Βιβλιοθήκη Ιωάννη A. Σαρεγιάννη
Βιογραφικό Ι.Α. Σαρεγιάννη. Ο Ιωάννης (Γιάννης) Σαρεγιάννης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 30 Μαΐου 1898. Γονείς του ήταν ο Αντώνιος Σαρεγιάννης και η Πηνελόπη Χωρέμη, ενώ είχε κι έναν μικρότερο αδελφό, τον Δημοσθένη (Σθένη). Από την πλευρά και των δύο γονιών του είχε συγγένεια με την οικογένεια Μπενάκη –από τις οικονομικά ισχυρότερες της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια–, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μόρφωση και την επαγγελματική εξέλιξη του Σαρεγιάννη.
Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αβερώφειο Γυμνάσιο, ο έφηβος Γιάννης, ύστερα από πιεστική προτροπή του θείου του, μεγαλέμπορου και πολιτικού, Εμμανουήλ Μπενάκη, πήγε στο Βέλγιο για να σπουδάσει Γεωπονία. Το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Το 1915 ταξίδεψε πάλι στο εξωτερικό, με προορισμό τις Βερσαλλίες, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στην Εθνική Γεωπονική Σχολή του Γκρινιόν. Το 1918, μετά την ολοκλήρωση της φοίτησής του, επέστρεψε στην Ελλάδα για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Αμέσως μετά το τέλος της θητείας του ξαναγύρισε στη Γαλλία, εργαζόμενος ως «stagiaire» στη Station de Pathologie Végétale στο Παρίσι. Παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βιολογίας, φυσιολογικής χημείας, φυσιολογίας των φυτών και πειραματικής βιολογίας.
Την περίοδο 1920–1921 εργάστηκε σε ερευνητικό παθολογικό ινστιτούτο στην Φλωρεντία, μελετώντας την επίδραση των υπεριωδών ακτίνων στους μύκητες. Όμως, μια σοβαρή βλάβη στα μάτια που πιθανότατα προκλήθηκε από την εργασία του, τον ανάγκασε να εγκαταλείψει προσωρινά τη φυτοπαθολογία. Για τα επόμενα χρόνια τα ίχνη του Σαρεγιάννη δεν είναι ιδιαιτέρως ευδιάκριτα⸱ είναι γνωστό πάντως ότι για ένα διάστημα διέμεινε στο Βιαρέτζο της Ιταλίας, όπου συνδέθηκε με μια ομάδα Ιταλών και Ελλήνων καλλιτεχνών και λογοτεχνών, των «Απουανών», παράρτημα της οποίας είχε δημιουργηθεί από το 1915 στην Αλεξάνδρεια. Η συγκεκριμένη ομάδα αποτελούνταν από μποέμ νεαρούς που αντιδρούσαν στα κομφορμιστικά και στερεοτυπικά υποδείγματα της εποχής. Ο Σαρεγιάννης δεν ήταν μέλος των «Απουανών», ήταν ωστόσο φίλος πολλών εξ αυτών, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί από τη ροπή τους στη διανόηση και στον στοχασμό.
Μέχρι το 1929 και βρισκόμενος πλέον στο Παρίσι, θα επιδοθεί στο πάθος του για γενική μόρφωση, παρακολουθώντας μαθήματα φιλοσοφίας, ψυχολογίας, λογοτεχνίας και φυσικών επιστημών. Επίσης, έγινε μέλος μιας τοπικής παρέας Αλεξανδρινών φίλων του Καβάφη και το 1930 δημοσίευσε, για δεύτερη φορά μετά το 1927, σχόλια και δοκίμια για τη ζωή και το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή. Το 1930 αποτέλεσε κομβική χρονιά για την ζωή του, καθώς αποφάσισε να επιστρέψει οριστικά στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του θείου του, Εμμανουήλ Μπενάκη, ο οποίος είχε διοριστεί υπουργός Γεωργίας της κυβέρνησης Βενιζέλου, ώστε να εργασθεί στο νεότευκτο Μπενάκειο Ινστιτούτο Φυτοπαθολογίας (ΜΙΦ) στην Κηφισιά.
