Ιστορική αναδρομή. Στις 4 Ιανουαρίου 1845 η ολομέλεια της Βουλής, η πρώτη μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και την επακόλουθη ψήφιση του Συντάγματος του 1844, συγκλήθηκε για να συζητήσει το σχέδιο Κανονισμού του Κοινοβουλίου. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, μεταξύ άλλων επισημάνθηκε ότι «επί του παρόντος δεν έχει η Βουλή βιβλιοθήκην, αλλά προϊόντος του χρόνου θέλει αποκτήσει τοιαύτην». Λίγες μέρες αργότερα, στις 13 Ιανουαρίου, ψηφίστηκε το οριστικό κείμενο του Κανονισμού, το οποίο προέβλεπε μεταξύ άλλων τον διορισμό αρχειοφύλακα-βιβλιοφύλακα, γεγονός που επαγωγικά σήμαινε τη δημιουργία κοινοβουλευτικής βιβλιοθήκης.
Αρχειοφύλακας και βιβλιοφύλακας της Βουλής ορίστηκε ο Ζακυνθινός Γεώργιος Τερτσέτης (1800–1874), δικαστής και λόγιος, ο οποίος παρέμεινε στη θέση μέχρι τον θάνατό του. Η Βιβλιοθήκη και το Αρχείο της Βουλής συστεγάστηκαν σε πρώτη φάση στον ημιυπόγειο χώρο ενός σπιτιού επί των οδών Κολοκοτρώνη και Βουλής. Η μικρή αυτή και στοιχειώδης Βιβλιοθήκη είχε ως πρώτα τεκμήρια το πρωτότυπο του Συντάγματος του 1844, τη σειρά της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως από την έκδοσή της το 1833, ορισμένους κώδικες και έγγραφα των Συνελεύσεων του Απελευθερωτικού Αγώνα, ελάχιστα βιβλία, καθώς και τα σώματα των τυπωμένων Πρακτικών της Εθνοσυνέλευσης που ψήφισε το Σύνταγμα του 1844.
Ο Τερτσέτης, παρά τις αντιξοότητες λόγω του ακατάλληλου χώρου για τη στέγαση βιβλιοθήκης αλλά και των πενιχρών οικονομικών της, επιδόθηκε τον πρώτο καιρό σε συνεχή διαβήματα προς τον πρόεδρο της Βουλής για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με πολιτικά –ιδίως– συγγράμματα καθώς και εφημερίδες και περιοδικά του εξωτερικού. Αρωγός σε αυτή του την προσπάθεια στάθηκε ο Κωνσταντίνος (Κολλίνος) Κολοκοτρώνης (1811–1849), έφορος του Κοινοβουλίου και τριτότοκος γιος του «Γέρου του Μωριά», Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Οι κόποι τους άρχισαν να αποδίδουν καρπούς σύντομα, αφού σε διάστημα μικρότερο του ενός χρόνου τα βιβλία –νομικού, πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου– της συλλογής της προσέγγιζαν τα 350. Η επιλογή των βιβλίων για αγορά γινόταν από βουλευτές, καθηγητές του Πανεπιστημίου και λόγιους, ενώ σημαντικός ήταν και ο αριθμός κωδίκων και εγγράφων, της Επανάστασης, ή άλλων, από δωρεές. Μέχρι το 1854 η Βιβλιοθήκη κατείχε περίπου 1.500 τόμους, με αποτέλεσμα να αρχίσει να διαμορφώνεται σε μορφωτικό κέντρο της πρωτεύουσας το οποίο προσέλκυε όλο και περισσότερους αναγνώστες, όπως γερουσιαστές, βουλευτές, δημοσιογράφους, σπουδαστές κ.ά. Επιπλέον, ο Τερτσέτης οργάνωνε εντός της Βιβλιοθήκης διαλέξεις «περί βουλευτικής ευγλωτίας» και για θέματα Δημοσίου Δικαίου, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που εκφωνούσε πατριωτικές ομιλίες και παραινετικούς λόγους επί διαφόρων ζητημάτων στις εκδηλώσεις για τις εθνικές επετείους .
Σε έναν τέτοιο λόγο, με τίτλο «Κατά κλοπής», αναφέρθηκε στην πυρκαγιά τις 17ης Οκτωβρίου του 1854 που αποτέφρωσε το Μέγαρο Κοντοσταύλου (γωνία Σταδίου και Κολοκοτρώνη), στο οποίο στεγάζονταν η Βουλή και η Γερουσία. Ο κίνδυνος εξάπλωσης της πυρκαγιάς οδήγησε και στην εκκένωση της Βιβλιοθήκης γειτονικά του Μεγάρου, που είχε ως παρεπόμενο την απώλεια αρκετών βιβλίων και χειρογράφων. Ο λόγος του Τερτσέτη ήταν τόσο επιδραστικός που πολλοί από τους άρπαγες των τεκμηρίων έσπευσαν να τα επιστρέψουν: «Βιβλιοθήκη είναι το θησαυροφυλάκιον της σοφίας των αιώνων […] αυτή θα μας δώσει τα πρωτεία της αρετής προς αντίμαχον άλλης φυλής, κάτοικον εις την των προγόνων μας, αυτή είναι εκ των ουκ άνευ της ελληνικής υπεροχής».
Παρ’ όλα αυτά, ο Τερτσέτης, φοβούμενος την ενδεχόμενη καταστροφή ή απώλεια των κωδίκων και των αρχείων της εθνικής παλιγγενεσίας σε μια νέα ατυχή συγκυρία, υπέβαλλε συνεχώς αναφορές και υπομνήματα στον πρόεδρο της Βουλής, ζητώντας από την Εθνική Αντιπροσωπεία να φροντίσει για την έκδοση των αρχείων του Αγώνα. Πράγματι, ύστερα από συνεχείς πιέσεις του αρχειοφύλακα-βιβλιοφύλακα, η Βουλή αποφάσισε στις 4 Δεκεμβρίου 1855, επί προεδρίας Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, την έκδοση σε δύο τόμους των εγγράφων με τίτλο Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας (ο πρώτος βγήκε το 1857 και ο δεύτερος το 1862). Σημειώνεται ότι η έκδοση της σειράς των Αρχείων της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2020 και οι 25 τόμοι που καλύπτουν την περίοδο από την κήρυξη της Επανάστασης έως και τα χρόνια της κυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια είναι αναρτημένοι στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Το φθινόπωρο του 1858 η Βουλή αποφάσισε να νοικιάσει την οικία του Ανδρέα Ζυγομαλά στην οδό Ακαδημίας ώστε να μεταφερθεί εκεί η Βιβλιοθήκη και το Αρχειοφυλακείο της. Εν τω μεταξύ, η πολιτεία, εμπιστευόμενη πλήρως τις νομικές γνώσεις του Τερτσέτη, του ανέθετε όλο και συχνότερα διπλωματικές αποστολές σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Έπειτα μάλιστα από την εκλογή του ως βουλευτή Επτανήσου το 1864, διέθετε όλο και λιγότερο χρόνο για τα ζητήματα της Βιβλιοθήκης, με αποτέλεσμα να ανακοπεί ο εμπλουτισμός της και να επηρεαστεί επί τα χείρω η λειτουργία της.
