Βιβλιοθήκη της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου

Θέση. Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου βρίσκεται στο μέσον περίπου της βορειοανατολικής ακτής της αθωνικής χερσονήσου και στο ανατολικό τμήμα μεγάλου όρμου, που παλιότερα ονομαζόταν Λιμήν του Κλήμεντος. Το όνομά της συνοδεύεται συνήθως από τους προσδιορισμούς «Λαύρα», «Μεγάλη» ή « Μεγίστη Μονή». Η μονή αρχικά ήταν αφιερωμένη στην Υπαπαντή του Κυρίου και αργότερα στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Η μονή Βατοπαιδίου κατέχει τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους.

Ίδρυση και εξέλιξη. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης της μονής Βατοπαιδίου δεν είναι γνωστή. Μια παράδοση ισχυρίζεται ότι ιδρυτής της υπήρξε ο Μέγας Κωνσταντίνος (306–337), σε μια εποχή όπου δεν υπήρχαν μοναστήρια ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ασία, και ότι την κατέστρεψε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Στη συνέχεια, από ευγνωμοσύνη, την επανέκτισε ο Μέγας Θεοδόσιος (379–395), καθώς ο γιος του Αρκάδιος, πλέοντας προς τη Ρώμη, ναυάγησε και σώθηκε με τη βοήθεια της Παναγίας. Βρέθηκε στα παράλια της Αθωνικής χερσονήσου να κοιμάται δίπλα σε βάτο. Γι’ αυτό η μονή ονομάσθηκε του Βατο-παιδίου. Περισσότερο βέβαια ευλογοφανής είναι η υπόθεση ότι το όνομα προέρχεται από τη γεμάτη βάτους γύρω πεδιάδα: Βατοπέδιον= πεδιάδα των βάτων. Η απόδοση του κτιτορικού τίτλου στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Μεγάλο δεν στηρίζεται.

Η ιστορία πάλι (και ο βιογράφος του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, β΄ μισό του 10ου αι.) αποδίδει την ίδρυση της μονής σε τρεις αδελφούς από την Αδριανούπολη, τον Αθανάσιο, τον Νικόλαο και τον Αντώνιο, που ενήργησαν με την προτροπή του Αθανασίου του Αθωνίτη. Επειδή από το Τυπικό Τσιμισκή (972) απουσιάζει η υπογραφή και το όνομα εκπροσώπου της, είναι πιθανό να ιδρύθηκε μετά τη χρονολογία αυτή, πάντως πριν από το 985, όταν σε πράξη του Πρώτου υπογράφει ως εκπρόσωπος ο «Νικόλαος μοναχός και ηγούμενος του Βατοπαιδίου», ο οποίος εμφανίζεται και σε πράξη του 1016. Φαίνεται ότι ο Νικόλαος των δύο πράξεων είναι όχι μόνο το ίδιο πρόσωπο, αλλά και ο ένας από τους τρεις αδελφούς.

Το 1080 έγινε η παραχώρηση του πρώτου προνομίου προς τη μονή με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη.

Στο Τυπικό του Μονομάχου υπογράφει ο ηγούμενός της Αθανάσιος, τρίτος στη σειρά μετά τον Πρώτο και τον ηγούμενο της Λαύρας, πράγμα που σημαίνει ότι η μονή έχει ήδη τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία των μονών του Όρους. Το όνομα του Αθανασίου βρίσκεται σε έγγραφα από το 1020 έως το 1048, ενώ το 1142 μαρτυρείται ο ηγούμενος της μονής Αντώνιος.

Ήδη από στα μέσα του 11ου αιώνα, ο Κωνσταντίνος Μονομάχος (1042–1055) χορηγεί στη μονή κάθε χρόνο σημαντικό ποσό από το αυτοκρατορικό ταμείο. Από τον Αλέξιο Α΄ (1081–1118) και εξής οι Κομνηνοί επέδειξαν ιδιαίτερη εύνοια προς τη μονή Βατοπαιδίου. Την εποχή εκείνη προσαρτώνται σε αυτή πολλά μονύδρια που μετατρέπονται σε εξαρτήματά της.

Για τον 12ο αιώνα οι πληροφορίες είναι ελάχιστες. Στα τέλη του όμως εμφανίστηκαν εκεί Σέρβοι μοναχοί, και μάλιστα επίσημοι, πρώτα ο πρίγκιπας Ράστκο κι έπειτα ο πατέρας του μέγας ζουπάνος Στέφανος Νεμάνια, οι οποίοι μετονομάστηκαν αντίστοιχα σε Σάββα και Συμεών. Πρόκειται για τους μετέπειτα ιδρυτές της μονής Χιλανδαρίου (1199) και αγίους της σερβικής Εκκλησίας. Κατά την περίοδο της παραμονής τους στο Βατοπαίδι βοήθησαν ιδιαίτερα στην επέκταση των κτιρίων, ενώ στη συνέχεια όλοι οι Σέρβοι ηγεμόνες, και μεταξύ αυτών ο Στέφανος Δουσάν στα μέσα του 14ου αιώνα, θα καταστούν προστάτες και αρωγοί της μονής.

Την εποχή του αγίου Σάββα, η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή: διέθετε πολυάνθρωπη αδελφότητα 800 μοναχών και πέντε παρεκκλήσια. Με την ίδρυση της μονής Χιλανδαρίου αναπτύχθηκε ένα είδος πνευματικής συγγένειας ανάμεσα στις δύο αδελφότητες ώστε να επικρατήσει (διατηρούμενη μέχρι σήμερα) η συνήθεια στην πανήγυρη της μονής Βατοπαιδίου (25 Μαρτίου) να προεξάρχει ο Χιλανδαρινός ηγούμενος και στην πανήγυρη της μονής Χιλανδαρίου (21 Νοεμβρίου) ο Βατοπαιδινός.

Τον 13ο αιώνα η προσθήκη στο όνομα της μονής του τίτλου «Βασιλική» (περ. 1287) αποτελεί ένδειξη της ακμής της και συνδέεται προφανώς με την άνοδο στην εξουσία της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο ηγούμενός της υπογράφει πλέον ως ο ηγούμενος της πρώτης Λαύρας του Αγίου Όρους.

Βέβαια, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του φιλενωτικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259–1282) για ένωση των Εκκλησιών στη σύνοδο της Λυόν (1271), κατά την παράδοση, επιστρέφοντας οι φιλενωτικοί επέδραμαν στο Όρος και εκβίαζαν τους μοναχούς να ασπαστούν τα φιλενωτικά φρονήματα. Η άρνηση της βατοπαιδινής αδελφότητας είχε ως αποτέλεσμα τον απαγχονισμό του ηγουμένου της Ευθυμίου και τον πνιγμό δώδεκα μοναχών στον κόλπο του Καλαμιτσίου. Μετά όμως, επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου (1282–1328), η μονή αρχίζει και πάλι να ακμάζει, ενισχυόμενη οικονομικά, και συνέρχεται από τις συμφορές ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα.

Αυτή την εποχή, πολυάριθμοι ερημίτες συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της, όπως ο Γρηγόριος Παλαμάς στα πρώτα ασκητικά του βήματα.

Το 1362 η μονή Βατοπαιδίου καταλαμβάνει οριστικά τη δεύτερη θέση στην αγιορειτική ιεραρχία.

Το 1423–1424 το Άγιον Όρος περνάει οριστικά στα χέρια των Οθωμανών, με επακόλουθο διάφορες δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις. Το Βατοπαίδι προσπαθεί μέχρι και τον 16ο αιώνα να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, να επιβιώσει και ταυτόχρονα να αναπτυχθεί.

Αυτή την περίοδο, δύο Αθωνίτες μοναχοί, ο Μωυσής της Λαύρας και ο Δωρόθεος του Βατοπαιδίου, παρίσταντο στις συνεδριάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας (1439) και συνυπέγραψαν την ένωση, που ωστόσο δεν έγινε δεκτή στο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό ο πάπας Πίος Β΄ αποκήρυξε τους νέους ηγουμένους των δύο μονών ως αποστάτες. Επίσης, ο Γεννάδιος Β΄ (1454–1456), ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης, όταν παραιτήθηκε, κατέφυγε στο Βατοπαίδι, όπου εκφώνησε επιτάφιο λόγο για τον ανιψιό του Θεόδωρο Σοφιανό, και έμεινε εκεί από τον Μάιο έως τον Σεπτέβριο του 1456. Την ίδια περίοδο ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μακάριος αποσύρεται στη Βατοπαιδίου και ο Βατοπαιδινός ηγούμενος Μανασσής γίνεται οικουμενικός πατριάρχης με το όνομα Μάξιμος. Το 1456 ο βασιλιάς της Αραγονίας Αλφόνσος Ε΄ (1416–1458) στήριξε οικονομικά τη μονή και αργότερα άλλοι ηγεμόνες της Δύσης, όπως ο μαρκήσιος του Μομφεράτου Γουλιέλμος Θ΄ (1512) ή ο Τζώρτζης Μοροζίνης (1664), ενδιαφέρθηκαν για την ακεραιότητά της.

Το 1489 η βατοπαιδινή αδελφότητα αριθμεί τους 330 μοναχούς.

Στις αρχές του 16ου αιώνα στη Βατοπαιδίου θα διαμείνει για μια δεκαετία ο Μάξιμος Τριβώλης ο Γραικός, ο φωτιστής των Ρώσων, όπου κείρεται μοναχός το 1505–1506. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, η μονή ακολουθούσε τότε ένα ημικοινοβιακό σύστημα ζωής, λειτουργούσε δηλαδή ως λαύρα.

Το 1569 δημεύονται όλες οι αγιορειτικές γαίες από τον σουλτάνο Σελίμ Β΄ για να αγοραστούν εκ νέου από τις μονές. Η μονή Βατοπαιδίου έχει, καθώς φαίνεται από την καταγραφή του περιεχομένου του σκευοφυλακίου της το 1596, τη σχετική οικονομική άνεση.

