη Μόσχα από το 1596 έως το 1597, όπου ασχολείτο κυρίως με τη συγγραφή βιβλίων. Ένα από τα χειρόγραφά του, το Λειτουργικόν (1599), βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της σημερινής Μονής Παντελεήμονα (Λάμπρος 2, αρ. 426).
Επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Ελασσώνος Αρσένιος (1550–1626) απέστειλε το 1620 από τη Μόσχα στη μονή την έκδοση της Βασιλείας του 1538 του Παύλου Αιγινήτη Medici optimi, libri septem, που είχε αποκτήσει το 1613: «ἐν ἔτη ζρκη΄: 1620: ταπεινὸς Ἀρσένιος ἀρχιεπίσκοπος Σουζδελίου καὶ Ταρουσίας τῆς μεγάλης Ρωσίας, καὶ πρώην Ἐλασσόνος καὶ Δημονίκου, τῆς δευτέρας τῶν Θετταλῶν ἐπαρχείας, στέλλω τὸ παρὸν ἰατρικὸν βιβλίον εἰς τὴν ἁγίαν μεγάλην μονὴν τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος καὶ ἰαματικοῦ Παντελεήμονος ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει ἀπὸ Μεγάλης Μοσχοβίας».
Τη βιβλιοθήκη της μονής εμπλούτισε ο ηγούμενος Βαρλαάμ, που ήδη το 1705 είχε τυπώσει στα ουκρανικά τις Ενθυμήσεις του. Τα πρώτα χρήματα και τα βιβλία που εξοικονόμησε ήταν το 1707, όταν επισκέφτηκε τον τσάρο Πέτρο Α΄ και τον ενημέρωσε για την ένδεια της μονής. Το 1712 ήταν η δεύτερη φορά που επισκέφτηκε τη Μόσχα και έλαβε ξανά και χρήματα και βιβλία.
Ο διάδοχος του Βαρλαάμ Κυπριανός επισκέφτηκε κι αυτός τη Μόσχα το 1720 και επέστρεψε με χρήματα, εκκλησιαστικά σκεύη και πολλά βιβλία.
Το 1744, ο Μπάρσκι κατηγορεί τους Έλληνες μοναχούς ότι έχουν αποψιλώσει τη βιβλιοθήκη της μονής. Λέει πως η βιβλιοθήκη διαθέτει ελάχιστους χειρόγραφους κώδικες και έντυπα βιβλία, ενώ οι Έλληνες μοναχοί πλήθος από αυτά, και μάλιστα όσοι μένουν στη μονή είναι έτοιμοι να πουλήσουν και το τελευταίο κομμάτι.
Μονή Αγίου Παντελεήμονος
Στην αυλή της μονής, σε αυτοτελές διώροφο οικοδόμημα, βρίσκεται η βιβλιοθήκη. Παρά τις πυρκαγιές των περασμένων αιώνων, στη βιβλιοθήκη σώζεται μεγάλος αριθμός λυτών εγγράφων, χειρογράφων κωδίκων και έντυπων βιβλίων.
Το 1844, σύμφωνα με τον Ρώσο φιλόλογο Βίκτωρα Γρηγόροβιτς (1815–1876) που επισκέφτηκε τη μονή, διέθετε μόνο 60 χειρόγραφους κώδικες και 500 έντυπα βιβλία: «Η βιβλιοθήκη του, τοποθετημένη σε ξεχωριστό κτίριο, είναι καινούρια, πρόσφατα συγκροτημένη, αλλά προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μοναχών. Περιέχει έως και 500 βιβλία, όπου συμπεριλαμβάνονται παλαιές εκδόσεις των Πατέρων της Εκκλησίας και των Βυζαντινών ιστορικών. Τα χειρόγραφα φτάνουν τα 60, είναι γενικού θεολογικού περιεχομένου, για παράδειγμα διασώζουν συγγράμματα του Θεοφυλάκτου, του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, του Μεγάλου Βασιλείου, κ.ά. Υπάρχουν μόνο έξι σλαβικά χειρόγραφα».
Μια χρονιά αργότερα, τον Αύγουστο του 1845, έφτασε στον Άγιον Όρος ο Πορφύριος Ουσπένσκι. Μέσα σε οκτώμισι μήνες επισκέφτηκε και τα 20 μοναστήρια, τις επτά σκήτες και κάποια Κελλιά. Στα κείμενά του περιγράφει με λεπτομέρειες τις εργασίες του σχετικά με τα χειρόγραφα και τις εικόνες και θεωρεί πως η έκδοση πολλών κωδίκων είναι ικανή να αλλάξει την επιστήμη. Σε μια επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Τολστόι (1801–1873), με ημερομηνία 4.10.1858, αναφέρει τα ακόλουθα αναφορικά με τη βιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Παντελεήμονα: «Μέχρι σήμερα στην Εσφιγμένου και στο Ρωσικό έχω μελετήσει πλήρως 80 αρχαία ελληνικά και σλαβονικά χειρόγραφα και συνέκρινα προσεκτικά τις ποικίλες εκδοχές τμημάτων της Παλαιάς Διαθήκης που περιέχονται στο χειρόγραφο ελληνικό Μηναίο του 14ου αιώνα, στις σημερινές έντυπες εκδόσεις των Μηναίων, ελληνικών και σλαβονικών, και στην έκδοση της Βίβλου του Tischendorf (1850)». Από αυτό το κείμενο αποκτούμε μια αμυδρή εικόνα για τα λειτουργικά βιβλία της μονής του Αγίου Παντελεήμονα.
Κατά τη δεύτερη επίσκεψή του, ο Ουσπένσκι σημείωσε στο ημερολόγιό του: «23 Απριλίου 1861. Πάσχα. Στη Μονή Παντελεήμονα. Κατά τη διάρκεια του Εσπερινού, 20 ιερομόναχοι διάβασαν το καθιερωμένο απόσπασμα από το Ευαγγέλιο, εκτεινόμενοι σε ευθεία γραμμή από την Αγία Τράπεζα μέχρι τις δυτικές πόρτες του ναού. Καθένας τους κρατούσε στα χέρια του από ένα τυπωμένο Ευαγγέλιο επενδυμένο με βελούδο και ασημόχρυσες εικόνες. Οι Ρώσοι μοναχοί είναι πλούσιοι!».
Ωστόσο, ο πλούτος αυτός περιοριζόταν σε έντυπα κυρίως βιβλία και μάλιστα των τελευταίων χρόνων. Η εκτίμηση για το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης σε χειρόγραφους κώδικες και χρυσόβουλα είναι απογοητευτική: «Η βιβλιοθήκη της ρωσικής μονής είναι πολύ φτωχή. Στο παρελθόν, εξαιτίας αναταραχών που άγγιξαν το Άγιο Όρος, και κατά την προσωρινή ερήμωση της μονής τα περισσότερα από τα βιβλία και τα χειρόγραφα λεηλατήθηκαν, αλλά ... διασώθηκαν τα καλύτερα και πολυτιμότερα, τα ιερά λείψανα και περισσότερες από 50 βασιλικές και άλλες επιστολές, μεταξύ των οποίων και 4 επιστολές Ρώσων τσάρων, του Θεοδώρου Ιωάννοβιτς (7100, 5 Σεπτεμβρίου), του Μιχαήλ Φεοντόροβιτς (7134, 29 Ιουλίου), του Αλεξέι Μιχαήλοβιτς (7168, 29 Φεβρουαρίου), του Ιωάννη και Πέτρου Αλεξέεβιτς (7198, 31 Μαΐου) και μία του Πατριάρχη Ρωσίας Ιώβ (7199, 6 Μαρτίου).
