Ο Θεόδωρος Στουδίτης γεννήθηκε το 759 στην Κωνσταντινούπολη (Dobroklonskij, Feodor) από εύπορη και επιφανή οικογένεια και απέκτησε εκτεταμένη μόρφωση και θύραθεν παιδεία σε έντονα εικονομαχική περίοδο (επί Κωνσταντίνου Ε΄).
Ο Θεόδωρος ήταν πρακτικός άνθρωπος και πίστευε στην αυστηρή πειθαρχία. Θεωρούσε ότι το μοναστικό κίνημα είχε ξεφύγει από τα αρχικά του πρότυπα και επιδίωκε μια μεταρρύθμιση σύμφωνα με τα ιδεώδη του ιδρυτή της κοινοβιακής ζωής, του Παχώμιου. Ο Θεόδωρος πραγματοποίησε τα οράματά του από τη θέση του ηγούμενου της Μονής Στουδίου. Στις αρχές του 8ου αιώνα, η στουδιτική κοινότητα που ιδρύθηκε από τον θείο του Θεόδωρου, τον Πλάτωνα Στουδίτη, αντιπροσωπευόταν από μια σειρά μοναστικά κέντρα, διάσπαρτα στα όρια της επικράτειας, όπου μόναζαν περίπου χίλιοι μοναχοί (Leroy, Stud.).
Ο Θεόδωρος πίστευε στη σκληρή δουλειά, την πενία και την υπακοή, συνέστηνε στους μοναχούς να μην έχουν στην υπηρεσία τους δούλους, και έδινε ιδιαίτερη σημασία στη συστηματική μελέτη και την καλλιγραφία. Ίδρυσε ένα άρτια οργανωμένο βιβλιογραφικό εργαστήριο, το οποίο σφράγισε για πολλούς αιώνες την ποιότητα της αντιγραφής, και μερίμνησε για τη μόρφωση των μοναχών στη στουδιτική κοινότητα. Στο σωφρονιστικό κανονισμό που συνέταξε (Υποτύπωσις), οκτώ άρθρα αφορούσαν στην πειθαρχία στο εργαστήριο, το οποίο διηύθυνε ένας πρωτοκαλλιγράφος. Τιμωρούνταν λ.χ. όποιος ετοίμαζε μεγάλη ποσότητα κόλλας, με κίνδυνο να χαλάσει, όποιος δεν φρόντιζε αρκετά το τετράδιο που έγραφε, όποιος βασιζόταν στη μνήμη του και αλλοίωνε το κείμενο που αντέγραφε ή όποιος «διάβαζε» περισσότερα από όσα έγραφε το πρωτότυπο. Οι αντιγραφικές εργασίες που εκτελούνταν στη Μονή συνέβαλαν, ίσως, στην επικράτηση της μικρογράμματης γραφής (Ελεόπουλος, Βιβλ.). Το 780 ο Θεόδωρος εισήλθε στη Μονή Σακκουδίωνα (της Βιθυνίας), που διηύθυνε ο θείος του Πλάτων, το 787/88 έγινε ιερέας και το 794 ηγούμενος της Μονής. Τέλος το 798 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε τη Μονή «του Στουδίου» (Βιβλ. ΙΙΙ, 187-191).