Αυτή την περίοδο οικονομικά βοηθήθηκε από επιχορηγήσεις του Αλεξάνδρου Δ΄ Λαπουσνεάνου και της συζύγου του Ρωξάνδρας, από τους εράνους που επέτρεψε ο τσάρος Θεόδωρος Ιβάνοβιτς (1588) και αργότερα χάρη στη μέριμνα πατριαρχών, που εγκαταβίωσαν στη μονή Βατοπαιδίου, του Κωνσταντινουπόλεως Κυπριανού (μετά το 1714) και του Αλεξανδρείας Γερασίμου Β΄ Παλλαδά (1714). Μολονότι έως τα τέλη του 17ου αιώνα δεν ευημερούσε, δεν έφτασε ποτέ σε ερήμωση και το 1677 ο αριθμός των μοναχών της ανερχόταν στους 350. Από τα μετόχια, που εξακολουθούσε να κατέχει στις ελληνικές χώρες, αξιομνημόνευτα είναι η Αμμουλιανή και το Προσφόρι, η σημερινή Ουρανούπολη. Στις ηγεμονίες πάνω από τον Δούναβη απέκτησε τα μετόχια Μύρα και Μπαρμπόι.

Ωστόσο, στις αρχές του 18ου αιώνα η κατάσταση στο Άγιον Όρος ήταν θλιβερή, εξαιτίας κυρίως των βαρύτατων έκτακτων εισφορών για τις πολεμικές ανάγκες των Τούρκων. Το Βατοπαίδι, μαζί με τη Λαύρα, την Ιβήρων και τη Χιλανδαρίου ήταν από τις μονές που μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους με το σύστημα του δανεισμού και σε περίπτωση ανάγκης να αναλάβουν τα βάρη φτωχότερων μονών. Το 1743 π.χ., το Άγιον Όρος όφειλε σε πρόστιμο 20.000 γρόσια και επιπλέον 2.800 γρόσια για στρατιωτικές ανάγκες. Μόνον οι τρεις πρώτες μονές κατόρθωσαν να καταβάλουν τα μερίδιά τους, η Λαύρα, το Βατοπαίδι και η Ιβήρων. Την επόμενη χρονιά το χρέος ανήλθε στα 102.448 γρόσια, που κατά τα δύο τρίτα κατανεμήθηκε στις τρεις μονές και το υπόλοιπο στις άλλες δεκαεπτά.

Στα μέσα του 18ου αιώνα τα οικονομικά της ήταν τόσο εύρωστα ώστε, με πρωτοβουλία του Βατοπαιδινού ιερομονάχου Μελετίου, ιδρύθηκε, σε παρακείμενο λόφο, η Αθωνιάδα Ακαδημία, και η μονή ανέλαβε τις δαπάνες για τη λειτουργία της (1748/1749–1809). Η ίδρυση της σχολής αυτής υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά της μονής Βατοπαιδίου προς το υπόδουλο Γένος, εφόσον η Αθωνιάδα ήταν η μεγαλύτερη ελληνική σχολή στον τουρκοκρατούμενο χώρο, φτάνοντας να αριθμεί 200 μαθητές, με πρώτο σχολάρχη τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη και διάδοχό του από το 1753 έως το 1759 τον Ευγένιο Βούλγαρη.

Σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού για το χαράτσι το 1808, το Βατοπαίδι είχε 234 μοναχούς, εκ των οποίων οι 110 εντός των τειχών.

Στον εθνικό αγώνα οι μονές προσφέρουν κανόνια, πυρομαχικά, τρόφιμα και μετατρέπουν τα χαλκουργεία σε οπλουργεία. Χίλιοι πεντακόσιοι μοναχοί με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Παπά εκδιώκουν τους Τούρκους από τη Χαλκιδική. Τότε η μονή Βατοπαιδίου, μετά από αίτηση της Ιεράς Κοινότητος, ναυλώνει πλοίο και μεταφέρει τρόφιμα στον Πρόβλακα για την ενίσχυση του στρατού. Όλες οι μονές του Αγίου Όρους απευθύνονται σε αυτή ζητώντας ρύζι και κριθάρι και αποκαλούν τους Βατοπαιδινούς σωτήρες τους. Μετά το άδοξο τέλος της εξέγερσης αυτής, ακολούθησαν καταστροφές και αντίποινα σε όλο το Άγιον Όρος. ενώ μέρος των κειμηλίων της μονής Βατοπαιδίου συλήθηκε από τους Τούρκους.

Τα προβλήματα από την αποτυχημένη επανάσταση εξέλιπαν μετά το 1830 και το Βατοπαίδι προσπάθησε να επιστρέψει στην προηγούμενη ακμή του. Αξιοποιεί παλαιότερα περιουσιακά στοιχεία και προσθέτει άλλα νέα, ενώ συνεχίζει γενναιόδωρα το φιλανθρωπικό του έργο. Το 1880 προσφέρει χρήματα για την ανέγερση της Μεγάλης του Γένους Σχολής και το 1908 δωρίζει 5.000 λίρες στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1912 αναλαμβάνει την ανέγερση της Σχολής των Γλωσσών στην Κωνσταντινούπολη Επιπλέον, ο διδάσκαλος Παΐσιος ο Κρης (1801–1873), που είχε σπουδάσει στη Σχολή Κυδωνιών κοντά στον Βενιαμίν τον Λέσβιο,  ξεκίνησε να διδάσκει το 1835 και μέσα στην ίδια τη μονή άρχισε τη λειτουργία του ένα σχολείο. Την οικονομική ευρωστία της μονής καταδεικνύει και η άμεση ανοικοδόμηση των αποτεφρωμένων από τις πυρκαγιές του 1854 και του 1882 τμημάτων της, καθώς και από την οικοδόμηση νέων κτισμάτων.

Η Βατοπαιδίου θεωρείται η πρώτη μονή που εισήγαγε την ιδιορρυθμία (τέλη 14ου αι.) και με μεταλλαγές (π.χ. το 1574, όταν μετά από ενέργειες του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου μετατράπηκε σε κοινόβιο) επανήλθε σε αυτή στα μέσα του 17ου αιώνα για να τη διατηρήσει έως το 1989. Το 1990, με σιγίλιο του πατριάρχη Δημητρίου Α΄, μετατράπηκε σε κοινοβιακή, με νέα συνοδεία υπό τον π. Ιωσήφ και πρώτο της ηγούμενο τον αρχιμανδρίτη Εφραίμ.

Το καθολικό της μονής Βατοπαιδίου κτίστηκε στα τέλη του 10ου αιώνα ή στις αρχές του 11ου. Η τυπολογία του βασίζεται σ’ εκείνη του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας. Είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ανακατασκευάστηκε τον 14ο αιώνα, ενώ τον 17ο έγινε προσθήκη διώροφου ανοικτού εξωνάρθηκα. Το παλαιότερο στρώμα τοιχογράφησης του ναού χρονολογείται στο 1312 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα σύνολα της τέχνης των Παλαιολόγων. Επιζωγραφήθηκε το 1789 και το 1819. Στο καθολικό διατηρούνται τα μοναδικά εντοίχια ψηφιδωτά του 11ου και του 14ου αιώνα που σώζονται στο Άγιον Όρος. Το μαρμαροθετημένο δάπεδό του είναι εξαιρετικής τέχνης. Η θύρα του καθολικού, έργο του Λαυρεντίου του 1567, από έβενο και άργυρο, είναι λεπτουργημένο ανάγλυφο, με εξαίρετη διάταξη διακοσμητικών σχεδίων. Το περίτεχνο ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο είναι έργο του 1788 και αντικατέστησε το αρχικό μαρμάρινο και το ξυλόγλυπτο του 15ου αι. Σπαράγματα και από τα δύο εικονοστάσια σώζονται στη μονή.

Απέναντι από την είσοδο του καθολικού είναι χτισμένη η τράπεζα σε σχήμα σταυρού. Η τοιχογράφησή της έγινε το 1786. Περιέχει 30 πεταλόσχημα τραπέζια που προέρχονται από την περίφημη μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης.

Το κωδωνοστάσιο της μονής Βατοπαιδίου, κατασκευασμένο το 1426, είναι το υψηλότερο (35 μέτρα) και το παλαιότερο χρονολογημένο του Αγίου Όρους.

Εικονοφυλάκιο. Το Εικονοφυλάκιο βρίσκεται στη βορεινή πτέρυγα. Περιλαμβάνει μεγάλο μέρος από τις 2.000 φορητές εικόνες που βρίσκονται στη μονή. Μεταξύ αυτών πολλές εικόνες της Παναγίας, με χαρακτηριστικές προσωνυμίες, όπως «Οδηγήτρια», «Βηματάρισσα», «Αντιφωνήτρια», «Παραμυθία», «Παντάνασσα», «Ελαιοβρύτισσα», «Εσφαγμένη», «Κτιτόρισσα». Όλες συνδέονται με την ιστορική διαδρομή της μονής και με πολλές παραδόσεις και θαύματα.

Αξιομνημόνευτη είναι η εικόνα του αγίου Δημητρίου (14ος αι.), που παριστάνει τον άγιο σε προτομή κατά μέτωπο, με νεανικό πρόσωπο, να κρατάει δόρυ και ασπίδα. Επίσης, πρέπει να αναφερθούν οι ψηφιδωτές εικόνες της Σταύρωσης, της αγίας Άννας με την κόρη της Μαρία και του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Επίσης, στο Ιερό Βήμα του καθολικού φυλάσσεται μια αριστοτεχνική εικόνα των Πέτρου και Παύλου σε στάση διαλόγου, που ανάγεται στον 15ο αιώνα. Στο πάνω μέρος της παριστάνεται σε προτομή ο Χριστός Εμμανουήλ να ευλογεί τους δύο αποστόλους. Τέλος, θα πρέπει να μνημονευθούν τα μικρά εικόνια, τα λεγόμενα νινία, της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, δώρο της Άννας Παλαιολογίνας Καντακουζηνής, που φυλάσσονται σε αργυρή θήκη και εικονίζουν τον Χριστό σε σχήμα ευλογίας και τη βρεφοκρατούσα Θεοτόκο.