Στο επόμενο διάστημα, με πρωτεργάτη τον Λεωνίδα Κάβελιν (1822–1891), εκδίδεται μια σειρά από έγγραφα της μονής. Μέρος των εγγράφων δημοσιεύθηκε στη Χερσώνα το 1867 στο Историческое обозрение Афонских славянских обителей Зографа, Руссика и Хилендара [= Ιστορική ανασκόπηση των αγιορείτικων σλαβικών μοναστηριών Ζωγράφου, Ρωσικού και Χιλανδαρίου]. Στη συνέχεια, το 1868, στον 24ο τόμο του περιοδικού Гласник, српског ученог друштва [Glasnik, Srpskoga učenog društva = Αγγελιοφόρος, Σερβική Εταιρεία Μελετών] δημοσιεύτηκαν ολόκληρες 18 επιστολές (15 Σέρβων και 3 Βλάχων ηγεμόνων). Τέλος, το 1873, στο Κίεβο, με δαπάνες της ίδιας της μονής, εκδόθηκαν οι «Πράξεις της Ρωσικής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στον ιερό Άθωνα» (Акты русского на Святом Афоне монастыря Святого Пантелеимона), 86 συνολικά εγγραφές. Η δημοσίευση χαρακτηρίζεται για το υψηλό επιστημονικό της επίπεδο: τα ελληνικά και τα ρουμανικά κείμενα είχαν παράλληλες μεταφράσεις στα ρωσικά, πολλά από τα έγγραφα συνοδεύονταν από επεξηγηματικές σημειώσεις και στην αρχή του βιβλίου υπήρχε σύντομη ιστορία της μονής.
Επί ηγουμενίας Μακαρίου (1875–1889), η μονή διεξήγαγε εκτεταμένες εκπαιδευτικές και εκδοτικές δραστηριότητες, διανέμοντας στους πιστούς εκατομμύρια φυλλάδια, μπροσούρες και βιβλία θρησκευτικού και ηθικού περιεχομένου. Από αυτή την περίοδο έχουμε τη μαρτυρία ενός προσκυνητή: «Η Βιβλιοθήκη προκαλεί ευχάριστη εντύπωση με την καθαριότητα και την τάξη της, όπου μακριές βιβλιοδετημένες σειρές κρυφοκοιτάζουν πίσω από το τζάμι. Υπάρχουν έντυπα βιβλία για όλους τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης. Το τμήμα των χειρογράφων είναι λιγότερο εκτεταμένο και ενδιαφέρον από ό,τι σε άλλα μοναστήρια του Άθω. Πιθανότατα είναι αποτέλεσμα των διαφωνιών που συνέβησαν πρόσφατα μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, συνειδητοποιώντας τη μεγάλη αξία των αρχαίων γραπτών μνημείων, οι μοναχοί είναι πρόθυμοι να αγοράσουν χειρόγραφα, εάν διατεθούν προς πώληση από άλλες μονές του Άθω. Απλώς δεν ξέρω αν τέτοιες αγορές είναι επιτυχημένες, ειδικά επειδή δεν υπάρχουν καθόλου ειδικοί που θα μπορούσαν να αξιολογήσουν μιαν αγορά. Συναντήσαμε έναν βιβλιοθηκονόμο, τον πατέρα Ματθαίο, ο οποίος φαίνεται να γνωρίζει απέξω όλους τους καταλόγους και τους τίτλους των βιβλίων της βιβλιοθήκης που του εμπιστεύτηκαν»
Το 1880 οι κώδικες ανέρχονται στους 264, και το 1895 ο Σπυρίδων Λάμπρος καταγράφει 1.027, με 99 από αυτούς περγαμηνούς. Η αύξηση προήλθε κυρίως από αγορές της μονής από διάφορους κελλιώτες μοναχούς, κυρίως Έλληνες, οι οποίοι πωλούσαν τους περγαμηνούς κώδικες έναντι 10–30 λιρών, καθώς και «ἐκ διαφόρων ἄλλων βεβήλων μοναχῶν», όπως χαρακτηριστικά λέει ο Γεράσιμος Σμυρνάκης (1862–1935).
Στις αρχές του 20ού αιώνα οι κώδικες έφτασαν τους 1.500 χάρη στις προσπάθειες του βιβλιοφύλακα Ματθαίου. Στις 31.7.1908 ο Πετί (Louis Petit), σε επιστολή του προς τον Ματθαίο, τον ενημερώνει για τα βιβλία που αγόρασε ο ίδιος για εκείνον στη Φλωρεντία και προγραμματίζει να τα στείλει με Γάλλους προσκυνητές.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η μονή είναι απομονωμένη από τη Ρωσία. Υπάρχει μια σύντομη μαρτυρία αυτής της περιόδου από τον Σκωτσέζο Σίντεϋ Λοχ (Sidney Loch), ο οποίος επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη της μονής εκείνα τα χρόνια: «… αρκετές σλαβικές περγαμηνές, δεκάδες σλαβικά εκκλησιαστικά βιβλία που γράφτηκαν πριν από τον 19ο αιώνα και ένα σημαντικό ποσοστό σύγχρονης θεολογικής γραμματείας».
Στα τέλη του 20ού αιώνα, εκτός από τα 25.000 έντυπα βιβλία καταμετρώνται και 1.920 χειρόγραφοι κώδικες (1.320 στα ελληνικά και 600 στα σλαβονικά), από τους οποίους οι 110 περγαμηνοί.
Τον Απρίλιο του 2007 ξεκίνησε η συγκέντρωση σε ενιαίο αποθετήριο και η καταλογογράφηση του αποθέματος της βιβλιοθήκης (έντυπου και χειρόγραφου), που ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2009. Επρόκειτο για συστηματική εργασία αναζήτησης, συγκέντρωσης και συστηματοποίησης του αρχειακού υλικού από ομάδα εργασίας με επικεφαλής τον ιερομόναχο Μακάριο (Μακιένκο).
Κατά τις πυρκαγιές και τις διάφορες φυσικές καταστροφές του παρελθόντος, οι μοναχοί διέσωσαν τα έγγραφα και τα βιβλία και τα διέσπειραν σε διάφορα σημεία της μονής. Διασπάστηκε έτσι πλήρως η θεματική ταξινόμηση και η χρονολογική σειρά τους. Ως εκ τούτου, το υλικό που συγκεντρώθηκε το 2007 ήταν ένας πελώριος όγκος από κάθε λογής έγγραφα. Κάθε βιβλίο και κάθε έγγραφο καθαρίστηκε με σύγχρονες μεθόδους, ώστε να απαλλαγεί από έντομα και προνύμφες, ενώ παράλληλα κατασκευάστηκε ειδικός χώρος, εξοπλισμένος με σύγχρονα βιβλιοστάσια και ερμάρια για έγγραφα, όπου εξασφαλίστηκε σταθερή θερμοκρασία (18° C) και υγρασία (περίπου 55%).
Συγχρόνως ταξινομήθηκε συστηματικά το ετερογενές υλικό: πραγματοποιήθηκε περιγραφή του υλικού, χρονολόγηση, καταλογογράφηση, ψηφιοποίηση ιδιαίτερα πολύτιμων και ευαίσθητων χειρογράφων και δημιουργία βάσης δεδομένων.
Σήμερα οι εργασίες αυτές έχουν ολοκληρωθεί, ενώ εκδόθηκε και σχετικός κατάλογος 543 σελίδων με πλούσια εικονογράφηση (Каталог архивного фонда Русского Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне, 2015).
Βάσει της μελέτης αυτής, τα χειρόγραφα της μονής ανέρχονται πλέον σε 2.399 τίτλους και τα έντυπα σε 42.640 τίτλους.
Αρχείο. Το αρχείο της Μονής περιέχει μοναδικά τεκμήρια που μαρτυρούν τόσο τη λογιότητα των τροφίμων της, όσο και τον συνδυασμό της ελληνικής με τη σλαβική χριστιανική και μοναστική παράδοση.
Ειδικότερα περιέχει μια συλλογή εγγράφων που αποτυπώνουν τη λειτουργία και τη δράση της μονής κυρίως τα τελευταία 300 χρόνια. Ωστόσο, υπάρχουν και έγγραφα από παλαιότερες εποχές, με το αρχαιότερο να χρονολογείται στο 1030.