Στο τελευταίο συντέλεσε και η αλλαγή του χώρου της Βιβλιοθήκης, το 1862, στην οικία του ιστορικού Αναστάσιου Πολυζωίδη (1802–1873), στην οδό Σοφοκλέους, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1875. Η Βιβλιοθήκη είχε περιέλθει σε περίοδο μαρασμού και ήταν έκδηλο ότι χρειαζόταν μια αλλαγή στη διοίκησή της. Στις 15 Απριλίου 1874 ο Τερτσέτης απεβίωσε μετά από εγκεφαλικό, ενώ ετοίμαζε τον επετειακό λόγο του σχετικά με τη δίκη που είχε διεξαχθεί τριάντα χρόνια πριν εναντίον του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων κατηγορούμενων αγωνιστών, με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Ο Τερτσέτης ήταν ο μόνος από τα πέντε μέλη της δικαστικής επιτροπής, μαζί με τον Αναστάσιο Πολυζωίδη, που αρνήθηκε να καταδικάσει τους κατηγορούμενους, όπως επιθυμούσε η Αντιβασιλεία. Με αυτόν τον βίαιο και δυσάρεστο τρόπο τερματίστηκε η πρώτη περίοδος από την ίδρυση της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων.
Ο Γεώργιος Παράσχος (1822–1886), ποιητής και υπάλληλος της Βουλής για χρόνια, ήταν ο διάδοχος του Τερτσέτη, ωστόσο, όπως αποδείχθηκε πολύ γρήγορα, ήταν ακατάλληλος για τη θέση. Ο προσωρινός πρόεδρος της Βουλής Δημήτριος Χρηστίδης (παρέμεινε στη θέση από τις 11 Αυγούστου έως τις 9 Οκτωβρίου 1875) ανέθεσε τη μέριμνα της Βιβλιοθήκης σε τριμελή επιτροπή, αποτελούμενη από τον Τιμολέοντα Φιλήμονα, τον Γιαννούκο Μαυρομιχάλη και τον Αριστομένη Βαλέττα. Τον Οκτώβριο του 1875 η Βιβλιοθήκη μαζί με το Αρχείο μεταφέρθηκαν στο κτίριο του Κοινοβουλίου (Μέγαρο Κοντοσταύλου), που είχε πλέον αποκατασταθεί. Την ταξινόμηση και καταλογογράφηση της Βιβλιοθήκης, η οποία αριθμούσε περίπου 5.000 τόμους, ανέλαβε ο Παναγιώτης Καλογερόπουλος (1853–1932), νέος πτυχιούχος της Φιλοσοφικής, και με καταγωγή από τη Ζάκυνθο όπως και ο Τερτσέτης. Ο Καλογερόπουλος, με πρωτοβουλία του Τιμολέοντα Φιλήμονα ο οποίος εκτίμησε το σπουδαίο έργο του, προβιβάστηκε αρχικά σε βιβλιοφύλακα και κατόπιν διορίστηκε διευθυντής, παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι τον θάνατό του.
Ο Φιλήμων (1833–1898), νομικός και εκδότης, που διαδέχτηκε τον πατέρα του Ιωάννη ως εκδότης της εφημερίδας Αιών, καθώς και βουλευτής Αττικής και έφορος του Βουλευτηρίου από το 1875, συντέλεσε τα μέγιστα στην οργάνωση και την ανάπτυξη της Βιβλιοθήκης κατά τη δεύτερη περίοδο της ιστορίας της. Όταν, μάλιστα, το 1881 δεν κατόρθωσε να επανεκλεγεί βουλευτής, μετά από έκκληση του εκδότη Βλάσση Γαβριηλίδη (η οποία βρήκε σύμφωνους τους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας και τα μέλη του Κοινοβουλίου), η Βουλή ενέκρινε τροποποίηση του Κανονισμού που προέβλεπε ότι έφορος του Βουλευτηρίου μπορούσε να εκλεγεί και υποψήφιος που δεν ήταν βουλευτής, αρκεί να είχε θητεύσει στη θέση. Ως εκ τούτου, ο Φιλήμων παρέμεινε έφορος της Βουλής και συνεπώς αναδημιουργός της Βιβλιοθήκης μέχρι το 1887, όταν υπερψηφίστηκε ο βουλευτής Ευβοίας και μετέπειτα πρωθυπουργός Νικόλαος Καλογερόπουλος (1853–1927).
Δηλωτική της αλματώδους ανάπτυξης της Βιβλιοθήκης της Βουλής ήταν η περίοδος 1875–1880. Ο Φιλήμων, έχοντας εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους από τη Βουλή, προχώρησε στην αγορά πληθώρας βιβλίων διαφόρων επιστημών, με αποτέλεσμα η Βιβλιοθήκη σταδιακά να αρχίσει να μετατρέπεται από αμιγώς κοινοβουλευτική που ήταν μέχρι τότε σε γενική. Παράλληλα με τις αγορές, το Υπουργείο Εσωτερικών, ύστερα από πρωτοβουλία του Φιλήμονα, εξέδωσε εγκύκλιο (αρ. εγκ. 33, 10 Ιουλίου 1877), με την οποία καλούσε τους νομάρχες και τους επάρχους του κράτους να συνδράμουν στην ενημέρωση των πολιτών για την αποστολή βιβλίων, χειρογράφων, εφημερίδων κ.λπ. στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Οι ενέργειες αυτές είχαν εμφανή αντίκτυπο στον αριθμό των βιβλίων μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια⸱ το 1876 η συλλογή της αποτελούνταν από 5.000 τόμους, το 1877 αριθμούσε 20.000, το 1878 διπλασιάστηκε και το 1879 έφτασε τις 40.000. Ο ραγδαίος εμπλουτισμός της Βιβλιοθήκης, πέρα από την απαίτηση νέων χώρων για τη φύλαξη των βιβλίων, δημιούργησε την επιτακτική ανάγκη ενός συγχρονισμένου ευρωπαϊκού βιβλιοθηκονομικού συστήματος.
