Προτού ακόμη οι πρώτοι Ρωμαίοι συγγραφείς οροθετήσουν με τα έργα τους τις απαρχές της λατινικής λογοτεχνίας, από τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., υπάρχουν πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα που καταγράφηκαν σε διάφορα ανόργανα και οργανικά υλικά. Διασώζονται μάλιστα ειδήσεις που ανάγονται στα χρόνια του Πομπίλιου Νουμά, δηλ. του κληρικού που αναγορεύθηκε βασιλιάς και διαδέχθηκε τον Ρωμύλο στον θρόνο της Ρώμης, μια εποχή που πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τη Φυσική Ιστορία του Πλινίου του Πρεσβυτέρου, στο Χρονικό του Λευκίου Κασσίου Ημίνα, μαρτυρείται ότι κατά την υπατεία του Ποπλίου Κορνηλίου Κεθήγου και του Μάρκου Βαιβίου Ταμφίλου (181 π.Χ.) κάποιος γραφέας ονόματι Γναίος Τερέντιος είχε ανακαλύψει στην πεδιάδα του Ιανίκουλου τη σαρκοφάγο του Νουμά, μέσα στην οποία φυλάσσονταν γραμμένοι πάπυροι. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς βεβαιώνει επίσης ότι ο Αγκος Μάρτιος, ο τέταρτος βασιλιάς της Ρώμης (642-617 π.Χ.), είχε συγκεντρώσει τους νόμους του Νουμά, γραμμένους πάνω σε δρύινες πινακίδες, κυρίως αυτούς που αναφέρονταν σε θρησκευτικά ζητήματα, και τους είχε τοιχοκολλήσει. Με τον καιρό οι πινακίδες αυτές έγιναν δυσανάγνωστες, σύμφωνα με όσα παραδίδει ο Διονύσιος, και έτσι, μετά την εκδίωξη των βασιλέων (510/509 π.Χ.), «κάποιος ποντίφηκας, ο Γναίος Παπίριος, αρχηγός του κλήρου», δηλαδή Pontifex Maximus, φρόντισε να προχωρήσει στην αναδημοσίευσή τους.
Υπάρχει ακόμη και μία άλλη γραπτή συλλογή νόμων, η Δωδεκάδελτος (Duodecim tabulae). Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση η ρωμαϊκή νομοθεσία κωδικοποιήθηκε για πρώτη φορά από την Επιτροπή των Δέκα (Decem viri), γύρω στο 450 π.Χ., και αφου επικυρώθηκε από τη συνέλευση του λαού δημοσιεύθηκε σε δώδεκα πίνακες, από ξύλο δρυός ή πέτρα, στο Forum. Τρία χρόνια προτού ολοκληρωθεί η νομοθετική αυτή εργασία, οι Ρωμαίοι, κατά τα λεγόμενα του Λίβιου (III.31.8), είχαν στείλει στην Ελλάδα επιτροπή για να μελετήσει τις νομοθεσίες των ελληνικών πόλεων και να αντλήσει σχετικές πληροφορίες – παράδοση που δεν αποκλείεται να έχει κάποια δόση αληθείας, καθώς γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες κατέγραφαν και κωδικοποιούσαν, κατά κανόνα, τη νομοθεσία τους στα δημοκρατικά, και όχι μόνο, πολιτεύματά τους (Βιβλ. ΙΙ, 14-16).