Παρά τα προσδοκώμενα, ο Σαρεγιάννης βρέθηκε προ μεγάλων απογοητεύσεων κατά τον πρώτο καιρό της διαμονής του στην πατρίδα του, όπως μαρτυρά επιστολή του προς τον φίλο του Γιώργο Βρισιμιτζάκη τον Μάρτιο του 1930: «Μετανόησα χίλιες φορές, γιατί αν και είμαι εδώ τόσον καιρό δεν με ονόμασαν ακόμη [εννοεί ότι δεν είχε διορισθεί]. Μου κάνουν δε και τόσες δυσκολίες! Δεν φαντάζεσαι τι σαπίλα έχει το κράτος μας. Πρέπει να δει κανείς τα υπουργεία από κοντά, για να το αντιληφθεί. Τώρα πια δεν πατώ, ας γίνει ό,τι. Ξανάπιασα πάλι τες φιλολογικές μου μελέτες. Ετοίμασα και στέλνω στην Αλεξανδρινή Τέχνη κάτι σχόλια για τη Μάχη της Μαγνησίας του Καβάφη κι άλλη συνεργασία. Ανέλαβα επίσης να γράψω διά μεγάλο –είδος Larousse Agricole– Αγροτικόν Λεξικόν που θ’ αρχίσει να βγαίνει εδώ, τα άρθρα της Φυτοπαθολογίας».
Παρ’ όλα αυτά, στις 2 Ιουλίου 1930 διορίστηκε εισηγητής στο Υπουργείο Γεωργίας και λίγους μήνες αργότερα ανέλαβε επίσημα χρέη προϊστάμενου (χωρίς πάντως υφιστάμενους) του Εργαστηρίου Φυτοπαθολογίας του ΜΙΦ. Από εκείνο το χρονικό σημείο ξεκινά ουσιαστικά η δράση του ως φυτοπαθολόγου στην Ελλάδα και η μεγάλη αξία του δεν αργεί να αναγνωριστεί. Το 1937 διορίστηκε καθηγητής της Γεωπονοδασονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήγαγε έναν καινοτόμο τρόπο διδαχής της φυτοπαθολογίας, με βάση την ομαδοποίηση των ασθενειών σε νοσολογικές ομάδες που έχουν τα ίδια γνωρίσματα, έστω και αν οφείλονται σε διαφορετικές αιτίες ή εμφανίζονται σε διαφορετικά είδη φυτών. Ενδεικτικό της επίδρασής του στον κλάδο της φυτοπαθολογίας είναι ότι μετά το πρώτο κιόλας ακαδημαϊκό έτος δημοσιεύτηκαν οι παραδόσεις του σε δίτομη έκδοση, η οποία συνιστά έως και τις μέρες μας μια έγκυρη βάση περί διαφόρων φυτοπαθολογικών θεμάτων.
Ωστόσο, με την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη ο Σαρεγιάννης επέλεξε να εγκαταλείψει την έδρα του στο Πανεπιστήμιο και να επανέλθει στη θέση του στο ΜΙΦ. Το 1943 κατέλαβε εκ νέου πανεπιστημιακή θέση, ως τακτικός καθηγητής, στην επανιδρυμένη Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, και συνέβαλλε σημαντικά στην ίδρυση ενός καινούριου Εργαστηρίου Φυτοπαθολογίας. Συνδυάζοντας την ακαδημαϊκή του απασχόληση με την έρευνα, επισκέφθηκε πολλές περιοχές της χώρας για να μελετήσει τις ασθένειες των φυτών και κατόπιν να υποδείξει τις κατάλληλες μεθόδους θεραπείας. Απαύγασμα αυτής του της προσπάθειας ήταν η έκδοση σειράς δημοσιευμάτων με κορυφαίο το δοκίμιό του για την έννοια της ασθένειας (βλ. ενδεικτική «Εργογραφία»), το οποίο πρωτοδημοσιεύθηκε το 1951 στα γαλλικά.
Στο μεταξύ, το 1947 είχε διαδεχθεί τον Κωνσταντίνο Ισαακίδη στη διεύθυνση του ΜΙΦ, ενώ επτά χρόνια αργότερα, το 1954, όταν ο Ισαακίδης απεβίωσε, ο Σαρεγιάννης κατέλαβε τη θέση του στην έδρα της Γεωργικής Ζωολογίας και Εντομολογίας, της Σηροτροφίας και Μεταξουργίας. Η συνέχιση της δικαίωσης των κόπων του ήρθε το 1958, όταν του ανατέθηκε και η έδρα της Συστηματικής Βοτανικής. Πέρα όμως από την ακαδημαϊκή του ανέλιξη, η μεγάλη αναγνώριση στο πρόσωπό του είχε ως αντίκτυπο τη συμμετοχή του σε διάφορα συμβούλια του Υπουργείου της Γεωργίας και των εξαρτώμενων από αυτό Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου, καθώς και σε συμβούλια ερευνητικών ιδρυμάτων, όπως το Βασιλικό Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών και το Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών.