Ο Φιλήμων ανέθεσε το έργο αυτό στον Νικόλαο Γ. Πολίτη (1852–1921), ιδρυτή της ελληνικής λαογραφίας, ο οποίος το 1871 είχε πραγματοποιήσει αντίστοιχη εργασία στη Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Χίου «Κοραής». Ο Πολίτης ξεκίνησε να εργάζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής τον Νοέμβριο του 1880, εφαρμόζοντας το βιβλιοθηκονομικό σύστημα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Μονάχου, το οποίο είχε μελετήσει επί τριετία. Η ταξινομική διάρθρωση του Πολίτη διαιρούσε τη Βιβλιοθήκη σε δεκατρία τμήματα, κάθε ένα από τα οποία διέθετε ανάλογες υποδιαιρέσεις. Τα τμήματα αυτά ήταν τα εξής: α) Εγκυκλοπαιδεία, β) Φιλολογικά, γ) Ιστορία, δ) Μαθηματική, ε) Φυσική και Τεχνολογία, στ) Ανθρωπολογία, ζ) Φιλοσοφία, η) Καλολογία, θ) Πολιτική, ι) Νομική, ια) Στρατιωτικά και Ναυτικά, ιβ) Ιατρική, ιγ) Θεολογία. Στην πορεία προστέθηκε ένα ακόμα τμήμα, οι Ιδιαίτεροι Κατάλογοι, στο οποίο συγκαταλέγονταν χειρόγραφα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και έργα τέχνης, αρχέτυπα, σπάνια και πολύτιμα βιβλία, νεοελληνικά βιβλία που εκδόθηκαν μέχρι το 1832 και σύμμεικτα. Πέρα από την παραπάνω κατάταξη, εισήχθηκε η αλφαβητική κατάταξη ανά συγγραφέα, μεταφραστή ή εκδότη, βάσει της οποίας καταρτίστηκε ο αλφαβητικός κατάλογος της Βιβλιοθήκης. Μετά την ολοκλήρωση της εργασίας του Πολίτη τον Μάρτιο του 1884, το έργο του συνεχίστηκε από τον Παναγιώτη Καλογερόπουλο, ο οποίος προχώρησε στη σύνταξη και λημματικού καταλόγου. O Καλογερόπουλος, επιπλέον, συνέταξε τους πρώτους έντυπους καταλόγους της Βιβλιοθήκης, που εκδόθηκαν το 1903 (βλ. παρακάτω «Κατάλογοι της Βιβλιοθήκης»).
Το πρόβλημα της στέγασης της Βιβλιοθήκης της Βουλής ήταν πλέον το σημαντικότερο προς επίλυση, καθώς οι νέες προσκτήσεις βιβλίων από δωρεές και αγορές συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό. Ήδη το 1885 ο αριθμός των τόμων ανερχόταν σε 100.000, στο τέλος του 1891 υπολογιζόταν σε 135.000, ενώ το 1911 η Βιβλιοθήκη είχε ξεπεράσει τους 200.000 τόμους. Σε έκθεση που υπέβαλε προς την κυβέρνηση στις 22 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Βουλής Νικόλαος Στράτος καταδείκνυε το χωροταξικό πρόβλημα της Βιβλιοθήκης, αφού τα συνολικά επτά δωμάτια του Βουλευτηρίου που καταλάμβανε ο χώρος της δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών της. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα δωμάτια πλην ενός –αυτό του Εφόρου–, ήταν γεμάτα με βιβλία, ενώ οι οκτώ εργαζόμενοι της Βιβλιοθήκης (βιβλιοφύλακας, επιμελητής, βοηθός επιμελητή, κοσμήτορας αναγνωστηρίου, αποθηκάριος και δύο γραφείς) διέθεταν μόλις ένα δωμάτιο για την οργάνωση των γραφείων τους. Απόρροια της στενοχωρίας, σύμφωνα με τον Νικόλαο Στράτο, ήταν η Βιβλιοθήκη να καθίσταται απρόσιτη για το αναγνωστικό κοινό, αφού δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος για τη λειτουργία αναγνωστηρίου. Επιπλέον, στο υπόγειο του κτιρίου βρίσκονταν στοιβαγμένοι, υπό κακές συνθήκες φύλαξης, χιλιάδες τόμοι βιβλίων.
Με την παράθεση όλων των παραπάνω, ο Στράτος ήθελε να στοιχειοθετήσει την εισήγησή του προς την κυβέρνηση για την κατασκευή κτιρίου της Βιβλιοθήκης, το οποίο θα χωροθετούνταν πλησίον της Βουλής, επί της οδού Κολοκοτρώνη, απέναντι από το κηπάριο του Φρουραρχείου Αθηνών. Η πρόταση του προέδρου της Βουλής έγινε αποδεκτή από την κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου και στις 25 Μαΐου 1911 υπερψηφίστηκε από την ολομέλεια ο Ν. ΓΨΠΔ΄ «περί εγκρίσεως δαπάνης εκ δραχμών εκατόν τεσσαράκοντα χιλιάδων διά την ανέγερσιν Βιβλιοθήκης της Βουλής». Έτσι, το νέο κτίριο ξεκίνησε να χτίζεται στη νοτιοανατολική πλευρά του Βουλευτηρίου, επί της οδού Κολοκοτρώνη και Ανθίμου Γαζή γωνία.
Τον Σεπτέμβριο του 1925 τέθηκαν τα θεμέλια ενός ακόμα κτιρίου, στη δυτική πλευρά του προαυλίου της Βουλής, το οποίο ουσιαστικά αποτελούσε προέκταση της Βιβλιοθήκης. Η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις ένα χρόνο και, παρότι συνιστούσε τμήμα της Βιβλιοθήκης, θα διατηρούσε την αυτοτέλειά του παίρνοντας την ονομασία του χορηγού του, του πολιτικού, επιχειρηματία και εθνικού ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη (1843–1929). Η ιστορία πίσω από τη δωρεά Μπενάκη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περιπετειώδης, καθώς η χρηματοδότηση για την ανέγερση του κτιρίου δεν ήταν αρχικά στις προθέσεις του. Όλα ξεκίνησαν στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ο Γιάννης Ψυχάρης (1854–1929), γλωσσολόγος και καθηγητής της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, εξέφρασε την επιθυμία του να δωρίσει την προσωπική του βιβλιοθήκη. Το 1914 ήρθε σε συμφωνία με τον Παναγιώτη Καλογερόπουλο για την παραχώρησή της στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων υπό τους εξής όρους: να περιέλθει η βιβλιοθήκη του στη Βουλή μετά τον θάνατό του, να στεγαστεί σε ιδιαίτερη αίθουσα της Βιβλιοθήκης, η οποία να λάβει το όνομά του και να είναι ανοικτή σε δωρεές. Το 1917, όμως, χωρίς να έχει ανακαλέσει τη δωρεά του προς τη Βουλή, ο Ψυχάρης πρόσφερε τη βιβλιοθήκη του στη Γαλλική Γερουσία, με όρο τη στέγασή της σε μια αίθουσα όπου θα είχε τοποθετηθεί μια πινακίδα στη μνήμη του γιου του Ερνέστου, ο οποίος είχε σκοτωθεί στις 22 Αυγούστου του 1914 μαχόμενος για τη Γαλλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν και δεν είναι ακριβείς οι λόγοι της αλλαγής της στάσης του Ψυχάρη, υπάρχει ο ισχυρισμός από διάφορες ιστορικές μαρτυρίες ότι ο εθνικός διχασμός που ταλάνιζε το εσωτερικό της Ελλάδας και η ουδέτερη, αν όχι φιλογερμανική, στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου στον Πόλεμο, του είχαν προκαλέσει μεγάλη, αν και πρόσκαιρη, δυσαρέσκεια για την πατρίδα του.