Ο έντυπος κατάλογος του αρχείου περιλαμβάνει 60 ενότητες. Η σημαντικότερη για την ιστορία της μονής είναι η ενότητα 10 με εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εγγράφων (278 φάκελοι). Με βάση τα αρχειακά έγγραφα της ενότητας αυτής, μπορούν να μελετηθούν τα προβλήματα των ελληνορωσικών διαφωνιών του 1874–1875, η ονοματολατρία, οι περιουσιακές σχέσεις με άλλα μοναστήρια κλπ.
Η ιστορία της μονής για την περίοδο 1030–1814 συμπληρώνεται και με την ενότητα 16, όπου περιλαμβάνονται οι σημειώσεις των δεκαετιών 1860 και 1870 (που εκδόθηκαν το 1873) του βιβλιοθηκάριου της μονής Αζαρία. Το έντυπο αυτό εξακολουθεί να είναι σχεδόν η μοναδική πηγή για τη μελέτη της ιστορίας του μοναστηριού.
Δύο ενότητες παρουσιάζουν όλα τα εκδοτικά έργα της μονής τα τελευταία 150 χρόνια. Η ενότητα 50 περιέχει το εκδοτικό αρχείο της μονής για τα έτη 1860 έως 1991 και η ενότητα 51 αρχειακά έγγραφα αναφορικά με τη βιβλιοθήκη για τα έτη 1840 έως 1980.
Αξίζει να αναφέρουμε επίσης της ενότητα 11, όπου έχουν καταχωριστεί ημερολόγια, επιστολές και σημειώσεις του Ιερομονάχου Βλαδίμηρου Κολέσνικοφ (Владимир Колесников) για τα έτη 1889–1918. Ο Βλαδίμηρος σε όλη τη μοναστική του ζωή κρατούσε ημερολόγιο και άφησε πίσω του 39 τετράδια με μια σχεδόν φωτογραφική περιγραφή της καθημερινότητας του μοναστηριού. Επίσης, ήταν επί 40 χρόνια αρχισυντάκτης του περιοδικού Душеполезный собеседник (Ψυχής Συνομιλητής) που εξέδιδε το μοναστήρι.
Χειρόγραφοι Κώδικες. Μετά τις εργασίες ταξινόμησης, τα χειρόγραφα της μονής (2.399 τίτλοι) συμπεριλήφθηκαν στον γενικό ηλεκτρονικό κατάλογο των εντύπων, κρατώντας παράλληλα τους παλαιότερους αριθμούς καταλόγου.
Κατά τις εργασίες εντοπίστηκαν και μη καταλογογραφημένα χειρόγραφα. Έτσι, εκτός από την καταγραφή, πάνω από 750 χειρόγραφα που δεν είχαν περιγραφεί προηγουμένως, προστέθηκαν στον γενικό κατάλογο. Ταυτόχρονα διαπιστώθηκε πως 50 ήδη καταλογογραφημένοι κώδικες (20 ελληνικοί και 30 σλαβονικοί) είχαν χαθεί.
Συνολικά ο κατάλογος περιλαμβάνει σήμερα 1.494 ελληνικούς κώδικες, 494 σλαβονικούς, 366 ρωσικούς, και 45 σε άλλες γλώσσες.
Κατά την καταλογογράφηση, στα ελληνικά χειρόγραφα προστέθηκαν περίπου 175 κώδικες, σε σχέση με τους παλαιότερους καταλόγους. Κάποιοι χρονολογούνται στον 19ο αιώνα, ενώ άλλοι είναι αρχαιότεροι. Πολλοί αποτελούν σπάνια δείγματα καλλιγραφικής τέχνης και περιέχουν μεγάλο αριθμό μικρογραφιών και διακοσμητικών στοιχείων. Πρόκειται κυρίως για λειτουργικά κείμενα.
Από τα ελληνικά χειρόγραφα επισημαίνουμε τα παρακάτω τέσσερα:
- Ο περγαμηνός Κώδικας 2, ένας από τους σπουδαιότερους του Όρους. Πρόκειται για βυζαντινό ευαγγελιστάριο του 11ου αιώνα,στολισμένο με πολύτιμους λίθους, που περιέχει παραστάσεις των τριών συνοπτικών ευαγγελιστών (Μάρκου, Ματθαίου και Λουκά), πέντε παραστάσεις από τον κύκλο του Δωδεκαόρτου και πλήθος σκηνών από το έργο του Χριστού.
- Ο περγαμηνός Κώδικας 6 του 11ου αιώνα. Διασώζει 16 λόγους του Γρηγορίου, συνοδευόμενους από 29 εξαιρετικές μικρογραφίες σχετικές με το κείμενο, ενώ είναι διακοσμημένος με επίτιτλα και αρχιγράμματα.
- Ο περγαμηνός Κώδικας 99.2 (052 στην αρίθμηση Gregory–Aland), που χρονολογείται στον 10ο αιώνα. Περιλαμβάνει τμήμα της Αποκάλυψης του Ιωάννη μαζί με την ερμηνεία του Ανδρέα Καισαρείας. Το κείμενο είναι δίστηλο, σε κεφαλαιογράμματη γραφή, με 27 αράδες ανά σελίδα.
- Ο περγαμηνός Κώδικας 28 (1093 στην αρίθμηση Gregory–Aland), που χρονολογείται στον 14ο αιώνα. Διασώζει τα τέσσερα Ευαγγέλια σε μικρογράμματη γραφή, μαζί με σχολιασμό τους. Το κείμενο είναι μονόστηλο, με 25 αράδες ανά σελίδα.
Στα σλαβονικά χειρόγραφα της μονής περιλαμβάνονται και εκείνα της μονής του Ξυλουργού και της παλαιάς μονής του Αγίου Παντελεήμονα. Εξαιτίας της πυρκαγιάς στη μονή του Ξυλουργού, το αρχείο και μέρος της βιβλιοθήκης έχουν καταστραφεί. Σώθηκαν 33 χειρόγραφα, τα οποία εντάχθηκαν στο κύριο σώμα των εκκλησιαστικών χειρογράφων, διατηρώντας και εδώ τους αριθμούς του αρχικού καταλόγου τους.
Αυτή η συλλογή περιέχει χειρόγραφα από τον 11ο έως τον 19ο αιώνα, στα οποία προστέθηκαν και εκείνα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού αιώνα. Πρόκειται ως επί το πλείστον για υμνογραφικά κείμενα. Πολλά αποτελούν εξαίρετο δείγμα καλλιγραφίας και επιπλέον κοσμούνται με όμορφα στοιχεία και μικρογραφίες (μινιατούρες).
Τα ρωσικά χειρόγραφα περιέχουν έργα των μοναχών της μονής και διαφόρων Ρώσων συγγραφέων του δεύτερου μισού του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Πρόκειται για κείμενα κυρίως θεολογικά και ιστορικά.
Το τέταρτο τμήμα των κωδίκων περιλαμβάνει χειρόγραφα σε διάφορες γλώσσες (10 ευρωπαϊκές και ανατολικές γλώσσες). Το παλαιότερο είναι ένα αβησσυνιακό περγαμηνό Ευαγγέλιο του 7ου αιώνα.
Έντυπα Βιβλία. Σύμφωνα με την καταλογογράφηση των εντύπων, υπάρχουν 42.640 τίτλοι, 88.272 τόμοι και άλλα 40.000 αντίτυπα από διάφορες μπροσούρες σχετικές με τη ρωσική προεπαναστατική περίοδο.
Επίσης, η βιβλιοθήκη περιέχει 792 έντυπα με αφιερώσεις των συγγραφέων τους ή άλλων διάσημων προσώπων.
Τα έντυπα βιβλία ξεκινούν από το 1492 και κατατάσσονται σε τρεις βασικές ομάδες: α) 1492–1917 (24.679 τίτλοι), β) 1917–1991 (5.945 τίτλοι) και γ) 1991 και εξής (11.952 τίτλοι).