Στις 20 Ιανουαρίου του 1962, έπειτα από σύντομη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο, ο Σαρεγιάννης απεβίωσε, αφήνοντας πίσω του σπουδαίο έργο ως θεμελιωτής της φυτοπαθολογίας στην Ελλάδα και ως μελετητής του Καβάφη. Ειδικά για τη δεύτερη και λιγότερο προβεβλημένη ιδιότητά του, ο Σαρεγιάννης προσέγγισε το έργο του Καβάφη στηριζόμενος στη φιλολογική επιστημονική μέθοδο που τόσο εμβριθώς γνώριζε, χωρίς να παρασυρθεί από τα προσωπικά του αισθήματα για τον ποιητή, τον οποίον γνώριζε και τόσο πολύ εκτιμούσε. Το σύνολο των σχολίων του για το έργο του ποιητή έμελλε να εκδοθεί δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1964 (ακολούθησαν δύο ακόμα εκδόσεις το 1973 και το 1994), με τίτλο Σχόλια στον Καβάφη (εκδ. Ίκαρος). Επιπλέον, ο Σαρεγιάννης υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος, μεταδίδοντας στους μαθητές του τις πλούσιες γνώσεις του, αλλά και διαπνέοντας το πνεύμα σεμνότητας και εντιμότητας που τον χαρακτήριζε ως επιστήμονα και ως άνθρωπο.
Βιβλιοθήκη του Ι. Σαρεγιάννη. Η ευρυμάθεια του Σαρεγιάννη αποτυπώνεται ανάγλυφα στο περιεχόμενο της προσωπικής του βιβλιοθήκης, η οποία δεν εμπεριέχει αποκλειστικά συγγράμματα σχετικά με την επιστήμη του⸱ τουναντίον, στο μεγαλύτερο μέρος της θησαυρίζει βιβλία ιστορικά, φιλολογικά, γλωσσολογικά, λογοτεχνικά κ.ά. Όπως σημειώνει εμφατικά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, η αναλογία των γεωπονικών και φυτοπαθολογικών του βιβλίων με τα υπόλοιπα είναι 2:5. Εξαιτίας λοιπόν του διφυούς χαρακτήρα της βιβλιοθήκης, ο Σαρεγιάννης φρόντισε το φυτοπαθολογικό τμήμα της να το κληροδοτήσει στο Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής, ενώ το υπόλοιπο –και μεγαλύτερο– τμήμα της στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού (πρώην Βασιλικού) Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), του οποίου άλλωστε ο Σαρεγιάννης υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου από την αρχή της ίδρυσής του (1958).
Ο αριθμός των βιβλίων της «φιλολογικής» Βιβλιοθήκης Σαρεγιάννη ανέρχεται στους 4.866 τίτλους και σύμφωνα με τον διευθυντή του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ, Κ.Θ. Δημαρά, στο προλογικό του σημείωμα στην έκδοση του Κατάλογού της (βλ. στη συνέχεια «Κατάλογος “Φιλολογικής” Βιβλιοθήκης»): «το σύνολόν των συνθέτει ακριβώς συναγωγήν των έργων εκείνων τα οποία ηδύναντο να ικανοποιήσουν τας γενικάς περιεργείας και τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα ενός καλλιεργημένου νέου των χρόνων 1920 μέχρι 1930».
Επιπλέον ο Δημαράς, σε άλλο σημείο, επισήμαινε ότι μια δωρεά βιβλιοθήκης για να είναι συνήθως ωφέλιμη για κάποιο ερευνητικό ίδρυμα, τότε τα μισά από τα βιβλία της θα έπρεπε και το ίδιο το ίδρυμα να επιδίωκε να τα προμηθευθεί, ανεξαρτήτως της δωρεάς. «Εις την περίπτωσιν της Βιβλιοθήκης Σαρεγιάννη το ωφέλιμον ποσοστόν είναι πολύ υψηλότερον», σχολιάζε.