Εντούτοις, το 1923 για πολιτικούς λόγους, όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος ο Ψυχάρης, ήρθε σε ρήξη με τη Γαλλική Γερουσία και ήρε την απόφασή του να της χαρίσει τη βιβλιοθήκη του. Μάλλον μετανιωμένος για την απόφασή του να μην τη δωρίσει στην Ελλάδα, αλλά και βρισκόμενος σε οικονομική ανάγκη, αποφάσισε τελικά να την εκποιήσει. Με δεδομένο όμως ότι η δωρεά του προς τη Βιβλιοθήκη της Βουλής δεν είχε επίσημα ανακληθεί, ο Εμμανουήλ Μπενάκης, μετά την προτροπή του διπλωμάτη και πολιτικού Νικολάου Πολίτη (1872–1942), αποφάσισε να αγοράσει τη βιβλιοθήκη του Ψυχάρη για λογαριασμό της Βιβλιοθήκης της Βουλής. Πράγματι, στις 18 Ιουλίου 1924 η βιβλιοθήκη Ψυχάρη, η οποία περιλάμβανε 30.000 βιβλία, χειρόγραφα, αυτόγραφα και διάφορα κειμήλια, αγοράστηκε έναντι του ποσού των 150.000 γαλλικών φράγκων, δηλαδή περίπου 500.000 παλαιές δραχμές. Πρόκειται για ποσό αρκετά μικρότερο από την πραγματική αξία των βιβλίων της, η οποία ανερχόταν στο 1 εκατομμύριο γαλλικά φράγκα. Ο Μπενάκης ανέλαβε επίσης τα έξοδα (25.000 γαλλικά φράγκα) της μεταβίβασης της βιβλιοθήκης, ενώ κατέβαλε το ποσό των 30.500 φράγκων για τα έξοδα ασφάλισης και αποστολής των τεκμηρίων της μέχρι τον Πειραιά. Εκτός από τη Βιβλιοθήκη, στη Βουλή παραχωρήθηκε και το Αρχείο Ψυχάρη, αποτελούμενο από περίπου 150.000 φύλλα (αλληλογραφία, χειρόγραφα και δακτυλόγραφα έργων του, αποκόμματα Τύπου και ποικίλα ντοκουμέντα προσωπικά, οικονομικά κ.ά.) της περιόδου 1840–1929.
Στην επιστολή του προς τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, ο Μπενάκης έθετε ως όρους της αγοράς/δωρεάς: τη μη διάσπαση της βιβλιοθήκης Ψυχάρη, τη στέγαση ολόκληρης της βιβλιοθήκης σε ξεχωριστό διαμέρισμα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής με την ονομασία «Βιβλιοθήκη Ι. Ψυχάρη» και τέλος τη μη μεταβολή του περιερχόμενού της χωρίς τη δική του συγκατάθεση ή του γιου του Αντώνη. Η Βουλή έκανε αποδεκτούς τους όρους και δεσμεύθηκε εντός τριμήνου να έχει διαρρυθμίσει τον χώρο για τη στέγασή της.
Όταν όμως ο Μπενάκης επισκέφθηκε τον χώρο το 1924 έκρινε ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για την εγκατάσταση της βιβλιοθήκης Ψυχάρη και αποφάσισε να ανεγερθεί με δικά του έξοδα (2.500.000 παλαιές δραχμές) η νέα πτέρυγα, η οποία θα λάμβανε το όνομα Μπενάκειος Βιβλιοθήκη. Παρότι ο Ψυχάρης ενοχλήθηκε από αυτή την εξέλιξη και διαμαρτυρήθηκε στον Μπενάκη για μη τήρηση της συμφωνίας, ο δεύτερος αντέτεινε ότι στη νέα πτέρυγα, πέραν των αιθουσών όπου θα φιλοξενούταν με διακριτή ονομασία η βιβλιοθήκη του, θα υπήρχαν και αίθουσες στις οποίες θα στεγάζονταν και άλλες δωρεές. Ο Ψυχάρης ικανοποιήθηκε από την απάντηση, οπότε το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Πράγματι, σήμερα η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη φιλοξενεί τη «Βιβλιοθήκη Ι. Ψυχάρη», καθώς και άλλες προσωπικές βιβλιοθήκες πολιτικών και ανθρώπων των γραμμάτων, όπως του λόγιου και δάσκαλου της ιστορίας Αιμίλιου Τυπάλδου-Πρετεντέρη (1798–1878) με 5.187 τόμους, του πολιτικού Αντώνιου Ζυγομαλά (1854–1930) με 5.000 τόμους, του πρώην πρωθυπουργού Γεώργιου Καφαντάρη (1873–1946) με 6.150 τόμους, του οικονομολόγου και πολιτικού Γεώργιου Σιδέρη (1886–1946) με 6.294 τόμους, του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά (1871–1941) με 4.000 τόμους κ.ά. Ορισμένες από τις πρόσφατες δωρεές βιβλίων, αρχείων και άλλων προσωπικών αντικειμένων είναι των πρώην πρωθυπουργών Ανδρέα Παπανδρέου (1919–1996) και Κώστα Καραμανλή, των πρώην υπουργών Γεώργιου Γεννηματά (1939–1994) και Βιργινίας Τσουδερού (1924–2018), του πρώην αντιπροέδρου της Βουλής Λεωνίδα Μπουρνιά (1908–1997) και της οικογένειας Τρικούπη.