Σκευοφυλάκιο. Το Σκευοφυλάκιο της μονής Βατοπαιδίου βρίσκεται στον αύλιο χώρο νότια από την τράπεζα. Εκεί φυλάσσονται πολλά και σπάνια κειμήλια, όπως το πολύχρωμο ποτήριο από ίασπι (δώρο του δεσπότη Μανουήλ Καντακουζηνού Παλαιολόγου, 1349–1380), χρυσοκέντητα και αργυροκέντητα άμφια καθώς και ιερά σκεύη πολλών μορφών και τύπων.

Από τις θήκες με ιστορική αξία αξιομνημόνευτη είναι εκείνη που περιέχει τη Ζώνη της Θεοτόκου, την οποία δώρισε στη μονή ο Σέρβος ηγεμόνας Λάζαρος Α΄ (1372–1389) —χρυσή με πολύτιμους λίθους και εικονίδια από σμάλτο. Η ζώνη, σύμφωνα με την παράδοση, υφάνθηκε από την αυτοκράτειρα Ζωή, σύζυγο του Λέοντος ΣΤ΄ Σοφού (886–912), και ήταν αρχικά τοποθετημένη στις Βλαχέρνες και αργότερα στην Αγία Σοφία. Είναι άγνωστο πώς περιήλθε στα χέρια του Βούλγαρου βασιλιά Καλοϊωάννη και πώς βρέθηκε στα χέρια του Σέρβου ηγεμόνα Λαζάρου Α΄, που την πρόσφερε στη μονή.

Στη μονή λειτούργησε βιβλιογραφείο (σκριπτόριο), με ιδιαίτερη δραστηριότητα κατά τον 14ο και 15ο αιώνα. Στις αρχές του 14ου αιώνα εργάζεται εκεί ο πρώτος γνωστός κωδικογράφος της, με το όνομα Κάλλιστος, όπως και ο ιερομόναχος Χαρίτων (περί το 1330). Στη συλλογή της μονής υπάρχουν αρκετοί κώδικες που καλλιγραφήθηκαν αυτή την περίοδο, με θεολογικό κυρίως περιεχόμενο. Έναν αιώνα αργότερα συναντούμε τον Γρηγόριο και τον Φιλόθεο, που αντέγραψαν κυρίως λειτουργικά βιβλία, ενδεχομένως κατ’ εντολή του ηγουμένου Γενναδίου.

Από τον 16ο αιώνα και εξής τα ονόματα των Βατοπαιδινών κωδικογράφων αυξάνονται συνεχώς. Γραφείς, όπως ο ιερομόναχος Νικηφόρος και ο μοναχός Κύριλλος για τον 16ο αιώνα ή ο Γρηγόριος Λαοδικείας και ο Γρηγόριος Καλλιέργης για τον 17ο και τον 18ο, είναι γνωστοί από έναν ή περισσότερους κώδικές τους που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη της μονής.

Τον 19ο αιώνα, παρά την εξάπλωση του έντυπου βιβλίου, η αντιγραφική δραστηριότητα στη μονή συνεχίζεται. Μεταξύ των γνωστών γραφέων αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα του ιερομονάχου Ιωάσαφ από την Πάρο και του αρχιμανδρίτη Ιακώβου Βατοπαιδινού, από τον οποίο προέρχονται τουλάχιστον 50 κώδικες.

Λόγιοι. Χαρακτηριστικός τύπος Αγιορείτη λογίου είναι ο Ιάκωβος Κωφός. Όλη του τη ζωή, εκτός από την περίοδο της επανάστασης, την πέρασε στο Άγιον Όρος. Γεννήθηκε μάλλον στα Ιωάννινα, πιθανόν πριν από το 1805, και είναι ανιψιός του γνωστού λογίου Θεοδωρήτου. Από το 1836 έως το 1881 εντοπίζεται συνεχώς χάρη τα σημειώματά του σε χειρόγραφα που φιλοτεχνούσε για να εξασφαλίσει το ψωμί του. Ως γραφέας, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης σε εποχή όπου είχε κυριαρχήσει το έντυπο βιβλίο και έπαιρνε παραγγελίες από επίσημα πρόσωπα. Τα χειρόγραφα βιβλία που έφτιαξε ανέρχονται σε πολλές δεκάδες, αλλά δεν φρόντισε ποτέ να εκτυπώσει κείμενα που είχε συντάξει ή συλλέξει ο ίδιος. Ήταν ακαταπόνητος συλλέκτης και ταξινομητής υλικού, έχοντας την προσοχή του στραμμένη κυρίως στα ασκητικά κείμενα. Μια συλλογή του είναι η Φιλοκαλία σε δύο τόμους και άλλη του Γεροντικού σε έναν ογκώδη τόμο. Και οι δυο περιέχουν τα ίδια κείμενα με τις παλαιές συλλογές αλλά επαυξημένα. Επιδόθηκε επίσης με ζήλο στη μετάφραση των ίδιων κειμένων στα νεοελληνικά.

Διέθετε στιχουργικό ταλέντο, που το αφιέρωσε στη σύνταξη πολυάριθμων ακολουθιών για νέους και παλαιούς αγίους.

Όπως και ο θείος του Θεοδώρητος, ο Ιάκωβος Κωφός ασχολήθηκε με την ιστορία του μοναχισμού στο Άγιον Όρος. Το κυριότερο σχετικό έργο του είναι η Αθωνιάς, που περιέχει εκτενέστατη ιστορία του αθωνικού βίου από την εμφάνιση του χριστιανισμού έως την εποχή του. Γράφτηκε μετά από αίτημα του στυλοβάτη της σλαβικής κίνησης Ιερωνύμου, αρχιμανδρίτη της μονής Παντελεήμονος, και του Αζαρία. Πιθανόν χρησιμοποίησε για το έργο αυτό στοιχεία από τη μεγάλη ιστορία του Θεοδωρήτου, που είχαν διασωθεί. Το έργο περατώθηκε το 1852, και αφορμή για τη σύνταξή του ήταν οι συζητήσεις που έκανε ο Πορφύριος Ουσπένσκι στη μονή Παντελεήμονος συλλέγοντας υλικό το οποίο σκόπευε να χρησιμοποιήσει για δικές του μελέτες.

Διαπρεπής λόγιος ήταν και ο Παΐσιος Καλλιδούχος, με καταγωγή από την Ιεράπετρα. Αρχικά δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη και τη Νικομήδεια. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος, όπου επίσης δίδαξε και έλαβε μέρος στην πνευματική κίνηση γενικά. Επίσης, ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Γρηγόριος αποσύρθηκε μετά την παραίτησή του στη μονή. Εξέδωσε ακολουθία των δεκαπέντε μαρτύρων της Τιβεριούπολης.

Ο Φιλάρετος Βατοπαιδινός (†1873) ήταν κυρίως μεταφραστής από τα σλαβικά και τα ρωσικά στα ελληνικά. Καταγόταν από το Ισμαήλ της Βεσσαραβίας, παλιό λιμάνι πάνω στον Δούναβη. Ο πρώτος που εντόπισε μετάφρασή του είναι ο Ευλόγιος Κουρίλας. Πρόκειται για μετάφραση από τα ρωσικά έκδοσης του Πορφυρίου Ουσπένσκι που είχε τυπωθεί το 1847. Το μεταφρασμένο κείμενο του Φιλαρέτου είναι του 1868 και περιλαμβάνεται στο Χειρόγραφο 55 της συλλογής των Ιωασαφαίων στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, με τον τίτλο Καταλογικὸς δείκτης ἐγγράφων τῶν σωζομένων ἐν ταῖς Μοναῖς τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω. Στον κατάλογο του Ευστρατιάδη (βλ. Βιβλιογραφία) εντοπίζεται επίσης ένα χειρόγραφο (αρ. 717) του Φιλαρέτου. Πρόκειται για μια Συλλογὴ ἐκ διαφόρων ἐντύπων καὶ ἀρχαίων χειρογράφων, διηγήσεις τε καὶ θαύματα |αγίων, που γράφτηκε από το 1865 έως το 1869, με εκτενές τμήμα της να προέρχεται από τα ρωσικά.

Άξιος αναφοράς είναι επίσης ο λόγιος ιεροδιάκονος Αρκάδιος (Αστέριος Θεοδώρου, 1865–1934), με καταγωγή από τα Πριγκιπόννησα. Ήταν απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Με εισήγησή του η μονή ανέλαβε την έκδοση της Χρηστοηθείας του Νεκταρίου Κεφαλά. Ο Αρκάδιος διετέλεσε δάσκαλος στο σχολείο της μονής, έφορος της Αθωνιάδας Σχολής, αντιπρόσωπος στην Ιερά Κοινότητα, μέλος της επιτροπής για τον καταρτισμό του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους και για μια τριακονταετία βιβλιοθηκάριος και αρχειοφύλακας της μονής.

Έργο του είναι η σύνταξη του καταλόγου των βατοπαιδινών κωδίκων, που δημοσίευσε το 1924 ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης, όπως και η καταλογογράφηση μέρους του αρχείου της μονής, σε συνέχεια του έργου του Ανθίμου. Επιπλέον, το 1930, ο Αρκάδιος συνέγραψε (αδημοσίευτη) ιστορία της μονής Βατοπαιδίου, όπου για πρώτη φορά εκμεταλλεύτηκε ανέκδοτο υλικό προερχόμενο από το αρχείο της.