Οι εκδόσεις από το 1492 έως το 1799 χαρακτηρίζονται ως σπάνιες και είναι τοποθετημένες σε ειδική ενότητα. Πρόκειται για 1.200 εκδόσεις, οι οποίες αποκτήθηκαν χάρη στη συστηματική προσπάθεια που κατέβαλε ο βιβλιοθηκάριος της μονής Ματθαίος Ολσάνσκι.
Το τμήμα των σπάνιων εντύπων διακρίθηκε σε δύο τομείς. Ο πρώτος είναι τα εκκλησιαστικά σλαβονικά βιβλία, στα οποία περιλαμβάνονται και 7 μοναδικές εκδόσεις, πολύτιμες για την ιστορία της εκκλησιαστικής σλαβονικής τυπογραφίας.
Πρόκειται για τα εξής:
- «Миссал. Богослужебная книга католической Церкви, содержащая в себе чинопоследования мессы». 400 σ. (αρ. κατ. L011379). Η «Σύνοψη», έντυπο που περιέχει εκκλησιαστικές ακολουθίες, τυπώθηκε πιθανώς στα τέλη του 15ου αιώνα στην Ίστρια, στο μοναστήρι του τάγματος των Βενεδικτίνων. Είναι ένα από τα πρώτα στην ιστορία των γλαγολιτικών εκδόσεων στη νοτιοσλαβική γλώσσα.
- «Октоих». 356 σ. (αρ. κατ. L038231). Έκδοση του 1510, που εκδόθηκε στο Τσετίνιε (Cetinje) από τον ιερομόναχο Μακάριο, τον εκδότη του πρώτου σλαβικού βιβλίου σε κυριλλικό αλφάβητο, του Ψαλτηρίου Cetinje. Η Οκτώηχος τυπώθηκε σε σχήμα folio και στο ίδιο τυπογραφείο με τη «Σύνοψη», κατ’ εντολή του ηγεμόνα της Βλαχίας Βλαντ Ε΄ του νεότερου (βλ. Булгаков, Иллюстрированная, σ. 178).
- «Служебник. Литургиарион». 480 σ. (αρ. κατ. L034203). Το « Διακονικό-Λειτουργικό» είναι έκδοση του 1519 που τύπωσε στη Βενετία ο διάσημος τυπογράφος Μπόζινταρ Βούκοβιτς (Božidar Vuković) από την Ποντγκόριτσα. Είναι το πρώτο έντυπο στην εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα που τυπώθηκε στη Βενετία. Είναι σε σχήμα 4ο, με 240 φύλλα, 19 γραμμές ανά σελίδα. Το αντίτυπο της μονής είναι κολοβό (388 σ.) (βλ. Булгаков, Иллюстрированная, σ. 175–176).
- «Октоих». 448 σ. (αρ. κατ. L034803). Έκδοση του 1539 που τυπώθηκε στην Πρίστινα από τον Δημήτρη (Σέρβο), σε σχήμα folio, με 224 φύλλα, 27 γραμμές ανά σελίδα, με ξυλογραφία που απεικονίζει το Καθολικό της μονής Γκρατσάνιτσα (στο αντίτυπο της μονής Παντελεήμονος η ξυλογραφία έχει εκπέσει) (βλ. Булгаков, Иллюстрированная, σ. 180).
- «Апостол». 536 σ. (αρ. κατ. L034429). Έκδοση των Πράξεων των Αποστόλων του 1547, τυπώθηκε από τον Δημήτριο Λογοθέτη κατά την ηγεμονία στη Βλαχία του Μιρκέα του Βοσκού, σε σχήμα 4ο, με 268 φύλλα, 22 γραμμές ανά σελίδα (κάποτε και 23). Στην αρχή των Πράξεων ξυλογραφία με το οικόσημο του βοεβόδα. Το αντίτυπο της μονής είναι κολοβό (370 σ.) (βλ. Булгаков, Иллюстрированная, σ. 176).
- «Служебник». 280 σ. (αρ. κατ. L034477). Το «Διακονικό» είναι έκδοση του 1554 που τυπώθηκε στη Βενετία από τον Βικέντιο Βούκοβιτς, γιο του Μποζιντάρ, του πρώτου τυπογράφου και εκδότη σέρβικων βιβλίων στο Μαυροβούνιο. Το βιβλίο σε σχήμα 4ο, με 240 φύλλα. Πρόκειται για ανατύπωση του «Служебник» του 1519. Το αντίτυπο της μονής είναι κολοβό (146 σ.) (βλ. Булгаков, Иллюстрированная, σ. 179).
- «Триодь Постная». 256 σ. (αρ. κατ. L032625). Το Τριώδιο μαζί με τις ακολουθίες της Σαρακοστής είναι έκδοση του 1561, που τυπώθηκε στη Βενετία από τον τυπογράφο του Μαυροβουνίου Βικέντιο Βούκοβιτς. Το κείμενο καταλαμβάνει 30 γραμμές ανά σελίδα και συνοδεύεται από εικόνες αγίων και σύμβολα των Ευαγγελιστών (βλ. Булгаков, Иллюстрированная, σελ. 179).
Εκτός από τα έντυπα αυτά, η τυπογραφία σε εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα, δηλαδή στη συντηρητική σλαβική λειτουργική γλώσσα που χρησιμοποιείται από πολλές ορθόδοξες χριστιανικές εκκλησίες σε διάφορες χώρες, αντιπροσωπεύεται από πολλές εκδόσεις της ρωσικής τυπογραφίας, η παλαιότερη από τις οποίες είναι η ερμηνεία του Ευαγγελίου από τον Θεοφύλακτο της Βουλγαρίας («Толкование Евангелия Феофилактом Болгарским»), που τυπώθηκε στη Βίλνα το 1600 και εκτείνεται σε 786 σ. (αρ. κατ. L028912).
Ο άλλος μεγάλος τομέας του τμήματος σπάνιων βιβλίων περιλαμβάνει αρχέτυπες και μεταγενέστερες εκδόσεις στα λατινικά, τα ελληνικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Μεταξύ άλλων ας αναφερθούν: α) το Liber Regulae Pastoralis του πάπα Γρηγορίου Α΄ στα λατινικά, που τυπώθηκε σε 56 φύλλα στη Βενετία στις 13.12.1492 από το τυπογραφείο του Hieronymus de Paganinis (αρ. κατ. L025975), β) η έκδοση Επιστολών του Μεγάλου Βασιλείου, του σοφιστή Λιβανίου, του πλατωνιστή Χίωνα από τον Πόντο, κλπ., στα ελληνικά, που τυπώθηκε στη Βενετία τον Μάρτιο του 1499 από τον Άλδο Μανούτιο (αρ. κατ. L031501).
Ο Θωμάς Παπαδόπουλος στις Βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους (2000, σ. 8) αναφέρει ότι η πρώτη ελληνική έκδοση που εντόπισε ανάγεται στο 1520 και πρόκειται για το έργο του Γενναδίου Σχολαρίου Περὶ τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας ἀνθρώπων.
Η παλαιότερη έντυπη έκδοση της Αγίας Γραφής στα ελληνικά είναι του 1518 («Πάντα τὰ κατ’ ἐξοχὴν καλούμενα βιβλία, θείας δηλαδὴ Γραφῆς Παλαιᾶς τε καὶ Νέας»), που τυπώθηκε στη Φλωρεντία από τον Άλδο και τον πεθερό του Ανδρέα.
Η παλαιότερη έκδοση της Αγίας Γραφής στην εκκλησιαστική σλαβονική είναι η συνοδική έκδοση του 1751 (Αγία Πετρούπολη).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ως προς τις περιοδικές εκδόσεις η Βιβλιοθήκη διαθέτει όλα τα εκκλησιαστικά και χριστιανικά περιοδικά της προεπαναστατικής Ρωσίας. Ευκαταφρόνητο δεν είναι και το τμήμα με τις περιοδικές εκδόσεις που κυκλοφόρησαν από Ρώσους μετανάστες σε διάφορα σημεία του πλανήτη, καθώς οι εκδότες θεωρούσαν χρέος τους να αποστέλλουν αντίτυπα στο μοναστήρι.