Έχοντας πλέον στην κυριότητά της επαρκείς εγκαταστάσεις –το νέο κτίριο μαζί με την προέκτασή του καθώς και τη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη–, η Βιβλιοθήκη της Βουλής συνέχισε απρόσκοπτα τις προσκτήσεις νέων βιβλίων, είτε μέσω δωρεών είτε μέσω αγορών. Ειδικότερα δε σε σχέση με τις αγορές, από το 1910 και μετά δινόταν έμφαση στην προμήθεια συγγραμμάτων από το εξωτερικό έναντι των ελληνικών. Η επιλογή αυτή καθορίστηκε εν πολλοίς από την ψήφιση διά νόμου το 1910, και συμπλήρωσής του το 1915 και το 1939, της υποχρεωτικής κατάθεσης από τους εκδότες ενός αντιτύπου κάθε βιβλίου που εκδιδόταν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα νεοεκδοθέντα ελληνικά βιβλία να αποστέλλονται στη Βιβλιοθήκη.
Πρωτεργάτης αυτών των 60 περίπου χρόνων ακμής και συνεχούς ανάπτυξης της Βιβλιοθήκης υπήρξε ο διευθυντής της Παναγιώτης Καλογερόπουλος, για τον οποίο η ομαλή λειτουργία της Βιβλιοθήκης υπήρξε σκοπός της ζωής του. Ύστερα από τον θάνατό του το 1932, διάδοχός του χρίστηκε ο Βασίλειος Ραζής, ανώτατος υπάλληλος της Βουλής, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του διευθυντή μέχρι το 1935. Τον Ιούνιο του 1935, επί διευθύνσεως ακόμα του Ραζή, πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του μεγαλύτερου τμήματος της Βιβλιοθήκης στον δεύτερο όροφο του κτιρίου των Παλαιών Ανακτόρων, στην Πλατεία Συντάγματος, όπου μόλις είχε ολοκληρωθεί η μετεγκατάσταση της Βουλής.
Κατά τις επόμενες δεκαετίες η Βιβλιοθήκη εξακολούθησε να εμπλουτίζει τη συλλογή της με βιβλία και άλλα τεκμήρια, προερχόμενα είτε από αγορές είτε από δωρεές (σε πολλές περιπτώσεις αφορούσαν ολόκληρες συλλογές). Ενδεικτικά της γιγάντωσής της είναι τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν το 1970 στην έκδοση Η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων 1846–1970, την οποία είχε επιμεληθεί ο τότε βιβλιοθηκάριος και μετέπειτα διευθυντής της Παναγιώτης Χριστόπουλος (1930–2012). Συγκεκριμένα, ο Χριστόπουλος υπολόγιζε τους τόμους της Βιβλιοθήκης για το 1954 σε 800.000, ενώ το 1970 ο αντίστοιχος αριθμός ξεπερνούσε το 1 εκατομμύριο (όπως φανέρωσαν οι επόμενες καταγραφές, η συγκεκριμένη εκτίμηση ήταν υπερβολική).
Πέρα όμως από τη βασική αποστολή της, δηλαδή την υποστήριξη του κοινοβουλευτικού έργου μέσω των τεκμηρίων της, η Βιβλιοθήκη ξεκίνησε με την πάροδο του χρόνου να αναπτύσσει ποικίλες άλλες δράσεις προς το ευρύτερο κοινό (π.χ. οργάνωση εκθέσεων, συνεδρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την ενίσχυση των σχολικών βιβλιοθηκών με βιβλία, την ψηφιοποίηση και διάθεση μέσω διαδικτύου μέρους του υλικού της κ.ά.), επιτελώντας σημαντικό έργο στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Με τον ερχομό του 21ου αιώνα έλαβε χώρα μια ακόμα –η τελευταία μέχρι σήμερα– επέκταση των εγκαταστάσεών της Βιβλιοθήκης. Το 2000, το πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο (Λένορμαν 218) παραχωρήθηκε στη Βουλή και σήμερα στεγάζει τον μεγαλύτερο όγκο από τις βιβλιακές συλλογές της Βιβλιοθήκης και το Τμήμα Διατήρησης και Συντήρησης Έντυπου Υλικού και Έργων Τέχνης. Επίσης, λειτουργεί εκεί πιλοτικά μια μικρή δανειστική βιβλιοθήκη με επιλεγμένα βιβλία (κυρίως λογοτεχνικά και εκδόσεις της Βουλής). Στο πρώην Καπνεργοστάσιο φιλοξενούνται προσωρινά και οι συλλογές της Μπενάκειου Βιβλιοθήκης λόγω επισκευών του κτιρίου της.
Συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής
Οι Συλλογές της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αποτελούμενες από βιβλία, αρχειακά έγγραφα και έντυπα, χάρτες, χαρακτικά, φωτογραφίες, εφημερίδες, περιοδικά, μικροταινίες και ιστορικά αντικείμενα, κατηγοριοποιούνται ως εξής: α) Κοινοβουλευτικές Συλλογές, β) Γενικές Συλλογές, γ) Ειδικές Συλλογές, δ) Αρχεία.
Οι Κοινοβουλευτικές Συλλογές περιλαμβάνουν σε έντυπη και ψηφιακή μορφή (βλ. στη συνέχεια Ψηφιακή Βιβλιοθήκη) τα ακόλουθα:
- Κανονισμοί της Βουλής και της Γερουσίας.
- Ελληνικά συνταγματικά κείμενα 18ου–20ού αιώνα, επτανησιακά συντάγματα, και συντάγματα του ελληνικού κράτους από το 1844 έως σήμερα.
- Πλήρεις σειρές της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, της Εφημερίδας των συζητήσεων της Βουλής και των πρακτικών της Βουλής και της Γερουσίας, ευρετήρια των πρακτικών των Εθνοσυνελεύσεων, της Βουλής και της Γερουσίας, στενογραφημένα πρακτικά της Συντακτικής Συνέλευσης των Κρητών (1899–1910), επίσημα πρακτικά της Βουλής των Κρητών (1903–1910).
- Αρχείο των εισηγητικών εκθέσεων των νομοσχεδίων από το 1844 έως σήμερα.
- Βάση δεδομένων εκλογών, βουλευτών και ευρωβουλευτών.
- Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τεύχη L και C).