Βιβλιοθήκη. Η Βιβλιοθήκη και το Αρχείο της μονής Βατοπαιδίου στεγάζονται σε έναν από τους αμυντικούς της πύργους, τον πύργο της Παναγίας, όπου KF 15μεταφέρθηκαν το 1867. Η Βιβλιοθήκη περιέχει 2.050 χειρόγραφα, από τα οποία το ένα τρίτο περγαμηνά. Διαθέτει επίσης 25 περγαμηνά ειλητάρια. Στον ίδιο πύργο φυλάσσεται επίσης η συλλογή χειρογράφων της Σκήτης του Αγίου Δημητρίου, καθώς και τμήμα από τα 40.000 έντυπα, από τα οποία πολλά είναι αρχέτυπα και παλαίτυπα, ενώ τα νεότερα στεγάζονται σε όροφο του κεντρικού τμήματος της βόρειας πτέρυγας.

Η πρώτη μαρτυρία για ύπαρξη βιβλιοθήκης στη μονή εντοπίζεται στο Προσκυνητάριον του Ιωάννη Κομνηνού, το 1698, όπου αναφέρεται η ύπαρξη δύο χώρων φύλαξης των βιβλίων, ο ένας πάνω από τον νάρθηκα και ο άλλος στο σκευοφυλάκιο: «Ἐπάνωθεν δὲ τοῦ νάρθηκος εἶναι βιβλιοθήκη πλουσιωτάτη, εὑρίσκεται δὲ καὶ ἄλλη ἐν τῷ σκευοφυλακίῳ, πολλῶν δὲ καὶ χρησιμωτάτων βιβλίων».

Το παλαιότερο γνωστό χειρόγραφο που γράφτηκε για τη μονή Βατοπαιδίου χρονολογείται στα 1021–1022 και αποτελεί παραγγελία του ηγουμένου Αθανασίου (ενός εκ των τριών ιδρυτών της). Σήμερα βρίσκεται στο Ιστορικό Μουσείο Μόσχας. Το παλαιότερο, επίσης από παραγγελία, που βρίσκεται όμως στη μονή, είναι ένα Τετραευαγγέλιο του 1263. Το μόνο γνωστό στοιχείο είναι ότι γράφτηκε επί ηγουμενίας Αρσενίου.

Πολλοί ηγεμόνες προσφέρουν στο Βατοπαίδι πολύτιμους κώδικες. Στα μέσα του 14ου αιώνα η μονή δέχεται δωρεά 26 πολυτελών χειρογράφων από τον αυτοκράτορα Ιωάννη ς΄ Καντακουζηνό· μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται ένα Ευαγγέλιο του 1340–1341 με εξαιρετική διακόσμηση από τη μονή Οδηγών της Κωνσταντινούπολης. Άλλους κώδικες θα αφιερώσουν μεταξύ άλλων ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, οι δεσπότες Μανουήλ και Ανδρόνικος Παλαιολόγος, ο ηγεμόνας της Σερβίας Ιωάννης Ούγκλεσης.

Πολλοί άλλοι σημαντικοί τόμοι φαίνεται πως εντάχθηκαν την ίδια εποχή στην συλλογή, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για την προέλευσή τους. Τέτοιος είναι ο κώδικας με τον «Πανηγυρικό» του αυτοκράτορα Λέοντα ς΄ Σοφού του 10ου αιώνα, ο Κώδικας 84 του 9ου αιώνα, με πολύτιμο αγιογραφικό περιεχόμενο, και ασφαλώς οι εικονογραφημένοι κώδικες με έργα του Πτολεμαίου και του Στράβωνα καθώς και ο κώδικας με την Οκτάτευχο.

Τον 16ο και τον 17ο αιώνα πολλά χειρόγραφα προστίθενται από τις προσωπικές συλλογές γνωστών λογίων μοναχών της. Από τις πολλές τέτοιες περιπτώσεις ξεχωρίζει η βιβλιοθήκη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Μακαρίου, που πέθανε το 1546, και του Συνεσίου Ελ(λ)ανικού τον 17ο αιώνα, ο οποίος υπήρξε και γραφέας.

Άλλα χειρόγραφα εισέρχονται στην βιβλιοθήκη από την κληρονομιά διάσημων Βατοπαιδινών μοναχών, όπως του Γρηγορίου Αδριανουπόλεως, καθώς και από τα μετόχια της μονής στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.

Ωστόσο την περίοδο αυτή φαίνεται ότι αρχίζουν οι απώλειες χειρογράφων. Η πρώτη γνωστή περίπτωση είναι του λογίου Νικολάου Σοφιανού (16ος αι.), για τον οποίο όμως δεν είναι γνωστό πόσα και ποια χειρόγραφα αφαίρεσε. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλά στοιχεία για τον Ρώσο μοναχό Αρσένιο Σουχάνοφ, ο οποίος το 1653–1655 μετέφερε στη Μόσχα 64 βατοπαιδινά χειρόγραφα για να χρησιμοποιηθούν στη διόρθωση των ρωσικών εκκλησιαστικών βιβλίων που επιχειρούσε ο τότε Ρώσος πατριάρχης. Το μεγαλύτερο μέρος των κωδίκων αυτών βρίσκεται σήμερα στο Ιστορικό Μουσείο της Μόσχας, ενώ άλλοι είναι διασκορπισμένοι στην Πετρούπολη, στη Δρέσδη και στο Χάρκοβο.

Σύμφωνα με τον Βασίλι Μπάρσκι, από τη δεύτερη επίσκεψή του στη μονή Βατοπαιδίου το 1744, δίπλα στα παρεκκλήσια του καθολικού υπήρχε μικρή βιβλιοθήκη, στην οποία βρίσκονταν περισσότερα από 200 χειρόγραφοι κώδικες με λειτουργικό και θεολογικό περιεχόμενο, άλλοι σε περγαμηνή και άλλοι σε χαρτί. Η μεγάλη Βιβλιοθήκη, όπως και το Σκευοφυλάκιο, βρίσκονται πάνω από το δοχειό (την αποθήκη), στη νότια πλευρά της τράπεζας. Η Βιβλιοθήκη διαθέτει, κατά τον Μπάρσκι, «γύρω στις δύο χιλιάδες διάφορα βιβλία, χειρόγραφα και τυπωμένα, δερμάτινα και χάρτινα, παλαιά και νέα, Ελληνικά, Λατινοελληνικά και Λατινικά, πνευματικά και μη, ακόμη δε και δυσεύρετα. ... Επίσης, είδα ... ερμηνεία του Ευαγγελίου από τον Χρυσόστομο τον άγιο, σε περγαμηνή, καλλιγραφημένο από το ίδιο το χέρι του βασιλέως Ιωάννου Καντακουζηνού, που μετονομάσθηκε, παίρνοντας το αγγελικό εκείνο σχήμα, σε Ιωάσαφ μοναχό».

Οι κατά καιρούς νέες προσκτήσεις της Βιβλιοθήκης φαίνεται ότι φυλάσσονταν στο Σκευοφυλάκιο, που ήταν απρόσιτο στους επισκέπτες. Έτσι οι περιηγητές βλέπουν τα χειρόγραφα στα κατηχούμενα, όπου η φύλαξή τους ήταν πλημμελής, και αυτήν περιγράφουν με μελανά χρώματα.

Το 1837 επισκέφθηκε τη μονή ο Ρόμπερτ Κέρζον. Για τη Βιβλιοθήκη της γράφει πως, μολονότι περιέχει 4.000 έντυπα βιβλία, δεν υπάρχει ανάμεσά τους κανένα παλαίτυπο, ενώ ως προς το περιεχόμενο περιορίζονται μόνο στη θεολογία. Υπάρχουν επίσης περί τα 1.000 χειρόγραφα, από τα οποία 300 με 400 γραμμένα σε περγαμηνή. Ανάμεσά τους τρία αντίγραφα έργων του Ιωάννη Χρυσοστόμου. Αξιοσημείωτα είναι επίσης έξι ειλητάρια με εορταστικά λειτουργικά κείμενα και ευχές καθαγιασμού νέων ναών.

Ο Αντωνίνος Καπούστιν (1859) δίνει περισσότερο συγκεκριμένες πληροφορίες για τους χώρους φύλαξης: «Τὸν καιρὸ τοῦ Μπάρσκι ἡ βιβλιοθήκη βρισκόταν σὲ δύο μέρη, μακριὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, στο καθολικὸ καὶ κοντὰ στὸ σκευοφυλάκιο ... Τώρα οἱ βιβλιοθῆκες ἔχουν ἑνωθεῖ καὶ βρίσκονται σὲ δύο ἄσχημα δωμάτια τοῦ πάνω ὀρόφου τοῦ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ. Στὸ πρῶτο δωμάτιο βρίσκονται τὰ ἔντυπα βιβλία, ἐνῶ στὸ πίσω δωμάτιο τὰ χειρόγραφα».

Το 1867 ανακαινίστηκε ο πύργος της Παναγίας και στον δεύτερο όροφό του τοποθετήθηκε η βιβλιοθήκη των χειρογράφων και των εντύπων. Ο Ι.Μ. Ραπτάρχης, περιηγητής την ίδια εποχή στη μονή Βατοπαιδίου, αποτυπώνει τη νέα κατάσταση, επαναλαμβάνοντας και τον Κέρζον: «Ἡ βιβλιοθήκη, καίτοι συγκειμένη ἐκ τετρακισχιλίων τόμων ἐντύπων καὶ χιλιάδος, περίπου, χειρογράφων, ὧν τριακόσια ἢ τετρακόσια περγαμηνά, οὐδὲν ἀξιοσημείωτον περιέχει, ἐκτὸς τῶν συνήθων Εὐαγγελίων καὶ ἄλλων Πατερικῶν βιβλίων· εἶναι δὲ κάλλιστα διατετηρημένη, κατέχουσα τὴν ἄνω ὀροφὴν πύργου ἐπίτηδες ἐπιδιορθωθέντος οὐ πρὸ πολλοῦ».