Λόγιοι μοναχοί της μονής. Ο Βενέδικτος έφυγε κατά την επανάσταση, δίδαξε στην ιερατική σχολή του Πόρου που ίδρυσε ο Καποδίστριας, επέστρεψε στη μονή, όπου πέθανε το 1840. Εκδόθηκε η ακολουθία που έγραψε στην εικόνα της Θεοτόκου του «Άξιον εστί». Υπάρχουν και άλλα έργα του ανέκδοτα, ακολουθίες και εγκώμια.
Ο Προκόπιος Δενδρινός ακολούθησε την ίδια πορεία. Έφυγε κατά την επανάσταση, δίδαξε στην σχολή του Πόρου και επέστρεψε στη μονή για να πεθάνει εκεί το 1848. Τύπωσε το 1814 σε νέα έκδοση, με δαπάνη της μονής, τον Θηκαρά (Βιβλίον καλούμενον Θηκαρᾶς περιέχον Ὕμνους τε καὶ Εὐχάς) στο Ιάσιο. Το 1831 εξέδωσε στην Αίγινα το έργο Ὁδηγός, ἤτοι Εἰσαγωγὴ εἰς τὰς Θείας Γραφάς· το 1832 στο Ναύπλιο το Ἐγκόλπιον ἱερόν, ἤτοι σπούδασμα ἀποδεικτικὸν ἀπὸ τῶν Ἱερῶν Γραφῶν· το 1835 στην Κωνσταντινούπολη το πόνημα Ἀνασκευή. Σχεδὸν κατὰ γράμμα, τοῦ κατὰ τῆς καταγωγῆς τοῦ Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀναφανέντος Βιβλιαρίου· το 1841 στην Αθήνα μια κατήχηση με τον τίτλο Διδασκαλία Χριστιανική, ἤτοι Ἱερὰ Κατήχησις τῶν ὀρθῶν δογμάτων.
Ο Ιωάννης Συμεωνίδης, «ἐκ τῆς κατὰ Μακεδονίαν χώρας Ταρλιζίου», και πρώην διδάσκαλος «τῆς ἐν Μεγάλῳ Τουρνόβῳ Σχολῆς», εξέδωσε στην Πέστη το 1840, στα ελληνικά, το έργο Κῆπος Πολυανθής, ὅστις περιέχει φυτὰ πολυποίκιλα.
Ο Αζαρίας τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη το 1861 σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και ρωσικά) το πόνημα Ἀνωτέρα ἐπισκίασις ἐπὶ τοῦ Άθω, ἤτοι διηγήσεις περὶ τῶν Ἁγίων καὶ Θαυματουργῶν καὶ ἐν Ἄθω δοξασθεισῶν Εἰκόνων τῆς Θεοτόκου καὶ ἄλλων Ἁγίων.
Περί το 1840 εγκαθίσταται στη μονή ο Ιερώνυμος Σολομέγκωφ, ο οποίος εγκατέστησε τυπογραφείο και επιδόθηκε κυρίως στην εκτύπωση διαφωτιστικών φυλλαδίων περί Αγίου Όρους και ιδιαίτερα περί της μονής Αγίου Παντελεήμονος, τα οποία διανέμονταν ευρύτατα στη Ρωσία, γεγονός που συντέλεσε στην αθρόα προσέλευση μοναχών από εκεί.
Καλλιγράφος τον 19ο αιώνα αναδείχθηκε ο Διονύσιος Αγιαρτεμίτης της Πεντελεήμονος.
Ο βιβλιοθηκάριος της μονής Ματθαίος Ολσάνσκι. Περίπου από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα και μέχρι τις αρχές του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βιβλιοθήκη και οι βιβλιοθηκονόμοι της μονής του Αγίου Παντελεήμονα άρχισαν να παίζουν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη των ανθρωπιστικών επιστημών. Εκείνη την εποχή τεράστιος αριθμός Ρώσων επιστημόνων ήρθε στον Άθω, πολλοί από τους οποίους αλληλογραφούσαν στη συνέχεια με τους μοναχούς της μονής Αγίου Παντελεήμονα. Μέρος αυτών των επιστολών απευθύνονται στον βιβλιοθηκονόμο της μονής Ματθαίο.
Ο Ματθαίος (Матфей Ольшанский) γεννήθηκε στο Χάρκοβο. Έγινε μοναχός στην Όπτινα σε ηλικία 19 ετών. Το 1863 έρχεται στο Άγιον Όρος, στη μονή Παντελεήμονος, και γίνεται βοηθός του τότε βιβλιοθηκαρίου Αζαρία μέχρι το 1874. Τα επόμενα χρόνια βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη και στους Αγίους Τόπους. Το 1878 αναλαμβάνει τη θέση του βιβλιοφύλακα και τη διατηρεί μέχρι τον θάνατό του το 1911. Ταυτόχρονα ήταν γραμματέας της μονής και υπεύθυνος για την επίσημη αλληλογραφία.
Ο Ματθαίος συγκέντρωνε πληροφορίες για τα χειρόγραφα και τα σπάνια παλαίτυπα τα οποία μπορούσαν να αγοραστούν όχι μόνο στο Άγιον Όρος, αλλά και από αλλού, όπως από τη μονή του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στη Πάτμο, τους Άγιους Τόπους, τη Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη, την Αγία Πετρούπολη κλπ. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε σε λειτουργικά χειρόγραφα.
Ταυτόχρονα συγκέντρωνε αντίγραφα κειμένων που του χρειάζονταν για την έρευνά του. Ένας από τους συνεργάτες του ήταν ο μητροπολίτης Πηλουσίου Αμφιλόχιος, οι επιστολές του οποίου φυλάσσονται στο Αρχείο της μονής. Ο Ματθαίος αγόραζε πολλά νέα βιβλία από τη Ρωσία και την Ευρώπη και ενημερωνόταν γενικότερα για τις νέες εκδόσεις.
Στο Αρχείο της μονής Παντελεήμονος φυλάσσονται δεκάδες επιστολές από την αλληλογραφία του με γνωστούς Γάλλους και Έλληνες βυζαντινολόγους (Émile Legrand, Louis Petit, Gabriel Millet, Μανουήλ Γεδεών, Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, Σπυρίδων Λάμπρος). Ο Λεγκράν, για παράδειγμα, συγκεντρώνοντας υλικό για τη συγκρότηση της Ελληνικής Βιβλιογραφίας (Bibliographie Hellénique) συνεργάζεται στενά με τον Ματθαίο. Η αλληλογραφία τους ξεκίνησε στις 26.10.1891, όταν ο Λεγκράν αναζητούσε στοιχεία για τον τρίτο τόμο του 17ου αιώνα. Ο Ματθαίος στέλνει έναν κατάλογο με τίτλους εντύπων. Ο Λεγκράν μάλιστα αναφέρει το όνομα του Ματθαίου στα εξής βιβλία του τόμου: 179, 285, 286, 351, 484, 485, 486, 494, 495.
Συνεχίζοντας τη δουλειά του στο τέταρτο τόμο της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 17ου αιώνα (1896), ο Λεγκράν ζητάει τις γνώσεις του Ματθαίου για την περιγραφή ενός Ανθολογίου του 1697, που ο ίδιος γνώριζε μόνον από την σύντομη περιγραφή του Α. Παπαδόπουλου-Βρετού.