Οι Γενικές Συλλογές απαρτίζονται από τα βιβλία και τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Τα βιβλία της Βιβλιοθήκης αριθμούνται σε περίπου 650.000 τόμους και φυλάσσονται στην Κεντρική Βιβλιοθήκη (κτίριο Βουλής), στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και στο πρώην Καπνεργοστάσιο. Αναλυτικότερα:
Η Κεντρική Βιβλιοθήκη περιλαμβάνει για την υποστήριξη του κοινοβουλευτικού έργου μια αναπτυγμένη συλλογή βιβλίων πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, νομικού και ιστορικού περιεχομένου, καθώς και γενικό πληροφοριακό τμήμα, συγκροτούμενο από εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, εγχειρίδια κ.ά. Η Μπενάκειος Βιβλιοθήκη φιλοξενεί, πρώτα και κύρια, τη Βιβλιοθήκη Ψυχάρη (35.000 τόμοι), η οποία καλύπτει φιλολογικά θέματα και αναγνώσματα ελληνικού και ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Οι κυριότερες από τις θεματικές των βιβλίων της είναι οι εξής: α) εκδόσεις αρχαίας και βυζαντινής γραμματείας, β) έργα Ελλήνων συγγραφέων από τον 16ο έως και τις αρχές του 20ού αιώνα, γ) εκδόσεις μεγάλων συγγραφέων από την Αναγέννηση, δ) επιστημονικά συγγράμματα, κυρίως γλωσσολογίας, φιλολογίας, φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής επιστήμης, αρχαιολογίας, επιγραφικής, νομισματικής και καλών τεχνών, ε) λεξικά και εγκυκλοπαίδειες.
Στη Μπενάκειο βρίσκεται και το Αρχείο Ψυχάρη, το οποίο έχει ταξινομηθεί και είναι διαθέσιμο προς τους ερευνητές και τους μελετητές. Στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη στεγάζονται ακόμα προσωπικές βιβλιοθήκες πολιτικών και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων του δημόσιου και κοινωνικού βίου, όπως αναφέρθηκαν σε προηγούμενο σημείο. Τα περισσότερα ωστόσο από τα βιβλία της Βιβλιοθήκης της Βουλής βρίσκονται στο πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Πρόκειται για βιβλιακές συλλογές όλων των θεματικών κατηγοριών, καθώς και πρόσφατες εκδόσεις ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, θετικών επιστημών κ.ά.
Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία τεκμηρίων των γενικών συλλογών, τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, η Βιβλιοθήκη διαθέτει μια από τις πλουσιότερες συλλογές ελληνικών και ξένων εφημερίδων και περιοδικών από τον 18ο αιώνα μέχρι και τις μέρες μας. Η κύρια συλλογή φυλάσσεται στο πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο, ενώ ορισμένοι τίτλοι πολιτικού, οικονομικού και νομικού ενδιαφέροντος, όπως επίσης και η συλλογή Τύπου των Ειδικών Συλλογών με σπάνιες εφημερίδες της προεπαναστατικής περιόδου και της περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης, της Κατοχής και της περιόδου της Δικτατορίας, θησαυρίζονται στην Κεντρική Βιβλιοθήκη. Η συλλογή είναι διαθέσιμη στο μεγαλύτερο μέρος της σε μικροφωτογραφημένα και ψηφιακά αντίγραφα. Μέχρι σήμερα έχουν ψηφιοποιηθεί περίπου 25.000 μικροταινίες, καθιστώντας προσιτό σε όλους το περιεχόμενό τους. Επίσης, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να μελετήσουν το ψηφιακό υλικό έως το 1948 μέσα από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη, ενώ το υλικό μετά το 1948 στα αναγνωστήρια της Βιβλιοθήκης.
Οι Ειδικές Συλλογές της Βιβλιοθήκης που φυλάσσονται στην Κεντρική Βιβλιοθήκη, περιλαμβάνουν σπάνια τεκμήρια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και ποικίλου περιεχομένου από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για:
- 500 περίπου χειρόγραφους κώδικες, από τον 10ο έως τον 19ο αιώνα, θεολογικού και φιλολογικού κυρίως περιεχομένου.
- Αρχέτυπα βιβλία του 15ου αιώνα (π.χ. η Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών του Κωνσταντίνου Λάσκαρη το 1477 και το Μέγα Ετυμολογικόν που εκδόθηκε στη Βενετία το 1499) και παλαίτυπες εκδόσεις του 16ου και 17ου αιώνα, αντιπροσωπευτικές της βιβλιοπαραγωγής των πρώτων αιώνων της τυπογραφίας.
- Εκδόσεις ελληνικών και ξενόγλωσσων βιβλίων (18ος–αρχές 20ού αιώνα) και σύγχρονες εκδόσεις που ξεχωρίζουν για την ιστορική ή και καλλιτεχνική τους αξία.
- Σπάνια φυλλάδια του 19ου και 20ού αιώνα, με ποικίλο ιστορικό, πολιτικό, φιλολογικό, κοινωνικό και οικονομικό περιεχόμενο.
- Περιοδικά και εφημερίδες της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου του 1821 και σημαντικό αριθμό αντιστασιακών εντύπων της Κατοχής και της Δικτατορίας.
- Ιστορικά κειμήλια που σχετίζονται με σημαντικές στιγμές της ιστορίας του ελληνικού κράτους και του κοινοβουλευτικού θεσμού, καθώς και με σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες.
- Αφίσες, ψηφοδέλτια, προεκλογικά φυλλάδια κομμάτων και υποψηφίων της σύγχρονης κυρίως ιστορίας της χώρας.
- Έργα τέχνης του 19ου και 20ού αιώνα, αλλά και σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών, με θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
- 4.500 χάρτες τυπωμένοι από τον 15ο αιώνα έως σήμερα, μεταξύ αυτών μνημειακές εκδόσεις ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως είναι η Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Φεραίου (1797), χάρτες της Expedition scientifique de Morée, αρχαιολογικοί χάρτες του 19ου αιώνα του Ερνέστου Κούρτιου και του Γιόχαν Άουγκουστ Κάουπερτ, χάρτες οριοθέτησης των συνόρων του ελληνικού κράτους κ.ά.
Στη Βιβλιοθήκη της Βουλής περιλαμβάνεται επίσης το ιστορικό και σύγχρονο κοινοβουλευτικό αρχείο (Κοινοβουλευτική Συλλογή), τα ιστορικά αρχεία, τα σύγχρονα αρχεία και το φωτογραφικό αρχείο. Τα ιστορικά αρχεία συγκροτούνται από δημόσια και κρατικά έγγραφα του 19ου και του 20ού αιώνα καθώς και ιδιωτικά αρχεία προσωπικοτήτων της ίδιας περιόδου. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα έγγραφα που αφορούν την Ελληνική Επανάσταση και την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια, τα οποία έχουν δημοσιευθεί σε 25 τόμους στη σειρά Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας. Πολύτιμα είναι ακόμα τα πρωτόκολλα ορκωμοσίας βασιλέων και προέδρων της Ελληνικής Δημοκρατίας, τα χειρόγραφα συνταγμάτων και οι πρώτες έντυπες εκδόσεις τους, τα χειρόγραφα πρακτικά συνεδριάσεων της Βουλής, αλλά και προγενέστερα του 19ου αιώνα τεκμήρια.