Το 1874 ο Γ.Α. Νικολόπουλος περιγράφει την εικόνα του δευτέρου ορόφου της βιβλιοθήκης: «Εἰς ἕνα ἐκ τῶν ἑπτὰ ὑψηλῶν πύργων, εἶναι ἡ θαυμασία βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς. Ὁ θησαυρὸς οὗτος τῆς ἐκκλησιαστικῆς φιλολογίας καὶ διαφόρων ἄλλων πολυτίμων βιβλίων εὑρίσκεται ἐντὸς πύργου· ἐμπεριέχεται δὲ ἐντὸς 12 κομψῶν ἐξ ὑέλου θηκῶν, τοποθετημένων κύκλῳ εὐρυτάτου δώματος. Αἱ θῆκαι φέρουσι δύο πρόσωπα· ἓν ἐσωτερικῶς καὶ ἓν ἐξωτερικῶς. Τὸ ἐσωτερικὸν πληροῦται ἀπὸ χειρόγραφα βιβλία ἐκ μεμβράνης, τὰ πλεῖστα ἐκκλησιαστικά, κατερχόμενα μέχρι τοῦ ἐννάτου αὶῶνος· τὰ περισσότερα τῶν βιβλίων τούτων ὀγκώδη ὄντα ἐμπεριέχουσιν εἰκόνας ἀξίας μεγάλης παρατηρήσεως καὶ θαυμασμοῦ. ... Τὸ ἐξωτερικὸν περιέχει ἔντυπα τὰ πλεῖστα ἑλληνικῆς φιλοσογίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας· ἅπαντα τὰ βιβλία εἰσὶ καλῶς δεδεμένα καὶ ἐπίχρυσα. Εἰς τὸ μέσον ὑπάρχει τράπεζα διὰ τοὺς βουλομένους νὰ ἀναγνώσωσιν οἱονδήποτε θέλουσιν βιβλίον».

Κατά τον 19ο αιώνα γίνονται πολλές μετατοπίσεις κωδίκων, κυρίως κώδικες κλασικού περιεχομένου. Το 1802 ο Άγγλος περιηγητής Κλαρκ μετέφερε στο Λονδίνο τον περίφημο κώδικα με τους λόγους των δέκα αττικών ρητόρων, ο οποίος φαίνεται ότι περιλαμβανόταν στη δωρεά του Ιωάννη Καντακουζηνού, ενώ το 1841–1843 ο Έλληνας φιλόλογος και εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού Μηνάς Μηνωίδης απέσπασε για λογαριασμό της γαλλικής κυβέρνησης αρκετά χειρόγραφα ή τμήματα χειρογράφων, τα οποία σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Μικρότερες σε έκταση, αλλά εξίσου σημαντικές, ήταν οι κλοπές του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη, που το 1853 έκοψε και πούλησε στο Βρετανικό Μουσείο ένα φύλλο του περίφημου κώδικα με τη Γεωγραφία του Πτολεμαίου, και του Ρώσου αρχιμανδρίτη Πορφύριου Ουσπένσκι, που επίσης απέσπασε φύλλα κωδίκων.

Αρχείο. Το Αρχείο της μονής Βατοπαιδίου περιλαμβάνει 310.000 έγγραφα, μεταξύ των οποίων πολυάριθμα χρυσόβουλα και σιγίλια.

Η παρουσία εγγράφων από τις πρώτες δεκαετίες της μονής υποδεικνύει εμμέσως και την αφετηρία του αρχείου. Ωστόσο η πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξή του προέρχεται από τον Ρώσο περιηγητή Βασίλι Μπάρσκι (1744). Τότε το Αρχείο στεγαζόταν στο Σκευοφυλάκιο. Το 1901 μεταφέρθηκε στον πύργο της Παναγίας, όπου παραμένει μέχρι σήμερα.

Οι πρώτες ενδείξεις συστηματικής καταγραφής και ταξινόμησης εγγράφων χρονολογούνται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η επόμενη καταγραφή ανάγεται στις αρχές του 20ού αιώνα και οφείλεται στον αρχειοφύλακα Άνθιμο και τον ιεροδιάκονο Βενιαμίν. Τότε συσταχώθηκε, κατά χρονολογική σειρά, σε 150 κώδικες μεγάλος όγκος εγγράφων από το 1645 και μετά. Τα παλαιότερα και σημαντικότερα έγγραφα παρέμειναν λυτά και ταξινομήθηκαν κατά γλώσσα σε θεματικές κατηγορίες. Παράλληλα οι δύο μοναχοί συνέταξαν καταλόγους περιεχομένου των λυτών εγγράφων. Οι κατάλογοι αυτοί συμπληρώθηκαν αργότερα από τους μοναχούς Αλέξανδρο και Αρκάδιο και από τον προηγούμενο Θεόφιλο. Την τακτική της συστάχωσης ακολούθησαν και οι επόμενοι αρχειοφύλακες έως το 1959. Μετά την τελευταία πρωτοβουλία οι κώδικες ανήλθαν στους 282.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα ογκώδη προσωπικά αρχεία επιφανών αδελφών της μονής, όπως του Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως, του Ανθίμου Βατοπαιδινού, ο οποίος διετέλεσε και αρχειοφύλακας, και του αρχιμανδρίτη Ιακώβου Βατοπαιδινού.

Το ελληνικό αρχείο του Βατοπαιδίου περιλαμβάνει έγγραφα, κατάστιχα, αρχειακούς κώδικες, επιστολές και άλλο υλικό από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της έως τον 20ό αιώνα. Χρονολογικά το υλικό κατατάσσεται σε τρεις συμβατικά περιόδους, τη βυζαντινή (10ος–15ος αι.), τη νεότερη (16ος–18ος αι.) και τη σύγχρονη (19ος–20ός αι.).

Τα έγγραφα της βυζαντινής περιόδου ανέρχονται σε 250 και αποτελούν τη μεγαλύτερη συλλογή στο Ἀγιον Όρος. Το παλαιότερο ανάγεται λίγο μετά τα μέσα του 10ου αιώνα και είναι αντίγραφο ενός λιβέλου βυζαντινού αξιωματούχου. Σημαντικά έγγραφα της περιόδου είναι επίσης τα αυτοκρατορικά και τα πατριαρχικά. Το παλαιότερο αυτοκρατορικό έγγραφο είναι αντίγραφο χρυσόβουλου του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1080), ενώ το παλαιότερο πατριαρχικό είναι σιγιλιώδες γράμμα του πατριάρχη Ισιδώρου Α΄ (1347).

Το αρχείο της νεότερης περιόδου (16ος–18ος αι.) δεν είναι ιδιαίτερα πλούσιο, λόγω της οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς πολλά είδη εγγράφων εκδίδονταν πλέον από την οθωμανική διοίκηση και ήταν γραμμένα στην τουρκική γλώσσα. Εκτός από έγγραφα, η συλλογή αυτής της περιόδου περιλαμβάνει και οικονομικά κατάστιχα.

Το αρχειακό υλικό του 19ου και του 20ού αιώνα, της σύγχρονης δηλαδή περιόδου, είναι ιδιαίτερα ογκώδες (300.000 έγγραφα) και αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού βατοπαιδινού αρχείου.

Το οθωμανικό αρχείο της Βατοπαιδίου είναι από τα μεγαλύτερα στο Άγιον Όρος. Περιλαμβάνει διάφορους τύπους εγγράφων που αναφέρονται σε ποικίλα θέματα της μονής και των μετοχίων της, όπως αγορές και αφιερώσεις ακινήτων, είσπραξη φόρων, άδειες ανέγερσης κτισμάτων κ.ά. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και οι διορισμοί (μπεράτια) έξι αρχιερέων που μετά το τέλος της επισκοπικής τους θητείας αποσύρθηκαν στο Βατοπαίδι, τα χοτζέτια, δηλαδή οι αποφάσεις τοπικών ιεροδικαστών για διάφορα ζητήματα της μονής, κυρίως περιουσιακά, καθώς και οι αποδείξεις πληρωμής του κεφαλικού φόρου (χαράτσι) που αναλογούσε στο Βατοπαίδι.

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν τα 150 σουλτανικά φιρμάνια, που εκδόθηκαν για διάφορα διοικητικά και φορολογικά θέματα, με το παλαιότερο να ανάγεται στο 1405.

Το ρουμανικό αρχείο του Βατοπαιδίου είναι το μεγαλύτερο του είδους στο Άγιον Όρος και αποτελείται από 12.650 έγγραφα (ορισμένα με πλούσια διακόσμηση), χάρτες, αρχειακούς κώδικες και κατάστιχα. Το υλικό αυτό, που χρονολογείται από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, είναι κυρίως σε ρουμανική γλώσσα, αλλά περιλαμβάνει και 874 ελληνικά έγγραφα, 464 ρωσικά, 285 σλαβονικά και μικρό αριθμό τουρκικών, αρμενικών, σερβικών κ. ά. εγγράφων. Το παλαιότερο έγγραφο χρονολογείται στο 1428 και εκδόθηκε από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Αλέξανδρο τον Καλό.

Ακόμη, στο Αρχείο της μονής φυλάσσονται και έγγραφα στη λατινική γλώσσα. Ξεχωρίζει η συστατική επιστολή του βασιλιά της Αραγονίας Αλφόνσου Ε´ (1456) για μοναχούς της μονής, που περιόδευαν στη χώρα του με σκοπό τη ζητεία.

Χειρόγραφοι Κώδικες. Η συγκρότηση της συλλογής χειρογράφων της Βιβλιοθήκης άρχισε τα πρώτα έτη μετά την ίδρυση της μονής. Συνεχίστηκε σταδιακά με την προσθήκη κωδίκων που γράφτηκαν είτε από Βατοπαιδινούς είτε κατά παραγγελία της μονής ή πάλι προήλθαν από προσωπικές συλλογές μοναχών της, από αγορές και αφιερώσεις. Κατά περιόδους η συλλογή υπέστη απώλειες από κλοπές ή μετακινήσεις τόμων και σπανιότερα καταστροφές. Ένας αριθμός χειρογράφων βρίσκεται σήμερα σε ξένες βιβλιοθήκες.