Στις 19 Ιανουαρίου 1897 ο Λεγκράν παρακαλεί «ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ φωτογραφηθῆ ἢ τουλάχιστον νὰ αντιγραφῆ πιστῶς καὶ ἀπαραλλάκτως τὸ προμετώπιον τῶν Ἀνδραγαθειῶν τοῦ Μιχαὴλ βοεβόδα» (ἀριθμ. 218 τοῦ Ἐσφιγμένου). «Δυστυχῶς ὅμως», συνεχίζει ο Λεγκράν, «τὸ ῥηθὲν αντίτυπον εἶναι ἐλλιπές, καὶ πολὺ πιθανῶς δὲν ὑπάρχει φωτογράφος ἐν τῇ μονῇ τοῦ Ἐσφιγμένου, ἥτις μακρὰν ἀπέχει τῆς ὑμετέρας». Στην ίδια επιστολή μνημονεύει και την έκδοση των Μύθων του Γεωργίου του Αιτωλού, την οποία είχε κάνει πριν από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο περιλαμβάνοντας μάλιστα πληροφορίες για τον συγγραφέα άγνωστες στον Λάμπρο. Εκδόθηκε στη Bibliothèque Grecque vulgaire. Η έκδοση του Λάμπρου φέρει τον τίτλο Μῦθοι καὶ ἀποσπάσματα τοῦ Σπανέα, νῦν τὸ πρῶτον ἐκδιδώμενα ὑπὸ Σπυρ. Π. Λάμπρου (Αθήνησιν 1896).
Εκτός από τα έντυπα αυτά, ο Ματθαίος αναφέρει ότι στη βιβλιοθήκη της μονής φυλάσσονται και αυτόγραφα γνωστών λογίων του 16 αιώνα όπως του Μάξιμου Μαργούνιου προς τον Δαβίδ Εσχέλιο (David Hoeschel) (περισσότερα από τριάντα). O Λεγκράν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα και ζητάει αντίγραφα: «Τὰ δὲ τοῦ Μαργουνίου ὠφελιμώτατά μοι εἰσίν, οὐ μόνον τὰ πρὸς τὸν Δ. Ἐσχέλιον, ἀλλὰ καὶ τὰ πρὸς ἄλλους, μάλιστα δὲ ἐὰν ὦσι, καθὼς μὲ πληροφορεῖς, ἰδιόγραφα αὐτὰ τὰ γράμματα». Η συνεργασία τους με αντιγραφές επιστολών και έργων του Μαργούνιου θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Στην επιστολή του από 24.10.1901 ο Λεγκράν ευχαριστεί τον Ματθαίο για το βιβλιογραφικό σημείωμα σχετικά με τη μετάφραση της Κλίμακος του Αγ. Ιωάννη από τον Μάξιμο Μαργούνιο. Η τελευταία επιστολή του Λεγκράν είναι στις 16.6.1903, χρονιά του θανάτου του.
Ο Γκαμπριέλ Μιλλέ (Gabriel Millet) γνώρισε τον Ματθαίο στο Άγιον Όρος, όταν το επισκέφθηκε (1894) και ζήτησε την αντιγραφή δύο πραγματειών περί ζωγραφικής.
Ο Λουί Πετί (Louis Petit) συνεργάζεται με τον Ματθαίο για την έκδοση των κατηχητικών λόγων του Συμεών Νέου Θεολόγου. Σε επιστολή του μάλιστα (1.12.1907), ο Πετί γράφει για την πυρκαγιά στη βιβλιοθήκη του Τορίνου, όπου κάηκε το χειρόγραφο με τους 24 λόγους του Συμεών, από το οποίο είχε κάνει μόνο μερικά αντίγραφα. Όπως γράφει, η επιτυχία της έκδοσης βασίζεται μόνο στα αγιορείτικα χειρόγραφα και στηρίζεται στη βοήθεια του Ματθαίου.
Η αλληλογραφία με τον Μανουήλ Γεδεών εκτείνεται χρονικά από το 1884 έως το 1909, με βασικό αντικείμενο την έκδοση βιβλίων του Γεδεών, αλλά και ζητήματα σχετικά με την πολιτική και την κατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως η κρίση του 1886 μετά την παραίτηση του Ιωακείμ Δ΄. Μερικά από τα έργα του Γεδεών εκδόθηκαν με τη χρηματοδότηση της μονής, όπως οι Πατριαρχικοὶ πίνακες ή το Βυζαντινὸν ἑορτολόγιον.
Χάρη στην επαφή των δύο ανδρών κατάφερε να αποκτήσει η μονή κάποια χειρόγραφα, αντίγραφα από τη Βιβλιοθήκη του μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη αλλά και πρωτότυπα και αρκετά παλαίτυπα. Χαρακτηριστικά ας αναφερθούν του Ιωάννη Ματθαίου Καρυόφυλλου, Ἔλεγχος τῆς ψευδοχριστιανικῆς κατηχήσεως Ζαχαρίου Γεργανοῦ (1631), και του Πέτρου Αρκουδίου, Περὶ καθαρτηρίου πυρός, κατὰ Βαρλαάμ (1637).
Από το 1901 έως το 1911 ο Ματθαίος αλληλογραφεί με τον Αθανάσιο Παπαδόπουλο-Κεραμέα, και υπάρχουν στις επιστολές αναφορές για την έκδοση των προσκυνηταρίων των Αγίων Τόπων και τη βοήθεια που ζητάει ο Παπαδόπουλος-Κεραμεύς για την απόκτηση αντιγράφων από κώδικες των μονών Κουτλουμουσίου, Γρηγορίου και Ιβήρων. Στις επιστολές του υπάρχουν και πολλά βιογραφικά στοιχεία, όπως για τον θάνατο του πατέρα του, την άρρωστη αδερφή του, την ιστορία της μετάθεσή του στη Ρωσία, κ.ά. Ακόμη, ο Κεραμεύς φαίνεται πως συντέλεσε ώστε η μονή να αγοράζει βυζαντινά χειρόγραφα, όπως η συλλογή του Γαβριήλ Δεστούνη, «ἢ καὶ ἄλλων».
Στενή συνεργασία είχε επίσης ο Ματθαίος με τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, κατά την περίοδο προετοιμασίας του καταλόγου των αγιορείτικων χειρογράφων.
Εκτός από τους Γάλλους και τους Έλληνες, ο Ματθαίος είχε αλληλογραφία με πολλούς Ρώσους επιστήμονες. Η καταγραφή των 210 ονομάτων περιλαμβάνονται στην έκδοση της μονής (σ. 183–197) με τον κατάλογο χειρογράφων, έντυπων βιβλίων και αρχειακού υλικού (Каталог рукописей, печатных книг и архивных материалов русского Свято-Пантелеимонова Монастыря на Афоне, Гора Афон 2015).
