Ο Thomas Hearne, επιφανής γνώστης της αρχαιότητας (1678-1735), έδειξε από πολύ μικρή ηλικία δείγματα των εξαιρετικών φιλολογικών ικανοτήτων του, ώστε ο ευεργέτης και γείτονας του, Francis Cherry, να αναγνωρίσει την αξία του και να αναλάβει τα έξοδα και την πορεία της εκπαίδευσης του, στέλνοντας τον στο St. Edmund Hall του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Εκεί ο Hearne ολοκλήρωσε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, ενώ η σχεδόν καθημερινή παρουσία του στη Βοδληιανή Βιβλιοθήκη, σε συνδυασμό με τη φιλομάθεια και την επιμέλεια του, οδήγησαν τον Dr. Hudson να τον προσλάβει ως Επιστάτη ή Βοηθό στη Βιβλιοθήκη το 1701, και στην προαγωγή του στη θέση του Δεύτερου Βιβλιοθηκονόμου το 1712.
Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το 1716, όταν οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το αξίωμα του· αρνούμενος καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής του να δώσει όρκο υποταγής στον οίκο του Ανόβερου, στην προτεσταντική εκκλησία και τους διαδόχους του Γουλιέλμου και της Μαρίας (nonjuror), έμεινε συγκινητικά πιστός στις πεποιθήσεις του, με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια. Έτσι, δεν ανήλθε ποτέ στην θέση του Υπεύθυνου της Βοδληιανής Βιβλιοθήκης, όπως θα ήταν δυνατόν να κάνει, όπως και στη διοίκηση της βιβλιοθήκης του κόμη της Οξφόρδης. Εξακολούθησε, ωστόσο, να μένει στην Οξφόρδη και να επισκέπτεται τη Βοδληιανή, ασχολούμενος με τα φιλολογικά και ιστορικά του έργα.
Αυτός ο ακούραστος αρχαιοδίφης είχε συγκεντρώσει μια αξιόλογη συλλογή χειρογράφων και έντυπων βιβλίων με πάνω από 6000 τίτλους, την οποία καταλογογράφησε μαζί με το αντίτιμο που είχε δώσει για κάθε βιβλίο. Επιμελήθηκε πολλές εκδόσεις μεσαιωνικών χρονικών και άλλων ιστορικών κειμένων, όπως το Chronicle του Robert of Gloucester (1724), το Life of Sir Thomas More του William Roper (1716) και κείμενα του Τίτου Λίβιου και του Πλίνιου του Πρεσβύτερου (Fletcher, Collectors, 172-176).