Οι εργασίες συντήρησης της συλλογής άρχισαν τον 19ο αιώνα και ξεκίνησαν με τη μεταφορά της βιβλιοθήκης στον ασφαλή πύργο της Παναγίας. Το 1869 σταχώθηκε από μοναχούς της βατοπαιδινής σκήτης του Αγίου Δημητρίου, τον ιεροδιάκονο Άνθιμο Βατοπαιδινό και τον μοναχό Σάββα, το μεγαλύτερο μέρος των κωδίκων. Συγχρόνως ξεκίνησε η καταλογογράφηση των χειρογράφων, που ολοκληρώθηκε το 1924 με την έκδοση του καταλόγου του Αρκαδίου Βατοπαιδινού από τον Σωφρόνιο Ευστρατιάδη.

Τις τελευταίες δεκαετίες η συλλογή εμπλουτίστηκε σημαντικά λόγω τυχαίων γεγονότων. Το 1986, κατά τις εργασίες αποκατάστασης του καθολικού, εντοπίστηκε στη στέγη του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου αξιόλογος αριθμός χειρόγραφων κωδίκων και σπαραγμάτων, καθώς και έντυπων βιβλίων, αρχετύπων και παλαιτύπων, μεταξύ άλλων με έργα κλασικών συγγραφέων. Επίσης, κατά την έρευνα στο Σκευοφυλάκιο της μονής, πάνω από το δοχειό, το 1993, αποκαλύφθηκαν 21 επιπλέον χειρόγραφα, άγνωστα στον επιστημονικό κόσμο.

Η συλλογή χειρογράφων της μονής Βατοπαιδίου αριθμεί σήμερα 2.058 χειρόγραφα, ανάμεσά τους εννέα σλαβικά, δύο λατινικά, και ένα αραβοελληνικό, ενώ 26 είναι περγαμηνά ειλητάρια. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα χειρόγραφα της Σκήτης του Αγίου Δημητρίου.

Η μονή Βατοπαιδίου δεν επέτρεψε στον Σπυρίδωνα Λάμπρο να εργαστεί στη Βιβλιοθήκη της, επειδή ήθελε η ίδια να εκδώσει κατάλογο των χειρογράφων της. Το κατόρθωσε μερικώς μετά από εικοσιπέντε χρόνια, όταν ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης σε συνεργασία με τον Αρκάδιο παρουσίασε κατάλογο που περιγράφει 1.530 χειρόγραφα της μονής (Παρίσι 1924).

Κατάλογος των χειρογράφων της Σκήτης του Αγίου Δημητρίου συντάχθηκε από τους E. Lamberz και Ευθύμιο Λίτσα και εκδόθηκε το 1978 από το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στη Θεσσαλονίκη.

Από απόψεως περιεχομένου τα περισσότερα είναι λειτουργικά και θεολογικά χειρόγραφα, αλλά δεν είναι λίγα και όσα παραδίδουν κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Η μονή Βατοπαιδίου είναι η δεύτερη σε αριθμό έργων της κλασικής και ύστερης αρχαιότητας μετά τη μονή Ιβήρων. Οι κώδικες καλύπτουν ποικιλία θεμάτων, εκτός των εκκλησιαστικών και των θρησκευτικών, και χρονολογούνται από τα τέλη του 9ου έως τον 19ο αιώνα.

Στη συλλογή χειρογράφων περιέχονται και 396 μουσικά, που καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο από τον 11ο έως και τον 20ό αιώνα. Ως προς το περιεχόμενο, στη συλλογή της μονής εκπροσωπούνται όλες οι γνωστές ομάδες μουσικών χειρογράφων, καθώς και έργα των σπουδαιότερων εκκλησιαστικών μελοποιών, όπως του Πέτρου Μπερεκέτη και του Αναστασίου Ραψανιώτη. Ο παλαιότερος χρονολογημένος μουσικός κώδικας που είναι γνωστός και ανήκε στη μονή Βατοπαιδίου απόκειται σήμερα στη βιβλιοθήκη της Αγίας Πετρούπολης. Πρόκειται για περγαμηνό στιχηράριο, γραμμένο στη μονή Βατοπαιδίου στις 3 Μαΐου του 1106.

Ανάμεσα στους παλαιότερους κώδικες περιλαμβάνεται ένα εικονογραφημένο Ψαλτήριο του 1088. Η εικονογράφηση δεν συνδέεται με τους ψαλμούς αλλά με τον βίο του Δαβίδ και οι μικρογραφίες που κοσμούν τον μικροσκοπικό αυτό κώδικα είναι χαρακτηριστικές των αριστοκρατικών ψαλτηρίων.

Ένα πολύτιμο χειρόγραφο προερχόμενο από το βιβλιογραφείο της μονής είναι η περγαμηνή Οκτάτευχος του 13ου αιώνα (Κώδικας 602), που εμπεριέχει έξι από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η ελλιπής αυτή Οκτάτευχος συνδέεται καλλιτεχνικά με τα χειρόγραφα που φιλοτεχνήθηκαν κατά τη λατινική κατοχή της Κωνσταντινούπολης. Πλούσια εικονογραφημένη, ξεχωρίζει για τους χρυσοποίκιλτους θώρακες των Αμορραίων βασιλέων μπροστά στον ένθρονο Ιησού του Ναυή.

Τέλος, ας αναφερθεί ο περίφημος Κώδικας 655 με τα έργα του Πτολεμαίου και του Στράβωνα του 13ου/14ου αιώνα, ο οποίος, εκτός από την πλούσια διακόσμησή του, αποτελεί το πληρέστερο χειρόγραφο του συγγραφέα των Γεωγραφικῶν. Η μεγαλόσχημη Γεωγραφικὴ Ὑφήγησις του Πτολεμαίου περιλαμβάνει σαράντα δύο χάρτες τριών ηπείρων (Ευρώπης, (Βόρειας) Αφρικής και Ασίας) καλοσχεδιασμένους και με κάθε λεπτομέρεια, που περιέχουν σε μικρά ορθογώνια πλαίσια τα πολυάριθμα τοπωνύμια για τη θάλασσα, τα βουνά, τις πεδιάδες και τα ποτάμια.

Έντυπα βιβλία. Η Βιβλιοθήκη της μονής Βατοπαιδίου αριθμεί σήμερα 40.000 περίπου τόμους (27.000 τίτλους) εντύπων.

Για τη βιβλιοθήκη των εντύπων και το πώς εμπλουτίστηκε διά μέσου των αιώνων είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι χάρη στον Τριαντάφυλλο Ε. Σκλαβενίτη.

Πηγές του έντυπου υλικού, που ξεκίνησε να συγκεντρώνεται τον 16ο αιώνα, είναι αφενός οι προσωπικές βιβλιοθήκες διαφόρων λογίων αδελφών της μονής, αφετέρου οι αγορές ή οι δωρεές τόσο εξαρτηματικών μοναχών της όσο και διαφόρων άλλων κληρικών ή λαϊκών. Από τα σημειώματα που σώζονται πάνω στα βιβλία, μπορούν να αντληθούν πληροφορίες, που οδηγούν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες συλλογές βιβλίων οι οποίες εντάχθηκαν στη Βιλιοθήκη της μονής.

Μια από τις πρώτες γνωστές περιπτώσεις κληροδοτήσεως προσωπικής συλλογής (χειρογράφων και εντύπων) είναι του Ζακυνθινού Μακαρίου Παπαγεωργοπούλου, μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1465–1546). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε στη μονή Βατοπαιδίου και σώζονται στη βιβλιοθήκη της περισσότερα από δέκα χειρόγραφά του και τουλάχιστον δύο σχολιασμένα έντυπά του, εκδόσεις του 1517 και του 1521. Και ο Συνέσιος/Συμεών Ελ(λ)ανικός, λόγιος και βιβλιογράφος του 17ου αιώνα, τον επόμενο αιώνα κληροδότησε τη δική του βιβλιοθήκη, από την οποία εντοπίστηκαν κάποια έντυπα, εκδόσεων 1503–1555, όπου υπάρχει το κτητορικό του σημείωμα. Είχε στην κατοχή του αξιόλογη βιβλιοθήκη με έργα αρχαιοελληνικής κυρίως γραμματείας, ενώ ο ίδιος ήταν γραφέας χειρογράφων και συγγραφέας ακολουθιών σε νεομάρτυρες. Προηγούμενος κάτοχος μερικών από τα έντυπα του Συνεσίου ήταν ο Ζακυνθινός λόγιος μοναχός Ιωάννης Μποναφές.

Επίσης, δύο αρχειακές μαρτυρίες του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υποδεικνύουν και άλλες πηγές πλουτισμού της βιβλιοθήκης, και μάλιστα η μία συλλογή βρισκόταν στην Ανατολή και η άλλη στη Δύση: ο διδάσκαλος Θεόδουλος Βατοπαιδινός πεθαίνει στα Μουδανιά το 1789 και τα 45 βιβλία του (από τα οποία επτά χειρόγραφα) περνούν στα χέρια του επιτρόπου μητροπολίτη Προύσσης και αργότερα στον επίτροπο της Βατοπαιδίου στην Κωνσταντινούπολη (1790) για να καταλήξουν τελικά στη Βιβλιοθήκη της μονής. Η δεύτερη συλλογή προέρχεται από τον Αβράμιο, που ήταν αρχιμανδρίτης και εφημέριος στη Βιέννη. Το 1802 γράφει προς στη μονή ότι απέστειλε με τον συνάδελφό του Προκόπιο Καρτσιώτη, από την Τεργέστη, εκατό γρόσια και «ἕνα σεντούκι ἕως τέσσερα καντάρια βιβλία ἀξιόλογα, νὰ φυλαχθοῦν εἰς τὸ Μοναστήριον ἕως νὰ μὲ κατευοδώσῃ ἡ Κυρία Θεοτόκος νὰ ἔλθω καὶ νὰ συνεφρανθῶ μὲ τοὺς συναδέλφους μου».