Από τους ανθρώπους που γνώρισαν τον Ματθαίο είναι και ο βυζαντινολόγος και ιστορικός Ιβάν Σοκόλοφ (1865–1939), ο οποίος επισκέφτηκε τον Άθω στις αρχές του 20ού αιώνα και, εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα του βιβλιοθηκάριου, έγραφε: «Θα γράψουμε μόνο για τον βιβλιοθηκονόμο π. Ματθαίο, με τον οποίο θα συναντηθεί οπωσδήποτε όποιος έρχεται στον Άθω για επιστημονικούς σκοπούς. Ο π. Ματθαίος είναι ένας υπέροχος άνθρωπος από πολλές απόψεις. Καταρχήν είναι επιστήμονας με όλη τη σημασία της λέξης. Φαίνεται να μην υπάρχει κανένα γνωστικό πεδίο που να μην τον ενδιαφέρει. Οι γνώσεις του στη θεολογία, την ιστορία, την αρχαιολογία, τη φιλολογία είναι ιδιαίτερα σεβαστές. Παρεμπιπτόντως, γνωρίζει άριστα τη νέα ελληνική, την τουρκική και τη γαλλική γλώσσα, με τις οποίες, ως γραμματικός της μονής, εκτελεί την εκτενή επίσημη αλληλογραφία της μονής με το Πρωτάτο. Και οι γνώσεις του π. Ματθαίου στην ελληνική παλαιογραφία είναι εντελώς εκπληκτικές: όχι μόνο διαβάζει ελληνικά χειρόγραφα με αξιοσημείωτη δεξιοτεχνία, αλλά είναι επίσης απόλυτα εξοικειωμένος με τη σύνθεση όλων των μοναστηριακών βιβλιοθηκών του Άθω και μπορεί να δώσει λεπτομερείς πληροφορίες σε όποιον ενδιαφέρεται για αυτόν τον τομέα. Ο π. Ματθαίος αγαπά τη βιβλιοθήκη του σαν αγαπημένο παιδί. Όχι μόνο τη συγκρότησε και τη διατηρεί σε υποδειγματική κατάσταση, συντάσσοντας περιγραφές και καταλόγους, αλλά και σταδιακά την εμπλουτίζει με νέα αποκτήματα. Η τελευταία αυτή πράξη αξίζει τον μεγαλύτερο έπαινο. Ενώ οι βιβλιοθήκες των ελληνικών μοναστηριών παραμένουν “παγιωμένες” για δεκαετίες, ο π. Ματθαίος προσθέτει κάθε χρόνο στη σύνθεση της βιβλιοθήκης του Παντελεήμονα νέους κώδικες και νέους καταλόγους πολύτιμων ελληνικών κειμένων που σώζονται σε άλλες βιβλιοθήκες του Άθω. Ως αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, η νεαρή βιβλιοθήκη της Ρωσικής Μονής σήμερα δεν είναι σε καμία περίπτωση κατώτερη σε πλούτο από τις αρχαίες βιβλιοθήκες των ελληνικών μοναστηριών και από ορισμένες απόψεις τις ξεπερνά (για παράδειγμα, όσον αφορά τα χειρόγραφα σχετικά με την πρόσφατη ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας). Τα επιστημονικά πλεονεκτήματα του π. Ματθαίου είναι γνωστά σε όλους όσοι ενδιαφέρονται για την ιστορία της Χριστιανικής Ανατολής και εκτιμώνται ακόμη και στη Δύση: πριν από περίπου δύο χρόνια, ο π. Ματθαίος έλαβε επίσημη αναγνώριση από την Ακαδημία Επιστημών του Παρισιού με τον τιμητικό τίτλο του επιστήμονα, έχοντας λάβει παράλληλα και την αντίστοιχη τάξη και το δίπλωμα. Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη σε αυτόν τον άνθρωπο είναι ότι απέκτησε τις εκτενείς γνώσεις του με αυτοεκπαίδευση χωρίς προηγούμενη συστηματική εκπαίδευση. Ακόμη, ο π. Ματθαίος είναι ένας σπάνιος μοναχός από άποψη σεμνότητας και ηθικής ανδρείας. Παρά το γεγονός ότι στο μοναστήρι ο π. Ματθαίος χαίρει μεγάλης εκτίμησης, από την ταπεινοφροσύνη του, αρνείται πεισματικά να γίνει ιερομόναχος και παραμένει απλός μοναχός, κάνοντας υπακοή σαν απλός μοναχός. Ο δρόμος του είναι μόνο προς τον ναό και τη βιβλιοθήκη, και δεν ξεπερνά ποτέ τα τείχη του μοναστηριού. Περνάει όλο τον ελεύθερο χρόνο του από την υπακοή στο κελί του, ανάμεσα στους κώδικες και τα καταστατικά, και συνομιλώντας με επισκέπτες επιστήμονες, που φτάνουν στο ρωσικό μοναστήρι».
Ο Ματθαίος αξιώθηκε το μεγάλο σχήμα των μοναχών στις 27 Αυγούστου 1911 και πήρε το όνομα Ματθίας. Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου.
Βιβλιογραφία
Акты русского на святом Афоне монастыря св. великомученика и целителя Пантелеимона, Киев 1873 [Acta of Russian Monastery of Great Martyr and Healer Panteleimon on Mount Athos, Kiev 1873].
Aland Kurt & Aland Barbara, The Text of the New Testament: An Introduction to the Critical Editions and to the Theory and Practice of Modern Textual Criticism, 2η έκδ., Michigan 1995.
Афонский архив XX века. Документы Русского Свято–Пантелеимоновского монастыря 1917–1941. Москва 2014 [Athos' archives of the XX century. Documents of Russian St. Panteleimon's monastery 1917–1941. Moscow 2014].
Афонский Инок, Русский скит на Афоне Новая Фиваида. Москва 2013 [Athonite monk, Russian Skete of New Thebaid on Mount Athos, Moscow 2013].
Aubineau M., «Un nouveau "panegyricon chrysostomien" pour les fêtes fixes de l'année liturgique: Athos Panteleimon 58», Analecta Bollandiana 92 (1974), p. 79–96.
Бибиков М.В. (сост.), «Акты монастырей Афона» и «Акты Русского монастыря св. Пантелеимона на Афоне» Byzantinorossica III, с. 131–252. Москва 2018 [Bibikov V. (ed.) 1. Actes of monasteries of Athos - 2. Actes of the Russian monastery of St. Panteleimon on Athos 2018].
Бошков, М., «О односима манастира Светог Пантелеjмона са светом (извесна питања и недоумице поводом српско-руских веза)», Афон и славянский мир, с. 35–46. Святая Гора Афон 2014 [Boshkov, M., «On the relations between the monastery of Saint Panteleimon and the world (some questions and concerns regarding the Serbian-Russian relations)», Mt. Athos 2014].
Бибиков М.В. / Талалай М. / Родионова О.Д. / Герд Л., «История Русского Афона с древнейших времен до 1917 г.», История Русского Православного зарубежья. Том I, с. 184-318. Москва 2016 [Bibikov M.V. / Talalay M. / Rodionova O.D. / Gerd L., «The History of Russian Athos from Ancient Times to 1917», Moscow 2016].
Булгаков, Ф.И., Иллюстрированная история книгопечатания и типографского искусства, Т. 1. СПб., 1889.
Gerd, Lora, «Russia and Mount Athos (1878–1914)», Russian Policy in the Orthodox East:The Patriarchate of Constantinople (1878–1914), p. 84–98. Warsaw / Berlin 2014.
Герд, Лора, Русский Афон 1878–1914. Очерки церковно-политической истории, Москва 2010 [Gerd, Lora, Russian Athos 1878–1914. Sketches of church political history, Moscow 2010].
Gerd, Lora, «Ρωσικά σχέδια για το καθεστώς του Αγίου Όρους στα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων», Το Άγιον Όρος στα χρόνια της απελευθέρωσης, Πρακτικά Ζ´ διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 27–35.
Gerd, Lora, «Από την αλληλογραφία του μοναχού Ματθαίου, βιβλιοφύλακα της Ι. Μ. Αγ. Παντελεήμονος του Αγίου Ορους», Άγιον Όρος και Λογιοσύνη, Πρακτικά Η΄ διεθνούς συνεδρίου, Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 353–364.
Gerd, Lora, «Russian Research Work in the Archives of Mount Athos», Lire les Archives de l'Athos, Travaux et Memoires 23/2, Paris (2019), p. 527–551.
Δανιήλ, μοναχός, Ιστορική μελέτη περί της αναφυείσης διαφοράς εν τη κατ' Άθω ιερά μονή του Αγίου Παντελεήμονος, Πάτρα 1927.
Дмитриевский Алексей Афанасьевич, Русские на Афоне. Очерк жизни и деятельности игумена священноархимандриата Макария (Сушкина). Москва 2010 [Dmitrievsky, A.A., Russians on Mount Athos. Essay on the life and work of the abbot archimandrite Makarios (Sushkin), Moscow 2010].
Δωρόθεος, μοναχός, Το Άγιο Όρος. Μύηση στην Ιστορία του και τη ζωή του, 2 τόμ., Κατερίνη 1985.
Dykstra, T., Heresy on Mt. Athos: Conflict over the Name of God among Russian Monks and Hierarchs, 1912–1914. (χ.τ.), 1988.
Živojinović Mirjana, Οι Καταλανοί στο Άγιον Όρος σύμφωνα με τον Βίο του Αρχιεπισκόπου Δανιήλ του Β´, Αθωνικά Τετράδια 1 (2014), 9–17.
Исаченко Татьяна, «Афон: Рукописные источники в Российской Государственной Библиотеке», Quaestio Rossica 6.4 (2018), с. 995–1014. Екатеринбург 2018 [Isachenko, Tatiana, Athos: Manuscript Collections of the Russian State Library, Quaestio Rossica 6.4, Ekaterinburg (2018)].