Την καταλογογράφηση της «φιλολογικής» Βιβλιοθήκης Σαρεγιάννη, έπειτα από τον διαχωρισμό των βιβλίων της ενιαίας βιβλιοθήκης που έγινε από τον μαθητή του Σαρεγιάννη Βενετσάνο Κουγέα και την ανιψιά του, επίσης φυτοπαθολόγο, Αννέτα Χιτζανίδου, επιμελήθηκε η ιστορικός Αικατερίνη Κουμαριανού (1919–2012), με τη συνεργασία των ερευνητών του ΕΙΕ Πάνου Μουλλά (1935–2010) και Ρωξάνης Αργυροπούλου. Η «φιλολογική» βιβλιοθήκη Σαρεγιάννη έχει κατηγοριοποιηθεί σε τέσσερις βασικές θεματικές βιβλίων, οι οποίες περιλαμβάνουν επιμέρους θεματικές. Ακολούθως παρατίθενται οι θεματικές των βιβλίων και οι υποθεματικές σε δεύτερο επίπεδο:
- Βοηθητικά (α. Βιβλιογραφία, β. Χώρος, γ. Χρόνος, δ. Λεξικά, Εγκυκλοπαίδειες, Ευρετήρια, ε. Γλώσσα).
- Συλλογές Ιστορίας (α. Evolution de l’Humanité, β. Peuples et Civilisations, γ. Histoire du Monde).
- Κείμενα (α. Ιερά Γράμματα, β. Ανθολογίες, γ. Ελληνική Γραμματεία, δ. Ξένη Γραμματεία).
Τα περισσότερα βιβλία, με ευρεία διαφορά, εντοπίζονται στη θεματική Κείμενα και συγκεκριμένα στην υποθεματική Ξένη Γραμματεία, στην οποία συγκαταλέγονται 3.474 βιβλία. Έπονται τα βιβλία της Ελληνικής Γραμματείας, που αριθμούνται σε 937, εκ των οποίων τα 680 αφορούν τους νεότερους χρόνους, και οι 209 Ανθολογίες, ελληνικές και ξένες.
Η Βιβλιοθήκη Ι. Σαρεγιάννη αποτελεί σήμερα μέρος της Βιβλιοθήκης «Δ.Α. Ζακυθηνού» (Βασ. Κωνσταντίνου 48), όπως μετονομάστηκε το 1994 η Βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών (ΙΒΕ) – Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών (ΙΝΕ) του ΕΙΕ στη μνήμη του πρώτου διευθυντή του τότε Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών και συνιδρυτή του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Η Βιβλιοθήκη Σαρεγιάννη είναι ανοιχτή στο κοινό.
Κατάλογος «Φιλολογικής» Βιβλιοθήκης Ι. Σαρεγιάννη
Βιβλιοθήκη Ι. Α. Σαρεγιάννη – Κατάλογος, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών / ΕΙΕ, Αθήνα 1970.
Εργογραφία Ι. Σαρεγιάννη (λογοτεχνικά έργα)
Βρισιμιτζάκης, Γ. / Μηταράκης, Γ. / Σαρεγιάννης, Γ., Κάτω από τον αττικόν ουρανό, εκδόσις των Ελλήνων της Αιγύπτου, Αθήνα 1919.
Σαρεγιάννης, Ι.Α., Σχόλια στον Καβάφη, πρόλογος Γιώργου Σεφέρη, εισαγωγή και φροντίδα Ζήσιμου Λορεντζάτου, Ικαρος, 1994. [Περιέχει δημοσιεύματα του 1919, 1927, 1928, 1930, 1932 1944, 1947, 1949, 1953.]
Βιβλιογραφία για τον Ι. Σαρεγιάννη
Γιάννης Σαρεγιάννης και η έννοια της ασθένειας, επιμ. Κώστας Κριμπάς, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1999, σ. 13–52.
Δημαράς, Κ.Θ., «Μνήμη Γ. Α. Σαρεγιάννη», Το Βήμα – «Οι επιφυλλίδες του Βήματος», 20.8.1971.
Ευελπίδης, Χ., «Ο Γ. Σαρεγιάννης και ο Καβάφης», Νέα Εστία, τ. 79, 1966, σ. 800–802.
Ζήρας, Α., «Σαρεγιάννης, Γ.», Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9β., Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, σ. 195–196.
Κριμπάς, Κ., «Γιάννης Σαρεγιάννης: Φυτοπαθολόγος ευπατρίδης και Καβαφιστής», Τα Νέα – «Αφιέρωμα ο ελληνικός 20ός αιώνας – Τα πρόσωπα», 9.11.1999. [Διαθέσιμο στο: https://www.tanea.gr/1999/11/09/greece/afierwma-o-ellinikos-20os-aiwnas-ta-proswpa-24/]
Το Εργαστήριον Φυτοπαθολογίας της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, φυλλάδιο, Αθήνα, Δεκέμβριος 1971, σ. 5–14.