Άλλες μεγάλες συλλογές που ενσωματώθηκαν τον 19ο αι. στη Βιβλιοθήκη είναι του Γρηγορίου Ειρηνουπόλεως, του Γρηγορίου Αδριανουπόλεως και του Ανανία Βατοπαιδινού.

Το 1867 η βιβλιοθήκη των εντύπων, όπως ήδη λέχθηκε, μεταφέρθηκε στον πύργο της Παναγίας και το 1869–1870 έγιναν νέες σταχώσεις από τον Άνθιμο Βατοπαιδινό. Παράλληλα άρχισε και η καταλογογράφησή τους από τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Βατοπαιδινό και τον προηγούμενο Κύριλλο, η οποία κατέληξε στη σύνταξη του χειρόγραφου καταλόγου του 1880 («Κατάλογος Ὀνομαστικὸς τῶν ἐν τῇ Βιβλιοθήκῃ τῆς Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μεγίστης Μονῆς τοῦ Βατοπαιδίου ἐντύπων βιβλίων»), όπου καταγράφονται κατά συγγραφέα αλφαβητικά 1.683 τίτλοι, που αντιστοιχούν σε 3.749 τόμους.

Νεότερη καταλογογράφηση και ταξιθέτηση έγινε από τον Αρκάδιο Βατοπαιδινό —το 1923 του δευτέρου ορόφου και το 1924 του πρώτου ορόφου. Τα έντυπα ανήλθαν συνολικά για τους δύο ορόφους σε 7.116 (5.600 τίτλοι).

Τα υπόλοιπα έντυπα, που βρίσκονταν στο ισόγειο, περιγράφηκαν την περίοδο 1934–1955 και ο αριθμός τους έφθασε τους 8.126 τόμους (6.440 τίτλοι).

Από το 1935 και εξής τα έντυπα που προστέθηκαν στη βιβλιοθήκη ξεπερνούν τους 23.000 τίτλους. Σήμερα παραμένουν ακατάγραφα τα 27.000 έντυπα της νέας βιβλιοθήκης που στεγάζεται στη βόρεια πτέρυγα, στην οποία περιλαμβάνονται οι μικρές συλλογές σκητών, κελλίων και κοιμηθέντων μοναχών και 4.000 ρωσικά βιβλία προερχόμενα από την Σκήτη του Αγίου Ανδρέου.

Αρχέτυπα δεν θησαυρίζονται στη βιβλιοθήκη του Βατοπαιδίου και το αρχαιότερο τυπωμένο βιβλίο χρονολογείται το 1515: πρόκειται για μια Γραμματική του Θεοδώρου Γαζή, που τυπώθηκε στη Φλωρεντία από το εργαστήρι του Φιλίππου Ιούντα. Ανάμεσα στον τεράστιο αριθμό εντύπων ξεχωρίζουν δύο έργα Ελλήνων πρωτοτυπουργών του 16ου αιώνα, του Ζαχαρία Καλλιέργη και του Αρσενίου Αποστόλη· πρόκειται για τις Εκλογές του Θωμά του Μαγίστρου (Ρώμη 1517) και τα Σχόλια στην Ιλιάδα του Ομήρου, με την εκδοτική επιμέλεια του Ιανού Λάσκαρη, που τυπώθηκαν στο τυπογραφείο του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης, το 1517 επίσης. Πολύτιμα και σπάνια βιβλία είναι και η δεύτερη έκδοση των Επιγραμμάτων του Μάξιμου Πλανούδη, που τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Άλδου στη Βενετία το 1521, αλλά και ο Θησαυρὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης του Ερρίκου Στεφάνου, που κυκλοφόρησε στη Γενεύη το 1572. Ας αναφερθεί εδώ και το σπανιότατο αντίτυπο που διασώζεται από την έκδοση Χρησμὸς ἤτοι Προφητεία τοῦ Ἱερομονάχου Ἀγαθαγγέλου, το οποίο δήθεν τυπώθηκε στην Αγαθούπολη, αλλά αποδίδεται στον Ρήγα Βελεστινλή και τυπώθηκε στη Βιέννη το 1790 ή έναν χρόνο αργότερα.

Βιβλιογραφία

Βασδραβέλλης, Ιω., Δύο ανέκδοτα τουρκικά έγγραφα προερχόμενα εκ των μονών του Αγίου ΄Ορους Λαύρας και Βατοπεδίου, Μακεδονικά 12 (1972), 283–295.

Curzon, R., Visit to monasteries in the Levant, Λονδίνο 1849.

Γούδας, Μ., Βυζαντιακά γράμματα της εν Άθω Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Ορισμός του δεσπότου Δημητρίου του Παλαιολόγου. Απολυθείς κατά μήνα Ιούλιον της Ι' ινδικτιώνος του 6970=1462 έτους, Δελτίον XAE 3 (1926), 35–48.

–––––, Βυζαντιακά έγγραφα της εν Άθω ιεράς μονής του Βατοπεδίου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 3 (1926), 113–134 & 4 (1927), 217–248.

Γουναρίδης, Π. (επιμ.), Ιερά Μονή Βατοπεδίου. Ιστορία και Τέχνη, Αθήνα 1999.

Guignard, Ch., The Content of Vatopedinus 853 (= Minuscule 1720 Gregory-Aland), Novum Testamentum 53 (2011), 388–389.

Επτά Ημέρες Καθημερινής (επιμ. Δημήτριος Καλπάκης), Άγιον Όρος. Μονή Βατοπαιδίου, Αφιέρωμα, 1 Δεκ. 1996.

Ευγένιος, μον. Βατοπεδινός, Περιγραφή έμμετρος της εν Άθω ιεράς και σεβασμίας Μεγίστης Λαύρας του Βατοπεδίου φιλοπονηθείσα υπό Ευγενίου μοναχού Βατοπεδινού του Σαμίου, η προσετέθησαν εν τω τέλει και δύο ποιημάτια του αυτού, Αθήνα 1891.

Ευστρατιάδης, Σ. / Αρκάδιος, μον. Βατοπεδινός, Κατάλογος των εν τη ιερά μονή Βατοπεδίου αποκειμένων κωδίκων, Παρίσι 1924.

Θεόφιλος, προηγ. Βατοπαιδινός, Χρονικόν περί της ιεράς και σεβασμίας Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου Αγίου ΄Ορους (προλεγόμενα υπό Γεωργίου Στογιόγλου), Μακεδονικά 12 (1972), 71–121.

Καδάς, Σ., Τα χειρόγραφα του σκευοφυλακίου. Πρώτη προσέγγιση της τέχνης τους, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 129–136.

–––––, Το Τετραευάγγελο Βατοπεδίου 932 με αφορμή την ανεύρεση μιας μικρογραφίας του, Δελτίον ΧΑΕ 26 (2005) 141–148.

Κακλαμάνος, Δ., Νέα Πανηγυρικά στο Άγιον Όρος κατά το 15ο αιώνα. Τα Πανηγυρικά της μονής Βατοπεδίου (κώδ. 631–637) και ο συντάκτης τους, Το Άγιον Όρος στον 15ο και 16ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2011, 263–277.

Κράβαρη, Βασιλική, Η παρουσία του Βατοπεδίου στον Άθω, 10ος–13ος αιώνες, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 23–30.

Laiou, Angeliki, Economic Activities of Vatopedi in the Fourteenth century, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 55–72.

Lamberz, E., Kodikologisches zu Handschrift Vatopedi 236, Κληρονομία 3B (1973), 327–329.

–––––, Η βιβλιοθήκη και τα χειρόγραφά της», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, τ. 2, Άγιον Όρος 1996, 562–574 & 672–677.

–––––, Βιβλιοθήκη και βιβλιογράφοι της μονής Βατοπεδίου στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα. Η περίπτωση του Καλλίστου, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 107–127.

–––––, Katalog der griechischen Handschriften des Athosklosters Vatopedi 1: Codices 1–102, Thessaloniki 2006.

Lamberz, E. / Λίτσας, Ε., Κατάλογος χειρογράφων της Βατοπεδινής Σκήτης Αγίου Δημητρίου, Θεσσαλονίκη 1978.

Lefort, J., et al., K., Actes de Vatopedi II, de 1330 à 1376, Paris 2006.

Lowden, J., The Production of the Vatopedi Octateuch, JÖB 32/4 (1982) [= XVI Internationaler Byzantinistenkongress, Akten II/4, Wien 1982], 197–201.

Μαμαλούκος, Στ., Το καθολικό της μονής Βατοπεδίου. Ιστορία και αρχιτεκτονική, Αθήνα 2001.

Μελισσάκης, Ζ., Βιβλιοθήκες των ιερών μονών. Τεκμήρια λατρείας και λογιοσύνης. Ζωντανοί οργανισμοί και χώροι φύλαξης κειμηλίων, Λόγιοι και λογιοσύνη στο Άγιον Όρος, Θεσσαλονίκη, Αγιορειτική Εστία, 2013, 74–83.

Μπονόβας, Ν., Έγγραφα από το αρχείο της μονής Βατοπαιδίου σχετικά με περιοδείες μοναχών (19ος αι.): τεκμήρια για την ιστορία των μετοχίων και την πνευματική ακτινοβολία της μονής, Θ´ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο: Η εξακτίνωση του Αγίου Όρους στον ορθόδοξο κόσμο: Τα Μετόχια, Θεσσαλονίκη 2015, 473–488.

Μυλωνάς, Π., Μονή Βατοπεδίου (Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 58), 2 τ., Αθήνα 2003.

Νιχωρίτης, Κ., Ο προηγούμενος Φιλάρετος ο Βατοπαιδινός (†1873) και το μεταφραστικό του έργο, Σπαράγματα βυζαντινοσλαβικής κληρονομιάς. Χαριστήριος τόμος στον καθηγητή Ιωάννη Χρ. Ταρνανίδη, Θεσσαλονίκη 2011, 249–268.

Οικονομίδης, Ν., Μονή Βατοπεδίου. Τα προνόμοια του ΙΑ´ αιώνα, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 15–22.