Καράπας, Ν.Ξ., Εντυπώσεις από τον Άγιον όρος, Άγιος Παύλος ο Ξηροποταμίτης 40–43 (Σεπ.–Δεκ. 1953), 646.
Каптерев Н. Русская благотворительность монастырям Святой Горы Афонской в XVI, XVII и XVIII столетиях // Чтения в Императорском обществе истории и древностей Российских при Московском университете, Москва 1882, январь-апрель. Ч. I. [Kapterev, N., Russian Charity to the Monasteries of Mount Athos in the 16th, 17th and 18th Centuries // Readings at the Imperial Society of Russian History and Antiquities at Moscow University, Moscow 1882, January–April. Part I].
Μεταξάκης, Μελέτιος, μητροπολίτης Κιτίου, Το Άγιον Όρος και η ρωσική πολιτική εν Ανατολή, Αθήνα 1913.
Nasturel, P., «Scarlat Callimachi et le monastère de Saint-Pantéléimon», Balcania VIII, Bucarest (1945), p. 179–186.
Никитин Августин архим., «Русский Афон в записках русских паломников», Христианское чтение 4 (2016), с. 238–262. Санкт-Петербург 2016 [Augustine, archim.(Nikitin), Russian Athos in the diaries of Russian Pilgrims, Christian reading 4, Saint Petersburg (2016)].
Павловскiй А. (сост.), Спутникъ русскаго паломника по Св. Горъ Афону. Москва 1905 [Pavlovskiy, A., A companion of a Russian pilgrim to Holy Mountain Athos, Moscow 1905].
Παυλικιάνωφ, Κ., «Οι Σλάβοι στην Αθωνική μονή του Αγίου Παντελεήμονος», Βυζαντινά Σύμμεικτα 13 (1999), Αθήνα 1999, σ. 263–281.
Παπάγγελος, Ι.Α., Η ρωσσική πολιτική στο Άγιον Όρος κατά τον 19ο αιώνα και η δραστηριότης των αγιορειτών ρώσσων στην περιοχή της Καβάλας, Η Καβάλα και η περιοχή της, Πρακτικά Α΄ Τοπικού Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 407–418.
Παπάγγελος, Ι.Α., «Περί των Ρώσσων στο Άγιον Όρος», Παγχαλκιδικός Λόγος 25 (2015), σ. 18–19.
Παπαδόπουλος, Θ., Βιβλιοθήκες Αγίου Όρους. Παλαιά ελληνικά έντυπα, Αθήνα 2000.
Παπακώστας, Γ., Ο Émile Legrand και η ελληνική βιβλιογραφία. Αρχειακή μελέτη. Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη Αθήνα 2011.
Пономарев Димитрий свящ., «Переписка библиотекаря Свято-Пантелеимонова монастыря схимонаха Матфея Олышанского с выдающимися деятелями науки России», Христианское чтение 4 (2016), с. 236–283. Санкт-Петербург 2016 [Ponomarev, D., Correspondence of Schema-monk Matthew (olʹshansky) librarian of St. Panteleimon’s monastery with eminent scholars in Russia, Christian reading 4 (2016)].
Порфирий (Успенский), архим. Указатель актов, хранящихся в обителях Святой Горы Афонской. Санкт-Петербург 1847 [Porfiry (Uspensky), archim. Index of acts kept in the cloisters of the Holy Mount Athos. St. Petersburg 1847].
Ruijven, van D.A., «Le “Rossikon” ou la monastère russe de St-Pantéléimon au Mont-Athos», Irénikon 30 (1957).
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), Русский афонский отечник XIX–XX веков.-Русского Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне. Афон 2012 [Monastery of St Panteleimon (ed.). Russian Athonite Fathers of the XIX-XX centuries.-Russian St. Panteleimon Monastery on Athos. Athos 2012].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), Монахологий русского Свято-Пантелеимонова Монастыря на Афоне. Святая Гора Афон 2013 [Monastery of St Panteleimon. Monastic registry of St. Panteleimon's monastery of Athos. Mount Athos 2013].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), Каталог рукописей, печатных книг и архивных материалов русского Свято-Пантелеимонова Монастыря на Афоне. Гора Афон 2013 [Monastery of St. Panteleimon (ed.). Catalog of manuscripts, printed books and archival materials of the Russian St. Panteleimon Monastery on Athos. Mount Athos 2013].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), Каталог архивного фонда Русского Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне. Том 7, ч. 4. Святая Гора Афон 2015 [Monastery of St. Panteleimon (ed.). Catalogue of the archives of Russian's St. Panteleimon's monastery on Mount Athos. Mount Athos 2015].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), Каталог рукописей, печатных книг и архивных материалов русского Свято-Пантелеимонова Монастыря на Афоне. Гора Афон 2015 [Monastery of St Panteleimon (ed.). Catalog of manuscripts, printed books and archival materials of the Russian St. Panteleimon Monastery on Athos. Mount Athos 2015].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), История Русского Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне с древнейших времен до 1735 года. Том 4. Святая Гора Афон 2015 [Monastery of St Panteleimon (ed.). The history of Russian St. Panteleimon Monastery on Mount Athos from ancient times to 1735. Mount Athos 2015].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), История Русского Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне с 1735 до 1912 года. Том 5. Святая Гора Афон 2015 [Monastery of St Panteleimon (ed.). History of Russian monastery of Saint Panteleimon on Athos from 1735 to 1912. Mount Athos 2015].
Св. Пантелеимонова монастырь (изд.), История Русского Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне с 1912 до 2015 года. Том 6. Святая Гора Афон 2015 [Monastery of St Panteleimon (ed.). The history of the Russian monastery of St. Panteleimon on Mount Athos from 1912 to 2015. Mount Athos 2015].
Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.
Τανταλίδης, Ι., Περί του ζητήματος της εν Άθω ιεράς μονής του Αγίου Παντελεήμονος. Κωνσταντινούπολη 1874.
Ταχιάος, Α.-Α., «Ένα αγιορείτικο μοναστήρι που χάθηκε: Η παλαιά μονή Ρωσικού όπως την περιγράφει ο Βασίλειος Γρηγόροβιτς-Μπάρσκυ», Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, σ. 615–641. Θεσσαλονίκη 2001.
Тахиаос Антониос-Эмилиос, Славянские рукописи Свято-Пантелеимонова монастыря на Афоне. Санкт-Петербург 2012 [Ταχιάος, Α.-Α., Slavonic Manuscripts of the Monastery of St. Panteleimon on Mount Athos. Saint-Peterburg 2012]
Τσιοράν, Γ., Σχέσεις των Ρουμανικών Χωρών μετά του Άθω και δη των μονών Κουτλουμουσίου, Λαύρας, Δοχειαρίου και Αγίου Παντελεήμονος ή των Ρώσων. Αθήνα 1938.
Флоринский И. Афонские акты и фотографические снимки с них в собраниях П. И. Севастьянова. Санкт-Петербург 1880 [Florinsky I., Acts of Athos and photographs from them in the collections of P. I. Sevastyanov. St. Petersburg 1880].
Фонкич Б.Л. – Греческо-русские культурные связи в XV-XVII вв. Москва 1977 [Fonkich, B.L. – Greek-Russian cultural relations in the XV-XVII centuries. Moscow 1977].
Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος. Αθωνική Πολιτεία – Ιστορία, Τέχνη, Ζωή. Θεσσαλονίκη 1987.
Цветковић Бранислав, «Рукописни катехизис из манастира Св. Пантелејмона на Атосу», Археографски прилози 21 (1999), с. 333–361. Београд 1999 [Cvetković Branislav., Manuscript catechism from the monastery of St. Panteleimon on Athos. Belgarde 1999].
Schultze B., «Der Streit um die Göttlichkeit des Namens Jesu in der russischen Theologie», Orientalia Christiana Periodica 17 (1951), S. 321–394. Rome 1951.