Η βιβλιοθήκη της Εφέσου, γνωστή και ως βιβλιοθήκη του Κέλσου, δεν είναι μόνο η πιο γνωστή της αρχαιότητας στο ευρύτερο κοινό, αλλά με την ανοικοδόμησή της in situ μας παρέχει την πληρέστερη εικόνα μιας βιβλιοθήκης που επέζησε από τα χρόνια του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Όπως η βιβλιοθήκη του Πανταίνου στην Αθήνα, έτσι και η βιβλιοθήκη του Κέλσου δεν ήταν ενταγμένη σε κάποιο συγκρότημα εκπαιδευτικού, ψυχαγωγικού ή εμπορικού χαρακτήρα όπως τα Γυμνάσια, οι Θέρμες και οι Αγορές. Παρόλο που έχει χυθεί πολύ μελάνι από την εποχή της αρχαιολογικής της ανασκαφής και της προσπάθειας ανοικοδόμησής της, κάθε νέα περαιτέρω προσέγγιση συμπληρώνει την εικόνα της.
Αρχικά, η βιβλιοθήκη αυτή οικοδομήθηκε στην Έφεσο στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Τραϊανού. Η οικογένεια του κτήτορα, του Κέλσου, ήταν ελληνικής καταγωγής από τις Σάρδεις και τα μέλη της είχαν αποκτήσει το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, υπηρετώντας μάλιστα τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας και από επίσημες θέσεις. Ο πατέρας του δωρητή της βιβλιοθήκης, ο Τιβέριος Ιούλιος Κέλσος Πολεμαιανός, είχε διατελέσει Ύπατος της Ασίας το 92 μ.Χ. και το 106 ή 107 διοικητής της επαρχίας με πρωτεύουσα την Έφεσο. Την πρωτοβουλία για την ίδρυση της βιβλιοθήκης είχε ο γιος του, ο Τιβέριος Ιούλιος Ακύλας Πολεμαιανός, ο οποίος έχοντας ειδικά προνόμια χρησιμοποίησε το κτίσμα και ως μαυσωλείο του πατέρα του, ενταφιάζοντας το σώμα του σε σαρκοφάγο που βρίσκεται σε υπόγειο χώρο. Ο Πολεμαιανός, με στόχο να εξασφαλίσει τη μακροβιότητα του ιδρύματός του, όχι μόνο κατέβαλε χρήματα για την αποπεράτωση της βιβλιοθήκης αλλά κληροδότησε επιπλέον το ποσό των 25.000 δηναρίων, οι τόκοι των οποίων επαρκούσαν, όπως φαίνεται, για την αγορά νέων βιβλίων, την καταβολή μισθών των υπαλλήλων και την οργάνωση τελετών στη μνήμη μάλλον του νεκρού.
Η βιβλιοθήκη που βλέπουμε σήμερα ανοικοδομήθηκε με αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή, ενώ η θέση της στον πολεοδομικό ιστό της πόλης τοποθετείται πίσω από την Αγορά και στη χαμηλότερη πλευρά κατάληξης της Εμβόλου, δηλαδή της οδού των Κουρητών που ακολουθούσαν οι πομπές. Πρόκειται για διώροφο κτίσμα με σκηνογραφικό χαρακτήρα. Είναι η πρώτη και μοναδική μάλιστα βιβλιοθήκη που γνωρίζουμε από ασφαλή θέση ότι περιέχει τα μπαρόκ αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής, καθώς μια διώροφη πρόσοψη αντιστοιχεί σε μια τριώροφη κεντρική αίθουσα. Ο διώροφος σχεδιασμός της επέβαλλε τρία θυραία ανοίγματα πλαισιωμένα από τέσσερις δίστηλες προστάσεις, οι οποίες είχαν τη μορφή ναΐσκου. Στο βάθος της κάθε πρόστασης υπήρχε μια κόγχη, στην οποία ήταν τοποθετημένα ισάριθμα αγάλματα ως αναφορές στην προσωπικότητα του Κέλσου: η Σοφία, η Αρετή, η Επιστήμη και η Έννοια (δηλαδή η φρόνηση, η αξιοσύνη, η γνώση και η σωφροσύνη αντίστοιχα). Μια ανάλογη κατασκευή χαρακτηρίζει και την πρόσοψη του δεύτερου ορόφου, με τη διαφορά ότι οι θριγκοί κατέληγαν σε αντίστοιχα αετώματα.
Ο εσωτερικός σχεδιασμός και η οργάνωση της βιβλιοθήκης δεν παρουσιάζουν καμία πρωτοτυπία. Πρόκειται για μια ορθογώνια αίθουσα, στον κατά μήκος άξονα της οποίας, σε ημικυκλική αψίδα, υπήρχε κάποιο άγαλμα εκατέρωθεν του οποίου ήταν ανεπτυγμένες σε συμμετρικά διαστήματα ορθογώνιες εσοχές που χρησίμευαν για τα ερμάρια. Η βιβλιοθήκη ήταν μάλλον τριώροφη, με δύο εξώστες να διατρέχουν τις τρεις πτέρυγες του χώρου, ενώ μια σειρά κιόνων με ενιαία υποστύλωση έτρεχε κατά μήκος των ερμαρίων. Δεν αποκλείεται μάλιστα, κατά μήκος των πλευρικών τοίχων του τρίτου επιπέδου να είχαν τοποθετηθεί πίνακες ζωγραφικής στη θέση των βιβλιοστασίων. Η βιβλιοθήκη ήταν εγκιβωτισμένη σε δύο διαδρόμους σε σχήμα Γ, που κατέληγαν στην κεντρική κόγχη, και τους οποίους περιέβαλλε ο εξωτερικός τοίχος. Πρόσβαση προς τους διαδρόμους αυτούς έδιναν δύο θυρώματα δεξιά και αριστερά της κεντρικής εισόδου. Κατά διαφορετικές ερμηνείες οι διάδρομοι χρησίμευαν είτε ως μονωτικοί είτε αποτελούσαν μεγάλες υδρορρόες για τα βρόχινα ύδατα. Από τους διαδρόμους αυτούς εικάζεται ότι μέσω μιας ελαφριάς ξύλινης κατασκευής υπήρχε πρόσβαση προς τους δύο εξώστες, ενώ προς το μαυσωλείο, που βρισκόταν κάτω από την κεντρική κόγχη, οδηγούσε σκάλα λαξευμένη στον δεξιό διάδρομο.
H βιβλιοθήκη του Κέλσου δεν φαίνεται να είχε εκπαιδευτικό χαρακτήρα με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή να λειτούργησε στο πλαίσιο κάποιας σχολής ή άλλου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Λειτουργούσε μάλλον συνολικά ως μνημείο, παρόλο που το κληροδότημα ρητά αναφέρεται στον συστηματικό εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης. Όπως και αν έχουν τα πράγματα, καμία λογοτεχνική πηγή δεν κάνει λόγο για τη λειτουργία ή το περιεχόμενό της. Η βιβλιοθήκη τον 3ο αιώνα μ.Χ. παραδόθηκε στις φλόγες και έκτοτε δεν έγινε καμία προσπάθεια αποκατάστασής της. Αυτό που αξίζει ωστόσο να μνημονεύσουμε εδώ, στο πλαίσιο της πνευματικής ακτινοβολίας της Εφέσου την εποχή εκείνη, είναι ότι λειτουργούσαν έξι γυμνάσια.
Κ.Σπ. Στάικος, Η Αρχιτεκτονική των Βιβλιοθηκών στον Δυτικό Πολιτισμό, Αθήνα, Άτων, 2016, σ. 122–127.