Παπαδάκη-Oekland, Στέλλα, Ο κώδικας 590 της μονής Βατοπεδίου: Ένα αντίγραφο του Ιώβ της Πάτμου, Δελτίον XAE 13 (1985–1986), 17–38.

Παπαδημητρίου-Δούκας, Ν., Η προσωνυμία της μονής Βατοπαιδίου μέσα από βυζαντινές και μεταβυζαντινές πηγές, Δώρημα ψυχής: Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος ο Α´, Κομοτηνή 2007, 263–271.

–––––, Ένα ανέκδοτο βυζαντινό έγγραφο της Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου. Η πρώτη επνανακοινοβιοποίησή της (Ιανουάριος 1449), Γρηγόριος ο Παλαμάς 837 (Νοέ. – Δεκ. 2010), 705–710.

Παπαδόπουλος, Ιω., Περί των ελληνικών και βλαχικών σημειώσεων του κώδικος 291 της ιεράς Μονής Βατοπεδίου, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 11 (1935), 409–410.

Pavlikianov, C., A Short Catalogue of the Slavic Manuscripts in Vatopedi, Βυζαντινά Σύμμεικτα 10 (1996), 295–325.

–––––, The Athonite Monastery of Vatopedi from 1462 to 1707, Sofia 2008.

Piatnitski, Y., The portable mosaic icons from Vatopedi Mount Athos, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 211–224.

Πολίτης, Λ., Κατάλογος λειτουργικών ειληταρίων της ιεράς μονής Βατοπεδίου, Μακεδονικά 4 (1960), 403–408.

Radić, R., Η μονή Βατοπεδίου και η Σερβία στον ΙΕ´ αιώνα, [Ιερά Μονή Βατοπεδίου - Ιστορία και Τέχνη], Αθωνικά Σύμμεικτα 7 (1999), 87–96.

Σκώττη, Τερψιχόρη-Πατρίτσια, Το όραμα του προφήτη Ησαΐα στο ψαλτήριο Βατοπεδίου 760 και η απεικόνιση του θέματος την εποχή των Κομνηνών, Δελτίον ΧΑΕ 28 (2007), 181–192.

Σμυρνάκης, Γ., Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους 1903/1988.

Σοφιανός, Δ., Αναστασίου Παπαβασιλοπούλου Ανέκδοτο έμμετρο προσκυνητάριον της μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους (1722), Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 5 (1996), 45–95.

Τσιούμη-Μαυροπούλου, Χρυσάνθη, Παράσταση της “Επουρανίου Ιερουσαλήμ” στο χειρόγραφο 762 της Μ. Βατοπεδίου, Κληρονομία 6 (1974), 105–112.

Χρήστου, Π., Το Άγιον Όρος, Αθωνική πολιτεία - ιστορία, τέχνη, ζωή, Αθήνα 1987.

Ψωμάς, ιερομ. Ματθαίος, Ο βιβλιοδέτης προηγούμενος Ματθαίος ο Βατοπεδινός, Βιβλιοαμφιάστης, Αθήνα 1999, 255–256.

Zahariuc, P. / Marinescu, F., Documente de la Ieremia Movilă voievod din arhiva Mănăstirii Vatoped de la Muntele Athos, Movileştii Istorie şi spiritualitate Româneâsca. Ieremia Movilă. Domnul Familia. Epoca, Sfânta Mănăstire Suceviţa 2006, 303–314.

Επίσημος ιστότοπος της Μονής Βατοπαιδίου:

https://www.vatopedi.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 

Επωνυμία: Βιβλιοθήκη Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου
Ιστορικό πλαίσιο: Βυζαντινή Εποχήsemantics logo
Τόπος ίδρυσης: Άγιο Όροςsemantics logo
Τόπος λειτουργίας: Άγιο Όροςsemantics logo
Χρόνος ίδρυσης: 972-985
Ιδιοκτησία: Ιερά Μονή Βατοπαιδίου (Άγιο Όρος)
Κτίρια: Ιερά Μονή Βατοπαιδίου (Άγιο Όρος)
Διοίκηση: Αρχιμανδρίτης Εφραίμ Βατοπαιδινός
Νομικό πλαίσιο: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ)
Πληροφορίες: Ιερά Μονή Βατοπαιδίου 630 86 Καρυές Αγίου Όρους τηλ. 23770 23219 Fax 23770 23781 Email filoxenia[at]vatopedi[dot]gr Αντιπροσωπείο (Καρυές): τηλ. 23770 23283
Ωράριο: Ανατολή έως δύση ηλίου
Λέξεις κλειδιά: Μέγας Κωνσταντίνος
Μέγας Θεοδόσιος
Αθανάσιος, κτίτορας
Νικόλαος, κτίτορας
Αντώνιος, κτίτορας
Μιχαήλ Α΄ Παλαιολόγος
Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος
Αλέξιος Α΄ Κομνηνός
Στέφανος Νεμάνια
Συμεών Χιλανδαρηνός
Σάββας Χιλανδαρηνός
Γρηγόριος Παλαμάς
Στέφανος Δουσάν
Δωρόθεος, ηγούμενος
Γεννάδιος Β΄, πατριάρχης
Μάξιμος Τριβώλης ο Γραικός
Αλέξανδρος Δ΄ Λαπουσνεάνου
Ρωξάνδρα
Ρόμπερτ Κέρζον
Νικόλαος Σοφιανός, λόγιος
Κυπριανός, πατριάρχης
Γεράσιμος Β΄ Παλλαδάς, πατριάρχης Αλεξανδρείας
Εμμανουήλ Παπάς
Ανανίας Βατοπαιδινός
Κάλλιστος, κωδικογράφος
Χαρίτων, κωδικογράφος
Γρηγόριος, κωδικογράφος
Φιλόθεος, κωδικογράφος
Νικηφόρος, κωδικογράφος
Κύριλλος, κωδικογράφος
Γρηγόριος Λαοδικείας, κωδικογράφος
Γρηγόριος Καλλιέργης, κωδικογράφος
Ιωάσαφ, κωδικογράφος
Ιάκωβος Κωφός, λόγιος
Παΐσιος Καλλιδούχος, λόγιος
Γρηγόριος, μητροπολίτης Ανδριανουπόλεως, λόγιος
Φιλάρετος Βατοπαιδινός, λόγιος
Αρκάδιος (Αστέριος Θεοδώρου), λόγιος
Νικόλαος Σοφιανός, λόγιος
Θεοδώρητος Ιωαννίτης
Βασίλι Μπάρκσι
Ρωξάνδρα
Μηνάς Μηνωίδης
Κωνσταντίνος Σιμωνίδης
Αρσένιος Σουχάνοφ
Πορφύριος Ουσπένσκι
Αναφέρει: Πρόσωπα
Γαζής, Θεόδωρος, λόγιος
Λάσκαρις, Ιανός, λόγιος
Μανούτιος, Άλδος, τυπογράφος
Εικόνες
Η Μονή Βατοπαιδίου, σε χαρακτικό του δέκατου ένατου αιώνα.
Γενική άποψη της Μονής Βατοπαιδίου.
Άποψη της Βιβλιοθήκης της Μονής Βατοπαιδίου στον άνω όροφο του Πύργου της Παναγίας.
Η Μονή Βατοπαιδίου στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπως αποτυπώνεται στο φωτογραφικό λεύκωμα του Ιερομόναχου Στέφανου Κελλιώτη.
Η στάθμη Α στον Πύργο της Παναγίας, όπου φυλάσσεται το αρχείο του μοναστηριού και τα περγαμηνά ειλητάρια.
Η στάθμη Β στον Πύργο της Παναγίας, όπου φυλάσσονται τα αρχέτυπα και παλαίτυπα της μονής.
Η Μονή Βατοπαιδίου σε χαλκογραφία των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα.
Η Μονή Βατοπαιδίου, δίχρωμη ξυλογραφία του Γιώργου Μόσχου.
Ο Δαβίδ και ο θρήνος των Ισραηλιτών.
Ο αποδιοπομπαίος τράγος. Μικρογραφία σε περγαμηνή Οκτάτευχο του 13ου αιώνα που φιλοτεχνήθηκε στο βιβλιογραφείο της Μονής Βατοπαιδίου.
Απεικόνιση του μήνα Αυγούστου σε περγαμηνό Τυπικό του 1346 που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Μονής Βατοπαιδίου.
Μικρογραφία στον περγαμηνό κώδικα 655 που περιέχει τη «Γεωγραφία» του Κλαύδιου Πτολεμαίου και τη «Γεωγραφία» του Στράβωνα.
Έγγραφο διορισμού (berat) του μοναχού Γρηγορίου ως Μητροπολίτη Στρωμνίτσης.
Η Μονή Βατοπαιδίου στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Η δυτική πλευρά του Καθολικού και η Φιάλη της Μονής Βατοπαιδίου.
Άποψη της Μονής Βατοπαιδίου.
Το Καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου σε υδατογραφία του Φραντσέσκο Περιλλά.
Άποψη της Μονής Βατοπαιδίου.
«Θεοδώρου Γραμματικής Εισαγωγής των εις τέσσαρα το Α'».
«Θωμά του Μαγίστρου, κατά αλφάβητον ονομάτων αττικών εκλογαί».
Η στάθμη Γ' στον Πύργο της Παναγίας, όπου φυλάσσονται τα χειρόγραφα και μέρος των παλαιτύπων της Βιβλιοθήκης της Μονής Βατοπαιδίου.
Σημειώσεις: Οι βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους: https://www.ekt.gr/el/publications/29893
Άδεια χρήσης: Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)
Δικαιώματα: Το λήμμα αποτελεί πρωτότυπη επιστημονική εργασία της ομάδας ανάπτυξης του ψηφιακού χώρου «Περί Βιβλιοθηκών».
Εμφανίζεται στις συλλογές:Βιβλιοθήκες
Προβολή λιγότερων
Εικαστικό Υλικό
Προβολή λιγότερων