Τα σύγχρονα αρχεία περιλαμβάνουν ιδιωτικά αρχεία πολιτικών αλλά και το Αρχείο του Ελληνικού Τμήματος του BBC, με εκπομπές και ηχητικά ντοκουμέντα της περιόδου 1939–2005. Το φωτογραφικό αρχείο εμπεριέχει ένα μεγάλο αριθμό φωτογραφιών, κυρίως από επίσημες τελετές, εκδηλώσεις και συνεδριάσεις στο Κοινοβούλιο, μια συλλογή φωτογραφιών πολιτικών προσώπων, καθώς και ένα μικρό αριθμό ιστορικών φωτογραφιών. Επιπλέον, η Βιβλιοθήκη διατηρεί και το φωτογραφικό αρχείο των εκθέσεων που διοργανώνονται στο Κοινοβούλιο, με θέματα ιστορικού και πολιτικού ενδιαφέροντος.
Ολοκληρώνοντας την περιγραφή των αρχειακών συλλογών της Βιβλιοθήκης της Βουλής, αξίζει να αναφερθεί ότι πρόσφατα δόθηκαν στη δημοσιότητα τα επίσημα πρακτικά της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων, που συγκροτήθηκε το 1985 ώστε να διερευνήσει τα γεγονότα και τα αίτια που οδήγησαν στην τούρκικη εισβολή στην Κύπρο το 1974 (επιχείρηση «Αττίλας»). Οι τόμοι που έχουν εκδοθεί βρίσκονται αναρτημένοι στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης.
Επίσης διαθέσιμο σε ψηφιακή μορφή από τον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης είναι το Αρχείο του Νικόλαου E. Παναγιωτάτου, για το οποίο το 2018 η κόρη του Ελίζα Παναγιωτάτου παραχώρησε στη Βουλή άδεια για δημοσίευση. Το Αρχείο αφορά την περίοδο 1949–1956, κατά την οποία ο Παναγιωτάτος διετέλεσε νομάρχης Χίου και περιλαμβάνει εκθέσεις, έγγραφα, κείμενα, αλληλογραφία και έντυπα.
Διοίκηση και οργάνωση της Βιβλιοθήκης της Βουλής
Η Διεύθυνση της Βιβλιοθήκης της Βουλής, που λειτουργεί υπό την επιστημονική εποπτεία του προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής, είναι αρμόδια για τη συγκέντρωση των πάσης φύσεως εντύπων, περιοδικών και εφημερίδων, καθώς και του παραγόμενου υλικού από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τη συνεργασία με άλλες βιβλιοθήκες και επιστημονικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Η Διεύθυνση της Βιβλιοθήκης περιλαμβάνει τα εξής πέντε τμήματα: Τμήμα Κοινοβουλευτικής Βιβλιοθήκης, Τμήμα Βιβλιοθήκης Πόλης και Διαχείρισης Συστημάτων Βιβλιοθήκης, Τμήμα Διατήρησης και Συντήρησης Έντυπου Υλικού και Έργων Τέχνης, Τμήμα Μπενακείου Βιβλιοθήκης και Συλλογής Πολιτικών Προσωπικοτήτων, Τμήμα Κοινοβουλευτικών Αρχείων. Αναλυτικές πληροφορίες για τις αρμοδιότητες και τις προσφερόμενες υπηρεσίες κάθε Τμήματος παρέχονται στην ιστότοπο της Βιβλιοθήκης της Βουλής.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά στη διοικητική δομή της Βιβλιοθήκης, τη συνολική εποπτεία για την ομαλή λειτουργία της έχει Επιτροπή συγκροτούμενη από τους τρεις Koσμήτoρες της Boυλής, τέσσερις βουλευτές από την πρώτη σε δύναμη κοινοβουλευτική ομάδα και έναν βουλευτή από κάθε κοινοβουλευτική ομάδα της αντιπολίτευσης (5 με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών του 2019).
Όσον αφορά τη διαχείριση του υλικού της, η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων χρησιμοποιεί από το 2018 την πλατφόρμα openABEKT του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ). Ο κατάλογος των βιβλίων της είναι διαθέσιμος σε ηλεκτρονική μορφή, ενώ ακολουθώντας το πνεύμα των καιρών η Βιβλιοθήκη έχει ψηφιοποιήσει σημαντικά τμήματα των συλλογών της προκειμένου να τα διαφυλάξει από τη φθορά του χρόνου, αλλά και να τα καταστήσει προσβάσιμα στο κοινό.
Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής μπορεί κανείς να βρει ψηφιοποιημένα: α) εφημερίδες και περιοδικά (μικροταινίες) μέχρι το 1948, β) συντάγματα (στην πλειονότητά τους από τα τέλη του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα) και κανονισμούς της Βουλής, γ) ευρετήρια των πρακτικών των Εθνοσυνελεύσεων, της Βουλής και της Γερουσίας (1843–1967), πρακτικά Εθνοσυνελεύσεων και της Βουλής (από το 1843 έως το 1935), πρακτικά της Γερουσίας (1844–1861) και πρακτικά της Βουλής από το 1990 και μετά, δ) τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας.
Η Βιβλιοθήκη πραγματοποιεί δράσεις εξωστρέφειας με σκοπό την ανάδειξη του περιεχομένου των συλλογών της, αλλά και τη συνεργασία με άλλους φορείς για την ανταλλαγή ιδεών και τεχνογνωσίας πάνω σε θέματα που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία της γνώσης, της πληροφορίας και της διά βίου μάθησης. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται οι εκθέσεις πολιτιστικού περιεχομένου, οι εκδόσεις (βλ. σχετική ενότητα παρακάτω) και οι ψηφιοποιήσεις που ήδη αναφέρθηκαν.
Στη δεύτερη περίπτωση, μεταξύ των συνεργασιών και συνεργειών που έχουν πραγματοποιηθεί με άλλους φορείς τα τελευταία χρόνια, ξεχωρίζουν: α) η συμμετοχή της Βιβλιοθήκης Βουλής στο Σύνδεσμο Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών – Heal-link, η οποία εξασφαλίζει πρόσβαση σε περισσότερα από 19.000 ηλεκτρονικά περιοδικά, β) η συνεργασία με τη Βιβλιοθήκη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που αποσκοπεί στην αποκατάσταση, αναδιοργάνωση και ανάδειξη του βιβλιακού πλούτου και των τεκμηρίων πολιτισμού που φιλοξενούνται στους χώρους της Θεολογικής Σχολής, και γ) το μνημόνιο συνεργασίας με την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας, που αφορά πεδία συλλογής, φύλαξης και ανταλλαγής τεκμηρίων της συλλογής τους.
Κατάλογοι της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων
Αρχέτυπα και Εκδόσεις ΙΕ΄ και ΙΣΤ΄ αιώνος, τόμοι Α΄–Β΄, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 1971.
Κατάλογος Βιβλιοθήκης Βουλής, Α΄. Εφημερίδες Ελληνικαί, Β΄. Περιοδικά Ελληνικά, εφορεία Σ. Ε. Στάη, Βουλή Ελλήνων, Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστία» Κ. Μάϊσνερ και Ν. Καργαδούρη, 1900.
Κατάλογος Βιβλιοθήκης της Βουλής. Ιστορία, Γεωγραφία, Περιηγήσεις, Εθνογραφία, Βιογραφία κ.λπ. των Ελληνικών χωρών, επιμ. Π.Δ. Καλογερόπουλος, Αθήνα, Τυπογραφείο των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1903.
Κατάλογος Αλφαβητικός της Βιβλιοθήκης Ιω. Ψυχάρη δωρηθείσης υπό Εμμ. Μπενάκη, επιμ. Π.Δ. Καλογερόπουλος, τόμος Α΄. (τχ. Α΄–Η΄), Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 1931.
Κατάλογος της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Α΄. Πολιτικαί Επιστήμαι, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1936.
Κονόμος, Ν., Συμπληρωματικός Κατάλογος των χειρογράφων κωδίκων της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήνα 1965.
Λάμπρος, Σ., «Κατάλογος των κωδίκων των εν Αθήναις βιβλιοθηκών πλην της Εθνικής. Α΄ Κώδικες της βιβλιοθήκης της Βουλής», Νέος Ελληνομνήμων, τόμοι 1–6, 1904–1909 (σε συνέχειες).
Χριστόπουλος, Π.Φ., Εφημερίδες αποκείμενες στη Βιβλιοθήκη της Βουλής (1789–1970), περιγραφικός κατάλογος, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων / Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών – ΕΙΕ, 1993.
Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (επιλογή)
Αντωνίου, Δ., Η εκπαίδευση κατά την Ελληνική Επανάσταση 1821–1827, τόμ. Α΄–Β΄, Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων, 2002.
Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 1–25, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 1971-2020.
Διονύσιος Σολωμός: ανθολόγιο θεμάτων της σολωμικής ποίησης, επιμ. Ερατοσθένης Καψωμένος, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 1998.
Κιτρομηλίδης, Π., Ρήγας Βελεστινλής: Θεωρία και πράξη, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 1998.
Κιτρομηλίδης, Π., Ρήγα Βελεστινλή απάνθισμα κειμένων, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 1998.
Κουτσογιάννης, Θ., Η Ελληνική Επανάσταση στην Ευρωπαϊκή Τέχνη: Φιλελληνικά Έργα της Συλλογής της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 2017, 22019.
Λασσάνης, Γ., Έκθεσις Περί Ληστείας, Σειρά Μικρή Βιβλιοθήκη – 6, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2018.
Λευκαδίτες στην υπηρεσία της Βουλής των Ελλήνων, τιμητικό αφιέρωμα, γεν. επιμ. Έλλη Δρούλια, επιμ. Ιουλιανή Θεοδόση / Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής / Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 2019.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία του Διονυσίου Σολωμού και οι τρεις πρώτες μεταφράσεις του, επιμ. Κατ. Τικτοπούλου, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 1999.
Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων της Δ΄ Διοικητικής Περιόδου (Ιούνιος 1827–Ιανουάριος 1828), εισαγωγή-επιμέλεια Χρήστος Λούκος, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 2020.
Πεντακόσια χρόνια έντυπης παράδοσης του νέου Ελληνισμού (1499-1999), επιμ. Κ.Σπ. Στάικος / Τ.Ε. Σκλαβενίτης, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 2000.
Ρήγας Βελεστινλής Άπαντα Σωζόμενα, επιμ. Πασχ. Κιτρομηλίδης, τόμ. Α΄–Ε΄, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 2002–2003.
Χαρίλαος Τρικούπης: η ζωή και το έργο του, επιμ. Αικ. Φλεριανού, τ. Α΄–Β΄, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής, 1999.
Ψυχάρης, Γ., Αντάρτης (από τη ζωή μου), Αθήνα, Σειρά Μικρή Βιβλιοθήκη – 1, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2015.
Βιβλιογραφία για τη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (επιλογή)
Αμπατζή, Ευρυδίκη, «Μια ιστορική βιβλιοθήκη», Καθημερινή – «Επτά Ημέρες – Θησαυροί Τέχνης και Πνεύματος στη Βουλή των Ελλήνων», 7 Μαρτίου 2004, σ. 9–12.
Δρούλια, Έλλη, «Προλογικά», Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων. Δ΄ Διοικητική Περίοδος (Ιούνιος 1827 – Ιανουάριος 1828), γεν. επιμ. Έλλη Δρούλια, εισαγ.–επιμ. Χρήστος Λούκος, μεταγραφή Λένα Κορομηλά, Αθήνα, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2020, σ. VII–XXV.
«Έκθεσις του Εφόρου του Βουλευτηρίου [Τιμολέων Φιλήμων], περί της βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων (1877–1878)», σ. 1–41.
Καιροφύλας, Κ., «Η Βιβλιοθήκη και η Βιβλιογραφία του Ψυχάρη», Ελληνική Βιβλιογραφία, 1 (1946), σ. 61–66, 75–80, 92–94.
Κονόμος, Ν., Οι Ζακυνθινοί στην υπηρεσία της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήνα 1965 (ιστορική ανασκόπηση με την ευκαιρία της συμπληρώσεως εκατόν είκοσι χρόνων από την ίδρυση της Βιβλιοθήκης της Βουλής).
Πολίτης, Ν.Γ., «Περί κατατάξεως Βιβλιοθήκης και ιδία της Βιβλιοθήκης της Βουλής», Επιθεώρησις Πολιτική και Φιλολογική, τόμ. Β΄, 1882, σ. 17–23.
Σκλαβενίτης, Τ.Ε., Εργογραφία του Μ. Χουρμούζη. Αγγελίες για την κωμωδία «Χορός» και για συναγωγή βουλευτικών λόγων, Μέλισσα των βιβλίων, τόμος Γ΄, 1977–1981 (ανάτυπο).
Φλεριανού, Αικατερίνη, «Η Βιβλιοθήκη Ψυχάρη και οι περιπέτειες της δωρεάς», Τα Ιστορικά 28, 55 (Δεκέμβριος 2011).
Χριστόπουλος, Π., Η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων 1846–1970, Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1970.